Τετάρτη, 18 Ιουλίου 2012
Τi εiναι ό Οiκουμενισμός;
Τί εἶναι
ὁ Οἰκουμενισμός;
(Ἀπό φυλλάδιο πού εἶχε ἐκδώσει, τό 2004, ἡ Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωποῦ Ἀττικῆς, ἡ ὁποία ὑπάγεται στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέσω τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας)
Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι μιά κίνηση, πού διακηρύσσει ὅτι ἔχει ὡς σκοπό τήν ἑνότητα τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, κ.ἄ.). Ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητας συγκινεῖ κάθε εὐαίσθητη χριστιανική ψυχή καί ἀνταποκρίνεται στούς μύχιους πόθους της. Τήν ἰδέα αὐτή οἰκειοποιεῖται καί ό Οἰκουμενισμός. Ἀλλά τόἑνωτικό του ὅραμα, ὅραμα κατεξοχήν πνευματικό, τό στηρίζει κυρίως πάνω στίς ἀνθρώπινες προσπάθειες καί ὄχι στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ, ὅταν συναντήσει τήνἀνθρώπινη μετάνοια καί ταπείνωση, νά κάνει αὐτό τό ὅραμα πραγματικότητα.Ἡ ποθητή ἑνότητα, ἄν καί ὅταν συμβεῖ, δέν θά εἶναι παρά ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ.
Πότε ἐμφανίστηκε.
Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ν' ἀναζητηθοῦν στόν προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες χριστιανικέςὉμολογίες, βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανόμενης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένωνἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάστηκαν σέ μιά συσπείρωση καίσυνεργασία.
Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή,ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰ., καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶνἘκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στή Γενεύη.
Θά πρέπει, βέβαια, νά σημειωθεῖ ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν θά μποροῦσε ποτέ νά πάρει "οἰκουμενικό" χαρακτήρα, ἀλλά θά παρέμενε ἁπλά μιάἐνδοπροτεσταντική ὑπόθεση, ἄν δέν συμμετεῖχαν καί κάποιες τοπικέςὈρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν. Ἀργότερα ὅμως, χωρίς νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοί στήν Οἰκουμενική Κίνηση. Μέ σχετικό διάταγμα τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕναν δικό τούς Οἰκουμενισμόπού στοχεύει στήν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπό τήν παπικήἐξουσία.
Ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι σημαντική ὤθηση στή δημιουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἰδιαίτερα μάλιστα μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1920, πού, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσε τή βάση καί τόν "Καταστατικό Χάρτη" τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Τό Διάγγελμα αὐτό ἦταν κάτι τό πρωτόγνωρο στήν ἱστορία τῆςἘκκλησίας, ἐπειδή γιά πρώτη φορά ἐπίσημο ὀρθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε ὅλες τίς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως "Ἐκκλησίες", «ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί συγκληρονόμους καίσυσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι ἀνέτρεπε τήν ὀρθόδοξηἐκκλησιολογία. Καί γιά νά μήν ἀναφερθοῦμε σέ παλαιότερες ἐποχές, φτάνει νά θυμηθοῦμε ὅτι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) τό ἴδιο Πατριαρχεῖο, σέ ἐγκύκλιό του τοποθετοῦσε τόν Παπισμό ἐκτόςἘκκλησίας, ἐπειδή εἰσήγαγε «αἱρετικάς διδασκαλίας καί καινοτομίας». Γι' αὐτό καί καλοῦσε τούς Δυτικούς Χριστιανούς νά ἐπιστρέψουν στούς κόλπους τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό Διάγγελμα τοῦ 1920 ἔχοντας ὡς πρότυπο τή διακρατική «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», πρότεινε τή σύμπηξη μιᾶς «συναφείας καίκοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν», μέ κυριότερους στόχους α) τήνἐπανεξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν μέ συμβιβαστική διάθεση, β) τήν παραδοχή ἑνιαίου ἡμερολογίου (ἡ μερική ἐφαρμογή τοῦ ὁποίουἐπέφερε, δυστυχῶς, ἐνδοορθόδοξο ἑορτολογικό διχασμό), καί γ) τή συγκρότηση παγχριστιανικῶν συνεδρίων.
Ἐκτός ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδόν οἱ ὈρθόδοξεςἘκκλησίες ζήτησαν σταδιακά νά γίνουν, καί ἔγιναν, δεκτές ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν'ἀναδιπλωθοῦν καί ν' ἀποχωρήσουν, καθώς ἀφενός παρακολουθοῦσαν μέ ἀπογοήτευση τόν ἐκφυλισμό του καί ἀφετέρου πιέζονταν ἀπό τίςἔντονες ἀντιοικουμενιστικές ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τό ἐρώτημα: Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νά εἶναιἐνταγμένη ὡς "μέλος" σέ "κάτι", τή στιγμή πού ἡ ἴδια εἶναι τό "ὅλον", τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί πού καλεῖ ὅλους νά γίνουν μέλη Του;
Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καίλειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καί διακοσμητική. Οἱἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικά ἀπό τήν ποσοτικήὑπεροχή τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τό 1961, οἱὈρθόδοξοι στίς Γενικές Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις -μερικές ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακά κείμενα- ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσον ἀφορᾶ στό οἰκουμενιστικό ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ, ἡἀνταπόκριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε θετική, μέ κύριο ἐκφραστή της τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ό Πατριάρχης συναντήθηκε μέ τόν πάπα Παῦλο ΣΤ' στά Ἱεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στήν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καίὑποστήριξε τό "διάλογο τῆς ἀγάπης", προωθώντας ἔτσι τούς στόχους τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου.
Τά θεωρητικά "ἀνοίγματα" τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ὑλοποιήσει τούς στόχους του,ἀναγκάζεται νά παραθεωρήσει ἤ καί ν' ἀναθεωρήσει ὁρισμένες βασικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας.
Προβάλλει τήν ἀντίληψη τῆς "Διευρυμένης Ἐκκλησίας", σύμφωνα μέτήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί περιλαμβάνει τούς Χριστιανούς κάθε Ὁμολογίας, ἀπό τή στιγμή πού δέχτηκαν τό βάπτισμα. Ἔτσι ὅλες οἱ χριστιανικές Ὁμολογίες εἶναι μεταξύ τους "Ἀδελφές Ἐκκλησίες".
Μέσα στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ἡ ἰδέα τῆς "Παγκόσμιας ὁρατῆςἘκκλησίας": Ἡ Ἐκκλησία πού ὑφίσταται τάχα "ἀόρατα" καίἀπαρτίζεται ἀπ' ὅλους τούς Χριστιανούς, θά φανερωθεῖ καί στήν ὁρατήτης διάσταση μέ τίς κοινές ἑνωτικές προσπάθειες.
Τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἐπηρέασε καί ἡ προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ή Ἐκκλησία εἶναι ἕνα "δένδρο" μέ"κλαδιά" ὅλες τίς χριστιανικές Ὁμολογίες, καθεμιά ἀπό τίς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀλήθειας. Ἄς προστεθεῖ ἐπίσης καί ἡθεωρία τῶν "δύο πνευμόνων", πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καί παπικῶν. Σύμφωνα μ' αὐτήν Ὀρθοδοξία καίΠαπισμός εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡἘκκλησία. Γιά ν' ἀρχίσει τάχα ν' ἀναπνέει ὀρθά καί πάλι θά πρέπει οἱδύο πνεύμονες νά συγχρονίσουν τήν ἀναπνοή τους.
Τέλος, στίς μεθόδους, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμός γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, περιλαμβάνεται καί ὁ δογματικός μινιμαλισμός. Πρόκειται γιά προσπάθεια νά συρρικνωθοῦν τά δόγματα στά πιό ἀναγκαῖα, σ' ἕνα "μίνιμουμ" (=ἐλάχιστο), προκειμένου νά ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν. Τόἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ό ὑποβιβασμός καί ή ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. «Ἄς ἑνωθοῦν», λένε, «οἱΧριστιανοί, καί τά δόγματα τά συζητοῦν ἀργότερα οἱ θεολόγοι»! Μέ τή μέθοδο βέβαια τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ εἶναι ἴσως εὔκολο νάἑνωθοῦν οἱ Χριστιανοί. Οἱ τέτοιοι "Χριστιανοί" ὅμως μπορεῖ νά εἶναι "Ὀρθόδοξοι, δηλαδή ἀληθινά Χριστιανοί;
Ἡ ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, Ἐκκλησία καίὈρθοδοξία ταυτίζονται. Ή Ἐκκλησία εἶναι ὁπωσδήποτε Ὀρθόδοξη καίἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐπειδή ό Χριστός εἶναι ἕνας, ἄρα καί ήἘκκλησία εἶναι μία. Γι' αὐτό ποτέ δέν νοεῖται διαίρεση στήν Ἐκκλησία. Μόνο χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία ἔχουμε. Σέ συγκεκριμένες δηλαδήἱστορικές στιγμές οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί ἀποκόπηκαν ἀπ' αὐτήν, κι ἔτσι ἔπαψαν νά εἶναι μέλη της.
Ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὄχι μιᾶςἀφηρημένης ἀλήθειας, ἀλλά ἑνός τρόπου ζωῆς πού σώζει τόνἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο καί τόν κάνει "κατά χάριν Θεό". Ἀντίθετα, ἡαἵρεση ἀποτελεῖ ὁλική ἤ μερική ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἕνα κομμάτιασμά της, πού ἔτσι παίρνει τό χαρακτήρα καί τήν παθολογία μιᾶς ἰδεολογίας. Χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν τρόπο ὑπάρξεως πούἔδωσε ὁ Θεός στήν Ἐκκλησία Του καί τόν θανατώνει πνευματικά.
Τά δόγματα ἐπίσης, τά ὁποῖα περικλείουν τίς ὑπερβατικέςἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, δέν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καίδιανοητικές συλλήψεις, οὔτε, πολύ περισσότερο, μεσαιωνικός σκοταδισμός ἤ θεολογικός σχολαστικισμός. Ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία καί τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτό, ὅταν ὑπάρχει διαφορά στάδόγματα, ὑπάρχει ὁπωσδήποτε καί διαφορά στόν τρόπο ζωῆς. Κιὅποιος ὑποτιμᾶ τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, δέν μπορεῖ νά ζήσει τήν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ὁ Χριστιανός πρέπει νά δεχθεῖ ὅλα ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Χριστός.Ὄχι ἕνα "μίνιμουμ", ἀλλά τό σύνολο. Γιατί στήν ὁλότητα καί τήνἀκεραιότητα τῆς πίστεως διασώζονται ἡ καθολικότητα καί ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας.Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ μέχρις αἵματος ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τή διαφύλαξη τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ἡ μέριμνά τους γιάτή διατύπωση, μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν "ὅρων" τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ "ὅροι" αὐτοί δέν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρά τά ὅρια, τά σύνορα τῆς ἀλήθειας, γιά νά μποροῦν οἱ πιστοί νά διακρίνουν τήν Ἐκκλησία, ὡς Ὀρθοδοξία, ἀπό τήν αἵρεση.
Οἱ ἑτερόδοξοι, μέ τό νά ἀρνηθοῦν τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, χωρίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γι' αὐτό καί εἶναι αἱρετικοί. Ἑπομένως στεροῦνται τήν ἁγιαστική χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τά "Μυστήρια" τους εἶναι ἄκυρα, τό βάπτισμα λοιπόν, πού τελοῦν, δέν μπορεῖ νά τούς εἰσαγάγει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Τούς γάρ παρά τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας οὔτε πιστούς οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν», μᾶς λέει ό ΞΗ' κανόνας τῶνἉγίων Ἀποστόλων. Καί ό ἅγιος Νικόδημος ό Ἁγιορείτης συμπληρώνει: «Ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα εἶναι ἀσεβές καί βλάσφημον καίοὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει πρός τό τῶν Ὀρθοδόξων».
Τί μᾶς λένε ὅμως οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές;
Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διακήρυσσε ὅτι «τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖσέ κάθε χριστιανικό βάπτισμα» καί ὅτι ό ἀναβαπτισμός τῶνἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπό«στενοκεφαλιά, φανατισμό καί μισαλλοδοξία... Εἶναι μιά ἀδικία κατά τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καί πραγματικά μία βλασφημία τοῦἉγίου Πνεύματος»!¹Ἄλλος ἱεράρχης δήλωσε ἀπευθυνόμενος σέ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καί μοναδικό σῶμα, μιά καί μοναδική "καινή κτίσις"ἐφ' ὅσον τό κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο»².Ἡ οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία ἐκφράστηκε ἀπό ἐπίσημα ὀρθόδοξα χείλη καί ὡς ἑξῆς: «Ὀφείλομεν νά εἴμεθα ἕτοιμοι νά ἀναζητήσωμεν καί νά ἀναγνωρίσωμεν τήν παρουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκτός τῶνἰδικῶν μας κανονικῶν ὁρίων, πρός τά ὁποῖα ταυτίζομεν τήν μίαν,ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἀλλά ὑπάρχουν καίτολμηρότεροι, πού ὁραματίζονται τήν "ἐπανίδρυση" τῆς Ἐκκλησίας διαμέσου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν: Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διατείνεται ὅτι «ἔχουμε ἀνάγκη ἑνός νέου Χριστιανισμοῦ, πού θάβασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου σέ νέες ἀντιλήψεις καί ὅρους. Δέν μποροῦμε νά διδάξουμε τό εἶδος τῆς θρησκείας πού παραλάβαμε στίς ἐρχόμενες γενιές».
Οἱ διάλογοι.
Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά προωθήσει τά σχέδια του, χρησιμοποιεῖ πολλά μέσα. Τό βασικότερο εἶναι οἱ διάλογοι.
Κανείς δέν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τή φύση της εἶναιἀνοιχτή στό διάλογο. Ὁ Θεός πάντοτε διαλέγεται μέ τόν ἄνθρωπο καίοἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρνήθηκαν ποτέ τή διαλεκτική ἐπικοινωνία τους μέ τόν κόσμο.
Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό, προσπαθοῦσαν μέ τό διάλογο νά μεταδώσουν τήν ἐμπειρία τῆςἀλήθειας πού βίωναν. Γι' αὐτούς ή ἀλήθεια δέν ἦταν ἀντικείμενοἔρευνας. Δέν τήν ἀναζητοῦσαν, δέν τήν διαπραγματεύονταν∙ ἁπλά τήν πρόσφεραν. Ἄν ὁ διάλογος δέν ὁδηγοῦσε τούς ἑτερόδοξους στήνἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καί στ ήν ἀποδοχή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν τόν συνέχιζαν.
Δυό χρόνια διαλεγόταν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός μέ τούς Παπικούς στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας ὅμως τήνὑπεροψία, τήν ἀδιαλλαξία καί τήν ἐμμονή τους στήν πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τούς ὀρθόδοξους πιστούς:
«Ν' ἀποφεύγετε τούς Παπικούς, ὅπως ἀποφεύγει κανείς τό φίδι».
Θεολογικό διάλογο εἶχε ἀρχίσει καί ὁ Οἰκουμενικός ΠατριάρχηςἹερεμίας Β' ὁ Τρανός μέ τούς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης (1579). Ὅταν διαπίστωσε ὅμως ὅτι ὁ διάλογος δέν ἀπέφερε κανέναν καρπό, τόν διέκοψε. «Σᾶς παρακαλοῦμε», τούς ἔγραφε, «μή μᾶς κουράζετε ἄλλο... Ἄς πορευθεῖτε τόν δικό σας δρόμο. Ἄν θέλετε, μπορεῖτε νά μᾶς γράφετε, ἀλλά ὄχι πλέον γιά δόγματα πίστεως».
Οἱ διάλογοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς ἀρχές τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καί τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι' αὐτόεἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι. Ἀπόδειξη, ὅτι στά ἑκατό σχεδόν χρόνια τῆς διεξαγωγῆς τους δέν ἔχουν προσφέρει τίποτε τό ἀξιόλογο στήνἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νά διχάσουν τούς Ὀρθοδόξους!
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τά ἑξῆς:
Α'.Ἔλλειψη ὀρθόδοξης ὁμολογίας.
Στούς διαλόγους ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι δέν ἐκφράζουν τήνἀκράδαντη πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ τή μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ. Δέν προβάλλουν, ἐπίσης, τήν ἁγιασμένη παράδοση καί τήν πνευματικήἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, πού διαφέρουν ἀπό τίς παραδόσεις καί τίςἐμπειρίες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μόνο μιά τέτοια ὁμολογιακήστάση θά μποροῦσε νά καταξιώσει καί νά κάνει γόνιμη τήν ὀρθόδοξη παρουσία στούς διάλογους.
Β'. Ἔλλειψη εἰλικρίνειας.
Τό ἔλλειμμα τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, σέ συνδυασμό μέ τήνἀποδεδειγμένη ἀνειλικρίνεια τῶν ἑτεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τόν διαχριστιανικό διάλογο καί τόν καθιστᾶἀναποτελεσματικό. Γι' αὐτό πολλές φορές εἴτε παρατηροῦνταιἀμοιβαῖες ἐπιφανειακές ὑποχωρήσεις εἴτε χρησιμοποιεῖται διφορούμενη γλώσσα καί ὁρολογία, προκειμένου νά συγκαλύπτονται οἱ διαφορές.Ἄν πρῶτα-πρῶτα οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἦταν εἰλικρινεῖς, θά ἔπρεπε νά δηλώσουν μέ σαφήνεια στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους αὐτό πού τονίζουν στούς δικούς τούς πιστούς∙ τήν ἀδιάλλακτη δηλαδή προσήλωση τούς στό παπικό πρωτεῖο καί ἀλάθητο. Ἔτσι, βέβαια, θάφαινόταν ξεκάθαρα καί τό πώς ὁραματίζονται τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν: ὄχι ὡς ἑνότητα πίστεως ἀλλά ὡς ὑποταγή ὅλων κάτω ἀπότήν παπική ἐξουσία. Ἐπιπλέον θά ἐπιβεβαιωνόταν ή διαπίστωση ὅτι ό παπικός θεσμός ἀφενός ἀποτελεῖ τήν τραγικότερη ἀλλοίωση τοῦΕὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί ἀφετέρου χρησιμοποιεῖ τούς διαλόγους γιά τήν ἐξυπηρέτηση καί μόνο τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς.
Κύρια ἔκφραση τῆς ἀνειλικρίνειας τῶν Παπικῶν ἀποτελεῖ ή διατήρηση καί ή ἐνίσχυση τῆς Οὐνίας. Πρόκειται γιά ἕναν ὕπουλο θεσμό, τόνὁποῖο ὁ Παπισμός χρησιμοποίησε καί ἐξακολουθεῖ νά χρησιμοποιεῖ ὡςἑνωτικό μοντέλο, παρ' ὅλες τίς ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν Ὀρθοδόξων καί παρά τό ὅτι αὐτός σήμερα ἀποτελεῖ τό βασικότερο ἐμπόδιο στούς διμερεῖς διάλογους.Ἄν πάλι οἱ ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ἦταν εἰλικρινεῖς, θά ἔπρεπε νά δηλώσουν μέ εὐθύτητα ὅτι δέν εἶναι καθόλου διατεθειμένοι νάὑποχωρήσουν ἀπό τίς βασικές προτεσταντικές τούς ἀρχές καί ὅτιἄλλες, τελικά, εἶναι οἱ αἰτίες πού τούς ἀναγκάζουν νά ἔρχονται σέδιάλογο. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καί ὁ κατήφορος πού ἔχουν πάρει οἱ «Ἐκκλησίες» τους (ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμοι ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.).
Γ'. Ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης.
Ἐπειδή ή ἀνειλικρίνεια καί οἱ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τούς διαλόγους, πού κατάντησαν σέ ἀτέρμονες καίἄκαρπες θεολογικές συζητήσεις, ἐπιχειρήθηκε μιά στροφή. Οἱ διάλογοι τώρα ὀνομάστηκαν "διάλογοι ἀγάπης" τόσο γιά λόγους ἐντυπώσεωνὅσο καί γιά νά παρακαμφθεῖ ὁ σκόπελος τῶν δογματικῶν διενέξεων. «Ἡ ἀγάπη προέχει», τονίζουν. «Ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἑνωθοῦμε,ἔστω κι ἄν ὑπάρχουν δογματικές διαφορές».
Γι' αὐτό καί ἡ πρακτική στούς σημερινούς διαλόγους εἶναι νά μήσυζητοῦνται αὐτά πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά πού ἑνώνουν, ὥστε νά δημιουργεῖται μιά ψευδαίσθηση ἑνότητας καί κοινῆς πίστεως. Στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὅμως οἱ Πατέρες συζητοῦσαν πάντοτε αὐτάπού χώριζαν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί σήμερα σέ ὁποιονδήποτε διάλογο μεταξύ πλευρῶν πού ἔχουν διαφορές: Συζητοῦνται αὐτά πού χωρίζουν- γι' αὐτό ἐξάλλου γίνεται ὁ διάλογος- καί ὄχι αὐτά πούἑνώνουν.
Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ Ἀγάπη καί ή Ἀλήθεια εἶναι ἔννοιεςἀδιάσπαστες. Διάλογος ἀγάπης χωρίς τήν ἀλήθεια εἶναι ψεύτικος καίἀφύσικος διάλογος. Ἐνῶ διάλογος ἀγάπης «ἐν ἀληθείᾳ» σημαίνει: Διαλέγομαι μέ τούς ἑτεροδόξους ἀπό ἀγάπη, γιά νά τούς ἐπισημάνω πού βρίσκονται τά λάθη τους καί πώς θά ὁδηγηθοῦν στήν ἀλήθεια.Ἐάν πραγματικά τούς ἀγαπῶ, πρέπει νά τούς πῶ τήν ἀλήθεια, ὅσο κιἄν αὐτό εἶναι δύσκολο ἤ ὀδυνηρό.
Δ'. Ἄμβλυνση ὀρθοδόξων κριτηρίων.
Στήν παθολογία τῶν διαλόγων ἀνήκει καί ή ἄμβλυνση τῶνὀρθοδόξων θεολογικῶν κριτηρίων, πού προκύπτει ἀπό τήν καλλιέργεια μιᾶς "οἰκουμενικῆς ἁβροφροσύνης", προσωπικῶν σχέσεων καί φιλίας ἀνάμεσα στούς ἑτερόδοξους θεολόγους. Ἡ πίστη θεωρεῖταιὄχι ἡ ἀλήθεια, πού σώζει, ἀλλά ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν, πούἐπιδέχονται συμβιβασμούς.Ἰσχυρίζονται οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές: "Διάλογο κάνουμε, δένἀλλάζουμε τήν πίστη μας!". Καί ἀσφαλῶς ὁ διάλογος, ὡς "ἀγαπητικήἔξοδος" πρός τόν ἄλλον, εἶναι θεάρεστος. Ὁ οἰκουμενιστικός ὅμως διάλογος, ὅπως διεξάγεται σήμερα, δέν εἶναι συνάντηση στήν ἀλήθεια,ἀλλά εἶναι "ἀμοιβαία ἀναγνώριση". Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε τίς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ὅτι ἀποδεχόμαστε πώς οἱδογματικές διαφορές τους ἀποτελοῦν "νόμιμες ἐκφράσεις" τῆς ἴδιας πίστεως. "Ἔτσι ὅμως πέφτουμε στήν παγίδα τοῦ δογματικοῦσυγκρητισμοῦ:Τοποθετοῦμε στό ἴδιο ἐπίπεδο τήν ἀλήθεια μέ τήν πλάνη, ἐξισώνουμε τό φῶς μέ τό σκοτάδι.
Ε'. Συμπροσευχές.
Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μέ τήν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολύ φυσικό νά συμμετέχουν χωρίς ἀναστολές σέ κοινές μέ τούς ἑτερόδοξους λατρευτικές ἐκδηλώσεις καίσυμπροσευχές, πού πραγματοποιοῦνται συχνά στά πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μέ τόν οἰκουμενιστικό αὐτό συμπνευματισμό δημιουργεῖται τό κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, πού ἀπαιτεῖται γιά τήν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας.
Οἱ ἱεροί Κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἑτερόδοξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δέν ἔχουν τήνἴδια πίστη μ' ἐμᾶς. Πιστεύουν σ' ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι' αὐτό καί ό ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ἀποκαλεῖἀπίστους: «Ὁ μή κατά τήν παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων ἄπιστός ἐστιν».Ἡ συμπροσευχή λοιπόν ἀπαγορεύεται, ἐπειδή δηλώνει συμμετοχή στήν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καί δίνει σ' αὐτόν τήν ψευδαίσθησηὅτι δέν βρίσκεται στήν πλάνη, ὁπότε δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψει στήνἀλήθεια.
Στ'. Διακοινωνία (Intercommunio)
Ἄν οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, πολύ περισσότερο ἀποκλείουν τή συμμετοχή μaς στά"Μυστήριά" τους. Καί στό σημεῖο αὐτό ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δέν φανήκαμε συνεπεῖς.Ἡ Β' Βατικανή Σύνοδος, μέσα στά πλαίσια τοῦ οἰκουμενιστικοῦ"ἀνοίγματος" πού ἔκανε, πρότεινε τή Διακοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους: Παπικοί θά μποροῦν νά κοινωνοῦν σέ ὀρθόδοξους ναούς καίὈρθόδοξοι σέ παπικούς. Μέ τόν τρόπο αὐτό τόσο οἱ Παπικοί ὅσο καί οἱὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές πιστεύουν ὅτι σταδιακά θά ἐπέλθει de facto ἡἕνωση Παπισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας, παρ' ὅλες τίς δογματικές τους διαφορές.Ἄν γιά τούς Παπικούς μιά τέτοια θέση δικαιολογεῖται ἀπό τήνἀντίληψη πού ἔχουν γιά τήν Ἐκκλησία καί τά Μυστήρια (κτιστή χάρη κ.λπ.), γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καί ἀπαράδεκτη. ἩἘκκλησία μας ποτέ δέν θεώρησε τή θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιά τήνἐπίτευξη τῆς ἑνότητας, ἀλλά πάντοτε ὡς σφραγίδα καί ἐπιστέγασμάτης.Ἄλλωστε, τό κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη. Ἄν δηλαδή ἕναςὈρθόδοξος κοινωνεῖ σέ παπικό ναό, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται καίτήν παπική πίστη.
Συνεργασία σέ πρακτικά θέματα.
Ἄλλο μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦἀποτελεῖ ή διαχριστιανική συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς. Οἱοἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ' ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τούς παρουσιάζει τά ἑξῆς μειονεκτήματα:
α) Ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται μέ τίς ἄλλες χριστιανικές φωνές, χάνει τή διαύγεια της καί ἀδυνατεῖ νά κοινοποιήσει στόν σημερινό ἄνθρωπο τόν δικό της μοναδικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σέ ἀντίθεση μέ τόνἀνθρωποκεντρικό τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.
β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στό κοινωνικό της ἔργο κοσμικές πρακτικές τῶνἄλλων Ὁμολογιῶν, σέ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος.Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἀνάγκη ό σημερινός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ή βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσω ἑνός ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ,ἔστω κι ἄν αὐτός μπορέσει νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κοινωνικές πληγές,ἀλλά ή ἀπελευθέρωση τοῦ ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ θέωσή του μέσα στόἀληθινό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
γ) Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τούς ἑτερόδοξους νά συνεργάζονται μέ τούς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τήν ἐσφαλμένηἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς δογματικές διαφορές.
Ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων.
Τά τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστική πολιτική ἀσκεῖται καί μέτίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπό ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αὐτές περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ἀσπασμούς,ἀνταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινέςἀνακοινώσεις καί ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης.
Εἰδικότερα, ἀπό τό 1969 ἔχει καθιερωθεῖ ή ἐτήσια ἀμοιβαία συμμετοχή,Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, στίς θρονικές ἑορτές Ρώμης καίΚωνσταντινουπόλεως.
Οἱ συναντήσεις αὐτές, δυστυχῶς, δέν εἶναι ἁπλές ἐθιμοτυπικέςἐπισκέψεις. Οἱ ἴδιοι, ἄλλωστε, οἱ οἰκουμενιστές ὁμολογοῦν ὅτι μέ τούς κοινούς ἑορτασμούς βιώνεται ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, μέτήν ἀμοιβαία ἀναγνώρισή τους.Ὁ πιστός λαός μας ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τίς ἐπισκέψεις ἀπό τάὀπτικοακουστικά μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη∙ σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλά καί προβληματίζεται, καθώς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τούς ποιμένες του νά μιλοῦν μέ ὀρθοδοξότατη καί ἁγιοπατερική γλώσσα, καί ἄλλοτε τούς βλέπει ἀνάμεσα στούςἑτερόδοξους νά συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος ὅμως συμβιβασμός στό χῶρο τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί γιάτήν ἱερώτερη σκοπιμότητα, δέν θά πληρωθεῖ, ἄραγε, μέ ἀκριβό καίὀδυνηρό τίμημα;
Ἡ διαθρησκειακή ἐξέλιξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ, πού ἐμφανίστηκε πολύ νωρίς στήν Οἰκουμενική Κίνηση, τήν ἀνάγκασε πρῶτα νά στραφεῖστήν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων τῶνἀνθρώπων, εγκαταλείποντας τή θεολογία ὡς δρόμο ἑνώσεως, καίὕστερα νά πραγματοποιήσει ἕνα ἄνοιγμα πρός τίς μή χριστιανικές θρησκεῖες. Παραδέχεται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν διαφορετικούς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους μέ τό Χριστιανισμό, καί ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί σ' αὐτές. Σύνθημά της ἔχει τόἀξίωμα τῆς "Νέας Ἐποχῆς": «Πίστευε ὅ,τι θέλεις, μόνο μή διεκδικεῖς τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀλήθειας καί τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας».
Συγκαλεῖ λοιπόν διαθρησκειακές συναντήσεις, οἱ ὁποῖες δέν εἶναιἁπλά ἐπιστημονικά συνέδρια, ὅπως διατείνονται οἱ διοργανωτές τους,ἀλλά συνάξεις ὁμολογίας τῆς ἑνότητας μέ βάση τήν πίστη στόν ἕνα Θεό. Γι' αὐτό συχνά περιλαμβάνουν καί κοινές λατρευτικέςἐκδηλώσεις, στίς ὁποῖες συμπροσεύχονται ὀρθόδοξοι, ἑτερόδοξοι καίἀλλόθρησκοι. Ὁ Τριαδικός Θεός ὅμως τῶν Ὀρθοδόξων, ό ἀληθινός καίαὐτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δέν εἶναι ὁ ἴδιος μέ τόν ὅποιο "Θεό" τῶνἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ κάποιον φανταστικό δηλαδή "Θεό", πού δημιούργησε, καί συντηρεῖ ἡ θρησκευτική ἀνάγκη τοῦμεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.
Δυστυχῶς, τό διαθρησκειακό αὐτό ἄνοιγμα συμμερίζονται καίὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐκφράζουνἀπόψεις σάν τίς ἑπόμενες:
«Ἡ Οἰκουμενική Κίνηση, ἄν καί ἔχει χριστιανική προέλευση, πρέπει νά γίνει κίνηση ὅλων τῶν θρησκειῶν... Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὑπηρετούν τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Δέν ὑπάρχει παρά μόνο ἕνας Θεός...».
«Κατά βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου».
«Τό Ἰσλάμ, στό Κοράνιο, μιλάει γιά Χριστό, γιά Παναγία, κι ἐμεῖς πρέπει νά μιλήσουμε γιά τόν Μωάμεθ μέ θάρρος καί τόλμη. Νά δοῦμε τήν ἱστορία του καί τήν προσφορά του, τό κήρυγμα τοῦ ἑνός Θεοῦ καίτή ζωή τῶν μαθητῶν του, πού εἶναι μαθητές τοῦ ἑνός Θεοῦ...».
«Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καί Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί Ἰνδοί, Βουδισταί καί Κομφουκιανοί... θά πρέπει νά συντελέσωμε ὅλοι μας στήν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦοἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς εἰρήνης. τοῦτο ὅμως θάμπόρεση νά γίνει μόνον ἐάν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνός Θεοῦ».
Βασική ἐπιδίωξη τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων εἶναι ή δημιουργία σημείων ἐπαφῆς μεταξύ τῶν θρησκειῶν, ὥστε νά διευκολυνθεῖ ή κοινήἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καί διεθνῶν προβλημάτων. Τήνἐπιδίωξη αὐτή ἐκμεταλλεύονται κατά καιρούς καί ἰσχυροί κοσμικοίἄρχοντες, ἐπιστρατεύοντας τίς θρησκεῖες στήν προώθηση ἀνόμων συμφερόντων τους. Αὐτό φάνηκε καθαρά μετά τήν 11η Σεπτεμβρίου 2001, ὅταν πραγματοποιήθηκαν «κατ' ἐπιταγήν» πλειάδα διαθρησκειακῶν συναντήσεων.
Ἔτσι ὅμως ή Ἐκκλησία μας, ἀντί νά εἶναι «κρίση» καί «ἔλεγχος» τῆς ἀνομίας, μεταβάλλεται σέ ὑποστηρικτή καί συντηρητή της.Ἐγκλωβίζεται στήν ἐγκόσμια προοπτική τῶν διαφόρων θρησκειῶν καίὑποβιβάζεται στό ἐπίπεδο μιᾶς κοσμικῆς Θρησκείας μέ ὠφελιμιστικόκαί χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ἀναγκάζεται νά ἀθετήσει τό ἱεραποστολικό της χρέος, ἐφόσον γίνεται ἀποδεκτό, ἀπό ἐπίσημους μάλιστα ἐκπροσώπους της, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν «ἠθελημένας ἀπό Θεοῦ ὀδούς σωτηρίας»!
Κάποιοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, ἐξάλλου, φτάνουν στό σημεῖο νά μιλοῦν γιά τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη, τήν ἐλευθερία, τήν ἀγάπη καίἄλλα κατεξοχήν πνευματικά ἀγαθά μέ μιά ψυχρή κοσμική γλώσσα.Ἀποσιωποῦν ὅτι τά ἀγαθά αὐτά ἀποτελοῦν καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεία δῶρα πού χορηγοῦνται μέ τήν πνευματική «ἐν ΧριστῷἸησοῦ» ἄθληση κι ὄχι μέσα ἀπό διαθρησκειακές συναντήσεις.
Πρέπει, βέβαια, νά τονιστεῖ, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, οὔτεἔστω ἡ καλύτερη. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία: Ἡ αὐτοαποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία. Ἔχει συνείδηση τῆς Οἰκουμενικότητας καί τῆςἈλήθειας τοῦ Χριστοῦ πού κατέχει, γι' αὐτό καί δέν φοβᾶται τίς σχέσεις της μέ τούς μή Χριστιανούς. Γνωρίζει ὅμως τά ὅρια αὐτῶν τῶν σχέσεων, ὅπως τά ἔχει διαμορφώσει ἡ ἁγιοπατερική Παράδοση καί ἡμυστηριακή τῆς ἐμπειρία. Γιά παράδειγμα, ό ἅγιος Γρηγόριος ό Παλαμᾶς, κάτω ἀπό συνθῆκες σκληρῆς αἰχμαλωσίας, διαλέχτηκε μέτούς Ὀθωμανούς Τούρκους. Δέν δίστασε, ὡστόσο, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, νά πεῖ τήν ἀλήθεια καί νά ἐλέγξει τήν πλάνη τους. Πώςἀντιμετώπιζαν, ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τούς εἰδωλολάτρες καί οἱἅγιοι Νεομάρτυρες τούς Μωαμεθανούς; Δέν ὁμολογοῦσαν τήνἀλήθεια; Θά μπορούσαμε νά τούς φανταστοῦμε νά προσεύχονται μαζί τους; Ἀλλά τότε δέν θά εἴχαμε Μάρτυρες!
Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν ἀρνεῖται νά θυσιάσει στό βωμό ἄλλων σκοπιμοτήτων τή μοναδικότητά της καί νά ἀποδεχθεῖ τό οἰκουμενιστικό σύνθημα ὅτι «σέ ὅλες τίς θρησκεῖες, πίσω ἀπόδιαφορετικά ὀνόματα, λατρεύεται ό ἴδιος Θεός». Πιστεύει ἀκράδανταὅτι ό ἄνθρωπος σώζεται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τόἀποστολικό: «Οὐκ ἐστίν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία∙ οὐδέ γάρ ὄνομάἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖσωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12).
Τελικά τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;
Μετά τίς ἀλλεπάλληλες ἐξελίξεις του καί τή σταδιακήἀπομάκρυνση του ἀπό τούς ἀρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οἱὈρθόδοξοι πιστοί ἀναρωτιοῦνται: Δέν φαίνεται ἄραγε ξεκάθαρα, ὅτι σκοπός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ή ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά ἡἐπικράτηση τῆς Πανθρησκείας, ή ἰσοπέδωση τῶν πάντων καί ἡμετατροπή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σέ μιά «Λέσχη θρησκευομένωνἀνθρώπων», σ' ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, σάν τόν Ο.Η.Ε.,ἀπονευρωμένο καί ἀ-πνευματικό;
Πῶς ὅμως ἀποτιμᾶ τόν Οἰκουμενισμό ἡ παραδοσιακή μαςὈρθοδοξία;
«Ὁ Οἰκουμενισμός, πραγματικά ἔτσι ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νά σημαδοτεῖται ὁ ὅρος αὐτός, βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατί σημαίνειἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φέρ' εἰπεῖν ἡ ἀποδοχή τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή ἡ κάθεἘκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καί πρέπει νά ἑνωθοῦμε ὅλες οἱἐκκλησίες, νά βάλουμε στό τραπέζι τά τμήματα τῆς ἀληθείας γιά νάἀπαρτισθεῖ τό ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία,Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Τέρμα, σ' αὐτό δέν γίνεται συζήτηση∙ καί ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τά ἀντίθετα μπορεῖνά λέγεται οἰκουμενιστής καί ἑπομένως νά εἶναι αἱρετικός» (Ἀρχιεπ.Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Συνέντευξη στόν Ραδιοφωνικό Σταθμό τῆςἘκκλησίας, 24-5-1998).
«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινό ὄνομα γιά τούς ψευδοχριστιανούς, γιάτίς ψευδοἐκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης... Ὅλοι αὐτοί οἱψευδοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευδοεκκλησίες, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά αἵρεση παραπλεύρως στήν ἄλλη αἵρεση. Τό κοινό εὐαγγελικόὄνομα τους εἶναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί στό διάστημα τῆς ἱστορίας οἱδιάφορες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν ἤ παραμόρφωναν μερικά ἰδιώματα τοῦΘεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ οἱ εὐρωπαϊκές ὅμως αὐτές αἱρέσειςἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τόν Θεάνθρωπο καί στή θέση του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο» (Ἀρχιμ. Ἰουστίνος Πόποβιτς).
«Ὁ Οἰκουμενισμός δέν εἶναι αἵρεση καί παναίρεση, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Εἶναι κάτι πολύ χειρότερο τῆς παναιρέσεως. Οἱαἱρέσεις ἦταν φανεροί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦσε αὐτή νά παλέψει ἐναντίον τους καί νά τίς κατατροπώσει. Ό Οἰκουμενισμόςὅμως ἀδιαφορεῖ γιά τά δόγματα καί γιά τίς δογματικές διαφορές τῶνἘκκλησιῶν. Εἶναι ὑπέρβαση, ἀμνήστευση, παραθεώρηση, γιά νά μήν ποῦμε νομιμοποίηση καί δικαίωση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὕπουλοςἐχθρός, καί ἀπό ἐδῶ ἀκριβῶς προέρχεται ό θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητής Ἀνδρέας Θεοδώρου).
Ἀντιδράσεις στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Σήμερα στόν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλά βιβλία,ἄρθρα καί κριτικές βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας, ὅπου διατυπώνεται μέ πόνο καί ἀγωνία ἡ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καί «γραμμῆς» πρός μιά βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆςὈρθοδοξίας στήν πολυπρόσωπη καί πολυώνυμη αἵρεση.
Δέν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοί καί θεολόγοι πού προτείνουν τήν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τά συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τή συμμετοχή της σέ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλά πολλαπλῶς ἐπιζήμια.
Κάποιες Ἐκκλησίες ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιάτή δική τους συμμετοχή. Αὐτός ό προβληματισμός ἐκφράστηκε καί στήΔιορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τό 1998, ὅπου μεταξύἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπό αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί μισό αἰώνα παρουσίας στόΠ.Σ.Ε...., τό χάσμα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο».
Ἡ συμμετοχή τοῦ πιστοῦ λαοῦ στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Γνωρίζουμε ὅτι κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει ὁ πιστός καί εὐσεβής λαός. Κανείς, οὔτε Πατριάρχες οὔτε Σύνοδοι, δέν μποροῦν νά τόν παρακάμψουν καί νά φιμώσουν τή συνείδηση του. Γι' αὐτό καί«δέν πρέπει νά γίνεται κανένας διάλογος ἤ νά λαμβάνεται καμιάἀπόφαση, ἄν δέν συμφωνεῖ ἡ ἀγρυπνοῦσα αὐτή συνείδηση τῆςἘκκλησίας (χαρισματοῦχοι κληρικοί, λαϊκοί, μοναχοί)» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος).
Οἱ οικουμενιστικοί διάλογοι, ὅπως διεξάγονται, εὐνοοῦνται κυρίως ἀπό κύκλους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί ἀπό ἄλλαἐκκλησιαστικά ἤ μή θεσμικά ὄργανα, πού ἀποβλέπουν σέσυγκεκριμένα ὀφέλη πολιτικά, οἰκονομικά, διεθνῶν σχέσεων καίπροβολῆς. Δέν ἀποτελοῦν αἴτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλάἐπιβάλλονται "ἔξωθεν" καί "ἄνωθεν". Τό γεγονός αὐτό ἀναδεικνύει ἕνα νοσηρό φαινόμενο: τήν αὐτονόμηση τῶν διοικητικῶν θεσμῶν τῶνὈρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα. Ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση δηλαδή εἶναι χωρισμένη ἀπό τή θεολογική σκέψη, ἀλλά καί ἀπό τίς ἀπόψεις, τίς ἀνησυχίες καί τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.Ἔτσι συμβαίνει ό λαός τοῦ Θεοῦ νά μή συμμετέχει ἐνεργά οὔτε νάἐνημερώνεται ὑπεύθυνα καί ἀντικειμενικά γιά τούς διαλόγους.Ἄλλωστε, οἱ ἀποφάσεις δέν φέρουν πάντα τή σφραγίδα τῆς αὐθεντικῆς συνοδικότητος, ἀλλά λαμβάνονται συνήθως ἀπό εἰδικούς «ἐπαγγελματίες» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὀμολογεῖ χαρακτηριστικάὀρθόδοξος ἱεράρχης: «Ό ὀρθόδοξος λαός δέν γνωρίζει τίποτε γιά τήν Οἰκουμενική Κίνηση... ἀλλά ἴσως εἶναι τυχερή καί ἡ ΟἰκουμενικήΚίνηση πού ό ὀρθόδοξος πληθυσμός δέν γνωρίζει Τί γίνεται στήΓενεύη»!
Τό χρέος μας.
Ζοῦμε ἀναμφίβολα σέ περίοδο κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν. Τά γεγονότα, κατευθυνόμενα πλέον, τρέχουν μέ ξέφρενους ρυθμούς. Ό Οἰκουμενισμός ἐξελίσσεται μέσα στήν ἰσοπεδωτική προοπτική τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, πού ἐπιβάλλουν ἰσχυρά πολιτικοοικονομικά κέντρα. Κανείς πιά δέν πιστεύει σοβαρά πώς ὁ Οἰκουμενισμός μπορεῖνά προσφέρει ὁρατή λύση στό αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν πρέπει οὔτε νά αἰθεροβατοῦμε ἀλλάοὔτε καί νά ἐφησυχάζουμε. Ἄν σεβόμαστε πραγματικά τή ζωή τῶνἀνθρώπων, ἄν πονᾶμε τόν βασανισμένο ἀπό τίς ἀδιέξοδες θρησκευτικές του παραδόσεις κόσμο τῆς Δύσεως, ἀλλά καί τόν παγιδευμένο στίς δαιμονικές πλάνες κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, ἔχουμε χρέος νά μείνουμε προσηλωμένοι στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Νάκρατήσουμε ἀνόθευτη τήν πατροπαράδοτη πίστη μας, βιώνοντας τήν αὐθεντικά μέσα ἀπό τόν καθημερινό μας ἀγώνα γιά τόν προσωπικόἁγιασμό καί τή θέωση. Ἡ ὀρθή πίστη καί ό ἀκριβής βίος θά μᾶς κάνουνἱκανούς γιά τή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά -γιατί ὄχι;- καί γιά τό μαρτύριο, ἄν καί ὅταν οἱ καιροί τό ἀπαιτήσουν...
Ἡ ἐμμονή στήν Ὀρθοδοξία, δηλαδή στή γνησιότητα τῆς ζωῆς, καί ή ἐμμονή στήν ἀλήθεια πού ἐλευθερώνει καί σώζει, δέν εἶναιἐγωισμός, φανατισμός ἤ μισαλλοδοξία. Ἐκφράζει τήν οἰκουμενικήδιάσταση, τήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καί ἀποτελεῖ τήν ὕστατη δυνατότητα πού αὐτή προσκομίζει, γιά μιά ριζοσπαστική πνευματική ἀλλαγή στό χῶρο τῆς Δύσεως, ἀλλά καί γιάμιά ἔξοδο τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ψεύτικων θεῶν.