Σελίδες

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

''Ὁ λαός μας λέει· «ὁ λύκος τρίχα ἀλλάζει, ἀλλὰ τὴ γνώμη (=τὸ νοῦ) δὲν τὸν ἀλλάζει», μένει λύκος. Αὐ­τὸ ὅμως ποὺ δὲν συμβαίνει στὸ φυσικὸ κόσμο, συμβαίνει στὸν πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ κό­σμο. Θέλω δηλαδὴ νὰ πῶ, ὅτι...''(π. Αυγουστίνος)

Τοῦ ἀποστόλου & εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου
16 Νοεμβρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου


«Ἀκολού­θει μοι» (Ματθ. 9,9).

ΔEN MΠΟΡΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ; ΚΑΝΕ ΤΟ ΜΙΚΡΟ!


  Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς πῇ κάποιος, ὅτι ἕ­νας λύκος ἔγινε ἀρνί, ποιός θὰ τὸ πιστέ­ψῃ; Κανείς. Γιατὶ ὁ λύκος τρώει ἀρνιά. Γεννιέ­ται λύκος καὶ λύκος πεθαίνει. Ὁ λαός μας λέει· «ὁ λύκος τρίχα ἀλλάζει, ἀλλὰ τὴ γνώμη (=τὸ νοῦ) δὲν τὸν ἀλλάζει», μένει λύκος. Αὐ­τὸ ὅμως ποὺ δὲν συμβαίνει στὸ φυσικὸ κόσμο, συμβαίνει στὸν πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ κό­σμο. Θέλω δηλαδὴ νὰ πῶ, ὅτι ὑπάρχουν ἄν­θρωποι γεμᾶτοι κακίες καὶ ἐλαττώματα, ποὺ εἶνε σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ὅμως αὐτοὶ μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξουν, νὰ γίνουν καλοί, νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἕνας λύκος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἀρνί· αὐτὸ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 9,9-13).
Γιά νὰ δοῦμε, πῶς γίνονται αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ πράγματα;

* * *

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Xριστοῦ ὑπῆρχαν ὡρισμένοι ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἔλεγαν τελῶνες, γιατὶ τὸ ἐπάγγελμά τους ἦταν τέτοιο. Εἰσέπρατταν τοὺς φόρους τοῦ δημοσίου. Ἀλλὰ στὴν εἴσ­πραξι ἔκαναν ἀδικίες. Δὲν εἰσέπρατταν τὰ νό­μιμα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράξουν 100 δρα­χμές, εἰσέπρατταν 200. Τὶς 100 τὶς ἔδιναν στὸ δημόσιο, τὶς ἄλλες 100 τὶς ἔβαζαν στὴν τσέπη τους. Ἔτσι αὐτοί, κλέβοντας τὸ λαό, κατώρθωναν νὰ κάνουν τεράστιες περιουσί­ες, νὰ κτίσουν σπίτια καὶ μέγαρα, καὶ νὰ ζοῦν μὲ πολυτέλεια μεγιστάνων.
Ἦταν εὐτυχεῖς; Ὄχι. Γιατὶ ὁ κόσμος τοὺς ἤξερε καὶ δὲν τοὺς ἀγαποῦσε. Ὅλοι τοὺς μισοῦσαν. Τελώνης = ἁμαρτωλός, τελώνης = κλέφτης, τελώνης = λύκος τῆς κοινωνίας.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελῶνες αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ματθαῖος
ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Ἄλλαξε ὅμως· ἀπὸ τελώνης ἔγινε εὐαγγελιστής, ἀπὸ κάρβουνο ἔγινε διαμάντι, ἀπὸ κόρακας ἔγινε περιστέρι, ἀπὸ λύκος ἔγινε ἀρνί. Ποιός τὸν ἄλλαξε καὶ πῶς; Ἀκοῦστε.
Ὁ Ματθαῖος βρισκόταν στὸ τελωνεῖο. Ὅ­πως ἡ ἀράχνη στήνει τὸ δίχτυ της καὶ περιμένει ν᾿ ἁρπάξῃ διάφορα ζῳύφια, ἔτσι κι αὐ­τὸς περίμενε ἐκεῖ ν᾿ ἁρπάξῃ ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς λῃστέψῃ. Ἀλλὰ μιὰ μέρα πέρασε κάποιος, ποὺ ἄλλος σὰν αὐτὸν δὲν ὑπάρχει, κάποιος ποὺ κάνει θαύματα. Τὸ ὄνομά του εἶνε τὸ γλυκύτερο στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός!
Ὁ Χριστὸς κοίταξε τὸ Ματθαῖο καὶ ὡς καρδιογνώστης Θεὸς εἶδε, ὅτι στὸ βάθος τῆς ἁ­μαρτωλῆς αὐτῆς ὑπάρξεως ὑπῆρχε κάποιο καλὸ σπέρμα, μία καλὴ διάθεσι, μιὰ σπίθα. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι καὶ ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ἔχει κάποιο ἐλάττωμα, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἔχει κάτι καλὸ μέσα του· καὶ ἂν αὐτὸ τὸ καλὸ κατορθώσουμε νὰ τὸ καλλι­εργήσουμε, τότε ὁ κακὸς ἄνθρωπος γίνεται καλός.
Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅτι στὰ βάθη του ἔ­κρυβε μιὰ σπίθα. Κι ὅπως ἀπὸ μιὰ σπίθα ἀνάβεις φωτιά, ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ σπίθα αὐτὴ ἄναψε ἅγια φωτιὰ στὴν καρδιὰ τοῦ Ματθαίου, ποὺ ἔκαψε ὅλο τὸ δάσος τῆς ἁμαρτίας. Τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε δύο λόγια· «Ἀκολού­θει μοι» (Ματθ. 9,9). Ἄσε τὸ τελωνεῖο κ᾿ ἔλα μαζί μου· κ᾿ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀναθέσω ἄλλη ἀποστολή. Καὶ ὁ τελώνης, χωρὶς ἀντιρρήσεις, ἀκολούθη σε ἀμέσως τὸ Χριστό. Ἡ χαρά του ἦ­ταν πολὺ μεγάλη.
Γιὰ νὰ πανηγυρίσῃ τὸ γεγονός, ἔκανε τραπέζι στοὺς συναδέλφους του καὶ ἄλλο κόσμο. Στὸ τραπέζι ἦταν καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητάς του. Οἱ φαρισαῖοι, ὅταν εἶδαν τὸ Χρι­στὸ μαζὶ μὲ τοὺς τελῶνες, τὸν κατηγόρησαν. Γιά ἰδέστε, εἶπαν, μὲ ποιούς συναναστρέφεται… Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπήντησε μὲ τὰ ἑξ­ῆς λόγια.
Ὅποιος εἶνε καλά, δὲν χρειάζεται γιατρό. Στὸ γιατρὸ πάει ὁ ἄρρωστος. Κ᾿ ἐγὼ ἦρθα γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Οἱ ἄρρωστοι ἔρχονται σ᾿ ἐ­μένα. «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9,13).
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Ματθαῖος ἔμεινε πιὰ κοντὰ στὸ Χριστό. Ὅπως τὸ ἀρνὶ ἀκολου­θεῖ τὸν τσομπάνο, ἔτσι κι ὁ Ματθαῖος τὸ Χριστό. Κοντά του ἦταν ὅταν ἐκεῖνος στὴν ἔρημο εὐλόγησε τὰ ψωμιὰ καὶ χόρτασε τὸν κόσμο. Κοντά του ὅταν περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα. Κοντά του ὅταν θεράπευε τοὺς ἀρ­ρώστους. Κοντά του τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν τέλεσε τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ εἶπε τὸ «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26). Κοντά του τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν ἔφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα. Κοντά του ὅταν ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Καὶ στὸ ὑπερῷο τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν πάλι ἐκεῖ. Μετά, ὅταν οἱ μαθηταὶ σκόρπισαν σὲ διάφορα μέρη γιὰ νὰ κηρύξουν, ὁ Ματθαῖος πῆρε τὸ ῥαβδί του καὶ πῆγε μακριά, μέσα σὲ ἀγρίους ἀνθρώπους, καὶ κήρυξε τὸ Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ εἶ­χε μαρτυρικὸ τέλος διὰ πυρός.

* * *

Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι». Δύο λόγια τοῦ εἶπε, κι αὐτὸς τ᾿ ἄφησε ὅλα· καὶ τελωνεῖο, καὶ σπίτια, καὶ λεφτά, καὶ περιουσία, καὶ φίλους, τὰ πάντα, καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό.
Ποιός τὸ κάνει σήμερα αὐτό; Τὸ θεωρεῖτε εὔκολο; Γιά φανταστῆτε νὰ ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστὸς καὶ νὰ πήγαινε στὸ γεωργὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁδηγεῖ τὸ τρακτέρ, στὸν ψαρᾶ τὴν ὥρα ποὺ ῥίχνει τὸ δίχτυ, στὸν ἐργάτη, στὸν ὑπάλληλο, στὸν πλούσιο, στὸν ἔμπορο, νὰ πήγαινε στὸ νομάρχη, στὸ δήμαρχο, στὸν ὑπουργό. Νὰ πήγαινε καὶ νὰ ἔλεγε· Ἔλα μαζί μου κι ἄφησέ τα αὐτά. Ποιός ἀπ᾿ αὐτοὺς θ᾿ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό; Σήμερα εἶνε ἐποχὴ τοῦ χρή­ματος. Οἱ ἄνθρωποι ψοφᾶνε γιὰ λεφτά. Χωρὶς λεφτὰ δὲν κάνουν τίποτα.
Ἀλλὰ ὁ Ματθαῖος δούλεψε χωρὶς λεπτά.
Ἤμουν σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ δὲν εἶχε παπᾶ. Πα­ρακάλεσα τὸν πρόεδρο· –Βρῆτε ἕναν, εἴτε βο­σκὸ εἴτε γεωργό, νὰ τὸν κάνουμε ἱερέα, νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα τὴν Κυριακή… Κανείς δὲν βρέθηκε. Μόνο ἕνας αὐθάδης μοῦ εἶπε· –Ἂν μᾶς δώσῃς, δεσπότη, τόσα τὸ μῆνα, γινόμαστε ὅλοι παπᾶδες. –Δὲν σᾶς χρειάζομαι, τοῦ λέω.
Καὶ ὅμως νὰ ξέρετε, ὅτι καὶ σήμερα ὑπάρχουν παιδιὰ ποὺ ἐγκαταλείπουν τὰ πάντα καὶ πᾶνε κάτω στοὺς ἀγρίους, καὶ κηρύττουν τὸ Χριστό, καὶ θυσιάζονται. Αὐτοὶ ὅμως εἶνε λίγοι. Τρία ἑκατομμύρια ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ σκορπίστηκαν στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος· ἄλλος πῆγε στὴν Ἀμερική, ἄλλος στὴν Αὐστραλία, ἄλλος στὸν Καναδᾶ, ἄλλος στὴ Γερμανία, ἄλλος ἀλλοῦ. Γιατί πήγανε; Γιὰ τὸ χρῆμα. Γιὰ τὸ Θεὸ πόσοι πῆγαν ἐκεῖ;…
Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐδῶ δὲν θὰ σᾶς πῶ ν᾿ ἀφήσετε τὸν τόπο σας καὶ νὰ πᾶτε μακριὰ νὰ γίνετε ἱεραπόστολοι. Σᾶς λέω κάτι ἄλλο, πιὸ εὔκολο. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ μεγάλο; Ἔ, κάνε τὸ μικρό. Ἐγὼ δὲν θὰ σᾶς πῶ νὰ σηκώσετε τὸν Ὄλυμπο· θὰ σᾶς δώσω νὰ σηκώσετε ἕνα χαλίκι. Μὴν ἀφήσῃς λοιπὸν τὸ σπίτι σου. Μεῖνε κοντὰ στὴ γυναῖκα καὶ στὰ παιδιά σου. Συνέχισε τὴ δουλειά σου. Νὰ εἶσαι ἐργατικὸς καὶ φιλότιμος· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! μυρμήγκι νὰ εἶσαι, αὐτὸ θέλει ὁ Χριστός. Ἦρθε ὅμως Κυριακὴ καὶ χτύπησε ἡ καμπάνα; Ὁ ἦχος ἐκεῖ­νος εἶνε μήνυμα Κυρίου. Τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός. «Ἀκολούθει μοι», σοῦ λέει. Ἔλα, Χριστιανέ μου, νὰ ἐκκλησιαστῇς. Δὲν σὲ καλεῖ νὰ πᾷς κάτω στοὺς ἀ­γρίους, γιὰ νὰ γίνῃς ἐκεῖ κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου· δὲν σὲ καλεῖ νὰ γίνῃς παπᾶς ἢ ἱεροκήρυκας ἢ κάτι ἄλλο. Ἔλα στὴν ἐκκλησία, σοῦ λέει, ν᾿ ἀνάψῃς τὸ κερί σου καὶ νὰ στα­θῇς στὴ θεία λειτουργία. Πόσο νὰ σταθῇς; Μία ὥρα! Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέ χρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» μία ὥρα εἶνε. Ὅλη ἡ βδομάδα ἔχει 168 ὧρες, καὶ ἀπὸ τὶς 168 ὧρες 1 ὥρα μᾶς ζητάει ὁ Θεός· κ᾿ ἐμεῖς οὔτε 1 ὥρα δὲν τοῦ ἀφιερώνουμε; Τόσο φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό;
Γι᾿ αὐτὸ σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου καὶ θαυμάζου­με τοὺς ἥρωες ἐκείνους ποὺ ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἐργάζονται ὡς ἱεραπόστολοι στὰ δι­άφορα μέρη τῆς γῆς, κάνω μία ἔκκλησι σὲ ὅ­λους. Σᾶς παρακαλῶ, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε –ἢ μᾶλλον δὲν θέλετε– νὰ κάνετε τὸ μεγάλο, νὰ κάνετε τὸ μικρό. Σεῖς οἱ ἴδιοι δὲν συγκινεῖσθε καὶ δὲν ἐνδιαφέρεστε γιὰ ἱεραποστολή. Kά­ποιο καλὸ παιδί σας δὲν τ᾿ ἀφήνετε νὰ γίνῃ ἱ­ερεύς. Ἔτσι φθάσαμε νὰ ἔχουμε στὴν Ἑλλάδα χίλιες (1.000) θέσεις ἱερέων κενές. Τὸ παιδάκι σας θέλετε νὰ γίνῃ δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός…· ἀλλὰ παπᾶς ὄχι. Ἕνα μικρὸ χαρι­τωμένο παιδάκι πήγαινε στὸ κατηχητικὸ καὶ τοῦ ἄρεσε ἡ ἐκκλησία· καὶ λέει στὸν πατέρα του· –Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω παπᾶς. – Ἂν τὸ ξαναπῇς, τοῦ εἶπε, θὰ σὲ σκοτώσω!…
Λοιπόν; Τὸ ἕνα δὲν τὸ κάνετε, τὸ ἄλλο δὲν τὸ κάνετε, τί Χριστιανοὶ εἶστε; Ἐλᾶτε τοὐλάχιστον τὴν Κυριακὴ μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φωτιστῆτε· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου Πτελεῶνος – Ἑορδαίας Κυριακὴ 16-11-1980)