Σελίδες

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

''[...]Ἐπειδὴ ἐσὺ ἔπραξες αὐτὸ στὰ κρυφά, γιαὐτὸ κι ἐγὼ θὰ τὸ ξεσκεπάσω ἐνώπιον ὁλοκλήρου τοῦ Ἰσραὴλ καὶ μπροστὰ σαὐτὸν τὸν ἥλιο....''' ΣΥ ΕΙΠΑΣ!

ΤΙΠΟΤΕ ΚΡΥΦΟ... ΟΛΑ ΦΑΝΕΡΑ! (ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ)

«Ὅτι σὺ ἐποίησας κρυβῇ, κἀγὼ ποιήσω τὸ ρῆμα τοῦτο ἐναντίον παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἀπέναντι τοῦ ἡλίου τούτου. Καὶ εἶπε Δαυΐδ τῷ Νάθαν, ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ»
Β’ Βασιλειῶν 12,12-13.
ΕΙΠΕ ὁ Κύριος στὸν Δαυΐδ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη. «Ἐπειδὴ ἐσὺ ἔπραξες αὐτὸ στὰ κρυφά, γιαὐτὸ κι ἐγὼ θὰ τὸ ξεσκεπάσω ἐνώπιον ὁλοκλήρου τοῦ Ἰσραὴλ καὶ μπροστὰ σαὐτὸν τὸν ἥλιο. Τότε εἶπε ὁ Δαυΐδ στὸν προφήτη Νάθαν, ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Ἔτσι ἔμειναν ὅλα ὁλοφάνερα στὴν παγκόσμια ἱστορία. Καὶ ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ ἡ μετάνοια τοῦ Δαυΐδ.
Τὸ ἀνωτέρω γεγονὸς ἀναφέρεται στὸν τραγικὸ πειρασμὸ τοῦ Δαυΐδ. Πρῶτα τοῦ ἄρεσε. Ὕστερα ξερογλύφτηκε, ὅπως ὁ ποντικὸς μπροστὰ στὸ φαρμακωμένο τυρί. Στὴ συνέχεια εἶπε μὲ τὸν λογισμό του «καλὰ εἶναι». Πῆρε τὴν ἀπόφασι, «ἂς δοκιμάσω». Ἐν τῷ ἅμα καὶ τὸ θάμα! Ἔτσι παραδόθηκε ἀμαχητί. Μέσα στὴ λιγούρα του νόμισε, πὼς δὲν τὸν εἶδε κανένας. Ἔτσι γίνεται μὲ ὅλους μας. Πίστεψε πὼς ἦταν μόνος του, ὅταν «ἀπέβλεψε σὲ κεῖνο τὸ θανατηφόρο λουτρὸ καὶ εἶδε τὴν Βηρσαβεὲ νὰ λούζεται».
Ὅμως ἔχουμε καὶ συνέχεια. Νόμισε ὅτι δὲν εἶδε καὶ δὲν ἀντελήφθη κανένας τὸ σχέδιο, ποὺ κατέστρωσε μετὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία του. Κάλεσε τὸν Οὐρία ἀπὸ τὸ μέτωπο τοῦ πολέμου. Τὸν εἶπε νὰ κοιμηθῆ τὴ νύχτα ἐκείνη μὲ τὴ γυναῖκα του, γιὰ νὰ κατασκευάση ἕνα ἰσχυρὸ ἄλλοθι. Ὁ Οὐρίας ὅμως ξενύχτισε στὰ σκαλιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ δὲν κοιμήθηκε μὲ τὴν γυναῖκα του. Τέλος στέλνει κι ἄλλο γράμμα ὁ Δαυΐδ στὸ πολεμικὸ μέτωπο δίνοντας ἐντολὴ νὰ βάλουν τὸν Οὐρία σχεδὸν κάτω ἀπὸ τὰ βέλη τῶν ἀντιπάλων τους, ὥστε νὰ φονευθῆ γρήγορα, ὅπως καὶ ἔγινε. Μόλις ἦλθε ἡ εἴδησι, ὅτι ἐφονεύθη ὁ Οὐρίας, ἀμέσως σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε, παρέλαβε καὶ σπίτωσε δικαιωματικὰ τὴν Βηρσαβεὲ στὸ παλάτι του.
Πόση προσπάθεια καταβάλλει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ φτιάξη καινούργια συνείδησι! Πρέπει νὰ εἶναι τέτοια, ποὺ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλῆ. Νὰ μὴν τὸν λέη «φτοῦ σου, ρὲ μασκαρᾶ, κοπρίτη. Δὲν ντρέπεσαι ρὲ βρωμόσκυλο μαὐτὸ ποὺ ἔκανες;». Ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ τὸν λέη. «Εὖγε, παλληκάρι μου. Αὐτὸ εἶναι ἐξυπνάδα, καπατσοσύνη, λεβεντιά. Μὴν ἀκοῦς τὶς μωραμάρες ποὺ λένε οἱ χαζοπαπᾶδες, πὼς τάχα δὲν κάνει καὶ δὲν πρέπει. Ἀφοῦ δὲν σὲ εἶδε κανένας, δὲν εἶσαι τάχα μου ὑποχρεωμένος νὰ δώσης καὶ λογαριασμὸ σὲ κανένα. Ἄσετους νὰ λένε».
Ἔτσι σκέφτεται ὁ κάθε ταλαίπωρος ἁμαρτωλὸς ἑαυτός μας, καθὼς προσπαθεῖ νὰ φτιάξη τὰ ἄλλοθί του καὶ νὰ σκεπάση σὰν τὴ γάτα, μόλις τελειώση ἐκείνη τὴν εἰδικὴ δουλίτσα της. Κι ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ διαφορετικά.
ΟΜΩΣ ὁ Δαυΐδ, ὅπως πρῶτα ἀπεδείχθη κατάμαυρο παλληκάρι τοῦ διαβόλου, ἔτσι ἔπραξε καὶ στὴν μετάνοιά του. Δὲν πρόβαλλε καμμιὰ δικαιολογία. Διέγραψε μὲ τρεῖς λέξεις ὅλην τὴ ζωή του.
ΕΙΠΕ, «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ».-
ἀρ.νι.μα. 3.11.2016

ΠΗΓΗ: ''ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ'' [http://www.eordaia.org/index.php/14-2016-dekemvrios/1585-tipote-kryfo-ola-fanera-grafei-o-p-nikiforos-manadis]