Ἀσυναίσθητα ἀνεζήτησα τὸ
θερμόμετρο ἐξωτερικῆςθερμοκρασίας στὸ αὐτοκίνητο τοῦ Λεόντιου. Ἔδειχνε+6ο C. Τὸ χάραμα ποὺ κάθισακουκουλωμένος στὸνδυτικὸ ἐξώστη μας πρὸς τὸ Σινιάτσικο ἔδειχνε 4,5 ἢ +5οC. Ἀμέσως ἕνας συνειρμὸςἁλυσιδωτῶν σκέψεων περιέτρεξε ὅλο τὸ εἶναι μου πηγαίνοντας γιὰ τὸΚαρυοχώρι, ὅπου θὰ γιορτάζαμε τοὺς Πέντε Νεομάρτυρες τῆς Σαμοθράκης.
Θυμήθηκα τὸν παπαΝικόλα, πόσο μᾶς μάλλωσε, ὅτανγύρω στὸ 1960 βάλαμε τὸν ἐκ Κομοτινῆς Τοῦρκοπλανόδιοἔμπορο χαλιῶν νὰ κοιμηθῆ κάτω στὸ φοῦρνο, ὅπως τὸ λέγαμε, ἢ στὸ ἀχούρι καλλίτερα. Μᾶς εἶπε τότε ὁ Τρανός. «Ἀντρουπή μας. Ἀπόψι ἔβαλάμι τοὺν Χριστό, νὰ κοιμθῆ κάτ’ στ’ ἀχούρ’».
Δεύτερη σκέψι ἦταν ὁ ἀξιότιμος ἑαυτός μου. Ψὲςκοιμήθηκα μὲ δύο μάλλινες κουβέρτες
κι ἀνάμεσά τους ἕνασεντόνι καὶ μία πικὲ γιὰ ἀποτείχισι τοῦ κρύου ἔξωκαὶ περιτείχισι τῆς ζέστης μέσα. Στὸ κελλί μου εἶχε+18οC. Τὸπρωΐ ὅμως, ποὺ διάβαζα τὰ διαβάσματά μου,εἶχα στὰ πόδια μου ἕνα μικρὸ ἀερόθερμο, γιὰ νὰγλυκαίνη ὁ κρῦοςπερίγυρός τους.
κι ἀνάμεσά τους ἕνασεντόνι καὶ μία πικὲ γιὰ ἀποτείχισι τοῦ κρύου ἔξωκαὶ περιτείχισι τῆς ζέστης μέσα. Στὸ κελλί μου εἶχε+18οC. Τὸπρωΐ ὅμως, ποὺ διάβαζα τὰ διαβάσματά μου,εἶχα στὰ πόδια μου ἕνα μικρὸ ἀερόθερμο, γιὰ νὰγλυκαίνη ὁ κρῦοςπερίγυρός τους.
Θυμήθηκα καὶ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς ΔΕΤΗΠ, ὅτι ἐφέτοςθὰ διακοποῦν οἱ ἀπλήρωτες περισυνὲς παροχές. Δηλαδὴὁ χειμώνας θἄρθη μέσα στὰ σπίτια πλέον, ὅ,τι λογῆς καὶνἆναι. Ἤδη μᾶς ἔδειξε τὸ φθινόπωρο, τὶ θὰ εἶναι κι ὁ χειμώνας. Πῶς νὰ ἀποτειχίσης τὸ κρῦο; Δὲν γίνεται. Κι ὅποιος κάμνει ἀποτείχισι τοῦ κρύου, πρέπει νὰεἶναιπεριτοιχισμένος ἀπὸ τοὺς τοίχους τοῦ κελλιοῦ του μέσα στὴ ζέστη του. Τὰ μπέρδεψα λίγο μὲ τοὺς τοίχους καὶτὰτείχη, ὅπως καὶ μὲ τὶς προσθέσεις ἀπο- καὶ περι-. Διατείχισμα πάλι σημαίνει τεῖχος μεταξὺ δύο μερῶν, διάφραγμα. Ἔγραψα καὶ τοῦτα τὰ φρέσκα λογοπαίγνια ocasione data, ἢ εὐκαιρίας δοθείσης.
Θυμήθηκα καὶ τὰ ὅσα διάβασα γιὰ δεύτερη φορὰ γιὰ τὸ1940 τοῦ Ἄγγελου Τερζάκη, ἡ πρώτη ἦταν τὸν Ὀκτ1990.Αὐτόπτης μάρτυρας ὁ ἴδιος ὡς πολεμιστὴς τοῦ1940 στὰ βουνὰ τῆς Β. Ἠπείρου γράφει, ὅτι οἱστρατιῶτες μαςπολεμοῦσαν νηστικοὶ τρεῖς μέρες καὶἄυπνοι ἄλλες τόσες, βρεγμένοι ὡς τὸ κόκαλο, μὲξεχαρβαλωμένα ἄρβυλα καὶὅπλα τοῦ 1912, φύλαγαν σκοπιὰ σὲ χιόνι ἕνα μέτρο, μὲ μιὰ κουβέρτα στὴν πλάτη τους καὶ ἐκτεθειμένοι σὲ κρῦο -12ο C!!!!!!!!!! Ἀληθινὰπαραμύθια……..
ΣΤΙΣ 3 τὸ μεσημέρι, ποὺ ἔφευγα, εἶδα κι ἄλλο. Στὸπαρκάκι τῆς Διοικητηρίου τρεῖς ἄνδρες, (νἆταν οἱπρωινοί;), ἔβγαζαν ἀπὸ τοὺς κάδους ἀπορριμάτων καὶδιάλεγαν….
ΕΚΛΕΙΣΑ τὰ μάτια μου ὁ εὐαίσθητος, μήπως πάθη τίποτε βαρὺ ἡ εὐαισθητοσύνη μου. Ἔφυγα δρομαῖος γιὰτὴζεστασιά μου, γιὰ τὸ ψυγεῖο μου, γιὰ τὸ γραφεῖο μου καὶ ὅ,τι ἄλλο ἄνετο ἔχω.
ΑΠΟ κάπου ἔρχονταν μιὰ ἐνοχλητικὴ δισχιλιόχρονη Φωνὴ λέγουσα, «Ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ μοι. Γυμνὸς καὶοὐ περιεβάλετέ με».
ΤΟΥ Τρανοῦ μας ἡ κραξιὰ κι αὐτὴ τὰ λέει ὅλα. «Τοὺδάσους βουγκάει. Πιδγιά, Ἀντρουπή μας. Θὰτὄχουμικαραχαμένου ἰκεῖ ἀπάν’»!
αρ.νι.μα. Κυρ 25.Σεπτ.2016