Σελίδες

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ, ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΝΔΙΑΝΟΥ ΣΑΡΑΝΤΙΔΗ
Δασκάλου στην Καβάλα και πολιτικού επιστήμονα
Δοκίμιο εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος
Επιστημονική κατηγορία: Πολιτική Φιλοσοφία
Καβάλα, Οκτώβριος 2016



  1. Εισαγωγή
Αν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής μετά από πολλά χρόνια, όταν καταλαγιάσουν ενδεχόμενα πάθη και κατακαθίσει ο ιστορικός κουρνιαχτός, μελετούσε τη σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο εξαιρώντας επιλεκτικά και σκόπιμα το κομμάτι της οικονομίας, η πιθανότερη διαπίστωση που θα έκανε θα ήταν, η σύγχυση. Μία κοινωνία αποπροσανατολισμένη από  ένα πρόσφατο ιστορικό παρελθόν όχι όμως εντελώς αποκομμένη από το ανάλογο εκκλησιαστικό, μιας και μια σημαντική μερίδα της, δείχνει να αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε απόπειρα ανατροπής καί των δύο, από ομάδες εξουσίας είτε σε κυβερνητικό, θρησκευτικό είτε σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Η μόνη ασφαλής προσέγγιση μιας τέτοιας μελέτης σε ιστορικό παρόντα χρόνο σε σχέση με εκκλησιαστικά γεγονότα τα οποία συγχέονται με θρησκευτικά και με τα Θρησκευτικά, δεν θα ήταν άλλη από την αυστηρά επιστημονική, η οποία και θα αποδυνάμωνε το υποκειμενικό στοιχείο που ούτως ή άλλως ενυπάρχει σύμφωνα με τα προσωπικά βιώματα και προσλαμβάνουσες παραστάσεις του καθενός.
  1. Διαπιστώσεις
Ακολουθώντας την παραπάνω επιστημονική αρχή και μεταφέροντας τη μελλοντική μελέτη σε δοκιμιακό είδος και ύφος σε χρόνο παροντικό, ως προς το κομμάτι το θρησκευτικό όπως αυτό εμπλέκεται εκκλησιαστικά με μαθήματα στο δημόσιο σχολείο, διαπιστώνεται μία κατ’ αρχήν αντιπαλότητα κράτους και εκκλησίας σε επίπεδο διοικητικό, το οποίο έχει έμμεσο αντίκτυπο σε πολίτες από τη μία πλευρά και πιστούς από την άλλη αλλά σε δεύτερη όψη η μορφή αυτή είναι ψευδής αφού η ιδιότητα του πολίτη υπάρχει και σε κάθε πιστό.  Το αντίστροφο φαίνεται να μην υφίσταται εξαρχής. Η άποψή μας είναι
ότι κι εδώ πλανάται το λάθος, αφού ο άνθρωπος από όπου κι αν κατάγεται και κατοικεί, από τη φύση του έχει την εσωτερική έμφυτη ανάγκη να πιστεύει κάπου εξωτερικά, είτε ειδωλοποιώντας ιστορικά σε υλισμό ιδεολογίες μετατρέποντάς τες σε ιδεολογήματα και  κατόπιν σε πολιτικά συστήματα είτε ειδωλοποιώντας  πάλι εξωτερικά, φυσικά στοιχεία, πρόσωπα ή πράγματα είτε τέλος ομοίως, αλλά ψυχοπαθολογικά εσωτερικά φτιάχνοντας ο ίδιος ως γνήσια εσωστρεφική συμπεριφορά είδωλο του δικού του εαυτού σε έναν ναρκισσισμό που τον έλκει προς τα έσω απορροφώντας τον, και εκμηδενίζοντας το Είναι, παραπλανώντας και γοητεύοντας τόσο το υποκείμενο αυτό καθ’ αυτό όσο και το περιβάλλον του.
Βέβαια οι δύο πλευρές φαίνεται σαν να κάνουν δημόσια, βήματα προσέγγισης τα οποία όμως αξιολογούμενα προσεκτικά από γεγονότα και δηλώσεις εκατέρωθεν, υποδηλώνουν ξεκάθαρα μιαν αδιαλλαξία τουλάχιστον από τη μία πλευρά, της πολιτείας, αντιλαμβανόμενη ως αναφαίρετο δικαίωμά της να καθορίζει και εκπαιδευτική θρησκευτική πολιτική. Η άλλη πλευρά δείχνει μάλλον αιφνιδιαστικά αμυνόμενη. Το τελευταίο δεν πείθει πολλούς οι οποίοι σε αναλύσεις τους δημόσιες καταλογίζουν σε προκαθημένους και προϊσταμένους επί των εκκλησιαστικών ευθύνες, το λιγότερο ολιγωρίας και ανοχής, το περισσότερο δε, διαπλοκής και μυστικής συνεργασίας.
Στο ενδιάμεσο, εκπαιδευτικοί και εκπαιδευτές, δάσκαλοι και μαθητές γονείς και συγγενείς, πιστοί και άπιστοι, ενδιαφερόμενοι και αδιάφοροι, σε πλήρη σχεδόν σύγχυση. Η αρχική διαπίστωση επανέρχεται.
  1. Εκκλησία και θρησκεία  
Στο σημείο αυτό είναι θεωρούμε απαραίτητο να γίνει μια σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών της θρησκείας και της Εκκλησίας. Φαινομενικά σχεδόν συνώνυμες, τόσο ώστε να θεωρείται ότι η μία εμπεριέχει την άλλη και αντίστροφα, ουσιαστικά όμως η μία στους αντίποδες της άλλης. Δύο ασύμπτωτα και ασυμβίβαστα δεδομένα.
Kάθε γνώση του επιστητού, προϋποθέτει τη διάκριση αιτίας και αποτελέσματος. Στην περίπτωση της ύπαρξης, η άρνηση αναζήτησης της αιτίας οδηγεί μόνο στην «τυχαιότητα». Ερμηνευτικά ισοδύναμη με την καταφυγή στον παραλογισμό μέσα από τις διαδικασίες της πολιτιστικής παραπλάνησης με δύο κυρίαρχα θέματα μετακένωσης: τον ναρκισσισμό και τη θρησκειοποίηση του κοινωνικού ορθολογισμού: Το κλείσιμο στον εαυτό και την ατομικότητα σαν κέντρο του κόσμου. Την αποθέωση της προσωπικής επιλογής. Το να είσαι ο εαυτός σου με περισσή αυτοπεποίθηση.
Επιστρέφοντας στο «δίπολο» Εκκλησία – Θρησκεία και με βάση τα παραπάνω, μπορούμε πλέον να διαπιστώσουμε ότι άλλο η θρησκεία του θεού και άλλο το Εκκλησιαστικό Γεγονός μέσω του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Όχι μόνο είναι ασύμπτωτες ως έννοιες αλλά είναι εντελώς αδύνατη η συνύπαρξή τους. Η μία αναιρεί την άλλη τόσο ώστε δεν είναι δυνατό κάποιος να υπηρετεί ταυτόχρονα καί τις δύο ούτε να αναφέρεται παίρνοντας στοιχεία πότε από τη μία και πότε από την άλλη. Τα οποιαδήποτε προβλήματα διαφαίνονται μεταξύ τους έχουν επιλυθεί οριστικά με τον Εκκλησιαστικό Λόγο από τις Οικουμενικές Συνόδους εδώ και αιώνες.
H θρησκεία δεν μεταγγίζει «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Υπηρετεί την ατομική ψυχολογία, το ένστικτο αυτοπροστασίας.  Δεν κομίζει απαντήσεις για «νόημα» της ζωής και του θανάτου. Μηρυκάζει τα στερεότυπα a priori. Δίδει ηθικό υπόδειγμα, πληρέστερες κανονιστικές διατάξεις στις οποίες αν πειθαρχήσει το άτομο θωρακίζεται με σιγουριά για αιώνια επιβίωση του Εγώ, ατέλειωτη σε γραμμικό χρόνο εξασφάλιση ναρκισσιστικής δικαίωσης.
Η Εκκλησία υπερβαίνει την Ανθρωπότητα. Με άλλους όρους, θα λέγαμε ότι αποτελεί υπερδομή της. Ως Θείον καθίδρυμα είναι Μία, Αγία, Καθολική, Αποστολική και Αλάθητη. Τα μέλη της πολλά και εξ αλλοτριωμένης φύσεως αμαρτωλά. Κανένας πιστός μέσα στην Εκκλησία  δεν μπορεί να κατέχει από μόνος του την απόλυτη αλήθεια παρά μόνο το Σώμα Της διά του Παρακλήτου όπως εκφράζεται από τις Οικουμενικές Συνόδους, τους Πατέρες της Εκκλησίας και το πλήθος των Αγίων της. Σε κάθε αμφιβολία που είχε η Εκκλησία στην πορεία της ένας μόνο τρόπος αντίδρασης υπήρχε: Η ανάγνωση των «κεκοιμημένων» Αγίων, το έργο τους και τα βιώματά τους, με πηδάλιο τη Βίβλο.  Ένας θρίαμβος της ομάδας στην οποία το Αυτεξούσιο και η Ελευθερία γίνονται απόλυτα σεβαστά σε σημείο που ο άνθρωπος με τη νοημοσύνη και την Παιδεία που διαθέτει να οδηγεί και να οδηγείται. Να πέφτει και να σηκώνεται. Να μετανοεί και να συνεχίζει. Να προσπερνά εμπόδια προς τον τελικό στόχο. Εσχατολογικό και σωτηριολογικό: Τη νίκη του θανάτου και την απόλυτη Ελευθερία μέσα από το συναμφότερον της πεπτωκυίας  φύσης. Τη θέωση κατά Χάριν. Το «καθ’ ομοίωσιν» προς στον αληθινό κόσμο. «Συμπολίτες των Αγίων και οικείοι του Θεού». Τελικά η πόλις τελειούται στην πραγμάτωση των αναστημένων προσώπων εντός της Εκκλησίας. Η Εκκλησία στην πράξη είναι ένα Θεραπευτήριο της αλλοτριωμένης πτωτικής ανθρώπινης φύσεως. Η ανθρωπότητα πάσχει. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η συνέχεια αλλά η σωτηρία. Εξυπακούεται ότι σε αιρετικό πλαίσιο δεν νοείται καν υποψία Εκκλησίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ως Μία και μοναδική καθαγιάζει και οδηγεί τα μέλη της με την πλήρη επίγνωση ότι έχουμε να κάνουμε με αμαρτωλά υποκείμενα του φθαρτού κόσμου δηλαδή άστοχους συνανθρώπους που αναζητούν τη διέξοδο του τάφου. Συνεπώς δεν είχε ποτέ και δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση περί της ύπαρξης πολλών «εκκλησιών», υποβιβάζοντάς την στο επίπεδο μίας ακόμη Θρησκείας ή Ομολογίας, οι οποίες θα πρέπει να δρουν δήθεν συμπληρωματικά μεταξύ τους με αγάπη, μιας και τάχα η καθεμιά κατέχει ψήγματα ή μέρη αληθείας που θα πρέπει κάποτε να συνενωθούν συμπληρώνοντας το οικουμενιστικό παζλ μιας «Νέας Εποχής». Ο Οικουμενισμός σήμερα είναι η αίρεση των αιρέσεων και μάλιστα κατεγνωσμένη (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς κλπ). Η Εκκλησία του Χριστού όμως βρίσκεται και θα βρίσκεται στον χώρο του Οικουμενικού, όπως προσδιόρισε τις βάσεις της ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, θέτοντας το επιστέγασμα στο εκκλησιαστικό οικοδόμημα.
  1. Η σύγχυση
Στο κοινωνικό πεδίο τα περισσότερα μεταφράζονται σε ορισμένες κοινωνικές αρχές, φέρνοντας και μια απολυτοποίηση ή θρησκειοποίηση του κοινωνικού. Συνεπώς και οι Θρησκείες του κοινωνικού ορθολογισμού βρίσκονται στο ίδιο δογματικό υποκατάστατο. Η απλοποίηση των μέσων σε ατομικά δικαιώματα και η κυριαρχική δομή τους με μια καταναγκαστική ηθική οδηγούν σε ψευδοεσχατολογική σωτηριολογική πρόταση, στον θεό του εαυτού μας και άρα σε έναν «εκλοϊκευμένο πολιτισμό». Τούτο οδηγεί σε σύγχυση και ασυνεννοησία ιδιαίτερα σήμερα που το Άχρονο Νόημα ως η μόνη έτυμη (αληθής) έννοια εξανεμίζεται μες στην ανέτυμη γραμμική χρονολόγηση στην ταύτιση με την αναπαράστασή του.
Τα δείγματα θρησκειοποιημένης υπεραπλουστευτικής εκκοσμίκευσης της μεταφυσικής αλήθειας και της έμφυτης ανάγκης του ανθρώπου να ρέπει και να αναζητεί την αιτία της ύπαρξής του και την οντολογική του διαπόρευση έχουν ως κύριες συνέπειες: τη λογική της προσαρμογής στην πραγματικότητα π.χ. το μήνυμα «απολαύστε τα νιάτα», την εξίσωση της πραγματικότητας με την αυταπάτη σε μια εικονική πραγμάτωση όπου το φαντασιακό ταυτίζεται με το συμβολικό (το υποκείμενο μπαινοβγαίνει στην πραγματικότητα η οποία υποτάσσεται σε αυτό, με την παράνοια να βρίσκεται στο αντίθετο της μετανοίας), την υποταγή στην τεχνολογική αναγκαιότητα με δημιουργία πλασματικών αναγκών, την αγιοποίηση της φύσης, το ήθος του συμβιβασμού της μίμησης μέσω ψευδών συλλογικοτήτων, με  τελικό στάδιο την παρακμή και αποτυχία του ανθρώπου.
Με τη βεβαιότητα πλέον ότι όταν γίνεται λόγος για Εκκλησία και θρησκεία ομιλούμε για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες σε χώρο οντολογικό και σωτηριολογικό που δεν συναντώνται ποτέ, σε πλαίσιο ανθρώπινης επικοινωνίας είναι εύκολο να διολισθαίνει το υποκείμενο του λόγου σε σύγχυση στην προσπάθεια ανεύρεσης κοινού τόπου σε έναν τύπο ουσίας  τον οποίον ο συνομιλητής του είτε αγνοεί είτε για λόγους σκοπιμότητας αρνείται να μπει σε λειτουργία κατανόησης. Με άλλα λόγια, το μήνυμα αν και εκπέμπεται γλωσσολογικά με τους κανόνες και τη σύνταξη για τους οποίους ο κώδικας είναι κοινός, ο δέκτης αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει τη φόρμα όχι επειδή κατ’ ανάγκη είναι πάντα κακοπροαίρετος αλλά διότι το υπαρξιακό πλαίσιο στο οποίο έχει βρεθεί ή έχει μάθει να κινείται είναι διαφορετικό ή και κακοπροαίρετα κατευθυνόμενο.
Η σύγχυση που παρατηρείται γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν βρισκόμαστε σε ανώτερο επίπεδο από το συνηθισμένο, με άτομα κατά γενικήν  ομολογία εγκαταστημένα σε χώρους σημαντικούς είτε κοινωνικά είτε σε πλαίσιο επιστημονικής καθοδήγησης και αν δεν υπάρχει η πρόνοια σε επίπεδο συντονισμού να γίνει μια μεταφορά δομής σε διαφορετικό πλαίσιο, το λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν η μία πλευρά να θεωρεί την άλλη ως «αιρετική» και η άλλη την πρώτη ως «δογματική». Το περίεργο είναι ότι το δογματικό στοιχείο είναι ίδιον γνώρισμα του θρησκευτικού ενώ το δόγμα σε εκκλησιαστικό περιβάλλον εμφανίζεται ως αδυναμία νοητικής επεξήγησης η οποία δεν μπορεί να πάει παραπάνω και διατυπώνεται συλλογικά ως αλήθεια σε συνοδικό επίπεδο. Τα ελληνικά ως κατεξοχήν νοηματική γλώσσα με τεράστιες δυνατότητες, σε τέτοιου είδους ζητήματα καθόλου δεν βοηθούν, όπως και οποιαδήποτε άλλη διάλεκτος.
  1. Εκπαιδευτική αντίφαση
Η ανάκλαση των παραπάνω επισημάνσεων και δεδομένων στην εκπαιδευτική κοινότητα σε συνδυασμό και με την παραπάνω προσέγγιση σχετικά με τη θρησκεία και την Εκκλησία, αν πραγματοποιούνταν σήμερα θα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, προσδίδοντας με νομικό περιτύλιγμα έπειτα από καθαρά εκπεφρασμένη πολιτική βούληση οδηγίες, οι οποίες όμως θα αναιρούσαν το ίδιο το εκπαιδευτικό πλαίσιο αλλά και θα συγκρούονταν με Συνταγματικά υπάρχουσες κατευθύνσεις. Ήδη έχουν δημοσιευθεί από έγκριτους νομικούς μελέτες και γνωματεύσεις που  στηρίζουν αδιάσειστα την παραπάνω τοποθέτηση. Το θέμα μας όμως δεν είναι αυτό αλλά οι εκπαιδευτικές αντιφάσεις που προκύπτουν στην προσπάθεια που θα είχε η πρόθεση να δικαιολογηθούν και να περάσουν νόρμες κάθε άλλο παρά συμβατές με την κοινή τουλάχιστον αποδεκτή επιστημονική ακολουθία αιώνων.
Με το πρόσχημα ότι από τις αρχές του 21ου αιώνα, οι διεθνείς εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι η θρησκευτική εκπαίδευση (ΘΕ) αναγνωρίζεται πλέον ως απαραίτητος όρος για την πολύπλευρη και ολοκληρωμένη μόρφωση των μαθητών, εισάγεται ήδη η αντίφαση ώστε να διερωτάται κανείς ποιές είναι αυτές. Πότε εμφανίστηκαν και πού μέσα σε μόλις 16 χρόνια; Παρθενογένεση σε τέτοιου είδους ζητήματα και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν είναι δυνατό να συμβεί, εισάγοντας και τον αδόκιμο όρο, του ανοικτού ευρωπαϊκού διαλόγου για τη (ΘΕ). Πότε, πού και από ποιους, είναι το ερώτημα. Η μεγάλη αντίφαση που εμφανίζεται και θα εμφανίζεται συνεχώς είναι κατ’ αρχάς η κραυγαλέα διάσταση μεταξύ του εκκλησιαστικού και του θρησκευτικού γεγονότος όπως αυτό θα προτείνεται να διδαχθεί. Θρησκευτικές αξίες σε πεδία διαλόγου όπως εμφανίζονται, ανήκουν σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο.
Άλλη σοβαρή αντίφαση, η άποψη που θεωρεί ότι οι θρησκείες συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων, την ίδια στιγμή που λίγο παρακάτω θα πούνε ότι υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των θρησκειών που ίσως να μην γεφυρωθούν ποτέ. Ιστορικά μη αποδεκτό το πρώτο άρα απαράδεκτο αφού ή κορυφή του παγόβουνου κάθε πολεμικής κυρίως σύγκρουσης ανά τους αιώνες ενώ εμφανίζει συνήθως οικονομικό κίνητρο έχει στη βάση της ένα τεράστιο θρησκευτικό υπόβαθρο. Ομοίως και ο δήθεν θεραπευτικός και συμφιλιωτικός δεδομένος ρόλος των θρησκειών και η αναζήτηση δι’ αυτών προσωπικού νοήματος. Αντικρουόμενα συμπεράσματα, σε πιθανό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Οι αδιαπραγμάτευτοι άξονες του πλαισίου των σταθερών ευρωπαϊκών αξιών με τα σαφή εκπαιδευτικά κριτήρια και τους συνακόλουθους εκπαιδευτικούς στόχους  και τη κριτική στοχαστικότητα όπως διατείνεται από «πολλούς», είναι εντελώς αόριστο και στερείται ιστορικής σαφήνειας, δεδομένου του σκληρού μετακαρλομάγνειου ευρωπαϊκού χώρου με σταθερή μήνη ως προς την Ορθόδοξη Ανατολή εδώ και πάνω από δέκα αιώνες. Ποιοί σταθεροί άξονες λοιπόν; Και αφού γίνεται αποδεκτό από τους υποτιθέμενους πολλούς πως κάθε χώρα επιλέγει ελεύθερα τον χαρακτήρα και τις κατευθύνσεις της θρησκευτικής της εκπαίδευσης πώς η προσέγγιση κατόπιν να υπερβαίνει πρακτικές παρωχημένες ομολογιακής μονοφωνίας, όπως ισχυρίζονται οι σχετικώς πολλοί, περιλαμβάνοντας θεωρήσεις διαχριστιανικής και διαθρησκειακής μάθησης; Ποιά παρωχημένη μονοφωνία έχουν οι ομολογίες των Αγίων  Πατέρων οι οποίες σώζουν τον άνθρωπο από την «κατάρα του νόμου», ήτοι από τον τάφο, το μοναδικό τελικά πρόβλημα του ανθρώπου;
Και όταν στη συνέχεια επί της αρχής θα γίνεται αποδεκτό ότι η σχολική εκπαίδευση χρειάζεται να καλύπτεται από την τοπική παράδοση, πώς είναι δυνατό να την υπερβαίνει; Μόνο εάν αυτή εκλαμβάνεται ως μουσειακό είδος που αναζητά τη θέση του σε ένα διαθρησκευτικό συγκριτιστικό «Λούβρο». Πλήρης υποτίμηση δηλαδή και διατίμηση της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας στη σειρά των ανθρώπινων πολιτισμών, των κτιστών κατασκευασμάτων και μάλιστα από ανθρώπινα χέρια, που ουδείς αρνείται την αξία τους. Άλλο το ένα όμως και άλλο το άλλο.
Η μάθηση μέσα από τη θρησκεία τι εννοεί, ενώ γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η γνώση μέσα στην Εκκλησία προσφέρει όσα έχει για να τα αφήσει πίσω ο πιστός σε ανύποπτο χρόνο και να περάσει στο στάδιο της εμπειρίας του φωτισμού. Καμία σχέση με το επιδιωκόμενο εκπαιδευτικό αποτέλεσμα του στόχου όπως αυτό θα παρουσιάζεται από τους ενδεχομένως «πολλούς» μεταρρυθμιστές - αποδομητές. Στο ίδιο μήκος και η μάθηση με τις μεγάλες λεγόμενες χριστιανικές παραδόσεις που συναντώνται στον κόσμο εκτός Ορθοδοξίας. Δεν θα υπήρχε καμία αντίρρηση και αντίφαση εάν αυτές ονοματίζονταν με την ιστορική τους έστω ονομασία αλλά με αυτό ακριβώς που είναι, αιρέσεις δηλαδή κατεγνωσμένες και καταδικασμένες είτε από αναγνωρισμένες από τη συνείδηση του ορθόδοξου πληρώματος Οικουμενικές Συνόδους είτε από Αγίους του Θεού. Εάν δεν γίνεται αυτός ο διαχωρισμός η αντίφαση παραμένει και γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν εισάγεται στο ίδιο πλαίσιο ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ, με τη δικαιολογία των μονοθεϊστικών παραδόσεων.
Η πιο χαρακτηριστική αντίφαση θα ήταν η εξασφάλιση θρησκευτικής εκπαίδευσης σε όλους τους μαθητές χωρίς εξαιρέσεις, εξαιρουμένης μόνο της πλειοψηφίας και μάλιστα της επικρατούσας σύμφωνα με το Σύνταγμα Θρησκείας. Ποιός ακατανόμαστος και ακατανόητος πολιτικός νους  θα τολμούσε να το κάνει αυτό όταν επίσημα την ίδια  στιγμή θα έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν στο ελληνικό σχολείο να μην είναι κεντρικός ο λόγος της Ορθόδοξης Θεολογίας και παράδοσης, η οποία θα βασίζεται στο ισχύον νομικό πλαίσιο, για την κατανόηση του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας; Εδώ η αντίφαση πλέον θα ήταν διπλή, θεωρώντας την Ορθοδοξία ως υποσύνολο ενός κάποιου αδιόρατου υπερχριστιανισμού και μάλιστα με αφετηρία την Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση. Έννοια ανύπαρκτη αφού στον ορθόδοξο κόσμο υπάρχει μόνο εκκλησιαστική και όχι ατομοκεντρική θρησκευτική παράδοση. Ακόμη χειρότερα, αν ομιλούσε ταυτόχρονα για την αξιοποίηση της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης με κείμενα από τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις και θρησκείες - όπως τυχόν θα έλεγε - μέσα από λογοτεχνικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά, επιστημονικά, ποιητικά, καλλιτεχνικά και μουσικά έργα. Ποίων, από πού και για ποιόν σκοπό; Πλήρης δηλαδή αντίφαση με την ζωντανή εκκλησιαστική πραγματικότητα.
  1. Παιδαγωγική  ασυναρτησία
Ο όρος «παιδαγωγική ασυναρτησία» ίσως να μην είναι στο εξής και τόσο αδόκιμος αφού η πολιτική ροπή σε εκκλησιαστικά θέματα είναι να τα βαπτίζει από άγνοια μάλλον, θρησκευτικά ή και Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ) με συντεταγμένες προγράμματος σπουδών, για να προσδώσει ίσως μεγαλείο σε μια κατάσταση που θα ήθελε στην πραγματικότητα να υποβαθμίσει. Με την πιθανότητα πάλι αυτό να συνέβαινε από τους σχετικώς πολλούς στο όνομα της δημοκρατίας, θα ασχοληθούμε στην ενότητα αυτή με κυκλοφορούσες στον ελλαδικό χώρο και όχι μόνο, ασυνάρτητες εκκλησιαστικές παιδαγωγικές που ίσως στο μέλλον να αποτελούν μέθοδο διδασκαλίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στο (ΜτΘ).
Το πρώτο ασυνάρτητο μας εισάγει με πομπώδες ύφος σε λεγόμενες παρωχημένες πρακτικές ομολογιακής μονοφωνίας, η αντίφαση του οποίου αναλύθηκε παραπάνω. Έστω και έτσι, η ομολογιακή μονοφωνία στην Ορθοδοξία σώζει. Θα ήταν τουλάχιστον βλακώδες να ισχυρίζονταν για κάποιον ιατρό – θεραπευτή θανάσιμου νοσήματος το αρμόδιο υπουργείο υγείας, ότι αυτός ασκεί μονόφωνη παρωχημένη θεραπευτική αγωγή. Η αναλογία στα πνευματικά ζητήματα είναι ακριβώς η ίδια. Εκτός αν δέχονται «οι πολλοί» δημοκρατικά ότι δεν υπάρχουν πνευματικά ζητήματα. Τότε γιατί τόσος θόρυβος για το τίποτα;
Συνεχίζοντας, ότι η θρησκεία είναι βασική διήκουσα του πολιτισμού ενός λαού, η απάντηση είναι ότι  η θρησκεία δεν γεννάει πολιτισμό. Πολιτισμό γεννά η αναζήτηση νοήματος αιτίας και σκοπού της ύπαρξης και της συνύπαρξης μέσα από το εκκλησιαστικό γεγονός. H ορμέμφυτη ψυχολογική θρησκευτικότητα επιζητά αλάθητα δόγματα, πατερναλιστικές αυθεντίες, νομική πρόβλεψη για κάθε ενέργημα.
Ούτε οι θεωρήσεις διαχριστιανικής και διαθρησκειακής μάθησης λένε κάτι. Το απόλυτο κενό. Ασυνάρτητα και ασύνδετα θρησκειακά σχήματα που δεν λένε στον απανταχού Ελληνισμό απολύτως τίποτα.
Ούτε η διαβόητη Ορθόδοξη παράδοση που να διαφοροποιείται από την κατήχηση, λέει κάτι σε ορθόδοξο πιστό. Αντιφατικό όσο και ασυνάρτητο με τον επίσης θρησκευτικά εγγράμματο άνθρωπο. Ο αγράμματος π.χ. Άγιος Αντώνιος προφανώς διαφοροποιήθηκε αλλά από τι; Δεν κάνει εντύπωση; Αν αυτό δεν κατηχηθεί πώς θα γίνει γνωστό;
Τέλος δεν έχει η ασυναρτησία των «πολλών», με τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας των μαθητών. Πρότυπο προτείνεται; Εάν όχι, ποιός αυτοπροσδιορισμός θα διδάσκονταν εάν το (ΜτΘ) γίνονταν  έτσι, έστω με την πιο καλή διάθεση;
Η κριτική κατανόηση των δογματικών, λατρευτικών υπαρξιακών και πολιτισμικών εκφράσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, άλλο ένα θέμα. Ανύπαρκτα ζητήματα και λυμένα από Οικουμενικές Συνόδους και τη βιωτή αγίων μορφών εδώ και αιώνες. Ή η ανάδειξη των οικουμενικών αξιών όλων των θρησκειών ως στόχου. Και ποιές αξίες θα επιλέξει από αυτόν τον συρφετό το εξάχρονο και οκτάχρονο παιδί; Ας είμεθα σοβαροί! Πώς συνάδει αυτό, με τη διερεύνηση πτυχών και όψεων της τοπικής θρησκευτικής ιστορίας και παράδοσης; Αν στη διερεύνηση κάτι δεν πάει καλά, πού θα πάει ο μικρός άνθρωπος;
Ο στόχος έπειτα, της προσέγγισης της «θρησκευτικής» πίστης γίνεται μόνο εμπειρικά και ποτέ διανοητικά. Το ίδιο και η αποκωδικοποίηση του θρησκευτικού υπόβαθρου των πολιτισμικών παραδόσεων. Όρος ανύπαρκτος και ασυνάρτητος μέσα στην Εκκλησία. Ομοίως και η κατανόηση των αξιών. Με το παράδειγμα και τα υγιή πρότυπα επιτυγχάνεται.
Άλλη ασυναρτησία θα μιλήσει για την ανύπαρκτη μεθερμηνεία του θεολογικού λόγου, τον θρησκευτικό αυτοπροσδιορισμό, την πολιτιστική προέλευση και συνάφεια. Εκκλησιαστικά ασύμβατοι όροι, όλοι στο πεδίο του ατομοκεντρικού, της ατομικής θρησκείας και σωτηρίας, ενός ανύπαρκτου θεού. Συνεπώς ποιό και το νόημα του στόχου; Η ανάπτυξη μόνο οικολογικής συνείδησης; Έτερον, εκάτερον. Ή η ανάδειξη του ολιστικού και μεταμορφωτικού χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης; Δεν γνωρίζουν οι «πολλοί» ότι ο Ολισμός εάν ξεφύγει από τα αυστηρά επιστημονικά πλαίσια είναι αίρεση της νεωτερικότητας;
Ως προς το περιεχόμενο, θα έχουμε τη διαπραγμάτευση του θεολογικού θρησκευτικού λόγου. Μόνο που αυτός γίνεται αντιληπτός εξ’ αποκαλύψεως και εμπειρίας δια της κάθαρσης της καρδιάς, του φωτισμού και του δοξασμού. Αυτές οι αλήθειες δεν θα διδαχθούν; Και αν ναι, ως αλήθειες θα μπούνε στην ίδια σειρά με τα ψεύδη; Μόνο ένας λόγος υπάρχει για να διδαχθούνε ψεύδη: Για να προφυλάσσεται ο μαθητής όταν βρεθούνε στον δρόμο του. Για κανέναν άλλο.
Η μετάβαση έπειτα, από το ατομικό φρόνημα στον κοινό λόγο και από το γράμμα στο πνεύμα, αν δεν γίνει με τρόπο ορθό – ορθόδοξο είναι ανώφελος. Και ποιος θα είναι ο κοινός λόγος; Όλων των θρησκειών; Συνισταμένη; Ασυνάρτητο όσο και ακατανόητο. Επιστημονικά αίολο.
Η σταδιακή χαρτογράφηση και αναγνώριση των βασικών εξωτερικών χαρακτηριστικών αφηγηματικά με αφετηρία την Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση στον θρησκευτικό ορίζοντα των εγγύτερων μονοθεϊστικών θρησκειών έχει καμία λογική συνάφεια; Και αν θα είχε, από την αφετηρία πού είναι το τέρμα; Διότι αν δεν φαίνεται στη χαρτογράφηση, δεν υπάρχει λόγος να γίνει καν.
Ως προς τις προσεγγίσεις, η προαγωγή του θρησκευτικού γραμματισμού τι σημαίνει και από ποιά κοσμοθεωρία ξεσηκώθηκε; Όχι πάντως ελληνική.
Η κριτική προσέγγιση των θρησκευτικών διδασκαλιών ας γίνεται. Η Ορθοδοξία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα κι ας είναι σε πολυτροπικό, πολυθεματικό  περιβάλλον με μερική προσαρμογή, όπως λένε οι «πολλοί». Οι όροι είναι όλοι δικοί τους. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Διαθεματικότητα, διεπιστημονικότητα, πανανθρώπινη απήχηση, πολυεπίπεδη ισορροπία σε θρησκείες που παραπάνω είπαν ότι είναι αγεφύρωτες. Και μέσα σε όλα προς το τέλος, οι «πολλοί» θέλουν και τη μεταγνωστική λειτουργία από κύκλο σε κύκλο με την εξελικτική πορεία του επιδιωκόμενου θρησκευτικού γραμματισμού σε ένα διερευνητικό, ερμηνευτικό, διαλογικό και στοχαστικό πλαίσιο! Κι ύστερα μέσα στην τάξη το χάος! Ούτε Κρόνος δεν μπορεί να γεννηθεί από αυτή την παράνοια, από Γαία και Ουρανό! Η μυθολογία ως η ουσία της Ιστορίας γίνεται αμέσως κατανοητή από μικρούς ανθρώπους. Γι΄ αυτό και άλλωστε διδάσκεται από την Γ΄ Δημοτικού.  Το παραπάνω συνονθύλευμα ασυναρτησιών όμως, όχι.
Το πρόγραμμα θα τελειώνει μεταξύ άλλων, με μια διευρυμένη ανάδειξη των προσωπικών διαστάσεων, για να υπαγορευθεί η ανάπτυξη της διαμορφωτικής αξιολόγησης, όπως λένε.
Θα λυπήσουμε πολύ τους «πολλούς» αλλά σε ένα τέτοιο διαστρεβλωτικό πλαίσιο είναι αδύνατο να διδαχθεί κάτι, εάν ποτέ αυτό αποφασίζονταν. Φυσικά μόνο κάποιος ασυνάρτητος θα μπορούσε να προωθήσει παρόμοια προγράμματα και ευτυχώς στην ελληνική πραγματικότητα η πολιτική και οι πολιτικοί δεν πιστεύουμε ότι θα φθάσουν σε τέτοιο κατάντημα. Αν το κάνουν, η ιστορική μνήμη θα καταφερθεί εναντίον τους αμείλικτα.
  1. Επίλογος
Συμπεράσματα σε υποθέσεις εργασίας θα ήταν παρακινδυνευμένο να  εξαχθούν και μάλιστα σε ένα τόσο περίεργο θέμα, με τη συνεπικουρία του ελληνικού λόγου. Εκτός αν η εφαρμογή παρόμοιων προγραμμάτων και στόχων γίνουν πραγματικότητα για έναν λαό που διέσωσε με νύχια και με δόντια, με αίμα και με δάκρυα την τιμή και την ιστορική του υπόσταση. Η  διακύβευση από αψυχολόγητη και τελικά πραξικοπηματική ενέργεια εναντίον του θα ήταν τεράστια και οι συνέπειες μακροπρόθεσμα απρόβλεπτες. Σε κάθε περίπτωση, μόνο η μαγιά του Μακρυγιάννη διασώζει και αναγεννά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά αλλά επί τόσες χιλιετίες στον Ελληνισμό ποτέ δεν ήτανε πάντοτε ρόδινα. Στρατηγικά πάντα κατάφερνε να ξεπερνά εμπόδια με τεχνική μαεστρία και ωραία. Στην ώρα τους δηλαδή. Γι’ αυτό και είμαστε όρθιοι ακόμη σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη, αγωνιζόμενοι όχι οι πολλοί αλλά οι λίγοι για τους επόμενους.