Σελίδες

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Η ΚΑΤΑΛΛΑΓΗ = Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΙ… ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ


Η ΚΑΤΑΛΛΑΓΗ = Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΙ… ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΜΑΝΑΔΗΣ
Ἑσπερινὸς Ἀποκαθηλώσεως, Μ.Παρασκευὴ 14.4.2017
Στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης
«Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ,
μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν»
Β’ Κορινθίους 5,19
Σεβασμιώτατε πάτερ,
Ἀγαπητοί μου συλλειτουργοί, Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί.
Εὑρισκόμαστε τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ πάλι ἐνώπιον τῆς μοναδικῆς λειτουργίας, ποὺ τελεῖ ἡ Ἐκκλησία μας μέσα στὸν λειτουργικὸ χρόνο. Ὅ,τι τελοῦμε στὴν κάθε λειτουργία μας τελεῖται καὶ σὲ τοῦτο τὸ ξεχωριστὸ πρωϊνὸ τοῦ ἔτους, ἀλλὰ μὲ εἰδικὸ τυπικὸ καὶ εἰδικὴ θεία κοινωνία. Πολλοὶ δρόμοι ὁδηγοῦν στὴν Βασιλεία. Γιαυτὸ καὶ σήμερα συρρέουν πλήθη ποικίλων ἀνθρώπων νὰ ἀκουμπήσουν τὴν ψυχή τους καὶ νὰ ψηλαφήσουν τὸν Σταυρωθέντα καὶ τὸν Ἐπιτάφιό του ἐκτὸς τυπικοῦ. Διότι σὲ τοῦτο τὸ εὐλογημένο πρωϊνὸ «Ἱερουργεῖται τὸ λύτρον εὐγνώμονι ἐκ σωτηρίων σπλάγχνων τε καὶ δακρύων πηγῆς…». Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ προσελκύει τὰ πλήθη αὐτὴν τὴν ἡμέρα; Ὁ Σταυρωθείς; Τὸ μεγαλεῖο τοῦ πάθους Του; Ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα γιὰ λύτρωσι;
Οἱ λέξεις λυτρώνω-λύτρωσι-λυτρωτὴς καὶ ὁ πόθος τῆς ἐκπληρώσεως στὸν προφητικὸ λόγο τῆς Π.Διαθήκης ὑπερβαίνουν τὴν ἑκατοντάδα ἀναφορῶν. «Λύτρωσιν ἀπέστειλε τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Ψαλμὸς 110,9). Αὐτὴ ἦταν ἡ δίψα καὶ ἡ πολυτιμώτερη ἀπαντοχὴ-ἀποκαραδοκία τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε καὶ ἀνέμενε τὸν Λυτρωτή. Αὐτὸν εἶδε ὁ προφήτης Ἡσαΐας καὶ λέγει «Τοὺς ἔσωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις τους. Δὲν ἔστειλε πρέσβυ, οὔτε ἄγγελο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς ἔσωσε, ἐπειδὴ τοὺς ἀγαποῦσε καὶ τοὺς λυπόταν. Ὁ ἴδιος τοὺς λύτρωσε, τοὺς φορτώθηκε πάνω του καὶ τοὺς ἀνύψωσε αἰωνίως» (63,8-9).
 Κι ὅταν πιὰ συμπλήρωσε σαράντα μέρες ἐπὶ γῆς, «Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ ὄνομα Συμεών. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν δίκαιος καὶ εὐλαβὴς καὶ περίμενε νὰ στείλη ὁ Κύριος παράκλησι-λύτρωσι στὸν Ἰσραήλ». Κι ὅταν τὸν ἀγκάλιασε μὲ τὰ γεροντικά του χέρια εἶπε τὸν σημαδιακὸ λόγο   «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα…» (Λουκᾶ 2,26).
Αὐτὴν τὴν δίψα, σὰν συνισταμένη ὅλων τῶν αἰώνων, ἐκφράζει ὁ Ἀνδρέας, ὅταν συναντᾶ τὸν ἀδελφό του καὶ μὲ πόθο ἀναφωνεῖ «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν»! (Ἰωάννου 1,42). Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναήλ. Ἐπὶ τέλους τελείωσε ἡ μεγάλη ἀγωνία μας. «Αὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς στὸν νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ» (Ἰωάννου 1,46).
Ὅλα ὅσα ἔφερε ὁ Κύριος μὲ τὴν θυσία Του τὰ ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν λέξι καταλλαγὴ=συμφιλίωσι. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθαν καὶ ὅλα ἔγιναν καινούργια» (Β’Κορινθίους 5,17). Ποιὰ ἦταν τὰ ἀρχαῖα, τὰ ὁποῖα δημιούργησαν τὴν ἔχθρα καὶ ἀπαιτοῦνταν καταλλαγὴ καὶ συμφιλίωσι; Ἦταν ἡ πτῶσι, ἡ ἀποστασία, ἡ ἁμαρτία, ἡ ποικίλη ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ τὰ ἰουδαϊκὰ μὲ τὴν κατάντια τους. Αὐτὰ ἔχτισαν τὸ περίφημο μεσότοιχο τῆς ἔχθρας μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων μὲ ἀνθρώπους. «Ἰησοῦ ὑμνοῦμε τὴν πολλὴ ἀγαθότητά σου, προσκυνώντας τὸν Σταυρό σου, τὴν Λόγχη, τὸν Κάλαμο. Οἰκτίρμον, μὲ αὐτὰ γκρέμισες τὸ μεσότοιχο τῆς ἔχθρας» (3οτροπ. στ΄ ὡδῆς Τετ. πρωΐ Δ’ ἑβδομ. Τριωδίου). Πόσες φορὲς εἴδαμε ἕνα ψηλὸ μεσότοιχο νὰ χωρίζη στὰ δύο τὸ μπαλκόνι ἑνὸς χωριατόσπιτου, καὶ νὰ συνεχίζη στὴν αὐλὴ καὶ στὸν κῆπο του ἀκόμη; Πόσο θλιβερὴ εἰκόνα εἶναι ἕνα μεσότοιχο αἴσχους, ποὺ χωρίζει ὄχι μόνο μπαλκόνια καὶ αὐλές, ἀλλὰ καὶ ἀδέλφια καὶ καρδιές!
Αὐτὸ τὸ μεσότοιχο ποὺ χώριζε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, χώριζε καὶ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Διακηρύττει μὲ θαυμασμὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.  «Τώρα μὲ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς ποὺ ἤσασταν μακριά, ἤλθατε κοντά. Διότι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸ αἷμα του. Αὐτὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Αὐτὸς ἔκαμε τὰ δύο ἕνα. Αὐτὸς γκρέμισε τὸ μεσότοιχο, ποὺ σὰν φράχτης ἔφραζε καὶ χώριζε. Δηλαδὴ ἔλυσε τὴν ἔχθρα, ποὺ κυριαρχοῦσε… Συμφιλίωσε τοὺς δύο σὲ ἕνα σῶμα μὲ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου, ἀφοῦ κατανίκησε τὴν ἔχθρα μὲ τὸν Σταυρό» (Ἐφεσίους 2,13-16). «Ὁ Σταυρωθεὶς ἅπλωσε τὶς παλάμες καὶ ἕνωσε αὐτὰ ποὺ ἦσαν πρὶν σὲ διάστασι» (β΄ τροπ γ΄ ὡδῆς ὄρθρου Μ.Σαββάτου). Οἱ τέσσερις κεραῖες τοῦ Σταυροῦ ἕνωσαν τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθαν τὰ ἀρχαῖα, ἔγινε καινούργια κτίσι ἐν Χριστῷ. Εἴχαμε παλιώσει, εἴχαμε γεράσει μέσα στὸ τέλμα τοῦ κακοῦ. Λέγει στὸν προφήτη, «Ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινὰ τὰ πάντα» (Ἡσαΐας 43,19). Ὅποιος πίστεψε σαὐτόν, ἔγινε καινούργια δημιουργία, ἔφθασε σὲ ἄλλη ζωή. Ἔγινε καινούργια ψυχὴ μὲ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, καινούργιο σῶμα, καινούργια λατρεία, καινούργιες ἐπαγγελίες, καινὴ διαθήκη, ζωή, τράπεζα, στολή, υἱοθεσία καὶ δόξα αἰώνια. Μὲ μιὰ λέξι ἔγιναν ὅλα καινούργια. Ὅλα βεβαίως τὰ πρόσφερε ὁ Θεός, καὶ τίποτε ὁ ἄνθρωπος. Ἀντὶ γιὰ τὴν κάτω Ἱερουσαλὴμ μᾶς ἔδωσε τὴν ἄνω Μητρόπολι. Ἀντὶ τοῦ αἰσθητοῦ ναοῦ εἴδαμε ναὸ πνευματικό. Ἀντὶ γιὰ τὶς λίθινες πλᾶκες τοῦ νόμου τὰ λόγια Του γράφτηκαν στὶς καρδιές μας. Ἀντὶ γιὰ τὴν περιτομὴ μᾶς ἔδωσε τὸ βάπτισμα. Ἀντὶ γιὰ τὸ μάννα μᾶς ἔδωσε Σῶμα δεσποτικό. Ἀντὶ γιὰ νερὸ ἀπὸ τὴν πέτρα μᾶς ἔδωσε αἷμα ἀπὸ τὴν λογχισμένη πλευρά του. Ἀντὶ γιὰ τὴ ράβδο τοῦ Μωϋσέως μᾶς ἔδωσε τὸν Σταυρό του. Ἀντὶ γιὰ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας μᾶς ἔδωσε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀντὶ γιὰ πασχάλιο ἀμνὸ μᾶς ἔδωσε τὸν ἀμνὸ ποὺ σήκωσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Δὲν μᾶς ἄφησε ἐχθρούς, «ἀλλὰ μᾶς ἀποκατάλλαξε, μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν ἑαυτό του», μᾶς ἔκαμε φίλους του. «Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε» (Ἰωάννου 15,14-15). Τὸ δὲ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὑπερβολὴ σὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι, ὅτι δὲν τρέξαμε ἐμεῖς σαὐτόν, ἀλλὰ αὐτὸς ἔσπευσε σὲ μᾶς. Μᾶς ἀνεζήτησε καὶ μᾶς προσκάλεσε. Οὔτε ἐξοργίστηκε κι οὔτε μᾶς συνερίστηκε, ἐπειδὴ εἶδε τὴν παρακοή μας στὸν Υἱὸ πρεσβευτή, ἀλλὰ ἐπιμένει παρακαλώντας μας καὶ μόνος του καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους του.
Κι ὅμως, παρ’ ὅλα τὰ θλιβερὰ ποὺ συνέβησαν τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, «Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ, μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν». «Μὲ τὸν Χριστὸ ἦταν ὁ Θεός, ποὺ συμφιλίωνε τὸν κόσμο μὲ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ λογαριάζη τὰ παραπτώματά τους». Ἐδῶ πιὰ φθάσαμε στὴν κορυφὴ τῆς ἀγάπης! Αὐτὴ ἡ κορυφὴ ξεπερνᾶ κάθε σκέψι καὶ λογική. Ποιὸς ἀτιμάσθηκε; Ὁ ἴδιος. Ποιὸς ἦλθε πρῶτος γιὰ τὴν συμφιλίωσι; Ὁ ἴδιος. Ἐνῶ δὲ ἦσαν τόσο πολλὰ τὰ παραπτώματα, ὄχι μόνο δὲν ἀξίωσε νὰ γίνη δικαστήριο μὲ ποινὲς καὶ τιμωρίες, ἀλλὰ καὶ συμφιλιώθηκε. Ὄχι μόνο συγχώρεσε, ἀλλὰ δὲν κράτησε οὔτε σημείωσι τοῦ χρέους. Ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, λέγει ὁ μέγας Χρυσόστομος. Νὰ μὴν σημειώνουμε τὰ χρέη τῶν ἐχθρῶν μας. Ἔτσι θὰ πετύχουμε τὴν ἄφεσι τῶν δικῶν μας χρεῶν. (Ἐλεύθερη ἀπόδοσι κειμένου, Ἰω Χρυσοστόμου ὁμ. 11η εἰς Β’ Κορινθίους, ΕΠΕ 19,306-312).
Σεβασμιώτατε πάτερ. Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Σήμερα εὑρισκόμενοι σὲ τούτην τὴν μοναδικὴ λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία «ἱερουργεῖται τὸ πανάκριβο λύτρο μας» «ἐπιγνῶμεν τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν» μὲ αἰωνία εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα Κύριό μας. Ἀμήν.