«Η υπερήφανη όψη του Παπισμού και η πρόγευση…»
(Μ. Βασίλειος –Επιστολή (215), Προς Πρεσβύτερον Δωρόθεον)
Χρειάσθηκαν
εκατοντάδες χρόνια για μια θεολογική, ερμηνευτική μελέτη (αντικειμενική) του
φαινομένου «παπισμός», για μια δηλ. απροσωπόληπτη – αμερόληπτη κριτική και
αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της παπικής λειτουργίας, ως «γίγνεσθαι», δηλ. ως
«εξελικτική πορεία».
Ο
Μ. Βασίλειος (4ος αιώνας) διατύπωσε, ως αντικειμενική
πραγματικότητα, το νόσημα του παπισμού, την αφετηρία της θεολογικής – ιστορικής
εξέλιξής του, που είναι η υπερηφάνεια.
Στην
γήϊνη πραγματικότητα τα στοιχεία του χρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον,
αλληλοκαθορίζονται και λειτουργούν ως ολοκληρώνοντα μέρη ενός όλου. Εύστοχα ο Paul Guillaume παρατηρεί:
«Το
μέρος εξαρτάται από το όλο και δεν είναι πλήρως κατανοητό παρά δια μέσου αυτού»
(La phychologie de la forme, Flammarion, Paris, 1937, σελ. 146), γι’ αυτό και δεν υπάρχει καθρέπτης
(κατ’ άνθρωπον) για συμπεριφορές και γεγονότα του μέλλοντος.
Στο
χώρο της Επιστήμης, με εκκίνηση εκ της γνώσεως των αντικειμενικών νόμων της
πραγματικότητας, είναι δυνατόν μια διάκριση, πρόβλεψη ή εξέλιξη γεγονότων στο
άμεσο ή μακρινό μέλλον.
Στην
Επιστολή (239) του Μ. Βασιλείου είναι καθαρά φανερή η ορθή (φωτισμένη) πρώτη
ερμηνευτική προσέγγιση του μελλοντικού παπισμού, ως ιστορική – θεολογική
πρόγευση… Ως προφητεία θα έλεγα.