Σελίδες

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ ΥΜΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για kantivthw

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

ΥΜΝΗΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

 ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΑ ΡΕΥΜΑΤΑ» (Μοναχισμό – Ἱεραποστολή) τὸ ἀφιερώνει: «εἰς τὴν μνήμην τοῦ νεομάρτυρος καὶ ισαποστόλου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (1714-1779) ὁ ὁποῖος, ὡς ἔζησε καὶ ἔδρασεν, εἶνε ἕνα ὑπόδειγμα τοῦ τε μοναχικοῦ καὶ τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης θεωρεῖ τὸν συνδιασμὸ τὸν δύο ρευμάτων ὡς ἰδεώδη καὶ ἔτσι ἔζησε ὁ ἰδιος. Ἀγωνιζόμενος καὶ προσευχόμενος. Ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀσκητής καὶ ὁ ἀτρόμητος ἀγωνιστής.

Πρὸς ἀπάντηση κάποιων ποὺ ὑποτιμοῦν τὸν ἀληθινὸ μοναχισμὸ ἐναντι τῆς ἱεραποστολῆς καὶ παρουσιάζουν τέτοιον τὸν σεβάσμιο ἀγωνιστὴ ἱεράρχη Αὐγουστίνο, παραθέτουμε ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα ὁμιλίας του, στὴν Κλαδοράχη Φλωρίνης τοῦ 1982, γιὰ τὸ Μοναχισμό. Στὴν συνέχεια ἀναδημοσιεύουμε φύλλο τῆς «Χριστιανικῆς Σπίθας» τοῦ 1962, φ. 250, τοῦ ἰδίου.
  • «…Δυστυχῶς τὰ μοναστήρια ποὺ ἦταν ἀξιόλογα καὶ πολύτιμα κέντρα θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς ζωῆς, τὰ μοναστήρια αὐτὰ γιὰ μετρῆστε, χίλια ἦταν στὴν Ελλάδα μας. Φάροι πολύτιμοι καὶ ἀστέρες πολύφωτοι, τὰ μοναστήρια μας αὐτὰ ἔσβησαν. Ποιός τὰ ἔσβησε; Ὁ Τοῦρκος; Ὄχι, ἡ πικρά ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ δικοί μας οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι οἱ σπουδαγμένοι στὸ Παρίσι, ποὺ ἦρθαν ἀπ᾽ ἐκεῖ, τὸ καιρὸ ποὺ οἱ καλόγεροι ἔδιναν στὴν πατρίδα μας τὴν σκληρὴ μάχη γιὰ νὰ ἐπιβίωση τὸ γένος μας. Μοντέρνοι καὶ ἐπειρεασμένοι ἀπὸ ἰδέας ἐπαναστατικάς, ὑλιστικὰς καὶ ἀθέους, ἦρθαν ἐδῶ στὴν ἐλεύθερη πατρίδα καὶ θεώρησαν σπουδαῖο γεγονὸς νὰ καταργήσουν τὰ μοναστήρια καὶ ὅπως σβήνουν τὰ καντήλια ἔτσι σβήσαν τὰ μοναστήρια, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου. Ἔδιωξαν τοὺς καλογήρους, γκρέμισαν τὰ κελιά τους, σκορπίσαν οἱ καλόγεροι δεξιὰ καὶ ἀριστερά κλαίοντες καὶ ἀναστενάζοντες. Ἡ περιουσία τῶν μοναστηριῶν λεηλατήθηκε κατὰ τὸν ἀγριότερο τρόπο καὶ ἔμειναν μόνο τὰ λείψανα, τὰ ἐξωκκλήσια ἀπ᾽ὅλη τὴν δόξα τῶν μοναστηριῶν.
    Ἕνα τέτοιο κέντρο ἀξιόλογο θρησκευτικό καὶ ἐθνικὸ στὴ Μακεδονία μας ἦτο καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Κλαδοράχης…»

862c570e406e

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ, Φ.250, Ιούλιος 1962
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστινου Καντιώτου

TA ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ

«Τοῖς ἐρημικοῖς ἡ ζωὴ μακαρία ἐστὶ
θεϊκῶ ἔρωτοι πτερουμένοις» (Ἀναβαθμοὶ – πλάγ. Α΄)
Ἐκκλησιαστικὰ θέματα
Νὰ κλείσουν! Ἡ κραυγὴ τοῦ Διαβόλου.
Περὶ μοναστηρίων θὰ γράψετε; Δὲν ἔχετε ἄλλα θέματα διὰ νʼ ἀσχοληθῆτε; Θὰ μᾶς εἴπουν οἱ πολλοί. Μοναστήρια! Δυστυχῶς, καὶ μόνον ἡ λέξις προκαλεῖ τὰς εἰρωνείας, τοὺς χλευασμοὺς καὶ τοὺς μυκτηρισμοὺς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν ἔχει νὰ διηγηθῆ καὶ ἕν εὐτράπελον ἀνέκδοτον ἐξ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα εἰς βάρος τῆς μoναχικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας κατασκευάζει ἡ νοσηρὰ φαντασία τῶν πολεμίων(*) τοῦ μοναχισμοῦ. Οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι, ὡς μυῖαι ἀκάθαρτοι, δὲν ἐλκύονται ἀπὸ τὰ ἄνθη, ἀλλὰ μετὰ μανίας ἀναζητοῦν πληγάς˙ διότι ἀρέσκωνται νὰ ὀσφραίνωνται τὴν δυσοσμίαν καὶ νʼ ἀνασκαλεύουν τὸ πύον. Διὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ ὁ πλέον ἰδεώδης μοναχὸς θʼ ἀποτελέση ἀντικείμενον δυσμενοῦς κριτικῆς, ἥτις κρίνει τὴν ἥλιον ἐκ τῶν κηλίδων αὐτοῦ, παραβλέπουσα τὸ ἄπλετον φῶς τοῦ ἄστρου τῆς ἡμέρας. Εἰς τὸν εἰκοστὸν αἰῶνα, τὸν αἰῶνα τοῦ διαστήματος, κατὰ τὸν ὁποῖον οἱ ἀστροναῦται ἱπτάμενοι δὲν συνήντησαν πτερὰ ἀγγέλων, δὲν πρέπει, λέγουν, νὰ ὑπάρχουν μοναστήρια. Εὑρίσκονται ἐκτὸς τοῦ ῥυθμοῦ τῆς συγχρόνου ζωῆς. Εἰς τὴν θέσιν τῶν μοναστηρίων πρέπει νὰ κτισθοῦν τουριστικὰ κέντρα, διὰ νὰ κάμνουν ἐκεῖ τὰς ἐκδρομάς των κατὰ τὰς Κυριακὰς τὰ μέλη τῶν φυσιολατρικῶν συλλόγων καὶ νὰ προσφέρουν τὴν λατρείαν των εἰς τὸν θεὸν Πᾶνα, νὰ λατρεύουν τὴν κτίσιν ἀντὶ τοῦ Κτίσαντος! Καὶ ἤδη ἤρχισεν ἡ ἀνέγερσις τουριστικῶν κέντρων εἰς κορυφὰς ὀρέων, τὰς ὁποίας ἄλλοτε ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶχεν ἀφιερώσει εἰς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους. Μοναὶ καὶ ἐξωκκλήσια ἐστόλιζον ἄλλοτε τὰς κορυφὰς μαγευτικῶν τοπίων τῆς Ἑλλάδος, στῆλαι διαλαλοῦσαι τὴν εὐλάβειαν τῶν Ἑλλήνων. Νέα θεότης, ὁ Τουρισμός, ἐξαπλώνει τὴν κυριαρχίαν του καὶ τὰ πάντα θέλει νὰ μεταβάλλη εἰς ναοὺς καὶ ναΰδρια τῆς σαρκολατρίας τοῦ αἰῶνος μας. Τὰ πάντα διὰ τὸ σῶμα, διὰ τὰς ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις τοῦ σαρκίου. Διὰ τὸ πνεῦμα οὐδεμία θέσις. Πανταχόθεν τοῦτο ἐκτοπίζεται. Ἐπιστρέφομεν εἰς εἰδωλολατρίαν. Ἐντὸς ὀλίγου δὲν θὰ ἀκούεται πλέον ὁ γλυκὺς ἤχος τῆς καμπάνας τῶν ἐξωκκλησίων μας, ποὺ αὐτὸς καὶ μόνος ἔφθανε διὰ νὰ ὑπενθυμίζη εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλα καθήκοντα, ὑψηλότερα, καὶ ὅτι ἄλλος κόσμος μᾶς ἀναμένει, τοῦ ὁποίου ὁ παρὼν κόσμος εἶνε μία σκιά. Ἀλλὰ καὶ αὐταὶ ἀκόμη αἱ ὑπομνήσεις τῆς αἰωνιότητος ἐνοχλοῦν τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους, καὶ πρέπει καὶ αὐταὶ νὰ σβήσουν. Οὔτε κρούσεις κωδώνων, οὔτε ψαλμωδίαι, οὔτε θυμιάματα, οὔτε ῥάσα μοναχοῦ
ἔστω καὶ ἅπαξ τοῦ ἔτους πρέπει νὰ ἐμφανίζωνται ἐκεῖ εἰς τὰ ὕψη, ὅπου ἄλλοτε καθʼ ἑκάστην ἡμέραν ἀνεπέμποντο δεήσεις ὑπὸ πλήθους εὐλαβῶν προσκυνητῶν. Αὐτὰ ὅλα πρέπει τώρα νὰ ἐκλείψουν, κατὰ τὴν άντίληψιν τῶν προοδευτικῶν τοῦ αἰῶνός μας. Ὅ,τι δὲ τυχὸν ἔχει ἀρχαιολογικὴν ἀξίαν, ὡς περγαμηναί, ἀρχαῖα βιβλία, εἰκόνες, ξυλόγλυπτα, ἱερὰ κειμήλια, πρέπει νὰ περισυλλεγοῦν καὶ νὰ φυλάσσωνται εἰς κάποιον κελλίον τῆς μονῆς, ἵνα ἐπιδεικνύωνται εἰς τοὺς τουρίστας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ τσιγάρον εἰς τὸ στόμα καὶ μὲ ἄσεμνον ἐνδυμασίαν πλησιάζουν καὶ περιεργάζονται τὰ ἔξοχα αὐτὰ δείγματα τῆς εὐσεβείας τοῦ Γένους μας. Ἔτσι, ὡς μουσεῖον ἀρχαιολογικόν, θέλουν νὰ βλέπουν οἱ κύριοι αὐτοὶ τὴν Ἐκκλησίαν μας. Τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ κλείση καὶ τὸ τελευταῖον μοναστήρι καὶ οἱ μοναχοὶ καὶ αἱ μοναχαὶ θὰ ἐκδιωχθοῦν, ὅλος ὁ λαὸς θὰ πανηγυρίση, ἔγραφε προ καιροῦ ἄθλιος δημοσιογραφίσκος. Ἀλλὰ τὸ ὀρθὸν θὰ ἦτο, ἐὰν ἔγραφεν, ὅτι τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐπανηγύριζεν ὁ Διάβολος. Διότι αὐτοῦ φωνὴ εἶνε τὰ ἐναντίον τοῦ μοναχικοῦ θεσμοῦ λεγόμενα καὶ γραφόμενα. Διότι αὐτὸς ἐπὶ αἰῶνας δὲν ἔπαυσε νὰ κραυγάζη: Νὰ κλείσουν τὰ μοναστήρια! Καὶ νʼ ἀνοίξουν τί;
(*) Καθαρῶς ἀποκύημα τῆς πλέον ἐκφύλου διανοίας εἶνε ὁ ἐσχάτως ἐν Ἀμερικῆ ἐκδοθεὶς τόμος ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἕνας μῆνας μὲ τοὺς καλογέρους» τῆς Γαλλίδος δημοσιογράφου Μαρὶ Σουαζύ. Διὰ τοῦ βιβλίου τούτου κατασυκοφαντεῖται καὶ διασύρεται τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἐν λόγω δημοσιογράφος δὲν ἐπάτησέ ποτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὀρθῶς παρατηρεῖ σοβαρὰ ἐφημερὶς τῶν Ἀθηνῶν, ὅτι οἱ ἐν Ἀμερικῆ ὁμογενεῖς πρέπει νὰ ὑποβάλουν μήνυσιν εἰς τὰ Ἀμερικανικὰ δικαστήρια, ὅπου ὁ νόμος προκειμένου περὶ τοιούτων λιβελλογραφημάτων δὲν ἀστειεύεται.
Μία ἱστορικὴ ἀναδρομὴ
Ἀλλὰ διατὶ τόσον μῖσος κατὰ τῶν μοναστηρίων; Τί κακὸν μᾶς ἔχουν προξενήσει; Ἐὰν ἀνοίξωμεν τὴν ἱστορίαν τῆς Πατρίδος μας, θὰ ἴδωμεν, ὅτι τὰ μοναστήρια, κατὰ τοὺς φοβεροὺς αἰῶνας τῆς Τουρκοκρατίας, προσέφεραν ὑψίστας ὑπηρεσίας. Ἐκεῖ κατέφευγον οἱ καταδιωκόμενοι. Ἐκεῖ ἐδιδάσκοντο τὰ γράμματα οἱ Ἑλληνόπαιδες. Ἐκεῖ κατηρτίζοντο οἱ μέλλοντες ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς. Ἐκεῖ ἐτονώνετο ἡ πίστις καὶ ἀνεπτερώνοντο αἱ ἐλπίδες τῶν ὑποδούλων διὰ μίαν καλυτέραν αὔριον. Ὅταν δὲ ἐξερράγη ἡ ἐπανάστασις τοῦ Εἰκοσιένα, ἐκεῖ ἔλαβον χώραν αἱ σπουδαιότεραι συνεδριάσεις τῶν ἀγωνιστῶν, ἐκεῖ ὑψώθησαν τὰ λάβαρα καὶ ἀπʼ ἐκεῖ ἐξεκίνησεν ἡ φάλαγξ τῶν ἡρώων, οἵτινες διὰ τῆς πίστεώς των «παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων». Ἀληθεῖς προμαχῶνες ἀνεδείχθησαν τὰ μοναστήρια. 6000 κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ ἔπεσον ἀγωνιζόμενοι ὑπὲρ τῆς Πατρίδος. Δὲν εἶνε ὑπερβολὴ νὰ εἴπωμεν, ὅτι ἄν δὲν ὑπῆρχον τὰ πολυάριθμα ἐκεῖνα μοναστήρια, Ἑλλὰς σήμερον δὲν θὰ ὑπῆρχε, καὶ οἱ δημοσιογράφοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διέρχονται τὴν ζωήν των εὐτραπελοῦντες εἰς βάρος τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς θὰ ἐφόρουν φέσι, θὰ προσεκύνουν τὸν Ἀλλάχ, καὶ θὰ ὡμίλουν τὴν γλῶσσαν τῶν μογγόλων. Ὁποίους ὄφεις ἐθέρμανεν εἰς τοὺς κόλπους αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ!
Μετὰ τὴν ἐπανάστασιν ἰδιαιτέρα προσοχὴ θὰ ἔπρεπε νὰ δοθῆ εἰς τὰ μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ἐπρωτοστάτησαν εἰς τὸν ἐθνικὸν ἀγῶνα. Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ μοναστήρια ἐδιώχθησαν ὅσον οὑδέποτε ἄλλοτε. Οἱ Τοῦρκοι τὰ ηὐλαβοῦντο, οἱ Ἕλληνες τὰ κατεδίωξαν καὶ τὰ διέλυσαν.
Βασιλεὺς ἑτερόδοξος, ὁ Ὄθων, δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήση τὰς ἀνεκτιμήτους ὑπηρεσίας τῶν μοναστηρίων. Οἱ Βαυαροί, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς δεκαετηρίδας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς ἤ ἀφανοῦς ἐκυβέρνων τὴν ταλαίπωρον Ἑλλάδα, προερχόμενοι ἐκ τῆς χώρας ἐκείνης, ἐν τῆ ὁποία ὁ μεταρρυθμιστὴς Λούθηρος πολὺ μῖσος ἐνέσπειρε κατὰ τῶν μοναστηρίων καὶ ὁ λαὸς εἰς πῦρ παρέδωκε τὰ μοναστήρια διὰ τὰς ἐν αὐτοῖς γενομένας καταχρήσεις τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ξένοι, λέγομεν, αὐτοὶ τὸ κατὰ τῶν μοναστηρίων τῆς πατρίδος των μῖσος μετέφεραν καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἡ Ἑλλάς, ἔλεγον οἱ Βαυαροί, θὰ ἐσώζετο ἐὰν κατήργει τὰ μοναστήρια. Καὶ οὕτως ἤρχισεν ὁ κατὰ τῶν μοναστηρίων ἀπηνὴς διωγμός. Μοναστήρια μὲ ἱστορίαν ἔνδοξον ἐκλείσθησαν. Μοναχοὶ ἐξεδιώχθησαν. Μοναχαὶ ἐξηναγκάσθησαν νὰ ἔλθουν εἰς γάμον. Ἱερὰ σκεύη ἐξεποιήθησαν εἰς δημοπρασίας. Καὶ τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν μοναχῶν εἰς ποιμνιοστάσια μετεβλήθησαν.
Ὁ εὐσεβὴς λαὸς ἐξηγέρθη διὰ τὴν βεβήλωσιν. Ἀλλὰ τὸ κίνημά του κατεπνίγη εἰς τὸ αἷμα καὶ οἱ ἡρωικοὶ πρόμαχοι, Φλαμιᾶτος, Παπουλᾶκος καὶ οἱ μετʼ αὐτῶν συναγωνισταὶ ἐδιώχθησαν, ἐφυλακίσθησαν, ἐξωρίσθησαν. Ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν μοναστηρίων ἦτο πλέον διωγμὸς κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας οἱ μοναχοὶ ἀνεδείχθησαν ἀνέκαθεν οἱ ἡρωικότεροι πρόμαχοι. Οἱ ἐχθροὶ ἔχαιρον διὰ τὴν διάλυσιν τῶν μονῶν, διὰ τὸν ἐξευτελισμὸν καὶ διασυρμὸν τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἀχρήστου διὰ τὴν χριστιανικὴν κοινωνίαν καὶ τὸ ἔθνος. Οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ τῶν πρώτων ἠγωνίσθησαν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, ἦτο δυνατὸν νὰ φαντασθοῦν ποτε, ὅτι τὰ μοναστήριά των θὰ διελύοντο ὑπὸ τοῦ βασιλέως τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ βασιλείου, τὸ ὁποῖον αὐτοὶ διὰ τοῦ αἵματός των ἀνέστησαν;
Δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔπραξεν ὅ,τι ἔπρεπε νὰ πράξη διὰ νὰ προλάβη τὴν συμφοράν. Μετὰ τὸ αἴσιον τέλος τῆς Ἐπαναστάσεως, ἐφʼ ὅσον ἐξέλιπεν ὁ ἱστορικὸς λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ὑπόδουλος ἀφιέρωνε τοὺς ἀγροὺς του εἰς τὰ μοναστήρια, ἵνα οὗτοι χαρακτηριζόμενοι ὡς βακούφια ἐξασφαλισθοῦν ἐκ τῆς βουλιμίας τῶν Τούρκων, ἡ Ἐκκλησία ὡς μήτηρ φιλόστοργος θὰ ἔπρεπε νὰ προλάβη καὶ νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὰ τέκνα της ὅ,τι εἶχον ἐμπιστευθῆ εἰς αὐτὴν πρὸς ἐξασφάλισιν, νὰ μεριμνήση δὲ ἵνα ἕν μέρος τῆς ἀπεράντου μοναστηριακῆς περιουσίας παραμείνη ὡς κλῆρος πρὸς λιτὴν διατροφὴν τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἐφημερίων. Προβαίνουσα δὲ εἰς ἐκκαθάρισιν τῶν μοναχικῶν τάξεων ἐκ παντὸς τυχὸν ἀτάκτου στοιχείου, τὸ ὁποῖον κατὰ τοὺς ἀνωμάλους ἐκείνους καιροὺς εἶχε παρεισδύσει, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνασυγκροτήση τὴν μοναχικὴν ζωὴν ἐπὶ τῆ βάσει τῶν Κανόνων ποὺ ἐθέσπισαν οἱ ἱδρυταὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου, καὶ μάλιστα τῶν Κανόνων τοῦ Μ. Βασιλείου. Ὀλίγη τις παρουσία θὰ ἔφθανε διὰ τὴν συντήρησιν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων. Οἱ μοανχοί, οἱ ἀληθεῖς μοναχοὶ θὰ ἐκαλλιέργουν τὴν γῆν, θὰ ἔζων ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καὶ δὲν θὰ παρεῖχον ἀφορμὴν κατηγορίας καὶ φυγοπονία καὶ τρυφῆ καὶ σπατάλη καὶ σκανδαλώδει ὑποστηρίξει καὶ πλουτισμῶ τῶν συγγενῶν του. Διότι κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, «οὐ πρόφασιν ἀργίας, οὐδὲ ἀποφυγὴν πόνου τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπὸν ἡγεῖσθαι χρή, ἀλλʼ ὑπόθεσιν ἀθλήσεως καὶ πόνων περισσοτέρων καὶ ὑπομονῆς τῆς ἐν ταῖς θλίψεσιν» (Ὄροι κατὰ πλάτος λζ΄).
Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ Ἐπίσημος Ἐκκλησία ἠδράνησε καὶ ἡ πρωτοβουλία τῆς λύσεως τοῦ μοναστηριακοῦ προβλήματος, ὡς τοῦτο παρουσιάζετο μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν, περιῆλθεν εἰς χεῖρας τῶν πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ λόγους δημαγωγίας διεσκόρπισαν μεταξὺ τῶν φίλων των τὸν μοναστηριακὸν πλοῦτον. Ἐκτάσεις γαιῶν κατελήφθησαν ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, ὁ δὲ πτωχὸς λαὸς ὅπερ τοῦ ὁποίου δῆθεν ἐγένοντο αἱ ἀπαλλοτριώσεις ἐλάχιστα ἤ οὐδὲν ἔλαβεν. Πλέον ἄδικον διανομὴν γῆς ἀπὸ τὴν διανομὴν τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων δὲν εἶδεν ἡ Ἑλλάς. Ἀλλὰ καὶ τὸ τέλος τῶν μοναστηριοφάγων, οἱ ὁποῖοι διὰ πολιτικῶν μέσων ἥρπασαν καὶ τὰ κτήματα τῶν ἱερῶν μονῶν, ὑπῆρξεν ἄθλιον. Συμφοραὶ ἔπεσαν εἰς τὰς οἰκογενείας τῶν σφετεριστῶν τῆς ἱερᾶς περιουσίας, ἥτις, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, κατʼ ἄλλον τρόπον ἔπρεπε νὰ εἶχε διατεθῆ. Ἀλλὰ μήπως καὶ τῆς ὑπολειφθείσης ὀλίγης μοναστηριακῆς περιουσίας γίνεται ἡ πρέπουσα διαχείρισης;
Οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες, μὴ πιστεύοντες εἰς τὸν μοναχικὸν θεσμόν, ἐπέβαλον βέβηλον χεῖρα εἰς τὰ μοναστήρια καὶ συνήργησαν οὐκ ὀλίγον εἰς τὴν καταστροφὴν αὐτῶν (*).
(*) Ὁ ἀείμνηστος Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὅστις ζωηρῶς περιέγραψε τὸν διωγμόν, τὸν ὁποῖον ἤγειρε τότε κατὰ τῶν ἐν Ἑλλάδι μονῶν ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία, κάμνει τὴν ἐξῆς σπουδαιοτάτην παρατήρησιν˙ Ἐνῶ εἰς ὅλας τὰς μονὰς τῶν Ὀρθοδόξων, ἀνδρῶας καὶ γυναικείας, εἰσέβαλεν ὡς μονιὸς ἄγριος τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος καὶ ἐξεδίωξεν ἐκεῖθεν μοναχοὺς καὶ μοναχὰς ὀδυρομένας, πρὸ τῶν μοναστηρίων ὅμως τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἀνέκοψε τὴν ὁρμήν του. Οὐδὲν ἐκ τῶν μοναστηρίων, τὰ ὁποῖα διηύθηνεν ὁ Πᾶπας, ἐθίγη. Παρέμειναν ὅπως ἦσαν (Ἰδὲ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου «Τὰ Σωζόμενα Ἐκκλησιαστικὰ Συγγράμματα», Ἀθῆναι 1864, Τόμ Β΄, σελ. 277). Διατελοῦν, βλέπετε, τὰ μοναστήρια ταῦτα ὑπὸ τὴν ἰσχυρὰν προστασίαν τῶν πρεσβευτῶν τῶν μεγάλων δυνάμεων. Τὰ μοναστήρια ταῦτα, ἀπολαύοντα αὐτονομίας, ἐνισχύθησαν καὶ ἐγένοντο προγεφυρώματα τῆς παπικῆς προπαγάνδας ἐν Ἑλλάδι. Μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐκμαθήσεως ξένων γλωσσῶν ἵδρυσαν σχολὰς καὶ ἐν Ἀθήναις καὶ εἰς τὰς νήσους τῶν Κυκλάδων, εἰς τὰς ὁποίας γονεῖς ὀρθόδοξοι, ἀδιάφοροι διὰ τὴν πίστιν, τῶν Πατέρων των, ἀνέγραψαν τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας των μὲ θλιβερὰς συνεπείας διὰ τὴν θρησκευτικὴν συνείδησιν τῶν παιδιῶν. Τεχνηέντως μαζὶ μὲ τὰ Γαλλικὰ ἐδιδάσκετο καὶ ὁ πρὸς τὸν Πάπαν σεβασμός. Ἐλεύθερα τὰ μοναστήριά των, ἐλεύθεροι οἱ ναοί των, ἐλεύθεροι οἱ ἐπίσκοποί των καὶ οἱ ἀρχιεπίσκοποί των, ἐλεύθεραι αἱ σχολαί των, τὰ πάντα ἐλεύθερα. Καὶ μόνον ὅταν ζηλωταί τινες τῆς Ὀρθοδοξίας θελήσουν νὰ ἀναλάβουν πρωτοβουλίαν τινὰ διὰ τὴν ἀναζωογόνησιν τῆς πατρώας εὐσεβείας, τὀτε κινεῖται ὁλόκληρος ὁ κρατικὸς μηχανισμὸς καὶ διὰ τοῦ χωροφύλακος φωνάζει˙ Στόπ. Δὲν ἔχετε ἄδειαν! Ἄδειαν ὅμως ἔχουν νὰ κυκλοφοροῦν ἐν μέσαις Ἀθήναις καὶ νʼ ἀναπτύσσουν ποικίλην δραστηριότητα οἱ θανάσιμοι ἐχθροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εἶνε οἱ Οὐνῖται.
Διῶκται καὶ οἱ ἐπίσκοποι
Ἐκτὸς τῶν πολιτικῶν, διώκται τῶν μοναστηρίων ἐγένοντο καὶ οἱ ἐπίσκοποι, καὶ αὐτοὶ δυστυχῶς ἀπεδείχθησαν οἱμ χειρότεροι ἐχθροί. Διότι οἱ μὲν πολιτικοὶ ἦσαν ἐξωτερικοὶ ἐχθροί, ἐνῶ οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι ἔβαλλον ἐκ τῶν ἔνδον κατὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας. Οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ ἔκοπτον τοὺς κλάδους τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἐνῶ οἱ ἐσωτερικοὶ ἐχθροὶ ἀνέσκαπτον καὶ ἔκοπτον τὰς ρίζας αὐτοῦ. Διὸ ἦσαν καὶ χειρότεροι. Ὅσον κακὸν ἠμπορεῖ νὰ προξενήση εἰς τὸ μοναστήριον ἕνας κακὸς ἐπίσκοπος δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸ κάμουν ἑκατὸν κοσμικοί.
Σᾶς φαίνεται ἡ κρίσις μας ὑπερβολικὴ καὶ ἄδικος; Ἀλλʼ ἰδοὺ αὐτὰ τὰ πράγματα βοοῦν. Πρὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἤνθει καὶ ἤκμαζεν ὁ μοναχικὸς βίος, διότι ἐκτὸς τοῦ ἱστορικοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον ἀνεφέραμεν ἀνωτέρω, ὑπῆρχε καὶ ἕνας ἄλλος λόγος, σπουδαιότερος, λόγος πνευματικός. Τὰ μοναστήρια ἀπήλαυον ἐσωτερικῆς αὐτονομίας διοικούμενα συμφώνως πρὸς τὸ μοναχικὸν δίκαιον, τὰ πλεῖστα δʼ ἐξ αὐτῶν πρὸς ἀποφυγὴν ἀναμίξεως ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν εἰς τὰ τῆς διοικήσεως καὶ διαχειρίσεώς των εἶχον τὴν ἐξάρτησίν των ἀπʼ εὐθείας ἐκ τοῦ Πατριαρχείου, σταυροπηγιακὰ καλούμενα, διότι κατὰ τὴν θεμελίωσιν αὐτῶν ἐτίθετο σταυρὸς ἀποστελλόμενος ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου. Οὕτως ἐν μέσω τῆς φοβερᾶς ἐκείνης βαρβαρότητος καὶ ἀπολυταρχίας αἱ ἱεραὶ μοναὶ παρουσίαζον τὸ φαινόμενον μιᾶς ἐλευθέρας πολιτείας κυβερνωμένης διὰ τῶν νόμων τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας. Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τὸ καθεστὼς ἐκεῖνο ἀνετράπη. Οἱ ἐπίσκοποι τοῦ ἐλευθέρου Βασιλείου συμβληθέντες μετὰ τῆς Πολιτείας κατώρθωσαν νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν διοίκησιν καὶ διαχείρησιν τῶν μονῶν. Καὶ ἐνῶ πρότερον οἱ μοναχοί, οἱ ἀπαρτίζοντες τὴν μοναχικὴν ἀδελφότητα, κατόπιν νηστείας καὶ προσευχῆς ἐξέλεγον ἐν μυστικῆ ψηφοφορία τὸν προϊστάμενον τῆς ἀδελφότητος, τὸν ἡγούμενον τῆς μονῆς, τώρα ὁ ἐπίσκοπος ἀγνοεῖ τὴν θέλησιν τῶν μοναχῶν καὶ διορίζει ἡγούμενον τῆς ἀρεσκείας του, ἄνθρωπον τοῦ περιβάλλοντός του. Τοιοῦτοι δὲ ἡγούμενοι, μὴ προερχόμενοι ἐκ τῶν σπλάχνων τῆς ἀδελφότητος διʼ ἐλευθέρας ἐκλογῆς, δὲν εἶχον σκοπὸν νὰ ὑπηρετήσουν τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς μονῆς, ἀλλὰ νὰ εἶνε ταπεινοί, ὑπηρέται τοῦ Δεσπότη καὶ οἱ προμηθευταί των προσώπων τῆς ἐπισκοπικῆς αὐλῆς, ἄνευ τῆς εὐνοίας τῶν ὁποίων δὲν ἠδύνατο νὰ σταθοῦν εἰς τὴν θέσιν των. Ἀσύδοτος ἡ ἐξουσία, ἀνεξέλεγκτος ἡ διαχείρισις τῶν τοιούτων. Ἠξεύρετε τὶ θὰ εἴπη νὰ ὑπάρχουν μοναχοί, νὰ καλλιεργοῦν τὴν γῆν, νὰ τὴν ποτίζουν μὲ τὸν τίμιον ἱδρῶτά των, νὰ ζοῦν ἐν ἀγάπη καὶ ὁμονοία, ἀλλʼ ἐπειδὴ δὲν ἐννοοῦν νὰ ὑποταχθοῦν εἰς τὰς ἀνόμους ἐπιθυμίας τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ περιβάλλοντός του, μίαν ὡραίαν νὰ παρουσιάζεται εἰς τὴν θύραν τῆς μονῆς ἕνα τελείως ἄγνωστον πρόσωπον, ρασοφόρος καλόγηρος, νὰ κρατῆ εἰς τὰς χεῖράς του ἔγγραφον τοῦ ἐπισκόπου, διὰ τοῦ ὁποίου νὰ διορίζεται ἡγούμενος καὶ ἐπὶ τῆ βάσει τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ νʼ ἀξιοῖ ἐντὸς τῆς ἡμέρας τὴν παράδοσιν ὁλοκλήρου τῆς κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας τῆς μονῆς, εἰς περίπτωσιν δὲ δυστροπίας πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς ἀπολυταρχικῆς ταύτης διαταγῆς δύναμις Χωροφυλάκων νʼ ἀναμένη ἔξωθι ἵνα διὰ τῆς βίας ἐπιβάλη τὸν ἡγούμενον; Ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας εἶνε δυνατὸν νὰ εὐδοκιμήση μοναχικὴ ζωή; Τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα ἔχει ἀνάγκην τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας διὰ νὰ δώση τοὺς μεγαλειώδεις καρπούς του.
Ἡ ἱστορία τῶν μεταπελευθερωτικῶν χρόνων ἀναφέρει, ὅτι ἀσκητής τις ὀνόματι Παῦλος Δρίμνης εὑρῆκεν ἕνα ἔρημον μοναστήριον τρεῖς περίπου ὥρας μακρὰν τῆς Κορώνης τὴν Χρυσοκελλλαριάν. Μέσα εἰς μίαν φάραγγα ἦτο ἡ μονή, κατοικία λύκων. Μονόχειρ ὁ Δρίνης παρέλαβεν ἕνα κτίστην μαζί του, ἕνα σιδηρουργὸν καὶ ἐμόνασεν. Ἐπεσκεύασε τρία κελλία, διώρθωσεν ἕνα ἀμπελῶνα, ἐξεχέρσωσεν ἀγρούς, ἐσχημάτισεν ἕνα ποίμνιον ἀπὸ αἰγοπρόβατα, ἠγόρασεν ἕνα ζεῦγος βοῶν, κατεσκεύασε μίαν βρύσιν, ἐφύτευσε διακόσια ἐλαιόδενδρα, διήνοιξε δρόμους μέχρι τοῦ μοναστηρίου, ἠγόρασεν ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ ἐδημιούργησε βιβλιοθήκην. Ἡ ἐρημία ἔγινε παράδεισος. Τῶ ἀπηύθυνε, νομίζετε, εὖγε ὁ ἐπίσκοπος; Τοὐναντίον συνέβη. Ὁ περὶ μοναστηρίων νέος νόμος ἀπηγόρευε μίαν τοιαύτην πρωτοβουλίαν καὶ διὰ τοῦτο ὄργανα μιᾶς μικτῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας ἐνεφανίσθησαν πρὸ τῆς μονῆς, ἥρπασαν ἐν ὀνόματι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Κορβανᾶ τὰ ἐκχερσωθέντα κτήματα καὶ πίξ-λάξ ἐξεδίωξαν τὸν ἀσκητὴν διαμαρτυρόμενον (* Ἴδε καὶ Φώτου Πολίτη, Ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ ἔργον του, τόμ. 2ος Ἀθῆναι 1938, σελ. 105).
Παρακαλῶ, κρατήσατε εἰς τὴν μνήμην σας τὸ ὄνομα τοῦ μοναστηρίου, διότι θὰ μᾶς χρειασθῆ.
Αὐτὴ ἡ αὐθαίρετος διοίκησις, αὐτὸς ὁ ἀπʼ εὐθείας διορισμὸς ἡγουμένου χωρὶς κἄν νὰ λαμβάνεται ὑπʼ ὄψιν ἡ γνώμη τῶν μοναχῶν ὑπῆρξεν ὁ κυριώτερος λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἡ μοναστηριακὴ ζωὴ ἐμαράνθη καὶ τὰ μοναστήρια διελύθησαν. Λησταὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν διοίκησιν τῶν μονῶν, οἴτινες ἔθυον καὶ ἀπώλλυον ὑπὸ τὰς εὐλογίας τῶν κακῶν ἐπισκόπων. Ἱεραὶ μοναί, ἐλεύθεραι ἐσωτερικῶς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκικῆς δουλείας, ἐπὶ βασιλέων καὶ κυβερνήσεων Ὀρθοδόξου Βασιλείου ἀπώλεσαν τὴν ἐλευθερίαν των καὶ μετεβλήθησαν εἰς ἀγέλας κτηνῶν, τὰς ὁποίας ἠδύνατο νὰ ἄγη καὶ νὰ φέρη ὁ πλέον ἀσυνείδητος τῶν ἐπισκόπων χρώμενος καὶ καταχρώμενος τῆ ἐξουσία, τὴν ὁποίαν τῶ ἔδωκαν οἱ νέοι νόμοι. Ὅσαι δὲ μοναὶ κατώρθωσαν νὰ διασωθοῦν ἀπὸ τὴν ἀπολυταρχικὴν ἐξουσίαν καὶ νὰ ἐκλέγουν μόναι τὸν ἡγούμενον ἤ τὴν ἡγουμένην, αὐταὶ καὶ κατώρθωσαν νὰ νικήσουν τὰ ποικίλα ἐμπόδια καὶ νὰ ἐπιζήσουν. Εἰς τὴν αὐτονομίαν, τῆς ὁποίας ἀπολαύουν λόγω εἰδικῶν συμβάσεων διεθνῶς κατωχυρωμένων, ὀφείλουν μέχρι σήμερον διατήρησίν των αἱ ἱεραὶ μοναὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐταὶ εὑρίσκονται ἐκτὸς τοῦ περὶ μοναστηρίων νόμου τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος. Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τὶ θὰ συνέβαινεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐὰν ἔφθανε μέχρις ἐκεῖ ἡ ἀπολυταρχία τῶν ἀρχιερέων τῆς Ἑλλάδος, ἐχόντων δικαίωμα τοῦ διορίζειν ἡγουμένους καὶ διοικεῖν καὶ διαχειρίζεσθαι τὰ τῶν μονῶν; Τὸ ἀπολυταρχικὸν πνεῦμα θὰ ἔφθανε μέχρι τοιούτου σημείου ὥστε οὐδεὶς ξένος θὰ ἠδύνατο νὰ παραμείνη ἐν τῆ μονῆ ἄνευ ἐγκρίσεως τοῦ Δεσπότη. Θλιβερὸν παράδειγμα ἔχομεν τὴν ἱερὰν μονὴν Λογγοβάρδας Πάρου. Ἐναντίον αὺτῆς εἶχεν ἐξοργισθῆ σφόδρα ὁ μακαρίτης μητροπολίτης Παροναξίας Ἀμβρόσιος καὶ ἐζήτει τὴν διάλυσίν της, διότι ἡ ἱερὰ μονὴ δὲν τῶ ὑπέβαλλε καθημερινῶς δελτίον τῆς κινήσεως τῶν ξένων, διότι δύο ἐκλεκτοὶ ἐπιστήμονες τῆς Δύσεως μεταστραφέντες εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ ἐπιθυμοῦντες νὰ μονάσουν δὲν διῆλθον προηγουμένως ἐκ τῆς μητροπόλεως διὰ νὰ τὸν προσκηνύσουν. Ἠπειλεῖτο ἡ διάλυσις τῆς μονῆς, διότι δῆθεν δὲν ἀνεγνωρίζετο τὰ κυριαρχικά του δικαιώματα. Ἠναγκάσθημεν τότε νʼ ἀρθρογραφήσωμεν. Καὶ χάρις εἰς τὴν ὑποστήριξιν ἱεραρχῶν, φίλων τῆς μονῆς, διεσώθη αὕτη ἐκ βεβαίας διαλύσεως, ἡ ὁποία θὰ ἐπήρχετο, ἐὰν ὁ μητροπολίτης κατώρθωνε νὰ ἐπεμβῆ εἰς τὴν ἐσωτερικὴν διοίκησιν τῆς μονῆς διορίζων καὶ παύων τὸν ἡγούμενον, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰς ἄλλας μονὰς (Ἴδε τὸ ὑπʼ ἀριθ. 126 φύλλον τῆς «Σπίθας»).
Πρόσφατον παράδειγμα
Δὲν ἔχει παρέλθει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τῆς ἡμέρας, καθʼ ἥν εἶς τινα ἱερὰν μονὴν τῆς Πελοποννήσου κατέφθασαν πέντε νεάνιδες ζητοῦσαι ἐν αὐτῆ πνευματικὸν καταφύγιον. Ἡ τὴν διοίκησιν τῆς μονῆς ἔχουσα εὐλαβὴς μοναχὴ ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ ἐδέχθη μετὰ στοργῆς τὰς ψυχὰς αὐτὰς συμφώνως πρὸς τὸ παράδειγμα καὶ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου εἰπόντος˙ «τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω» (Ἰωάν. 6, 37). Αἱ νεάνιδες δὲν εὕρισκον λόγους νὰ ἐκφράσουν τὴν χαράν των. Εὖρον τὴν φωλεάν των. Μαζὶ μὲ τὴν εὐλαβὴ προϊσταμένην καὶ εἴ τινα ἄλλην φιλόθεον ψυχὴν θʼ ἀπετέλουν μοναχικὴν ἀδελφότητα. Ἀλλὰ δυστυχῶς, παρὰ τὸν σφοδρόν των πόθον, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ παραμείνουν εἰς τὴν μονήν. Ποῖος τὰς ἐξεδίωξε; Ὁ μητροπολίτης! Ναί, ὁ μητροπολίτης. Πῶς; Μὲ τὸ δικαιολογητικὸν ὅτι διὰ τὴν παραμονήν των εἰς τὴν μονὴν δὲν εἶχον λάβει τὴν ἄδειάν του!! Αὕτη ἀσφαλῶς θὰ ἠδύνατο νὰ δοθῆ καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, συνοδευομένη μάλιστα μετὰ ἐγκωμίων πρὸς τὴν φιλοστόργος ὑποδεξαμένην αὐτὰς μοναχήν. Ἀλλὰ καὶ αὕτη ἐκλήθη εἰς ἀπολογίαν, ὡς νὰ εἶχε διαπράξει ἔγκλημα. Φαντασθῆτε λιμενάρχην νὰ ἐπιπλήττη καὶ νὰ καλῆ εἰς ἀπολογίαν ναύτην, διότι οὗτος χωρὶς νὰ ζητήση τὴν ἄδειάν του, ἔσπευσε καὶ ἔσωσεν ἐκ τῆς θαλάσσης κινδυνεύοντα ἄνθρωπον! Λιμένες ἐν τῶ κόσμω διὰ τὰς καταπονουμένας καὶ καταποντουμένας ψυχὰς δὲν εἶνε καὶ τὰ ἱερὰ μοναστήρια;
Θέλετε τώρα νὰ μάθετε τὸ ὄνομα τῆς μονῆς, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξεδιώχθησαν αἱ πέντε νεάνιδες; Εἶνε ἡ ἱερᾶ μονῆ τῆς Χρυσοκελλαριᾶς Κορώνης. Εἶνε ἡ ἴδια μονή, ἐκ τῆς ὁποίας, ὡς εἴδομεν ἀνωτέρω, εἶχεν ἐκδιωχθῆ ὁ εὐλαβὴς ἀσκητὴς Παῦλος Δρίνης. Μετὰ ἕκατὸν δέκα περίπου ἔτη ἡ ἴδια συμπεριφορὰ ἐπεδείχθη ἐκ μέρους ἐκκλησιαστικῶν καὶ κρατικῶν ἀρχῶν πρὸς ἄτομα ποθοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Τὸ ἴδιον δρᾶμα ἐπαίχθη εἰς τὴν μονὴν Χρυσοκελλαριᾶς μὲ διαφορετικοὺς «ὑποκριτάς», μὲ διαφορετικὰ δηλαδὴ πρόσωπα, ποὺ ὑπεδύθησαν ἀπαραλλάκτως τὸν ρόλον των. Ἡ ἰδία νοοτροπία καὶ τότε καὶ τώρα. Εἰς τὸ πρόσφατον αὐτὸ παράδειγμα κυρίως ὑπεύθυνος εἶνε ὁ μητροπολίτης. Οὗτος, παρʼ ὅλην τὴν πίεσιν ποὺ τυχὸν ἐξήσκησαν ἐπʼ αὐτὸν στενοὶ συγγενεῖς τῶν νεανίδων καὶ κοσμικοὶ κύκλοι, πολέμιοι τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνθυμηθῆ τίνος εἶνε στρατιώτης, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρθῆ εἰς τὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς του, νὰ λάβη σθεναρὰν στάσιν καὶ νὰ εἴπη τὰ ἐξῆς:
«Κύριοι! Αἱ νενάνιδες, αἱ ὁποῖαι προσῆλθον εἰς τὴν μονὴν εἶνε ἐνήλικες. Καὶ ὡς Ἑλληνίδες ἀπολαῦουσαι καὶ αὐταὶ τῶν ευεργετικῶν διατάξεων τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος καὶ τῶν νόμων τῶν Κράτους εἶνε ἐλεύθεραι νὰ ἐκλέξουν τρόπον ζωῆς. Ἤδη, πρὸς τιμήν των, ἐξέλεξαν τρόπον ζωῆς, τὸν ὁποῖον θαυμάζει καὶ γεραίρει ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, τιμῶσα τὴν μνήμην ὀσίων γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι σώματι καὶ ψυχῆ ἀφοσιώθησαν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Κυρίου. Αὐταὶ αἱ πέντε νεάνιδες ἐπιθυμοῦν νὰ συνεχίσουν τὸ παράδειγμα ἐκείνων. Πῶς νὰ τὰς ἐκδιώξω; Διὰ νὰ τὰς ἐκδιώξω πρέπει προηγουμένως νὰ ξεκρεμάσω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσιον καὶ νὰ καύσω τὰς εἰκόνας τῶν ὁσίων γυναικῶν, τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, τῆς ἁγίας Κυριακῆς, τῆς ἁγίας Παρασκευῆς καὶ τόσων ἄλλων, αἱ ὁποῖαι προβάλλονται ὡς ἀξιοθαύμαστα παραδείγματα ζωῆς φανερωμένης ἀπολύτως εἰς τὸν Θεόν. Ζῶσαι εἰκόνες τῶν ἀρετῶν ἐκείνων ἐν τῆ συγχρόνω ἐποχῆ θέλουν νὰ γίνουν καὶ αἱ πέντε αὐταὶ νεάνιδες. Ὅσοι προσπαθεῖτε νὰ ἐκριζώσετε βιαίως τὴν ἁγίαν των ἐπιθυμίαν ἔρχεσθε εἰς σύγκρπυσιν μὲ τὴν συνείδησίν των, μὲ τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, μὲ αὐτὸν τὸν Θεόν. Κινδυνεύετε νὰ γίνετε ἀντίχριστοι καὶ θεομάχοι, μιμηταὶ τοῦ ἀθλίου ἐκείνου πατρὸς τῆς ἁγίας Βαρβάρας, ὅστις διὰ τῶν ἰδίων χειρῶν του ἤθελε νὰ κατασφάξὴ τὴν κόρην του. Ἐγὼ εὑρίσκομαι ἐδῶ διὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸ δικαίωμα τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας των. Σᾶς παρακαλῶ, ἀπομακρυνθῆτε πάραυτα ἐκ τῆς μονῆς καὶ παύσατε νὰ ἀπειλῆτε. Διότι ἄλλως θὰ καλέσω τὸν εἰσαγγελέα καὶ θὰ καταστήσω αὐτὸν ὑπεύθυνον διὰ πᾶσαν ἐκδήλωσίν σας στρεφομένην κατὰ τῆς ἐλευθερίας των καὶ τοῦ ἀσύλου τῆς μονῆς, ὅπερ εἶνε ἱερώτερον τοῦ οἰκογενειακοῦ ἀσύλου…».
Ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ ὁμιλήση ὁ Σεβ. Τοποτηρητὴς τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Μεσσηνίας. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ὡμίλησε μὲ τὴν γλῶσσαν μὲ τὴν ὁποίαν ὡμίλουν πρὸς τοὺς διώκτας τοῦ Μοναχισμοῦ οἱ ἀθάνατοι τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες. Ἀλλὰ προφασισθεὶς ἔλλειψιν ἀδείας διὰ τὴν ἐγκαταβίωσιν εἰς μονὴν διέταξε τὴν ἐκδίωξιν τῶν πέντε νεανίδων. Οὕτω δὲ ἐνεργήσας ἐλύπησε σφόδρα τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Μεσσηνίας καὶ ἔκαμεν τὸν διάβολον νὰ καγχάση διὰ τὸ κατόρθωμά του. Οἱ πολέμιοι τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἐχειροκρότησαν τὴν ἐνέργειάν του ὡς ἐνέργειαν ἐπισκόπου προοδευτικοῦ, ἐμπνεομένου ἀπὸ ἀνωτέραν ἀντίληψιν καθήκοντος! Ἀλλʼ ὅσοι ἐν τῶ αἰῶνι τούτω ἐξακολουθοῦμεν νὰ ζῶμεν μὲ τὰς «καθυστερημένας ἰδέας» καὶ τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου τούτου νὰ θεωρῶμεν ὡς κακὴν σύστασιν, ὡς ὕποπτον σημεῖον ἐμφαῖνον συμβιβασμὸν καὶ φιλίαν μετὰ τοῦ κόσμου, ὅσοι τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ κόσμου θεωροῦμεν τιμὴν καὶ δόξαν, ὑποβάλλομεν εὐλαβῶς τὰ συλλυπητήριά μας τῆ Ἱ. Μητροπόλει Μεσσηνίας, εἰς τὴν ὁποίαν δυστυχῶς δὲν εὑρέθη οὔτε ἕνας ἐκ τῶν ἀξιωματούχων αὐτῆς διὰ νὰ προβάλη κραταιὰν ἀντίστασιν κατὰ τοῦ ἀντιθέου φρονήματος, ποὺ ζητεῖ δίκην ὁρμητικοῦ χειμάρρου νὰ παρασύρη καὶ νὰ κρημνίση ὅλα τὰ ὀχυρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλοίμονον ἐὰν ἐν τῆ ἐξασκήσει τῶν ἱερατικῶν καὶ ἐπισκοπικῶν καθηκόντων τρέμωμεν τὰ εἰρωνικὰ μειδιάματα τοῦ κόσμου τούτου(*).
(*) Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν παρόμοιον γεγονὸς συνέβη εἰς Μητρόπολιν τῆς Βορείου Ἑλλάδος. Νεάνιδες ἀγροτικῆς περιοχῆς κατέφυγον εἰς ἱερὰν Μονήν. Ἐπὶ τῆ εἰδήσει τὸ πᾶν ἀνεστατώθη. Δημοσιογράφοι Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης ἐδημοσίευσαν σφόδρα ἄρθρα, διὰ τῶν ὁποίων ἐζητεῖτο ἡ βιαία ἔξοδος τῶν νεανίδων ἐκ τῆς μονῆς καὶ ἡ τιμωρία τῶν ἐνόχων. Οἱ δὲ γονεῖς τῶν ἐκλεκτῶν ἐκείνων νεανίδων, ἐν τῆ μανία των νʼ ἀποσπάσουν τὰς θυγατέρας των ἐκ τῶν κόλπων τῆς μοναχικῆς ζωῆς, συμβουλευθέντες δικηγόρους ἐμήνυσαν… τὰς θυγατέρας των ἐπὶ… κλοπῆ! Καὶ τότε δυστυχῶς ἡ Ἐπίσημος Ἐκκλησία δὲν ὤρθωσε τὸ ἀνάστημά της ὑπερασπίζουσα τὰ δίκαια τῆς Ἑλληνίδος κόρης. Ὀρθῶς ὑπὸ ὀρθοδόξου στοχαστοῦ ἐγγράφη˙ «Διατὶ ἡ Ἐκκλησία, ἥτις διερμηνεύει καὶ προστατεύει τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, δὲν διεκδικεῖ διʼ ἑαυτὴν τὰς ἀνηκούσας τῶ Θεῶ παρθένους δεδομένου ὅτι κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, δύναμιν ἀφιερώσεως τῶ Θεῶ κέκτηται καὶ μόνη ἡ κατὰ νοῦν ὑπόσχεσις; Καὶ ὁ μὲν «κόσμος» ἐπειδὴ «ἐν τῶ πονηρῶ κεῖται», φυσικὸν εἶνε νὰ θορυβῆ. Ἀλλʼ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶνε «κόσμος», καὶ ὀφείλει, ὡς κηδεμονεύουσα τῶν ψυχῶν τῶν τέκνων της καὶ περὶ τῶν ἐξ ἀστοργίας ταπεινωθεισῶν παρθένων νὰ μεριμνήση, καὶ τοὺς ἀγνοοῦντας τὰ δικαιώματα νὰ διδάξη, καὶ τοὺς ἀτάκτους καταλλήλως νὰ παιδαγωγήση». (Ἴδε Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἀθωνικά Ἄ, Ἀθῆναι 1962, σελ. 267).
Ἐν Χρυσοκελλαριᾶ Κορώνης Μεσσηνίας διεπράχθη ἔγκλημα, ἐχύθη αἷμα, σφαγιάσθη διὰ χειρὸς ἐπισκόπου τὸ δίκαιον τῆς ἐλευθερίας τῆς Ἑλληνίδος, ἥτις ὡς ἀνδράποδον παρεδόθη εἰς τὴν διάθεσιν συγγενῶν, τοὺς ὁποίους ἕνας ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐὰν ἔζη σήμερον, θʼ ἀπεκάλει ἀπίστους καὶ ἀθέους καὶ θʼ ἀφώριζεν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ φοβούμεθα μήπως οὕτω γράφοντες ἡμεῖς μὲν κληθῶμεν εἰς ἀπολογίαν, ὁ δὲ ἅγιος Τοποτηρητὴς ἐπαινεθῆ ἐκ νέου, τὴν φορὰν δὲ αὐτὴν ἐπισήμως.
Διαμαρτυρία Ἱ. Χρυσοστόμου
Ἐπειδὴ ἀνωτέρω ἀνεμνήσθημεν τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἄς ἀκουσθῆ ἀπὸ τῶν στηλῶν τούτων ἡ φωνὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας. Οὗτος, χωρὶς νὰ ὑποτιμᾶ τὴν ἀξίαν τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ἐξῆρε τὸ παρθενικὸν ἰδεῶδες καὶ ὑπῆρξεν ἐκ τῶν θερμοτέρων ἐγκωμιαστῶν τοῦ μοναχισμοῦ. Πλὴν τῶν ἐπαίνων, ποὺ εἶνε ἐγκατεσπαρμένοι εἰς διαφόρους ὁμιλίας καὶ λόγους, ἔχει γράψει ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου εἰδικὰς πραγματείας, ἀπευθυνομένας πρὸς πιστὸν καὶ ἄπιστον πατέρα (λόγοι 3), ἐπίσης δὲ καὶ πραγματείαν, ἐν τῆ ὁποία κάμνει σύγκρισιν βασιλικῆς δυναστείας καὶ πλούτου καὶ ὑπεροχῆς πρὸς τὸν μοναχὸν συζῶντα τῆ ἀληθεστάτη καὶ κατὰ Χριστὸν φιλοσοφία (Ἰδὲ Ε. . Μ. 47, 320-392).
Εἰς πρῶτον λόγον ἐκφράζεται ὅλη ἡ ἀγανάκτησις τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπιτίθενται ὄχι μόνον κατὰ τῶν ἐπιθυμούντων νὰ ζήσουν τὴν μοναχικὴν ζωήν, ἀλλὰ καὶ κατʼ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὑποπτεύονται, ὅτι διεγείρουν εἰς τὰς ψυχὰς τοιαύτην ἐπιθυμίαν. Οἱ μισοῦντες τὴν μοναχικὴν ζωὴν ὡς ἄγρια θηρία κατεδίωκον εἰς τὰ ὅρη τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ μονάσουν καὶ διὰ ροπάλων ἐξεδίωκον αὐτοὺς ἐκ τῶν μοναχικῶν φωλεῶν των καὶ κατεκρήμνιζον τὰ καταφύγιά των καὶ ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς ἀνιέρου ἐκστρατείας των ἐκαυχῶντο διὰ τοὺς ἄθλους των. Ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἀπορεῖ, πῶς εἰς τὰς καρδίας τῶν λεγομένων τούτων χριστιανῶν κατώρθωσεν ὁ Σατανᾶς νὰ σπείρη τόσον μῖσος, ποὺ τοὺς ἐξώθει νὰ ἐνεργοῦν ὅπως ἐνήργουν οἱ σκληρότεροι ἐκ τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ πολέμιοι αὐτοὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, λέγει ὁ ἱερὸς Πατήρ, μιμοῦνται τὸν Νέρωνα. Διότι, ὡς περὶ αὐτοῦ λέγεται, ἀφορμὴ τοῦ ἀγρίου μίσους ποὺ ἠσθάνετο κατὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦτο τὸ ὅτι ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος διὰ τῶν κηρυγμάτων του ἀπέσπασεν ἐκ τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας μίαν παλλακίδα τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἔπεισεν αὐτὴν νὰ ζήση τοῦ λοιποὺ ἐν σωφροσύνη. Αὐτὸν τὸν Νέρωνα μιμοῦνται καὶ οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μισοῦν τοὺς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν κηρυγμάτων των ἐμπνέουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς μίαν ἀνωτέραν ζωήν. Καὶ ἐνῶ ἔχουν καρδίαν Νέρωνος, καυχῶνται – ὤ τῆς ὑποκρισίας των! – ὅτι εἶνε χριστιανοί. Ὅταν ἀκούω τοὺς λόγους καὶ βλέπω τὰ ἔργα τῶν τοιούτων, λέγει ὁ ἱερὸς Πατήρ, νέφος ἀθυμίας καταλαμβάνει τὴν ψυχήν μου καὶ θὰ ηὐχόμην νὰ μὲ ἄρη ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ κόσμου διὰ νὰ μὴ βλέπω καὶ ἀκούω ὅσα λέγουν καὶ πράττουν ὄχι πλέον εἰδωλολάτραι ἀλλὰ χριστιανοί.
Ὑπέροχος εἶνε καὶ ἡ ὁμιλία ἐν τῆ ὁποῖα, ὡς εἴπομεν, συγκρίνει βασιλέα καὶ μοναχόν. Ἐάν, λέγει, βασιλεὺς ἀξίζη νὰ λέγεται ἐκεῖνος, ὅστις νικᾶ τὸν διεφθαρμένον ἑαυτόν του καὶ βασιλεύει τῶν παθῶν, τότε ὁ μοναχὸς εἶνε ἀληθὴς βασιλεύς. Ὁ δὲ κοσμικὸς βασιλεύς, ὁ ὑπὸ κακιῶν καὶ παθῶν κυριαρχούμενος, εὶνε δυστυχὴς δούλος. Ὁποίαν δὲ ὑπηρεσίαν δύναται νὰ προσφέρη εἰς τὴν ἀνθρωπότητα ἕνας ΑΛΗΘΗΣ μοναχός, ἀρκεῖ νʼ ἀποδείξη τὸ παράδειγμα Ἡλιοὺ τοῦ Θεσβίτου, τοῦ πυρίνου προφήτου, ὅστις μονάζων εἰς τὸ Καρμήλιον ὄρος κατώρθωσε διὰ τῶν προσευχῶν του νʼ ἀνοίξη τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ λύση τὴν φοβερὰν ἀνομβρίαν 3½ ἐτῶν. Τίς βασιλεὺς καὶ δυνάστης καὶ φιλοσοφος ἠδύνατο νὰ κατωρθώση τοῦτο; Πόσον, λοιπόν, εὐεργετεῖ τὸν κόσμον ἕνας ἀληθὴς μοναχός!
Αἱ ῥίζαι τοῦ μοναχισμοῦ
Δὲν εἴμεθα ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι φρονοῦμεν, ὅτι ἡ ζωὴ εἰς τὰ μοναστήρια σήμερον εἶνε ἰδεώδης, ὡς ταύτην διεζωγράφησαν εἰς τὰ ἀσκητικὰ ἔργα των οἱ θεμελιωταὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Δὲν ἀμβλυωποῦμεν ποσῶς πρὸς τὰς ἐλλείψεις καὶ τὰ τρωτά, καὶ πρὸς τὰ σκάνδαλα, ἐὰν θέλετε, τῶν ὁποίων θλιβεροὶ ἥρωες ἀναδεικνύονται ἑκάστοτε ἀνάξιοι τῆς κήσεώς των μοναχοὶ καὶ μοναχαί. Ἀλλʼ ἄλλο τὸ κρίνειν καὶ καταδικάζει τὰ τρωτὰ μοναχῶν καὶ ἄλλο τὸ ζητεῖν τὴν ἐκρίζωσιν τοῦ Μοναχισμοῦ, ἑνὸς θεσμοῦ αἰωνοβίου, μὲ ρίζας βαθυτάτας ἐντὸς τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καὶ μὲ καρποὺς πλουσίους διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ Ἔθνος. Διατὶ λοιπὸν τόσον μῖσος, τόσος ἀφρὸς κακίας καὶ λύσσης κατὰ παντός, ὅπερ ὑπενθυμίζει τὴν παρθενικὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν;
«Ἄχ! Αὐτοὶ οἱ ἱεροκήρυκες καὶ οἱ κατηχηταὶ καὶ κατηχήτριαι, λέγουν καὶ γράφουν οἱ κοσμικοί. Ἐὰν αὐτοὶ ἔλειπον, θὰ ἔκλεινον τὰ μοναστήρια. Αὐτοὶ εἶνε οἱ στρατολόγοι τῶν μοναχῶν…».
Ὄχι κύριοι! Δὲν εἶνε αὐτοί. Ὁ στρατολόγος, ποὺ ἀποστέλλει σήμερον ὀλίγους καὶ αὔριον θʼ ἀποστείλη περισσοτέρους, εἶνε κάποιος ἄλλος. Εἶνε ὁ σύγχρονος κόσμος. Ἀπορεῖτε; Ἀλλὰ σκεφθῆτε ἐπʼ ὀλίγον. Αὐτοὶ καὶ αὐταὶ ποὺ καταφεύγουν στὰ μοναστήρια δὲν κατῆλθον ἀπὸ τὸν Ἄρην. Διῆλθον τὴν παιδικήν, ἐφηβικὴν καὶ μέρος τῆς νεανικῆς των ζωῆς ἐντὸς τῆς κοινωνίας. Καὶ διὰ νὰ περιορίσωμεν τὸ ἐρώτημα διὰ τὰς νεάνιδας, ποὺ καταφεύγουν εἰς τὰ μοναστήρια, σᾶς ἐρωτῶμεν: Τί εἶδον αὐταὶ καὶ τὶ ἤκουσαν κατὰ τὸ διάστημα τῆς ζωῆς των ἐντὸς τῆς συγχρόνου κοινωνίας; Εἶδον εἰς συγγενικάς των οἰκονενείας ἤ καὶ ἐντὸς τῆς οἰκογενείας των δράματα οἰκογενειακά, εἶδον πατέρας καὶ μητέρας νὰ κλαίουν διότι δὲν δύνανται, διʼ ἔλλειψιν προικός, νʼ ἀποκαταστήσουν τὰς θυγατέρας των. Εἶδον ὑποψηφίους γαμβροὺς ὡς γκάγκστερς νὰ εἰσελαύνουν εἰς τὰ σπίτια καὶ νὰ ζητοῦν νὰ ληστεύσουν τὴν οἰκογένειαν. Εἶδον… Ἤκουσαν φίλας των, αἱ ὁποῖαι ἦλθον εἰς γάμον, νὰ περιγράφουν μὲ τὰ μελανώτερα χρώματα τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν ζοῦν μὲ τοὺς ἄνδρας των, ἄνδρας ἀγροίκους, βαναύσους, μεθύσους, ἀκολάστους, βλασφήμους, χειροτέρους κτηνῶν ἐν τῆ καθόλου συμπεριφορᾶ των. Αὐταὶ αἱ φίλαι των, ποὺ ὠνειρεύοντο ἕνα βίον οἰκογενειακὸν πολὺ διαφορετικόν, αὐταὶ τώρα λέγουν εἰς τὰς φίλας των˙ «Μὴ ὑπανδρεύεσθε. Οἱ ἄνδρες σήμερον δὲν εἶνε ὅπως τοὺς φαντάζεσθε. Δὲν τηροῦν τὴν πίστιν καὶ τὴν τιμήν». Αἱ νεανίδες ποὺ ἀκούουν καὶ βλέπουν αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα ἀηδιάζουν τὴν σύγχρονον κοινωνικὴν ζωὴν καὶ καταφεύγουν εἰς τὰς ἱερὰς μονάς, ἀναζητοῦσαι βίον ἀνώτερον καὶ θελκτικώτερον. Δόκιμος χρονογράφος καὶ ἀκαδημαϊκὸς σχολιάζων τὸ γεγονὸς τῆς φυγῆς τῶν πέντε νεανίδων εἰς τὴν μονὴν Χρυσοκελλαριᾶς παρατηρεῖ, ὅτι τὸ ἔδαφος διὰ τὴν φυγὴν τὸ προπαρασκεύασεν ἡ κοινωνία. «Τί βλέπουν, ἐρωτᾶ, γύρω τους, αὐτὲς οἱ νέες, ὥστε νὰ προτιμήσουν τὸ φυσιολογικό τους προορισμό, νὰ προτιμήσουν τὸ νυφικὸ τοῦ γάμου μʼ ἕνα παλληκάρι, ἀπὸ τὸ μαῦρο ράσο τῆς νύφης τοῦ Χριστοῦ; Τὴν ἀπάτη, τὴν κωμωδία ἑνὸς ἔρωτος που ζητεῖ θυσίες, χωρὶς αὐτὸς νὰ κάνη καμμία, τὴν προικοθηρία καὶ τὴν κάθε εἴδους ἐκμετάλλευσι. Λίγη φιλοτιμία, λίγη περηφάνεια καὶ λίγην ἐντιμότητα φθάνει νἄχη ἕνα κορίτσι, γιὰ νʼ ἀπορρίψη τὴν ἀποδοχὴ τέτοιας ζωῆς. Ὅτι ἡ ἀπόδρασίς τους ἀπὸ τὸν «ἁμαρτωλὸ» κόσμο καὶ ἡ φυγὴ πρὸς τὴν μόνωσι καὶ τὴν ἄρνησι ἔχει ἀφετηρίαν ἕνα αἴσθημα μεγάλης πικρίας ἀπὸ τὴν γύρω πραγματικότητα, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀπόδειξις ἡ σκληρότης, μὲ τὴν ὁποίαν ἀντίκρυσαν τὰ δάκρυα τῶν δικῶν τους, τῶν μητέρων καὶ τῶν ἀδελφῶν τους» (Ἴδε ἐφημ. «Ἐστία» τῆς 6]4]1962).
Ἰδοὺ λοιπὸν πῶς ἐκφράζεται ἕνας σύγχρονος διανοούμενος, ὄχι φίλος τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Μὲ ὀξυδέρκειαν ἀνακαλύπτει μίαν ἀπὸ τὰς αἰτίας, αἱ ὁποῖαι ὠθοῦν τοὺς ἀνθρώπους μακρὰν τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν. Σχετικὴ εἶνε καὶ ἡ παρατήρησις τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ἐὰν ἐν τῆ κοινωνία ἐπικράτει εὐνομία, τάξις καὶ δικαιοσύνη, δὲν θὰ παρίστατο ἀνάγκη φυγῆς εἰς μοναστήρια. Διότι ἡ ζωὴ ἐν τῆ κοινωνία θὰ ἦτο βαθέως χριστιανική, ἱκανοποιοῦσα τὰς πνευματικὰς ἐφέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Σεῖς λοιπὸν μὲ τὰς ἀδικίας σας, μὲ τὰς ἁρπαγάς σας καὶ μὲ ὅλον τὸν ἀντιευαγγελικὸν τρόπον ποὺ ζῆτε καὶ ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώριον πνευματικῆς ζωῆς, σεῖς ἐξαναγκάζετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ καταφεύγουν εἰς τὴν ἔρημον, ὡς εἰς λιμένα φιλοσοφίας.
Ἀλλʼ ἐκτὸς τῆς ἀηδίας ποὺ προκαλεῖ ἡ σύγχρονος ζωὴ καὶ ἡ ὁποία ἐξωθεὶ τοὺς πολλοὺς εἰς τὴν φυγὴν ἐκ τοῦ κόσμου ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη αἰτία βαθυτέρα, ἡ ὁποία θὰ ἐξωθῆ πάντοτε πρὸς τὸν Μοναχισμὸν τοὺς ὀλίγους θερμοὺς ἐραστὰς τοῦ αἰωνίου κάλλους. Αὐτοὶ καὶ ὑπὸ τὰ πλέον εὐχάριστα σχήματα ζωῆς, ἐν τῆ κοινωνία θʼ ἀναζητοῦν τὴν περισυλλογὴν τοῦ πνεύματός των εἰς ἐρημικὰ μέρη, εἰς τὰ ὁποῖα δὲν θὰ φθάνη ὁ θόρυβος καὶ ἡ σύγχυσις τοῦ κόσμου. Διότι ἡ ρίζα τοῦ Μοναχισμοῦ εὑρίσκεται ἐν τῆ ψυχῆ τοῦ ἀνθρώπου. Διὸ καὶ ὁ ἀείμνηστος Παπαδιαμάντης, ἔχων ὑπʼ ὄψιν τὴν ἀλήθειαν ταύτην, εἰς τοὺς ζητοῦντας τὴν κατάργησιν τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἀπήντα, ὅτι δὲν ἐγεννήθη οὔτε θὰ γεννηθῆ ποτε ἄνθρωπος ποὺ θὰ καταργήση τὸν Μοναχισμόν. Πρὸς κέντρα λοιπὸν λακτίζουν οἱ μοναχομάχοι καὶ παρθενομάχοι τοῦ αἰῶνός μας.