Σελίδες

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΑΥΞΩΝΙΔΗΣ



postimage
                                                                                             ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΠΑΪΣΙΟ 


ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΖΟ… ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΑΥΞΩΝΙΔΗΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΕ π. ΠΑΪΣΙΟ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΖΟ


Πανοσιολογιώτατον
Ἀρχιμ. Παΐσιον Παπαδόπουλον
Καθηγούμενον Ἱ. Μ. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Φιλώτα-Ἀμυνταίου


Ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργέ, π. Παΐσιε,
(ἂν ἀκόμη νιώθεις ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργὸς)
χαῖρε ἀδιαλείπτως ἐν Κυρίῳ, τῷ μόνῳ Σωτῆρι πάντων ἡμῶν!

Δυστυχῶς, ὑποχρεώνομαι νὰ γράψω, κάτι ποὺ τεχνηέντως ἀπέφευγα τόσον καιρὸ παρόλο ποὺ καὶ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ σένα μὲ προκάλεσαν. Καὶ δὲν ἀπάντησα γιατὶ τέτοιες ἀντιπαραθέσεις ἐξελίσσονται στὸ τέλος σὲ κόντρες γοήτρου. Νιώθω πὼς δὲν τὶς θέλει ὁ Χριστός μας. Ἴσως καὶ νὰ κάμω λάθος. Σίγουρα ὅμως δὲν τὶς θέλουν οἱ χριστιανοί μας.
Γιαὐτό, πρωτίστως, ζητῶ συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ μ΄ὅλα αὐτὰ σχίζουμε τὸ ἕνα Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία μας, ἐνῶ Αὐτὸς ἐναγωνίως προσηύχετο στὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν «ἵνα πάντες ἓν ὧσιν». Ὑπόσχομαι πὼς θὰ προσπαθήσω νὰ μὴν Τὸν στενοχωρήσω κατεβαίνοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς εἰρωνικοτάτης ἐπιστολῆς σου. Δευτερευόντως, ζητῶ συγγνώμη ἀπὸ τοὺς χριστιανούς μας, ποὺ κουράστηκαν ἢ σκανδαλίστηκαν, ἴσως καὶ νὰ ἀηδίασαν ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἀντιπαράθεση, τὴν ἀμετροέπεια καὶ τὴ συνεχῆ ἐνασχόληση καὶ χρήση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ τύπου καὶ ὄχι μόνο γιαὐτὰ τὰ θέματα.
Χωρὶς νὰ ἀρνούμαστε τὴν ὑπόσταση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἕνα εἶδος ἐκκλησιολογικοῦ συγκρητισμοῦ ἀνάμεσα σὲ χριστιανικὲς ὁμολογίες, ἀλλὰ καὶ σὲ θρησκεύματα), δὲν μποροῦμε νὰ μὴν παρατηρήσουμε ὅτι στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἀντίδρασης και «ὑπερορθοδόξου ἀντάρτικου» ἔχουμε τὸ ψυχολογικὸ φαινόμενο τῆς ἀνάγκης…. παρουσίας βαρβάρων, ὅπως διαφαίνεται στὸ γνωστὸ ποίημα τοῦ ἀλεξανδρινοῦ ποιητῆ: «Περιμένοντας τοὺς Βαρβάρους».

Ἀφοῦ, λοιπόν, κάπως συνῆλθα ἀπὸ τὴν ἐγκεφαλικὴ διάσειση γιὰ τὴν ὁποία μὲ κατηγορεῖ ὁ φίλος Γιάννης Ρίζος - ἐμμέσως θὰ ἀπαντήσω καὶ σ΄ αὐτὸν – «ἐθλίβην διὰ σὲ» ἀπὸ τὸ εἰρωνικὸ καὶ ἀγενὲς τῆς ἐπιστολῆς σου. Μειώνεις τὸ πρόσωπό μου ὡς φυσικοῦ, ὡς θεολόγου, ὡς ἀδελφοῦ, ὡς δημοκρατικοῦ πολίτη. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν σ΄ εὐχαριστῶ γιατὶ μοὺ δίνεις τὴν εὐκαιρία καὶ τὴ χαρὰ νὰ ἀγωνισθῶ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιό μας στὴ συγχωρητικότητα καὶ στὴν ἀγάπη. Ἀφ’ ἑτέρου, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη δημόσια νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου διότι ὑβριζόμενος ἀποφεύγω ἀναξίως τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας «οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26).

Περὶ Φυσικῆς
Χρησιμοποιεῖς ἀρχὲς τῆς Φυσικῆς, ὅπως τὴν ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Heisenberg, τὴν ἀρχὴ τῆς αἰτιότητας καὶ τὴν ἀρχὴ διατήρησης τῆς ἐνέργειας, μὲ σκοπό νὰ μειώσεις τὸ πρόσωπό μου. Δὲ μὲ πειράζει! Μοῦ ἀρκεῖ καὶ χαίρομαι ποὺ τὶς γνωρίζεις(;;;) γιατὶ εἶναι σπουδαία ἡ ἐπιστήμη τῆς Φυσικῆς. Εἶναι ἔρωτας. Εἶναι διόπτρα ποὺ μέσα ἀπ’ αὐτὴν «βλέπεις» καὶ ὑποψιάζεσαι τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ νοσταλγικὰ μὲ γύρισες στὰ φοιτητικά μου χρόνια, 25 ἔτη πρίν.
Θαρρῶ πὼς ἐδῶ κάνεις ἕνα σοβαρὸ λάθος. Δὲν ταιριάζει ἡ μέθοδος τῆς ἐπιστήμης - πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων - γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει κανεὶς τὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπιστήμη ἔχει μόνο τὴ λογική, τὸν ἔλεγχο, τὸ πείραμα. Ἡ πίστη ἔχει τὸ ὑπέρλογο, τὸν ἔλεγχο «οὐ βλεπομένων πραγμάτων», τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ βίωμα ὡς δῶρο Θεοῦ. Ὡς ἐγκρατὴς στὰ θεολογικὰ γράμματα ποὺ εἶσαι γνωρίζεις ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἔχει δύο ἐνέργειες· τὴ νοερὰ και τὴ λογική. Μὲ τὴ λογικὴ ἐνέργεια ἀντιλαμβάνεται τὸν ὑλικὸ κόσμο μέσῳ τῶν αἰσθήσεων. Μὲ τὴ νοερὰ ἐνέργεια ἀντιλαμβάνεται τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὰ ὑπεραισθητὰ καὶ ὑπέρλογα ἐκτὸς τῶν αἰσθήσεων. Φρονῶ ταπεινὰ ὅτι χρησιμοποιώντας τὴν ἐπιστήμη τῆς Φυσικῆς στὴν ἐπιστολή σου ὑποπίπτεις σ΄ἕνα ὀλίσθημα. Χρησιμοποιεῖς λάθος ἐργαλεῖο γιὰ νὰ πεῖς αὐτὰ ποὺ θέλεις νὰ πεῖς. Προσπαθεῖς νὰ δεῖς μὲ τὸ αὐτὶ καὶ νὰ ἀκούσεις μὲ τὸ μάτι. Νὰ γευθεῖς μὲ τὴ μύτη καὶ νὰ ὀσφρανθεῖς μὲ τὴ γλώσσα. Τὸ ἀποτέλεσμα…γνωστό.
Γιὰ νὰ σοῦ πῶ τὸ λογισμό μου ὅμως, θαρρῶ πὼς κάνεις ἐπίδειξη γνώσεων!
Ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση καὶ ἀνακάλυψη ἔχει ἕνα κοινὸ μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία· ἐπιτυγχάνεται καὶ μὲ τὴ σκέψη ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά. Ἔχει καὶ μιὰ διαφορά· ἡ πρώτη συνήθως κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ἔπαρση, ἐνῶ ἡ δεύτερη ἀπαραιτήτως συνοδεύεται ἀπὸ ταπείνωση!!!
Ἐπίσης, ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἄγνοιάς μας, τὸ σωκρατικὸ «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αὐτογνωσίας κάθε ἀληθινοῦ ἐπιστήμονα. Καὶ ἡ αἴσθηση ὁρίων εἶναι ἀπόσταγμα τῆς σοφίας τοῦ ἐπιστήμονα.

Περὶ Θεολογίας
Δεχόμενος ἐπίθεση ἀπὸ σένα γιὰ… ἄγνοια τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ… ἐγκεφαλικὴ διάσειση ἀπὸ τὸ φίλο μας κ. Ρίζο, ξανάκουσα τὸ κήρυγμά μου ποὺ σᾶς ἐνόχλησε, μήπως καὶ κάνω λάθος. Εἶπα χαρακτηριστικὰ σ΄αὐτὸ ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ μνημονεύουμε τὸν κανονικὸ οἰκεῖο Ἐπίσκοπο ἤ Μητροπολίτη ἕως ὅτου μιὰ σύνοδος τὸν καταδικάσει «ἐπὶ αἱρέσει». Ὡς ἐκ τούτου, καὶ σὺ περιφραστικῶς καὶ ἐμπράκτως καὶ ὁ Ρίζος, μου ἀντιτάξατε τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου.
Ἂν τὸν μελετήσετε προσεκτικότερα θὰ διαπιστώσετε ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Ἱερὸς Κανών, (καὶ ἀκριβέστερα τὸ δεύτερο μέρος ἢ παράγραφος τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος), ἐπιτρέπει τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, δηλαδὴ τὴν ἀποτείχιση τοῦ ὑφισταμένου κληρικοῦ ἀπὸ τὸν προϊστάμενό του ἀκόμη καὶ πρὸ συνοδικῆς κρίσεως αὐτοῦ, μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι κηρύσσει δημοσίως αἵρεση «παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην!!!». Ἡ προϋπόθεση αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντική, διότι μᾶς ὑποχρεώνει νὰ βαδίσουμε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καὶ νὰ στηριχθοῦμε στὴν διάγνωση, ποὺ ἐκεῖνοι ἔκαμαν, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρὸς τὴν ἐν λόγῳ αἵρεση, ἀκολουθοῦντες καὶ ὄχι προπορευόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ προαρπάζοντες τὴν κρίση αὐτῶν σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση. Καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶναι ἁρμόδιο τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐπισημάνει καὶ νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν ἔχει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς προϋποθέσεις. Μὲ τὴν παραπάνω φράση: «παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην», οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγῳ Ἱεροῦ Κανόνος, ἐπιδιώκουν νὰ τονίσουν ἐπίσης τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν συνοδικὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐθεντία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ὁ ἐν λόγῳ Ἱερὸς Κανὼν ὀφείλει νὰ ἑρμηνευθεῖ στὸ πνεῦμα καὶ στὴ συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ 13ου καὶ 14ου, μετὰ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ μία θεματικὴ ἑνότητα. Ὅπως δηλαδὴ οἱ δύο παραπάνω κανόνες (13ος καὶ 14ος) ὡς καὶ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ 15ου, κρίνουν ἀπαραίτητη τὴν συνοδικὴ κρίση καὶ ἐξέταση τῶν ἠθικῶν παραπτωμάτων ἢ ἄλλων ἀδικημάτων τοῦ Ἐπισκόπου, πρὶν ἀπὸ τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσής του, ἔτσι καὶ πολὺ περισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδὴ πρόκειται γιὰ τὸ σοβαρότατο παράπτωμα τῆς ἐκπτώσεως σὲ κάποια αἱρετικὴ διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδικὴ κρίση καὶ ἐξέταση τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, διότι τὸ ἀπαιτεῖ ἡ συνάφεια μὲ τοὺς δύο προηγουμένους Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ μόνη διαφοροποίηση σὲ σχέση μὲ τοὺς δύο προηγουμένους Ἱεροὺς Κανόνες ἔγκειται στὸ ὅτι, ὅταν ἡ αἰτία τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ ἔκπτωση σὲ «κατεγνωσμένη» αἵρεση, τότε ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτείχιση ἀκόμη καὶ πρὸ συνοδικῆς κρίσεως τοῦ ἐκπεσόντος αἱρετικοῦ ἐπισκόπου. Ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται κατὰ τρόπο ἀόρατο καὶ αὐτόματο, ἀπὸ μόνη της, μόλις δηλαδὴ ἐκπέσει ὁ αἱρετικὸς στὴν αἵρεση, ἀλλὰ μὲ τὴν συγκεκριμένη καταδικαστικὴ συνοδικὴ ἀπόφαση. Ἂν ἡ ἀποκοπὴ τοῦ αἱρετικοῦ γινόταν αὐτόματα θὰ ἦταν περιττὴ ἡ συνοδικὴ καταδίκη του.
Κατηγορούμαστε ὅλοι ὅσοι δὲ συμφωνοῦμε μὲ τὴν παύση τῆς μνημόνευσης ὡς χλιαροὶ καὶ δειλοί, προδότες καὶ φιλοοικουμενιστές. Οἱ συντάκτες Πατέρες τοῦ 15ου Ἱεροῦ Κανόνος δὲν κατέστησαν ὑποχρεωτικὴ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους. Ὁ Κανόνας αὐτὸς δὲν νομοθετεῖ ὑποχρέωση, ἀλλὰ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Ἐνῶ ἐπαινεῖ ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» αὐτοῦ, δὲν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινὴ σ’ ἐκείνους, ποὺ χωρὶς νὰ ἀποδέχονται τὶς διδασκαλίες του, ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν, ἐνῶ παράλληλα ἐλέγχουν τὶς κακοδοξίες του καὶ ἐπιζητοῦν τὴν ἐπέμβαση καὶ ἀσφαλῆ συνοδικὴ διάγνωση καὶ καταδίκη του ὑπὸ τοῦ οἰκείου συνοδικοῦ ὀργάνου. Ἐὰν ὁ Ἱερὸς Κανὼν εἶχε ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε μιὰ ἀνάλογη διατύπωση γιὰ ὅλους ἐκείνους, πού ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη του, καὶ στὴ διατύπωση αὐτὴ θὰ ὑπῆρχε ἡ προβλεπόμενη ποινή, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται γιὰ ἕνα τόσο σοβαρὸ θέμα, ὅπως ἡ αἵρεση. Πέραν τούτου ἐὰν ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε ὑποχρέωση τοῦ κληρικοῦ τὴν ἄμεση ἀπόσχισή του ἀπὸ τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, θὰ εἶχε θεσπίσει εἰδικοὺς κανόνες πάνω σ΄αὐτὸ τὸ ζήτημα καὶ μάλιστα πολὺ αὐστηρούς.
Λέτε ἐπίσης ὅτι ὁ πιστὸς ποὺ θὰ κοινωνήσει ἀπὸ ἱερέα ποὺ μνημονεύει τὸν ἐπίσκοπό του, ποὺ μνημονεύει τὸν Πατριάρχη, «μολύνεται» ἤ καθίσταται αἱρετικὸς καὶ συμμέτοχος στὴν αἵρεση. Ἄρα, λοιπόν, μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης, τὰ ἑκατομμύρια τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν τοῦ πλανήτη, ὅλοι οἱ ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, ὅλοι τῶν Νέων Χωρῶν, ὅλοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ συλλειτούργησαν καὶ θὰ συλλειτουργήσουν μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ στὸ μέλλον, ὅλοι τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ποὺ στὰ δίπτυχα μνημονεύουν ὅλους τοὺς προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιων καὶ δηλώνουν τὴν ἑνότητα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι εἴμαστε προδότες, αἱρετικοί, προσωπολάτρες, μὴ γνῶστες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, μὴ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου καὶ τῶν ψυχῶν μας.
Στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη ἡ μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐγγυητῆ καὶ φύλακα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκφραστῆ τῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὁποία (ἑνότητα) πραγματώνεται καὶ διαφυλάσσεται «ἐν τῇ Θεία Εὐχαριστία».

ΩΣ ΑΔΕΛΦΟΣ
«Ἀφοῦ μᾶς χειροτόνησε ὁ ἴδιος πατέρας» γράφεις «…δὲν κρατήσατε οὔτε τὰ στοιχειώδη ἀπὸ τὸν Γέροντα ποὺ σᾶς χειροτόνησε;…… δὲν εἶναι ὅμως καθόλου φυσικὸ γιὰ σᾶς νὰ κρατάτε σιωπή καὶ τὸ χειρότερο νὰ ὑπερασπίζεσθε τὴν αἵρεση, ἄκουσον-ἄκουσον, παιδιὰ τοῦ Αὐγουστίνου!»
Τὸ γέροντα τὸν ἀγαπούσαμε καὶ τὸν ἀγαποῦμε. Διαφορετικά, σ΄ὅλο τὸν πλανήτη ὁ δρόμος ἦταν ἀνοιχτὸς γιὰ κάθε ἄλλη μητρόπολη. Ἀλλὰ ἡ διαφορετικότητα ἀπ’ τὴν δική του πρακτική διασώζει καὶ τὸ δικαίωμα τῆς μὴ ἰσοπέδωσης καὶ μαζοποίησης τῆς ἰδιοπροσωπίας μας. Γιατὶ ἄλλωστε τὸ ἀντίθετο νὰ μὴ συνιστᾶ προσωποληψία ἢ μιμητισμό; Ἄλλωστε, ποιὸς μπορεῖ νὰ φτάσει ἤ νὰ μιμηθεῖ τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τοῦ Γέροντος; Θυμήσου ὅτι αὐτὸ ἦταν καὶ ἀντεπιχείρημα γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ π. Θεοκλήτου ὡς Φλωρίνης. «Δὲν εἶναι Αὐγουστῖνος» λέγανε κάποιοι. Ἔ! Καί! Στέκεται ἡ Ἐκκλησία σὲ πρόσωπα; Ἀκόμη καὶ σήμερα διαβάζουμε: «τὸ ἀνθρωπάκι ποὺ κατέλαβε τὴ θέση τοῦ λέοντος». Ἔλεος! Θεὸς φυλάξοι!!!
Ὡς ἀδελφός, λοιπόν, ἂς σοῦ ὑπενθυμίσω κάτι ποὺ σοῦ εἴπα κατ’ ἰδίαν σὲ μιὰ συζήτησή μας. Νὰ μὴ μιλοῦμε ὡς αὐθεντίες καὶ σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ εἶναι τουλάχιστον ἐπικίνδυνο. Δὲν μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ τὴ σώσουμε. Μπαίνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε. Καὶ ἂς ἐνθυμούμαστε τὸ γραφικὸ: «ὁ δοκῶν ἐστᾶναι βλεπέτω μὴ πέσει»

ΩΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ἂν πρόσεξες καλὰ στὸ συγκεκριμένο κήρυγμα καὶ σὲ κάθε περίσταση λέω ὅτι χαίρομαι τὴν πολυφωνία γιατὶ μέσα ἀπ΄ αὐτὴν φαίνεται πάντα ἡ ἀλήθεια. Εἶναι δικαίωμά μας νὰ ἐκφραζόμαστε ἐλεύθερα, νὰ ὁμιλοῦμε, νὰ διαφωνοῦμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε. Ποιὸς θὰ μᾶς ἀφαιρέσει τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεος Πατέρας μὲ τὸ δῶρο τοῦ αὐτεξουσίου, ὡς εὐλογία τοῦ «κατ’ εἰκόνα»;
Δὲν εἶναι ὅμως δικαίωμα τοῦ καθενὸς νὰ ἐλέγχει τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Εἶναι τὸ λιγότερο θράσος καὶ ἑωσφορισμός.
Ἐσὺ ὅμως ἐπειδὴ δὲ συμφωνοῦμε μὲ τὴν τακτική σου μᾶς θεωρεῖς ὅτι δὲ σεβόμαστε τὴ βούλησή σου. Ἀλήθεια, ἂν ἐρχόμασταν νὰ συζητήσουμε θὰ εἶχες τὴ διάθεση νὰ ἀκούσεις καὶ λίγο ἤ μόνο νὰ διδάξεις γιὰ νὰ μᾶς συνετίσεις; Τόλμησα δυὸ φορὲς νὰ ἐπικοινωνήσω διακριτικὰ μαζί σου μέσῳ τῆς τεχνολογίας. Τὴν μιὰ μὲ ἀγνόησες. Τὴν ἄλλη μὲ εἰρωνεύτηκες. Τότε γιατὶ παραπονεῖσαι ὅτι σὲ ἐγκαταλείψαμε καὶ σὲ ἀφήσαμε μόνο;
Διαφωνῶ βασικὰ ὡς πρὸς τὴν παύση τῆς μνημόνευσης τοῦ Ἐπισκόπου καὶ σοῦ δίνω πολλὰ ἐλαφρυντικὰ καὶ ἔπαινο γιὰ ἄλλα. Ἆραγε ἐσὺ μᾶς δίνεις τὸ δικαίωμα νὰ παλεύουμε διαφορετικῷ τῷ τρόπῳ; Μπορῶ νὰ ἀγωνίζομαι καὶ νὰ ἀγωνιῶ μὲ ἐλευθερία βούλησης δίχως νὰ γίνεται ἀσυδοσία, κάτι ποὺ σέβεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός; Ἐκτὸς καὶ ἂν μόνο κλωνοποιημένοι Παΐσιοι εἶναι οἱ μοναδικοὶ ἀγωνιστὲς στὴν Ἐκκλησία.
Κλείνοντας, ἐνθυμοῦμαι ἕνα ρητὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς σοφίας τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου: «τὰ ἄκρα εἶναι τοῦ διαβόλου». Μὲ ἐκφράζει, δέ, ὅσο τίποτε ἄλλο καὶ τὸ πορφυριανὸ: «προτιμῶ νὰ πλανῶμαι μέσα στὴν Ἐκκλησία παρὰ νὰ εἶμαι ἅγιος ἐξω ἀπὸ αὐτήν».
Δὲ θὰ πῶ «κρίμα», ἀλλὰ καλὴ φώτιση καὶ καλὸ παράδεισο σ΄ ὅλους μας. Ὁ Θεὸν νὰ ἐλεᾶ μας, κατὰ τὴν ἁγία τῆς Κλεισούρας.
Εὔχου!
Μετ’ ἀδελφικοῦ-λειτουργικοῦ ἀσπασμοῦ
ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφός σου Αὐγουστῖνος
ΥΓ: Δὲ θὰ ἐπανέλθω νὰ ξαναγράψω ποτὲ ἂν ὑπάρξουν δευτερολογίες. Συνιστῶ σ΄ὅλους μας νὰ προσευχόμαστε μόνο καὶ…ἔχει ὁ Θεός,
καθὼς ἔλεγε καὶ ὁ Καυσοκαλυβίτης ὅσιος Πορφύριος.