Σελίδες

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Ἀδελφοί, «παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα» (Α΄ Κορ. 1, 10)

Η ΔΙΧΟΝΟΙΑ




Ἀδελφοί, «παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα» (Α΄ Κορ. 1, 10)
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)
Λένε, ἀγαπητοί μου, μερικοὶ στὴν ἐποχή μας, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε. Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ ἀλήθεια κ᾽ ἡ ἀλήθεια δὲν παλιώνει.
Εἶνε τὸ φῶς· «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, ὅτι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Τὴν ἀλήθεια αὐτή, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε αἰώνιος , τὴ βλέπουμε καὶ στὴ περικοπὴ τοῦ ἀποστόλου (Α΄ Κορ. 1, 10). Προσέξατε τί λέει;

Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν αὐτὰ πέρασαν τόσοι αἰῶνες, ἀλλὰ εἶνε σὰν νὰ φωτογραφίζῃ τὴν ἐποχή μας, τὰ ἤθη – τὴ δική μας κατάστασι. Εἶνε δέκα στίχοι ἀπὸ τὴν Πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι, ἀνοῖξτε καὶ διαβάστε –σᾶς τὸ δίνω σὰν κανόνα–ὄχι μόνο τοὺς δέκα στίχους ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐπιστολή, νὰ δῆτε ἐκεῖ τί διαμάντια ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τί μεγάλες ἀλήθειες ἀναγκαῖες ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.
Γράφει λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους. Τί ἦταν ἡ Κόρινθος; Τώρα εἶνε μία ἐπαρχιακὴ πόλις· τότε ἦταν κέντρο, μία ἀπ᾽ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Ἐκεῖ ἀγάλματα, μνημεῖα, ναοί, ἀγορά, πλοῦτος. Ἀλλ᾽ ὅπου πλοῦτος, ἐκεῖ καὶ διαφθορά. Οἱ Κορίνθιοι εἶχαν διάφορες κακίες. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐλαττώματα ποὺ εἶχαν θὰ σταθῶ σὲ ἕνα. Λὲς καὶ εἶνε ἐλάττωμα ἑλληνικό. Χρόνια – αἰῶνες μᾶς βασανίζει. Ἂν γινόταν νὰ τὸ ξερριζώσουμε, θὰ ἤμασταν τὸ εὐτυχέστερο ἔθνος. Τὸ εἶχαν κ᾽ οἱ Κορίνθιοι, καὶ κινδύνευε νὰ τοὺς διαλύσῃ. Εἶνε ἡ διχόνοια . Ὁ διάβολος ἔρριξε στὶς καρδιές τους τὸ σπέρμα τῆς διχονοίας.
Καὶ οἱ Κορίνθιοι –ἄσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐννοῶ οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου –κόλλησαν ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ψώρα κ᾽ ἦταν κι αὐτοὶ χωρισμένοι.
Χωρισμένοι οἱ Χριστιανοί; Πάει ποτὲ στὸ μυαλό; Εἶνε κάτι τὸ ὀξύμωρο, μιὰ ἀντινομία. Χωρισμένοι αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό, ποὺ ἔχουν ἔμβλημα τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω.13,34· 15,12,17) , ποὺ ἀκοῦνε στὴν ἐκκλησία «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» (θ. Λειτ.); αὐτοὶ ποὺ βγῆκαν ὅλοι ἀπὸ μιὰ κολυμβήθρα,ποὺ κοινωνοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο δισκοπότηρο, ποὺ περιμένουν μία αἰώνια πατρίδα; Αὐτοί, ποὺ θα ᾽πρεπε νά ᾽νε ἑνωμένοι, εἶνε λοιπὸν χωρισμένοι; Μάλιστα. Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι διαιρέθηκαν.
Ποιά ἡ αἰτία; Τὸ αἰώνιο ἑλληνικὸ φιλότιμο, ἡ αἰωνία νόσος τῆς φυλῆς μας· ἡ τάσις νὰ ὑπερέχῃ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἡ κενοδοξία, η ὑπερηφάνεια. Μιὰ ὁμάδα ἔλεγε «Ἐμεῖς ἔχουμε ἀρχηγὸ τὸν Πέτρο». Ἄλλη ὁμάδα ἔλεγε «Ἐμεῖς ἀρχηγὸ ἔχουμε τὸν Παῦλο». Ἄλλη ἔλεγε «Ἐμεῖς ἀρχηγὸ ἔχουμε τὸν Ἀπολλώ». Κι ἄλλοι ἔλεγαν«Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οὔτε τοῦ Κηφᾶ οὔτε τοῦ Ἀπολλὼ οὔτε τοῦ Παύλου· εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ», λὲς καὶ ὁ Χριστὸς ἀνήκει σὲ μιὰ μερίδα μόνο.
Ἡ θρησκεία ἀνήκει σὲ ὅλους, ἀγαπητοί μου· εἶνε σὰν τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό. Δὲν μπορεῖς νὰ πῇς «Ὁ ἥλιος εἶνε δικός μου», «ὁ ἀέρας εἶνε δικός μου», «τὸ νερὸ εἶνε δικό μου».Μερικὰ πράγματα τὰ δικαιοῦνται ὅλοι. Ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐσὺ μονοπώλιο τὸ Χριστό, τὸν οὐρανό, τὴ θρησκεία. Κάτι τέτοιο γινόταν στὴν Κόρινθο καὶ εἶχαν διαιρεθῆ.
Ὅταν τό ᾽μαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔστειλε τὸ γράμμα αὐτό, ἐπιστολὴ γραμμένη μὲ δάκρυα. Μιλάει σὰν τὴ μάνα, ποὺ ἀγαπάει ὅλα τὰπαιδιά της, καὶ τὸ ἄσχημο καὶ τὸ ἀσθενικὸ καὶ τὸ καθυστερημένο. Ὅπως ἡ μάνα ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν κομματίζεται. Ἀγαπάει ὅλα τὰ παι-διά της, ὅπως ἡ κλῶσσα ποὺ ὅλα τὰ πουλάκιατὰ κρατάει κοντά της. Ἔτσι εἶνε ἡ Ἐκκλησία.Κι ὅπως ἡ μάνα στενοχωριέται ὅταν δῇ τὰ παιδιά της νὰ τσακώνωνται, ἔτσι κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στενοχωριόταν ποὺ ἔβλεπε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μαλώνουν μεταξύ τους καὶ τοὺς λέει· «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ 1,10) . Ἐγὼ εἶμ᾽ἀνάξιος, λέει, ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ σᾶς παρακαλῶ μὴ φατριάζετε,μὴ κομματίζεσθε· νὰ ἔχετε τὸν ἴδιο νοῦ, τὴν ἴδια γνώμη, νὰ εἶστε ὅλοι ἑνωμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Πάλιωσε, λένε, τὸ Εὐαγγέλιο! Φύγετε λοιπὸν τώρα ἀπὸ τὴν ἀρχαία Κόρινθο κ᾽ ἐλᾶτε στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα ποὺ ζοῦμε ἐμεῖς, καὶ πέστε μου·ὑπάρχει ὁμόνοια; Ὁ ἄγγελος τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς πατρίδος μας κλαίει καὶ θρηνεῖ· δὲν ὑπάρχει ὁμόνοια.
Στὴν Ἀθήνα ὑπάρχει ἡ πλατεῖα Ὁμονοίας. Τὴν ὠνομάσαμε ἔτσι, ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖ τσακωνόμαστε καὶ σπᾶνε κεφάλια. Ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ τὴν ὠνομάσαμε Ὁμόνοια, ἔχουν σκοτωθῆ ἐκεῖ ἄνθρωποι μὲ τὰκς καὶ βόμβες. Ὄχι Ὁμόνοια ἀλλὰ Διχόνοια ἔπρεπε νὰ λέγεται. Μόνο τὸ ὄνομα ἔμεινε. Ποῦ λοιπὸν θὰ βροῦμε τὴν ὁμόνοια;
⃝ Ἂς πᾶμε στὸ σπίτι. Μέσ᾽ στὸ σπίτι ὑπάρχει ὁμόνοια; Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ μέσ᾽ στὰ εἴκοσι – τριάντα χρόνια συμβιώσεως νὰ μὴν ἔχουν φιλονικίες; Δὲν περνάει ὁ πρῶτος μήνας τοῦ γάμου καὶ παρουσιάζονται τὰ μαῦρα σύννεφα στὸν οἰκογενειακὸ ὁρίζοντα. Ἔχουν πόλεμο ὁ ἄντρας κατὰ τῆς γυναίκας καὶ ἡ γυναίκα κατὰ τοῦ ἄντρα, τὰ ἀγόρια ἐναντίον τοῦ πατέρα καὶ τὰ κορίτσα ἐναντίον τῆς μάνας. Ποῦ εἶνε ἡ ὁμόνοια;
⃝ Ἂν φύγουμε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πᾶμε στὸ χωριό; Ρωτῆστε ἐμένα ποὺ περιώδευσα. Σπάνιο πρᾶγμανὰ δῶ χωριὸ μονοιασμένο. Ἀναστέναζε ἡ ψυχή μου. Φεύγοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, περνώντας ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό, φθάνοντας σὲ κάθε χωριὸ ρωτοῦσα· Ὑπάρχει ἐδῶ ὁμόνοια, κ.πρόεδρε; ὑπάρχει, παπᾶ, ὁμόνοια; –Ὄχι, σπάνιοπρᾶγμα. Γιατί χωρίζουν τὰ χωριά; Γιὰ τὸ τίποτα· γιὰ τὸ νερό, γιὰ τὶς ὄρνιθες, γιὰ τὰ πρόβατα, γιὰ τὶς βοσκές· γιὰ μικροπράγματα, ποὺ ἂντὰ κοσκινίσῃς θὰ δῇς ὅτι διάβολος εἶνε καὶ τίποτα περισσότερο. Βλέπεις οἰκογένειες νά ᾽νε χωρισμένες καὶ νὰ τρέχουν στὴν πόλι στὸ πρωτοδικεῖο καὶ στὸ ἐφετεῖο, καὶ μὲ τὸ μῖσος καὶ μὲ τὰ δικαστήρια νὰ χτίζουν σπίτια τῶν δικηγόρων, ἐνῷ αὐτοὶ κάθονται σὲ καλύβες.
.⃝Στὸ σπίτι καὶ στὸ χωριὸ δὲν ὑπάρχει ὁμόνοια·μὰ μήπως ὑπάρχει στὶς πολιτεῖες; Κ᾽ ἐκεῖ ἔχει θρονιαστῆ ἡ διχόνοια. Ἂν θέλῃς νὰ μαλώσῃς, βρίσκεις χίλιες ἀφορμές. Τὸ διαζύγιο εἶνε εὔκολο, τὸ δύσκολο εἶνε νὰ μονοιάσῃ τὸ ἀντρόγυνο.
Ἀφορμὴ γιὰ διχόνοια στὶς πολιτεῖες εἶνε τὰπολιτικά, τὰ φρονήματα, οἱ ἐκλογές, τὰ ἀθλητικά, ὣς καὶ τὸ φοὺτ-μπώλ ποὺ κάνει τὸ γήπεδο πεδίο μάχης. Δὲν ἔπρεπε ἐμεῖς νὰ παίζουμε τέτοια παιχνίδια· αὐτὸ εἶνε ἕνα παιχνίδι διαβολικό. Καὶ ξέρω, τὴν ὥρα αὐτὴ μερικοὶ θὰ κα-τεβάσουν τὰ μοῦτρα τους· ἀλλ᾽ ἐγώ, ἀγαπητέ μου, ἀδιαφορῶ καὶ σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια.
.⃝Παντοῦ διχόνοια· ἂς πᾶμε τέλος πάντων κάπου νὰ βροῦμε τὴν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, ἂς πᾶμε στὴν ἐκκλησιά . Περιοδεύω τὶς ἐνορίες, ἀλλὰ δύσκολα βρίσκω ἐνορία ἀγαπημένη. Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς τοὺς παπᾶδες, διάκους, ψαλτάδες, νεωκόρους καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ἀγαπημένους. Μιὰ ἔριδα καὶ διαίρεσις βασιλεύει.
Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς δυὸ παπᾶδες μονοιασμένους, δυὸ θεολόγους ἀγαπημένους, δυὸ ἱεροκήρυκες ἀγαπημένους, δυὸ θρησκευτικοὺς συλλόγους ἀγαπημένους, δυὸ δεσποτάδες ἀγαπημένους. Διαίρεσις ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ ὁμόνοια, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τό αποτέλεσμα;
Ὅταν οἱ τσοπάνηδες ποὺ φυλᾶνε τὸ μαντρὶ εἶνε ξυπνητοὶ καὶ τὰ σκυλιὰ ἕτοιμα, δὲν τολμᾷ κανείς νὰ πλησιάσῃ· ἅμα αὐτοὶ ἀρχίσουν νὰ χτυπιοῦνται μεταξύ τους μὲ τὶς γκλίτσες, τότε ὅπως λέει ὁ λαὸς «στὴν ἀνεμοζάλη ὁ λύκος χαίρεται». Καὶ στὴ δική μας διαίρεσι, βρῆκαν ἀφορμὴ οἱ ἐχθροί, λύκοι διαφόρων χρωμάτων, ὅπως π.χ. οἱ χιλιασταὶ ἢ «μάρτυρες» τοῦ Ἰεχωβᾶ, μπῆκαν στὸ μαντρὶ ποὺ λέγεται Ἑλλάδα καὶ τρῶνε συνεχῶς πρόβατα.
Ὅσο δύσκολο πρᾶγμα εἶνε ἡ ὁμόνοια, τόσο εὔκολο εἶνε ἡ διχόνοια· κι ὅσο μεγάλο θαῦμα εἶνε νὰ εἴμαστε μονοιασμένοι, τόσο κατάρα εἶνε ἡ διχόνοια.
Λένε, ἀγαπητοί μου, γιὰ κάποιον ξένο, ὅτι ὅταν διάβασε τὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους εἶπε· Εἶδα ὡραῖα πράγματα, θαύματα, πολέμους, ἡρωισμοὺς ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἀλλοῦ. Ἀλλὰ ἔβγαλα ἕνα συμπέρασμα, καὶ μὴ σᾶς κακοφανῇ· ἂν οἱ Ἕλληνες ἤσασταν ἑνωμένοι, θὰ εἴχατε θριαμβεύσει…
Ἡ διχόνοια εἶνε ἡ κατάρα μας· αὐτὴ δυστυχῶς μας ἔκαναν σκοποχώρι. Ἂς ἀκούσουμε τί λέει στὸν Ἐθνικό μας ὕμνο ὁ ποιητής·
«Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά·
Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά» (στρ. 147).
Ἡ λευτεριὰ χάνεται ὅταν λείψῃ ἡ ὁμόνοια καὶ ἀγάπη. Ἂς ἀκούσουμε προπαντὸς τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ μᾶς λέει· Ἀδελφοὶ Ἕλληνες, «παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἵνα πάντες τὸ αὐτὸ λέγητε καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα». Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἂς εὐλογῇ ὅλους, ὥστε νὰ εἶστε ἕνα σῶμα, μία ψυχή, μία καρδιά, πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.