Σελίδες

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Λίγο ΜΕΤΑ την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Λίγο ΜΕΤΑ την «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»



του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσίευση: 09 Ιουλ. 16
Λίγες μέρες πρίν τήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅπως αὐτή ἔχει χαρακτηρισθῆ τά τελευταῖα χρόνια, ἔγραψα ἕνα ἄρθρο στό ὁποῖο ἐξέθετα τίς ἀπόψεις μου γιά τήν Σύνοδο αὐτή. Κατά τόν ἴδιο τρόπο μετά τήν σύγκληση τῆς Συνόδου θά καταγράψω τίς πρῶτες παρατηρήσεις μου πού εἶναι ἀπόρροια ὄχι στοχασμῶν, ἀλλά ἰδίας ἀντιλήψεως, χωρίς νά ἐξαντλῶ τό μεγάλο αὐτό θέμα. 1. Ἡ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου τῶν Συνόδων Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» περάτωσε τίς ἐργασίες της καί παρεπέμφθη στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἱστορία της, ὅπου καί θά κριθῆ. Ἡ ἱστορία θά τῆς δώση καί τήν πραγματική της ὀνομασία, γιατί γνωρίζουμε ὅτι μερικές Σύνοδοι, ἐνῶ χαρακτηρίσθηκαν ὡς Οἰκουμενικές, ἀπορρίφθηκαν ἀπό ἄλλες μεταγενέστερες Συνόδους, καθώς ἐπίσης ἄλλες Σύνοδοι, ἐνῶ συνεκλήθησαν ὡς Τοπικές, ἀπέκτησαν οἰκουμενικό χαρακτήρα.

Αὐτό ὀφείλεται στίς ἀποφάσεις τίς ὁποῖες ἔλαβαν καί στήν ἀποδοχή τους ἤ μή ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γενικά, τίς Συνόδους τίς κρίνουν ὅσοι ἔχουν φωτισμένο νοῦ καί θεοπτική ἐμπειρία, ἐπειδή αὐτοί ἀποτελοῦν τήν ἐγρηγοροῦσα συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἔχοντες «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. β΄, 16). Μπορεῖ μερικοί νά εἰρωνεύωνται τά περί φωτισμοῦ καί θεώσεως, ἀλλά στήν πραγματικότητα αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ὅπως ἀναλύει θεόπνευστα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στό κείμενο «περί ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας» καί ἐπισημαίνουν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
 Εἶναι διαπιστωμένο ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξη βιβλικοπατερική παράδοση ὅτι οἱ αὐθεντικές προϋποθέσεις μιᾶς Συνόδου εἶναι ἡ ἡσυχαστική- νηπτική παράδοση τῶν μελῶν της καί ἡ αὐθεντική ἐμπειρική ζωή τους. Στήν πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο στά Ἱεροσόλυμα οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν τήν βεβαιότητα νά ποῦν: «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. ιε΄ , 28). Καταλάβαιναν τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι στήν λογική ἀλλά στήν καρδιά, ὅπως ἐκφράζει τήν ἐμπειρία αὐτή ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν γράφη: «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καὶ ἡσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α΄ Πέτρ. γ΄ , 4).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στίς ἐπιστολές του γράφει γιά τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ἄγονται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί αἰσθάνονται στήν καρδιά τήν κραυγή τῆς υἱοθεσίας, τούς ψαλμούς καί ὕμνους καί τίς πνευματικές ὠδές, τήν συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ρωμ. η΄ , 15-16, Γαλ. δ΄, 6. Ἐφ. γ΄, 16-19. Ἐφ. ε΄ , 18-19. Κολ. γ΄ , 16). Αὐτήν τήν ἀποστολική ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἔστω ἡ πλειοψηφία αὐτῶν, πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπως καταγράφεται στόν 1ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Στόν Κανόνα αὐτόν, ἀφοῦ ἀναφέρονται «οἱ ἅγιοι καί μακάριοι Πατέρες», τῶν ἕως τότε Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στήν συνέχεια γράφεται: «πάντων τῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ διαπρεψάντων ἀνδρῶν, οἵ γεγόνασι φωστῆρες ἐν κόσμῳ λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, τήν πίστιν κρατεῖν βεβαίαν». Ὅταν γράφεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦταν «φωστῆρες ἐν κόσμῳ», πού εἶχαν «λόγον ζωῆς», ἐννοεῖται ὅτι εἶχαν τήν φωτιστική καί θεοπτική ἐμπειρία, καί αὐτή εἶναι ἡ βεβαία πίστη τήν ὁποία πρέπει νά διαφυλάσσουμε καί νά ἐφαρμόζουμε.
Αὐτό εἶχε ὑπ' ὄψη του ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καί ἔγραφε: «Ἡ βασική προϋπόθεση ὄχι μόνον Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά καί Τοπικῶν Συνόδων εἶναι ὅτι, ἐκεῖνοι πού συνεδριάζουν σέ Τοπική Σύνοδο ἤ σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τοὐλάχιστον βρίσκονται στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Ἀλλά ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ δέν ἀρχίζει ὅταν ποῦν τήν ἐναρκτήριο προσευχή μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Δέν ἀρχίζει τότε ὁ φωτισμός. Ὁπότε ὁρισμένοι φονταμελίστ Ὀρθόδοξοι, δέν ξέρω πῶς νά τό περιγράψω, φαντάζονται τούς ἱστορικούς Ἐπισκόπους σάν τούς σημερινούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἰδέα δέν ἔχουν ἀπό δόγματα, ἀλλά ἔχουν δογματικούς δίπλα τους, δηλαδή συμβούλους οἱ ὁποῖοι αὐτοί τούς συμβουλεύουν ἐπάνω στά δόγματα». Μέ αὐτήν τήν ἔννοια κάθε Σύνοδος δέν ὑπέρκειται τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐκφράζει τήν ζωή καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἐμπειρία καί τήν θεολογία τῶν Ἁγίων καί κρίνεται ἀπό αὐτούς. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστός ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τόν κόσμον κρινοῦσι;» (Α΄ Κορ. στ΄ 2).
Διαβάζοντας τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων παρατηροῦμε παντοῦ ὅτι χρησιμοποιεῖται ἡ φράση «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς τό 1848 τόνισαν ὅτι «ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός». Καί, φυσικά, μέ τήν λέξη «λαός» δέν ἐννοεῖται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού προσπαθεῖ νά κρίνη τά πράγματα μέ τήν λογική καί μέ τήν δική του ἰδεολογική προοπτική, ἀλλά ἐκεῖνοι πού διαθέτουν νοῦ Χριστοῦ, διότι κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ὁ ὀρθόδοξος λαός εἶναι «ἡ θεωρητική τάξις» μέσα στήν Ἐκκλησία, δηλαδή οἱ θεούμενοι, οἱ ἅγιοι. Ἑπομένως, ὅπως γράφεται στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», πορευόμαστε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους διδασκαλίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα», δηλαδή συνδέονται στενά οἱ θεόπνευστες διδασκαλίες τῶν ἁγίων μέ τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας.
Παροῦσες καί ἀποῦσες Ἐκκλησίες Στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» παρευρέθηκαν Ἐπίσκοποι, Κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί σχεδόν ἀπ’ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο πού ζοῦν στήν οἰκουμένη. Ἔβλεπε κανείς Κληρικούς καί λαϊκούς πού ἐργάζονται στόν ἱεραποστολικό τομέα καί στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς ποικιλόμορφες συνθῆκες ζωῆς (Ἀμερική, Εὐρώπη, Ἀφρική, Κορέα, Ἄπω Ἀνατολή, κλπ.), οἱ ὁποῖοι κατέθεταν τήν ἐμπειρία τους ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διακονία τους. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἦταν ἕνα παράθυρο πού ἔδειχνε πῶς λειτουργεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν οἰκουμένη. Ἔχουμε τήν δυνατότητα νά δοῦμε τόν Συνοδικό τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ Μητροπολιτικό ἐπίπεδο, μέ τίς Κληρικολαϊκές Συνάξεις, καί σέ εὐρύτερο ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ὅπως στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά πρώτη φορά εἴχαμε τήν δυνατότητα νά δοῦμε τόν συνοδικό τρόπο ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ἀνώτατο δυνατό ἐπίπεδο, στήν Σύναξη τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τούς Προκαθημένους τους καί μέρος τῶν Ἱεραρχιῶν τους.
Βεβαίως, ἔλειπαν τέσσερεις ζωντανές Ἐκκλησίες, ἤτοι τά Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας καί Βουλγαρίας. Εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία νά ἔβλεπα στήν Σύνοδο αὐτή τούς ἐκπροσώπους τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας, τό ὁποῖο εἶναι βουτηγμένο στά ἅγια αἵματα τοῦ μαρτυρίου, νά δίνουν τήν δική τους μαρτυρική ἐμπειρία, γι’ αὐτό στενοχωριόμουν κάθε φορά πού γινόταν ἀρνητική ἀναφορά στό Πατριαρχεῖο αὐτό, μέ ἀφορμή τίς ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Κατάρ). Ἤθελα ἀκόμη νά εἶχα μπροστά μου τούς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας, πού ἐξῆλθαν ἀπό μεγάλο διωγμό ἑβδομήντα περίπου ἐτῶν, νά δίνουν τήν μαρτυρία τῆς πίστεώς τους. Εἶναι μιά πολυπληθής Ἐκκλησία, τήν ὁποία δέν μπορεῖ κανείς εὔκολα νά παραβλέψη, παρά τά προβλήματα πού ὑπάρχουν. Ἀκόμη, ἤθελα νά εἶχα μπροστά μου ἐκπροσώπους τῶν Πατριαρχείων Γεωργίας καί Βουλγαρίας νά ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ ποιμνίου τους.
 Λόγῳ τῶν μεταφράσεων τῶν βιβλίων μου καί στίς γλῶσσες αὐτές ἐπισκέφθηκα μεταξύ ἄλλων τά τέσσερα αὐτά Πατριαρχεῖα, εἶδα τήν ζωντανή ἐκκλησιαστική ζωή τους, ἡ ὁποία ἐπιθυμοῦσα νά ἐκφρασθῆ στήν Σύνοδο μέ ζωντανό τρόπο, ὥστε νά ἀποκτήσουμε καθολικότερη προοπτική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν γνωρίζω ἀκόμη ἐάν καί κατά πόσον θά «ἀντιδράσουν» τά ζωντανά αὐτά Πατριαρχεῖα στίς ἀποφάσεις τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Θά ἦταν πράγματι μιά δύσκολη ἐξέλιξη ἐάν οἱ Ἐκκλησίες αὐτές συναντηθοῦν σέ μιά ἄλλη Σύνοδο γιά νά κρίνουν τά ἀποτελέσματα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» καί ἔτσι νά προκληθοῦν καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά προβλήματα.
Σέ κείμενα πού ἔγραψα σέ ἀνύποπτο χρόνο, ἔχω ἐντοπίσει τό γεγονός ὅτι στόν δυτικό χῶρο, κυρίως στήν Ἀμερική, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζεται κυρίως ἀπό τούς ἑλληνοφώνους, σλαυοφώνους καί ἀραβοφώνους Χριστιανούς, ὑπάρχουν δέ καί ἄλλες γλωσσικές ὁμάδες. Αὐτό, φαίνεται πολύ ἐπίκαιρο γιατί εἶναι δυνατόν μετά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» νά φανῆ μιά διάσπαση καί διαίρεση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνάλογα μέ τίς γλωσσικές καί ἐθνικές ἐκφράσεις. Πρέπει νά καταβληθοῦν σύντονες προσπάθειες γιά νά παραμείνη ἑνωμένη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά προσφέρη στούς ἀνθρώπους τόν μεγάλο θησαυρό τῆς Πατερικῆς καί λατρευτικῆς Παραδόσεώς της.
Τά θέματα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» Ὅσοι παρακολούθησαν εἴτε μέσα ἀπό τήν Σύνοδο εἴτε ἀπό τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης –τά ὁποῖα ἔκαναν τό ἔργο τους ἐπιλεκτικά– τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου αὐτῆς, διεπίστωσαν ὅτι συζητήθηκαν ἕξι κείμενα, τά ὁποῖα εἶχαν καταρτισθῆ ἀπό τήν δεκατία τοῦ '70 καί '80 καί εἶχαν ἐπικαιροποιηθῆ ἀπό Πανορθόδοξη Ἐπιτροπή μετά τήν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη τόν Μάρτιο τοῦ 2014. Πρόκειται γιά ἕξι θέματα τά ὁποῖα ἀναφέρονταν στά βασικά ἐπίπεδα τῆς σύγχρονης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Θά μποροῦσα συγκεφαλαιώνοντας τά ἕξι αὐτά θέματα νά ἀναφερθῶ στά τέσσερα ἐπίπεδα τῆς θεματολογίας τῆς Συνόδου. Τό πρῶτο ἐπίπεδο ἀναφερόταν στήν ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν διοικητική της ὀργάνωση, ὅπως εἶναι τό θέμα τῆς χορηγήσεως «αὐτονομίας» ἀπό Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί ἡ Ὀρθόδοξη «Διασπορά» μέ τίς Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις.
 Τό δεύτερο ἐπίπεδο ἀναφερόταν στήν ποιμαντική τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί σέ αὐτό ὑπάγονται τά θέματα τῆς νηστείας καί τοῦ γάμου. Τό τρίτο ἐπίπεδο ἀναφερόταν στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό Χριστιανικό κόσμο πού βρίσκεται στήν Δύση καί τήν Ἀνατολή. Καί τό τέταρτο ἐπίπεδο ἀναφερόταν στά εὐρύτερα κοινωνικά, ἀνθρωπολογικά, οἰκολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτά τά θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν κατά βάση μέ τήν ἀρχή τῆς οἰκονομίας καί τῆς φιλανθρωπίας. Τό ἴδιο ἔγινε καί στίς ὁμιλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κατά τήν ἔναρξη, τήν λήξη καί κατά τίς δύο Πατριαρχικές θεῖες Λειτουργίες, στίς προσφωνήσεις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτό ἔγινε καί στά δύο βασικά κείμενα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἤτοι τήν Ἐγκύκλιο πού θά σταλῆ σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τό Μήνυμα πού διαβάσθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων στόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἁγίων Πέτρου καί Παύλου Χανίων.
Ἡ ἱστορική ἐκκλησιαστική συνέχεια Κατά τήν γνώμη μου ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί σημαντικότερα σημεῖα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ὅτι ἐξαφάνισε κυριολεκτικά τό «παραμύθι», πού λεγόταν τόσο καιρό πρίν τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ὅτι δῆθεν αὐτή ἡ Σύνοδος συνέρχεται μετά ἀπό 1000 - 1200 χρόνια, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο παρουσιαζόταν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρισκόταν σέ μιά νάρκη ἐπί μιά χιλιετία καί δέν ἠσχολεῖτο μέ ποιμαντικά καί θεολογικά ζητήματα. Ἐπανειλημμένως πρίν ἀπό τήν Σύνοδο τόνιζα αὐτήν τήν πραγματικότητα καί δημοσίως παρεκάλεσα τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τούς ἄλλους Προκαθημένους νά μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπό αὐτό τό «παραμύθι», τό ὁποῖο εἶχε κατασκευασθῆ πιθανόν γιά ἐπικοινωνιακούς λόγους. Κάποιος παράγοντας κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου αὐτῆς μοῦ εἶπε ὅτι «αὐτό τό εἴπαμε γιά νά προκαλέσουμε τό δημοσιογραφικό ἐνδιαφέρον»!
 Ἔτσι, χρησιμοποιήθηκε ἕνα ἐπικοινωνιακό ἐπιχείρημα σέ βάρος τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἐπανειλημμένως ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στίς ὁμιλίες του ὑπεγράμμιζε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής σύνοδος, ὅπως ἀκριβῶς σύνοδος εἶναι καί ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός καί παράγει σωτηριολογικούς καρπούς. Ἐπίσης, ὑπογραμμίσθηκε δεόντως ἡ μεγάλη ἀξία τῶν Συνόδων ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖες κατά τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συναντᾶται σέ κείμενα διαφόρων ἁγίων, Πατριαρχῶν καί ἐπιστημόνων, ἀποτελοῦν τίς Η΄ καί Θ΄ Οἰκουμενικές Συνόδους.
Στήν Ἐγκύκλιο τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» πού ἀπεστάλη στίς Ἐκκλησίες μετά τήν λήξη της ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑνότητι καί καθολικότητι αὐτῆς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἀπό τήν Ἀποστολικήν ἐν Ἱεροσολύμοις σύνοδον (Πράξ. ιε´, 5-29) ἕως τῆς σήμερον. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή καθ’ αὑτήν εἶναι Σύνοδος ὑπό τοῦ Χριστοῦ συνεστημένη καί ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθοδηγουμένη, συμφώνως πρός τό ἀποστολικόν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν » (Πράξ. ιε’, 28). Διά τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Τοπικῶν συνόδων, ἡ Ἐκκλησία εὐηγγελίσατο καί εὐαγγελίζεται τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἐφανερώθη διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό συνοδικόν ἔργον συνεχίζεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀδιακόπως διά τῶν μεταγενεστέρων, καθολικοῦ κύρους, συνόδων – ὡς λ.χ. τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) καί τῶν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διά τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δέ περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί περί τῆς μεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας.
Προσέτι δέ καί διά τῶν ἐν Κωσταντινουπόλει Ἁγίων καί Μεγάλων συνόδων τῶν ἐτῶν 1484 διά τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), τῶν ἐτῶν 1638, 1642, 1672 καί 1691 διά τήν ἀποκήρυξιν προτεσταντικῶν δοξασιῶν, ὡς καί τοῦ ἔτους 1872 διά τήν καταδίκην τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ ὡς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως».
Φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Σύνοδοι αὐτοί χαρακτηρίζονται ὡς Σύνοδοι «καθολικοῦ κύρους», πού σημαίνει οἰκουμενικοῦ κύρους, πού ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπ’ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί οἱ ὁποῖοι κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις ἀπό τίς ὁποῖες διαπνέεται ὁ δυτικός Χριστιανισμός. Θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ διαβεβαίωση εἶναι τό μεγαλύτερο θετικό ἔργο τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Ἐκκλησιολογικοί προβληματισμοί Ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κατά τήν λήξη τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἀναφέρθηκε στίς δυσκολίες πού παρουσιάσθηκαν στήν Σύνοδο, καί ὅπως χαρακτηριστικά εἶπε «δέν ἦσαν ὅλα εὔκολα, δέν ἦσαν πάντοτε ρόδινα». Ἔκανε λόγο γιά στιγμές «ὀξύτητος, ἐντάσεως, δυσκολίας, ἀπαισιοδοξίας διά τό ἀποτέλεσμα», ὅπως ἐπίσης ἀναφέρθηκε καί στήν προσευχή τῶν Συνέδρων καί πολλῶν ἄλλων. Προηγουμένως κατέγραψα μερικά θετικά σημεῖα πού παρατήρησα στήν Σύνοδο αὐτή. Ὅμως, στήν συνέχεια θά πρέπει νά σημειώσω μερικούς ἐκκλησιολογικούς προβληματισμούς μου πού προῆλθαν ὄχι μόνον ἀπό τά κείμενα πού ἐτέθησαν πρός συζήτηση, ἀλλά καί ἀπό τίς παρεμβάσεις τῶν συνέδρων καί τίς ἀπόψεις πού διατυπώθηκαν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς - Μέλη τῆς Συνόδου. α) Οἱ Προκαθήμενοι Σέ κείμενό μου πού γράφηκε πρίν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Συνόδου εἶχα σημειώσει ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς Σύνοδος τῶν Προκαθημένων. Πρόκειται γιά ἕναν νεώτερο θεσμό πού εἶναι συνέχεια τῶν συναντήσεων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πού παρατηρήθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Στήν Σύνοδο διεπίστωσα ὅτι ἐπικρατοῦσε αὐτή ἡ ἐντύπωση, ἄν καί στήν πραγματικότητα ἦταν μιά διευρυμένη Σύνοδος τῶν Προκαθημένων. Δηλαδή, παρέστησαν οἱ Προκαθήμενοι μέ ἕναν ἀριθμό Συνοδικῶν Ἀρχιερέων τῶν Ἐκκλησιῶν τους. Τόν πρῶτο λόγο εἶχαν οἱ Προκαθήμενοι, οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν νά ἀναπτύξουν τίς θέσεις τους μέ μεγαλύτερη ἐλευθερία καί ἄνεση χρόνου, ἀλλά στήν συνέχεια εἶχαν τήν δυνατότητα νά ὁμιλήσουν καί οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι μερικές φορές διαφοροποιοῦνταν καί ἀπό τούς Προκαθημένους τους, ἐνίοτε ἀσκοῦσαν καί μία ἔμμεση κριτική.
Ὁπότε, δέν ἴσχυε αὐτό πού ἰσχυρίζονταν μερικοί ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς στήν Σύνοδο αὐτή δέν θά εἶχαν λόγο καί φωνή. Ἐπειδή οἱ Προκαθήμενοι ἐξέθεταν τίς ἀπόψεις τους μέ τόν ἰδιαίτερο τρόπο ὁ καθένας, γι' αὐτό κρίνονταν ἀπό τά παρόντα μέλη. Ἔτσι, μοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νά κρίνω καί νά συγκρίνω τήν ὅλη παρουσία τῶν Προκαθημένων. Χωρίς νά τό ἐπιδιώκη κανείς ἀποτιμοῦσε τόν λόγο, τήν σιωπή, τήν συμπεριφορά, τίς ἀπόψεις καί πολλά ἄλλα τῶν Προκαθημένων. Δέν ἦταν μιά Σύνοδος ἀφώνων ἀνθρώπων. Κατά λόγο ἀντικειμενικότητος θά πρέπει νά ἀναφερθῆ τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος εἶχε σημαντικό ρόλο ἀφ’ ἑνός μέν στήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν λειτουργία της. Ὡς πρός τό πρῶτο σημεῖο ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἦταν αὐτός πού ἔδωσε ἰδιαίτερη ἐπιτάχυνση στήν τελική σύγκληση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλησή της ἀπό τήν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στήν Ρόδο τό 1961 καί ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου καθορίσθηκε ἀπό τήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό 1976. Ἔκτοτε γίνονταν συνεχεῖς προσυνοδικές διασκέψεις, συνάξεις Προκαθημένων καί πολλές συζητήσεις καί ἐπειδή παρατηροῦνταν διάφορα προβλήματα καί ἐπειδή προβάλλονταν διάφορες ἐνστάσεις, γι’ αὐτό καί ἀναβαλλόταν συνεχῶς ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς Πατριαρχίας του ἔθεσε στόχο τήν σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς καί ἐπιτάχυνε τίς διαδικασίες, ἀναλαμβάνοντας πολλούς κόπους, ταξίδια, καί φυσικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο συμμετεῖχε σέ ὅλη αὐτήν τήν προετοιμασία μέ πολλές οἰκονομικές ἐπιβαρύνσεις.
Ὡς πρός τό δεύτερο σημεῖο ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος προήδρευσε τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου μέ καλό τρόπο καί διηύθυνε τίς ἐργασίες μέ τίς γνώσεις του, τήν ἐμπειρία του καί τά ἰδιαίτερα χαρίσματά του. Ἔδινε τόν λόγο σέ κάθε ἐνδιαφερόμενο –ἐνῶ μέχρι τότε διαδιδόταν ὅτι οἱ Σύνεδροι δέν θά ὁμιλοῦν– μέ ἔξυπνο τρόπο ὑπερέβη σέ μερικά σημεῖα τίς ἀσφυκτικές διατάξεις τοῦ Κανονισμοῦ, σχολίαζε κάθε παρέμβαση τῶν ἀγορητῶν. Ἐπειδή συμμετεῖχα σέ πολλά ἐπιστημονικά καί ἐκκλησιαστικά συνέδρια, μπόρεσα νά ἐκτιμήσω τήν δεξιοτεχνία μέ τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης διηύθυνε τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου αὐτῆς, λέγοντας ἕναν καλό λόγο γιά τόν καθένα. Ἦταν ἀκούραστος, εὐχάριστος καί εὐγενής πρός ὅλους, ἀκόμη καί σέ αὐτούς πού σχολίαζαν ἀρνητικά κάποια σημεῖα τῶν κειμένων.
Πρέπει νά εἴμαστε ἀντικειμενικοί καί νά ἀναγνωρίζουμε τά φυσικά προσόντα καί χαρίσματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. β) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ λοιπός Χριστιανικός κόσμος Τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», τό ὁποῖο δημιούργησε τήν μεγαλύτερη συζήτηση καί προκάλεσε τούς μεγαλύτερους προβληματισμούς, δέν ἦταν ὥριμο καί χρειαζόταν περαιτέρω ἐπεξεργασία.
Ὅσοι παρακολούθησαν ἀπό κοντά τήν προεργασία τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» γνωρίζουν ἐπαρκῶς ὅτι στήν θεματολογία της ὑπῆρχαν δύο θέματα, τό ἕνα μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» καί τό ἄλλο μέ τίτλο «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἡ Οἰκουμενική κίνησις». Τά δύο αὐτά θέματα τελικά συνενώθηκαν σέ ἕνα κείμενο καί γι' αὐτό προέκυψαν στό τελικό κείμενο διάφορα ἀντιφατικά σημεῖα. Ὁπότε, ἦταν ἕνα κείμενο τό ὁποῖο δεχόταν προσθῆκες, ἀλλαγές κυριολεκτικά μέχρι τήν τελευταία στιγμή πρίν τήν ὑπογραφή του, πράγμα τό ὁποῖο σημα΄ινει ὅτι ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἦταν ὥριμο, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι θά δημιουργήση διάφορα προβλήματα στήν συνέχεια. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον μερικές Ἐκκλησίες καί ἐπισήμως ἔθεσαν τό θέμα νά μήν κλείση ἡ συζήτηση καί νά μήν ὑπογραφῆ τό κείμενο αὐτό, ἀλλά νά γίνη περαιτέρω ἐπεξεργασία, ὥστε νά τεθῆ πρός ψήφιση σέ μιά ἑπόμενη Μεγάλη Σύνοδο, πράγμα πού δέν ἔγινε ἀποδεκτό.
Θέλω νά παρατηρήσω ὅτι τό ὅλο κείμενο εἶναι ἐλλειμματικό καί ἀντιφατικό ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογία του, γιατί δέν προσδιορίζει ποιός μετέχει καί ποιός δέν μετέχει στήν Ἐκκλησία, τί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ποιά εἶναι τά ὅρια μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρέσεως. Αὐτός εἶναι ἕνας βασικός λόγος, μεταξύ τῶν ἄλλων, πού δέν ὑπέγραψα τό τελικό κείμενο. Τό ἔκανα ἐνσυνειδήτως. Τό πρόβλημα πού ἀνεφύη κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων ἦταν τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί καί οἱ ὁμάδες στίς ὁποῖες ἀνήκουν. Στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καταδικάζονταν οἱ ἑτερόδοξοι-αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαφορετική «δόξα»-πίστη ἀπό ἐκείνη πού ἀπεκάλυψε ὁ Θεός στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, ἐνῶ στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης πρώτη φορά γινόταν προσπάθεια γιά τό πῶς θά ὑπάρξη ἐπικοινωνία μέ τούς ἑτεροδόξους. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Μποροῦμε νά κατατάξουμε τούς ἑτεροδόξους στό σχίσμα ἤ στήν ἀκοινωνησία, ὅτι δηλαδή ἡ ὁμάδα στήν ὁποία ἀνήκουν ἤ ἡ «Ἐκκλησία» τους εἶναι σέ σχίσμα ἤ σέ ἀκοινωνησία; Γιά νά γίνη κατανοητό αὐτό θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ποιός εἶναι ὁ λεγόμενος «λοιπός Χριστιανικός κόσμος» στόν ὁποῖο ἀναφερόταν ἡ ἐπικεφαλίδα τοῦ κειμένου αὐτοῦ. Κατ' ἀρχάς, εἶναι οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀνατολῆς, ἤτοι οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίτες, οἱ Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται καί μέ διάφορα ὀνόματα, ὅπως Ἀντιχαλκηδόνιοι, Προχαλκηδόνιοι, Κόπτες, Ἀρμένιοι, Μαρωνίτες, κλπ. Οἱ Νεστοριανοί καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό (431 μ.Χ.), οἱ Μονοφυσίτες-Προχαλκηδόνιοι-Ἀντιχαλκηδόνιοι καταδικάσθηκαν ἀπό τίς Δ΄ (451 μ.Χ.) καί Ε΄ (553 μ.Χ.) Οἰκουμενικές Συνόδους, καί οἱ Μονοθελῆτες καταδικάσθηκαν ἀπό τήν ΣΤ΄ (680 μ.Χ.) Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἑπομένως, οἱ Χριστιανικές αὐτές ὁμάδες ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
 Ἔπειτα, εἶναι οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι πού ἀνῆκαν στήν Παλαιά Ρώμη, οἱ ὁποῖοι ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία λόγῳ τῆς εἰσαγωγῆς τῆς αἱρέσεως περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ πρῶτα στούς Φράγκους καί ὕστερα στήν Παλαιά Ρώμη (1009 μ.Χ.), ἀλλά καί καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 1351 γιά τά περί τοῦ actus purus καί γιά τό ὅτι δῆθεν στόν Θεό ὑπάρχουν κτιστές ἐνέργειες μέ τίς ὁποῖες ἐπικοινωνεῖ μέ τόν κόσμο. Ἀκόμη, ἀπό τόν ἀποκοπέντα ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία δυτικό Χριστιανισμό ἀπεσχίσθη τόν 16ο αἰώνα ἕνα μεγάλο τμῆμα πού λέγονται Μεταρρυθμιστές, Διαμαρτυρόμενοι, Προτεστάντες, καί σέ αὐτήν τήν κατηγορία ὑπάγονται οἱ Λουθηρανοί, οἱ Καλβινιστές, οἱ ὀπαδοί τοῦ Ζβιγκλίου, οἱ Ἀγγλικανοί κλπ. Καί τούς Χριστιανούς αὐτούς τούς κατεδίκασε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διότι εἰσήγαγαν πολλές αἱρέσεις. Τό ἐρώτημα, λοιπόν, τό ὁποῖο τίθεται εἶναι: Ὅλοι αὐτοί οἱ Χριστιανοί βρίσκονται σέ σχίσμα ἤ σέ ἀκοινωνησία; Νομίζω ὅτι δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν λέξη σχίσμα γι' αὐτούς, ἀφ' ἑνός μέν διότι, κατά τήν πίστη μας, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική καί δέν σχίζεται, ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένη, ἀφ' ἑτέρου δέ διότι ἔχουν ἤδη καταδικασθῆ ὡς αἱρετικοί ἀπό Μεγάλες Συνόδους «καθολικοῦ κύρους». Οὔτε μποροῦμε ὅλους αὐτούς νά τούς θεωρήσουμε ὅτι βρίσκονται σέ ἀκοινωνησία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί ὁ ὅρος ἀκοινωνησία ἔχει ἕνα εἰδικό βάρος.
 Μέ τόν ὅρο αὐτό ἐννοοῦνται οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκεῖνες πού προσωρινῶς δέν ἔχουν κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως συμβαίνει μεταξύ τῶν Πατριαρχείων Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων μέ ἀφορμή τήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία στό Κατάρ. Ἑπομένως, γιά τούς Χριστιανούς πού ἔχουν εἰσαγάγει αἱρέσεις στήν πίστη τους δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε οὔτε τόν ὅρο σχίσμα οὔτε τόν ὅρο ἀκοινωνησία.
Περισσότερο μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά τό ὅτι ἀπεσχίσθησαν οἱ Χριστιανοί αὐτοί ἤ ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διατηρεῖ τήν ἑνότητά της. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια οἱ Τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἔκαναν λόγο γιά αἱρετικούς, ἐπειδή διαθέτουν μιά διδασκαλία πού εἶναι διαφορετική ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα χρησιμοποίησαν βαρύτατες ἐκφράσεις μέ τούς Κανόνες τους ἐναντίον τους.
 Ὅταν διαβάση κανείς τόν 1ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε θά διαπιστώση μέ ποιόν τρόπο ὁμιλοῦσαν οἱ Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους γι' αὐτούς πού ἀλλοιώνουν τήν ἀποκαλυπτική πίστη. Οἱ Πατέρες τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τον  Ἄρειο τόν ἀποκαλοῦν «δυσεβῆ», διότι δογμάτισε «ἑτεροθεΐαν ἤ πολυθεΐαν»∙ τόν Μακεδόνιο τόν ἀποκαλοῦν «βέβηλον» καί τόν ἐξεδίωξαν μαζί μέ τούς προηγουμένους «ἐχθρούς τῆς ἀληθείας», ὡς δοῦλον ὁ ὁποῖος ἐτόλμησε μέ αὐθάδεια νά ἐκφέρη ἀνυπόστατη γνώμη γιά τόν Κύριό του∙ τόν Ἀπολλινάριο τόν ἀποκαλοῦν «τῆς κακίας μύστην»∙ τόν Νεστόριο τόν ἀποκαλοῦν «λυρώδη»∙ τόν Εὐτυχῆ τόν χαρακτηρίζουν «ματαιόφρονα» κλπ. Καί στίς περιπτώσεις αὐτές χρησιμοποιοῦν τά ρήματα «συνεξελαύνοντες», «ἐκπεπτωκότας» «ἐξωθείσθω», «ἐκπιπέπτω» κλπ. Καί στό τέλος γράφεται ὅτι ἄν κάποιος δέν διαφυλάττη τήν παραδοθεῖσα πίστη καί δέν ἀσπάζεται τά δόγματα τῆς εὐσεβείας, δέν πιστεύη οὔτε κηρύττη μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἀλλά ἐπιχειρεῖ νά βαδίζη ἀντίθετα μέ αὐτά «ἔστω ἀνάθεμα, κατά τόν ἤδη ἐκτεθέντα ὅρον ὑπό τῶν προδηλωθέντων ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων, καί τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος, ἐξωθείσθω καί ἐκπιπέπτω». Αὐτό σημαίνει ὅτι μνημονεύονται οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι ἁπλῶς οἱ Σύνοδοι, καί οἱ Πατέρες δέν δέχονταν συμφιλίωση ἤ συνύπαρξη μέ τήν αἵρεση καί δέν ἀντιμετώπισαν τίς καταστάσεις αὐτές μέ ἕναν σχετικισμό. Στά θέματα τῆς πίστεως δέν χωρᾶ διπλωματία.
Γιά ὅλες αὐτές τίς παλαιές καί τίς νέες ὁμάδες αἱρετικῶν δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τήν λέξη σχίσμα ἤ ἀκοινωνησία, ἀλλά περισσότερο νά τούς χαρακτηρίσουμε ὡς ἀπομακρυθέντες ἀπό τήν πίστη καί ζωή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δέν λέγεται συντηρητισμός, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλά ἀκριβολογία στά θέματα τῆς πίστεως. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ: «Τρία πράγματα δέν μπορῶ νά κατανοήσω: 1) πίστη χωρίς δόγμα, 2) χριστιανισμό ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, 3) χριστιανισμό χωρίς ἄσκηση». Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει πραγματική πίστη στόν Θεό ἔξω ἀπό τό δόγμα πού θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες∙ δέν ὑπάρχει Χριστιανισμός ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ∙ καί δέν ὑπάρχει Χριστιανισμός χωρίς ἄσκηση, χωρίς ἡσυχασμό. Παρά ταῦτα, μέ κάθε εἰλικρίνεια θέλω νά πῶ ὅτι μέσα ἀπό ὅσα διατυπώθηκαν στήν Σύνοδο αὐτή διέκρινα καθαρότατα ἕναν σχετικισμό, γιατί κυκλοφοροῦσε ἔντονα ἀπό ὅσα λέγονταν καί συζητοῦνταν τό περιεχόμενο τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, χωρίς νά κατονομάζεται ὡς τέτοιο, δηλαδή φαινόταν ἡ ἄποψη ὅτι ἔγινε διάσπαση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὅτι σχίσθηκε ὁ Χριστιανισμός, ὅπως «σχίσθηκε τό ράσο ἑνός Κληρικοῦ» (!) καί ὅτι ὅλοι ἐπιδιώκουν τήν ἑνότητά του∙ ἡ θεωρία τῆς περιεκτικότητος, ὅτι δηλαδή σέ ὅλους τούς Χρισιανούς ὑπάρχει ἕνα κοινό σημεῖο, πού εἶναι τό ἔγκυρο βάπτισμα, δηλαδή ἡ βαπτισματική θεολογία∙ καί ἡ θεωρία ἑνός ἀθεολόγητου ἠθικισμοῦ καί μιᾶς ἀθεολόγητης ποιμαντικῆς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς μέλος αὐτοῦ καί ὄχι ὡς παρατηρητής, ἀποτελεῖ ἕναν προβληματισμό. Γιατί δέν μπορῶ νά φαντασθῶ τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί τόν Μέγα Βασίλειο νά συμμετέχουν σέ ἕνα συμβούλιο τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Εὐνομιανῶν, τῶν Μακεδονιανῶν τῆς ἐποχῆς τους. Οὔτε μπορῶ νά φαντασθῶ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ νά συμμετέχη σέ ἕνα Συμβούλιο μέ τόν Βαρλαάμ, τόν Ἀκίνδυνο, τόν Γρηγορᾶ καί τούς ὀπαδούς τους γιά τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ διατυπωθεῖσα ἄποψη ἀπό Προκαθήμενο μιᾶς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δυστυχῶς χειροκροτήθηκε ἀπό ὁρισμένους Συνέδρους, ὅτι δέν πρέπει νά συζητοῦμε στήν Σύνοδο θεολογικά θέματα, ἦταν, κατά τήν γνώμη μου, ἀπό τά πλέον ἀρνητικά σημεῖα τῆς Συνόδου. Διότι ἄν σέ μιά τέτοια «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» δέν τίθεται ὡς βάση ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἄν ὅταν θίγωνται σοβαρά θεολογικά ζητήματα δέν τά παρακολουθοῦν οἱ Σύνεδροι καί μάλιστα διαμαρτύρονται, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι πολύ προβληματική ἀπό ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐκκλησιολογίας. Μάλιστα διατυπώθηκε ἀπό κάποιον συνοδικό Ἀρχιερέα ὅτι θά πρέπει νά καταδικασθῆ ἐπισήμως ὁ εὐσεβισμός, χωρίς βέβαια νά γίνη συζήτηση γιά τήν διάκριση μεταξύ εὐσέβειας καί εὐσεβισμοῦ, καθώς ἐπίσης γινόταν λόγος ἐναντίον τοῦ ὀρθοδόξου «φονταμενταλισμοῦ». Πέραν ἀπό τήν ἀτυχῶς ἀνερμάτιστη αὐτή τοποθέτηση, ἡ ὁποία οὔτε ὅριζε οὔτε ἀποσαφήνιζε τί ἐννοοῦμε μέ αὐτούς τούς ὅρους, τελικῶς δέν ἐξεδόθη κάποιο κείμενο ἐναντίον τοῦ εὐσεβισμοῦ καί τοῦ ζηλωτισμοῦ. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης παρέκαμψε εὐφυῶς τήν ἀτυχῆ αὐτή πρόταση. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βαρσοβίας καί Πάσης Πολωνίας κ. Σάββας ὑποστήριξε ὅτι στήν Πολωνία καί σέ ἄλλες βόρειες καί ἀνατολικές χῶρες αὐτοί οἱ λεγόμενοι ζηλωτές ἦταν ἐκεῖνοι πού κράτησαν τήν πίστη κατά τήν διάρκεια τῆς κομμουνιστικῆς περιόδου, φυλακίσθηκαν καί μαρτύρησαν. γ) «Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος» Στήν Ἐγκύκλιο πού ἀπεστάλη ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» στίς Ἐκκλησίες, παρατηρεῖται καί ἕνα σοβαρό θεολογικό πρόβλημα, ἐπειδή σέ αὐτήν, ἐκτός τοῦ ὅτι χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς «Σῶμα Χριστοῦ», συγχρόνως χαρακτηρίζεται καί «εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἐπίσης γράφεται στό κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι «ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, ἡ βάση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χριστοκεντρική καί ὄχι Τριαδοκεντρική, ἀφοῦ ὁ Χριστός «ὁ εἷς τῆς Τριάδος» ἐνηνθρώπησε, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε. Ὅταν χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία «εἰκών» ἤ «κατ' εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος», τότε ἀπό αὐστηρῆς θεολογικῆς πλευρᾶς γίνεται σύγχυση μεταξύ θεολογίας καί οἰκονομίας καί σύγχυση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Ἐπί πλέον, στήν διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐμφαίνονται πολλοί προβληματισμοί ὡς πρός τόν συσχετισμό μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος!!! Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι ὅσα γίνονται στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι «ὑπεράγνωστα καί ὑπεράρρητα», δηλαδή «καί τά τῆς οὐσιώδους ἑνώσεως» «καί τά τῆς ὑποστατικῆς διακρίσεως», ἀλλά καί «τά τῆς ἀμιγοῦς παντάπασι και ἀφύρτου συμφυΐας» καί γι' αὐτό ὅλα αὐτά «τελέως ἐστιν ἀμέθεκτα» ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίση. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά βρεθῆ στήν κτίση κανένα ὑπόδειγμα τῆς σχέσεως μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Διό οὐδ' ὑπόδειγμά ἐστι τούτων ἐπί τῆς κτίσεως εὑρεῖν». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως» καί ὄχι εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐπεξηγηματικά θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ διατύπωση τῆς Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου «Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος» εἶναι διαφορετική νοηματικά ἀπό τήν διατύπωση τῆς ἰδίας Ἐγκυκλίου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «θεανθρωπίνη κοινωνία κατ' εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἡ πρώτη διατύπωση ἀπαντᾶται καί στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ὡς «τύπον καί εἰκόνα Θεοῦ», μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τύπος καί εἰκών τοῦ Θεοῦ «ὡς τὴν αὐτὴν αὐτῷ κατὰ μίμησιν καὶ τύπον ἐνέργειαν ἔχουσαν».
 Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εἰκών τῶν ἐνδοτάτων σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του ἔφερε στήν ὕπαρξη τά ὄντα καί στήν συνέχεια «συνέχει καί συνάγει καί περιγράφει, καί ἀλλήλοις καί ἑαυτῷ προνοητικῶς ἐνδιασφίγγει∙ τά τέ νοητά καί τά αἰσθητά». Ὁ Θεός διατηρεῖ σέ μιά ἑνότητα τά πάντα, χωρίς νά ὑπάρχη σύγχυση, προνοεῖ γιά τά ὄντα καί μάλιστα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖ τούς πάντες στόν Χριστό μέ σκοπό τήν θέωσή τους. Αὐτό ἑρμηνεύεται θαυμάσια ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο στήν συνέχεια τοῦ κειμένου του γιά τό πῶς ἡ Ἐκκλησία συνέχει καί συγκρατεῖ τά πάντα σέ μιά ἑνότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν ὁμιλεῖ γιά τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς εἰκόνος τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν ὑπάρχει καμμία πρόσβαση στίς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δεύτερη διατύπωση («θεανθρωπίνη κοινωνία κατ' εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος») λανθασμένα μέ κάποιες τρέχουσες ἑρμηνεῖες παραπέμπει στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς εἰκόνα τῶν σχέσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐξ ἄλλου ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἀπαλείφθηκε ὡς λανθασμένη ἀπό τήν ἴδια τήν Μεγάλη Σύνοδο μέ πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί συμφωνία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ». Στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀπόστολου Παύλου, ἰδίως τίς πρός Ἐφεσίους, Φιλιππησίους καί Κολοσσαεῖς, καί στά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἀναφορά στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως καί δέν παραπέμπουν στίς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη Του «ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄, 6), μᾶς ἑνώνει μέ τήν Ἐκκλησία Του καί διά τοῦ Χριστοῦ μετέχουμε τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή του γράφει: «εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί» (Κολ. α΄, 12). Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύεται Χριστολογικά. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί διά τοῦ Χριστοῦ μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. δ) Κανονικά ἐκκλησιολογικά προβλήματα Ἔντονος προβληματισμός μοῦ δημιουργήθηκε ὅταν γίνωνταν συζητήσεις γιά τήν «Ὀρθόδοξη Διασπορά», τό «Αὐτόνομο», «τό Μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ» καί τήν «σπουδαιότητα τῆς νηστείας καί τήν τήρησή της σήμερα». Πρόκειται γιά κανονικά ζητήματα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σημαντικά σημεῖα στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή. Οἱ ἀποφάσεις πού ἐλήφθησαν φαίνεται, μέ μία ἐπιφανειακή θεώρηση τῶν πραγμάτων, ὅτι ἐπιλύουν μερικά ζητήματα, ὅμως ἄν κανείς τά ἐξετάση στό βάθος, θά διαπιστώση ὅτι θέτουν τίς προϋποθέσεις κατακερματισμοῦ τῆς ἑνότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Θά παραθέσω μερικά παραδείγματα. Ὁ ὅρος «Ὀρθόδοξος Διασπορά» εἶναι πολύ περίεργος, διότι, ὅπως ἐπισημάνθηκε καί μέσα στήν Σύνοδο, ἡ Διασπορά συνδέεται κυρίως μέ τά ἔθνη καί τίς θρησκεῖες καί ὄχι μέ τήν Ἐκκλησία πού δημιουργεῖται σέ κάθε τόπο μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν ζῆλο τῶν Ἱεραποστόλων. Οἱ ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν δοθῆ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, κυρίως τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο, στά παλαίφατα καί πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου (Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος), δέν δικαιολογεῖ τό νά δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στήν πολιτιστική καί ἐθνικιστική ἔννοια τῆς λεγομένης Διασπορᾶς. Δέν εἶναι δυνατόν ἀπό τήν μιά μεριά νά καταδικάζεται ὁ ἐθνοφυλετισμός ὡς αἵρεση (τό 1872) καί ἀπό τήν ἄλλη νά δημιουργῆται ἕνας ἐκκλησιαστικός ἐθνοφυλετισμός, μάλιστα μέ ἀπόφαση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Καί ναί μέν οἱ Ἐπισκοπικές Συνελεύσεις λύουν κάποιο ζήτημα τό ὁποῖο ὑφίσταται στήν λεγόμενη «ὀρθόδοξη Διασπορά», ἀλλά στήν βάση τους εἶναι ἀντικανονικές καί διασποῦν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα, γιατί εἰσάγουν τήν ἀρχή τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ. Ἔπειτα, τό κείμενο περί τοῦ «αὐτονόμου», δηλαδή τῆς δυνατότητας νά χορηγῆται ἀπό τήν κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία αὐτονομία σέ μιά ἐδαφική περιοχή, θεωρῶ, ὅπως ὑποστήριξα στήν ἀγόρευσή μου, ὅτι θά ἀνοίξη πολλά ἐκκλησιολογικά προβλήματα. Αὐτό ἐννοεῖται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι θά δοθῆ ἡ δυνατότητα σ΄ε κάθε νεώτερη αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία νά δημιουργῆ αὐτόνομες ἐκκλησιαστικά περιοχές, ὕστερα ἀπό πίεση ἐξωγενῶν παραγόντων καί ἀπό ἐνέργειες φιλοπρωτευόντων Κληρικῶν, παρά τούς Κανόνες οἱ ὁποῖοι δίνουν αὐτό τό δικαίωμα στά παλαίφατα Πατριαρχεῖα. Ἀκόμη, ἡ χορήγηση αὐτονομιῶν ἀπό τίς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες σέ χῶρο πού ἀνήκει σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, καί ἡ εὐκολία μέ τήν ὁποία ἡ αὐτονομία μπορεῖ νά ἐξελιχθῆ σέ αὐτοκεφαλία, θέτει μιά νάρκη στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί δικαιολογεῖ τίς πολλές διασπάσεις. Εἶναι μεγάλο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα, ὅταν ἡ αὐτοκεφαλία ἑρμηνεύεται καί κατανοεῖται ὡς «αὐτοκεφαλαρχία», μάλιστα μέσα ἀπό ἐθνικές καί πολιτιστικές διεργασίες. Γιά τό θέμα τῆς Διασπορᾶς καί τοῦ Αὐτονόμου μέ ὅλες τίς παραμέτρους της πού καθορίσθηκαν ἀπό μιά τέτοια Σύνοδο, καί μάλιστα ὡς σχετικοποίηση τῆς ἰσχύος τοῦ περιεχομένου τοῦ 28ου Κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει γράψει σημαντικά κείμενα ὁ καθηγητής τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Ἀρχιμ. π. Γρηγόριος Παπαθωμᾶς. Ἀκόμη, ἡ δυνατότητα πού δόθηκε στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά ἐξασκοῦν τήν οἰκονομία στό θέμα τῆς νηστείας καί στό θέμα τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου ἀνοίγει ἕνα κεφάλαιο διασπάσεως τῆς ταυτότητος τῶν ἀκολουθιῶν καί τῆς ἀσκήσεως σέ διάφορες Ἐκκλησίες, πού σημαίνει ὅτι ἡ οἰκονομία, ἡ ὁποία λειτουργεῖ γιά ἕνα χρονικό διάστημα ὡς προσωρινή ἀναστολή τῆς ἀκριβείας, θά μετατραπῆ σέ κανονική ἀκρίβεια καί θά διασπᾶ τό ἐκκλησιαστικό ὀρθόδοξο ἦθος σέ διάφορες ἐκκλησιαστικές περιοχές .
Τελικά, ἀκούγοντας ὅλες τίς ἀπόψεις τῶν Συνέδρων κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν καί διαβάζοντας προσεκτικά τά κείμενα, προβληματίζομαι ἔντονα καί δέν μπορῶ νά παρασυρθῶ ἀπό τόν ἐπιπόλαιο ἐνθουσιασμό μερικῶν ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων, πού ὁμιλοῦν συναισθηματικά καί δημοσιογραφικά. 6. Οἱ Παρεμβάσεις μου Κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων στά ἕξι κείμενα ζητοῦσα τόν λόγο καί ἐξέθετα μέ διάκριση καί εἰλικρίνεια τίς ἀπόψεις μου. Ἔτσι, ὁμίλησα μέσα στά περιοριστικά πλαίσια τοῦ χρόνου γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τήν Ὀρθόδοξη Διασπορά, τό αὐτόνομο, τήν νηστεία, γιά τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες τῶν μικτῶν γάμων, καί γιά τήν Ἐκκλησία. Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία θά δημοσιευθοῦν αὐτές οἱ σύντομες καί περιεκτικές παρεμβάσεις μου. Στήν ἑνότητα αὐτή θά ἐκτεθοῦν τά ὅσα εἶπα γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σέ σχέση μέ τούς ἑτεροδόξους, γιατί νομίζω ὅτι αὐτό ἦταν τό κεντρικό θέμα τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ὅταν ἀρχίσαμε τήν συζήτηση γιά τό κείμενο «Οἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου καί πρίν εἰσέλθουμε στήν κατ' ἄρθρο συζήτηση μοῦ δόθηκε ὁ λόγος γιά μιά σύντομη παρέμβαση. Εἶχα ἀκούσει μερικούς πού προηγήθηκαν καί εἶχα αἰσθανθῆ δυσφορία ἀπό ὅσα λέγονταν, γιατί δυστυχῶς ἔφθασαν στό σημεῖο νά χρησιμοποιήσουν καί τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ὑπέρ τῶν ἀπόψεών τους. Στήν παρέμβασή μου τόνισα δύο συγκεκριμένα σημεῖα. Τό πρῶτον ὅτι ἐνῶ στήν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού ἔγινε στήν Ρόδο τό 1961 εἶχαν τεθεῖ περίπου 100 θέματα, μέ τά ὁποῖα θά ἠσχολῆτο ἡ Μεγάλη αὐτή Σύνοδος, πού τότε φερόταν ὡς Οἰκουμενική, ὅμως στήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού ἔγινε τόν Νοέμβριο τοῦ 1976 στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης καθορίσθηκαν 10 θέματα, ἀπό τά ὁποῖα τά 6, μαζί καί μέ ἕνα 7ο πού συγχωνεύθηκε μέ ἕνα ἀπό τά ἕξι θέματα, συζητοῦνται στήν Σύνοδο. Στήν ἴδια Προσυνοδική Διάσκεψη καθορίσθηκαν σέ δεύτερη προτεραιότητα 4 σημαντικά θέματα, γιά νά συζητηθοῦν ἀργότερα, μετά ἀπό διορθόδοξη ἐξέταση. Τά θέματα αὐτά εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ κωδικοποίηση τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων, ἡ ἔννοια Ἐκκλησία, ἡ οἰκονομία καί ἀκρίβεια σέ σχέση μέ τόν τρόπο πού ἀποδεχόμαστε τούς ἑτεροδόξους. Συγκεκριμένα γιά τά θέματα αὐτά γράφεται στό κείμενο: «Ταῦτα παραπέμπονται εἰς ἰδιαιτέραν μελέτην τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν προκειμένου ἵνα ἐνδεχομένως τύχωσι μελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως». Ἑπομένως, τά θέματα «περί Ἐκκλησίας» καί «περί οἰκονομίας καί ἀκριβείας» ἐξέπεσαν ἀπό τήν θεματολογία τῆς παρούσης Συνόδου. Παρέμεινε δέ ἕνα σημαντικό βιβλίο πού συνέγραψε ὁ τότε Πρόεδρος τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως μακαριστός Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος, ἀργότερα Ἐφέσου, μέ θέμα «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ». Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι στήν Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού ἔγινε τόν Ὀκτώβριο - Νοέμβριο 1976 στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἐγκρίθηκε τό κείμενο «Οἱ Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στήν εἰδική παράγραφο γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζει τήν πραγματική ὕπαρξη ὅλων τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά στήν συνέχεια ὑπάρχει μιά φράση πού δέν τήν πρόσεξαν πολλοί: ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ' αὐτῶν (δηλαδή τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν) ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικοτέρας παρ' αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς». Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ μή Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει νά ἀποσαφηνίσουν τήν διδασκαλία τους περί τῶν μυστηρίων, περί χάριτος, περί Ἱερωσύνης καί περί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Κατέληξα ὅτι τά θέματα περί τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι θέματα τῆς παρούσης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Εἶναι ἐκτός θέματος καί ἐκτός Κανονισμοῦ. Τά ὅσα λέγονται γιά τόν Καρμίρη, τόν Τρεμπέλα καί κυρίως γιά τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό τούς ἀδικοῦν. Μπορεῖ στά κείμενα αὐτῶν καί ἄλλων νά χρησιμοποιῆται ἡ λέξη Ἐκκλησία ὡς τεχνικός ὅρος, ἀλλά ἡ Σύνοδος αὐτή δέν μπορεῖ νά παραμένη σέ τεχνικούς ὅρους. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται καί κατά οἰκονομία καί κατ' ἀκρίβεια. Ἐδῶ πρέπει νά χρησιμοποιηθῆ ἡ ἀκρίβεια. Τά χρονικά πλαίσια πού εἶχε κάθε ἀγορητής ἦταν πολύ περιωρισμένα, γι' αὐτό ὅπως τό εἶπα κατά τήν ἀγόρευσή μου κατέθεσα ἕνα κείμενο γιά νά συμπεριληφθῆ στά Πρακτικά τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» περί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Ἐπειδή στήν Σύνοδο αὐτή γινόταν συνεχής λόγος γιά τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ὅτι ὁμιλοῦσε γιά τήν Δυτική Ἐκκλησία, θά ἀναφέρω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό ἀνάλυση πού ἔκανε ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἐπανειλημμένως ἀναφερόταν στήν Σύνοδο. Ὁ μακαριστός καθηγητής, σχολιάζοντας τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ μέ τίτλο «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένοις ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς», γράφει γιά τήν στάση του στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας: «Διά τάς ἀνωτέρω δογματικάς διαφοράς καί παρεκκλίσεις τῶν Λατίνων ἀπό "τῆς ὀρθῆς πίστεως..., καί ταῦτα περί τήν θεολογίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος", ὁ Μᾶρκος Εὐγενικός χαρακτηρίζει αὐτούς ὡς αἱρετικούς, βεβαιῶν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην καί πιθανῶς ἀπό τῶν Σταυροφοριῶν ἐθεώρει πράγματι τούς Λατίνους οὐ μόνον ὡς σχισματικούς, ἀλλά καί ὡς αἱρετικούς, δεχομένη τούς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν διά χρίσεως ἁγίου μύρου, τάττουσα οὕτως αὐτούς μετά τῶν Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, Σαββατιανῶν, Ναυατιανῶν καί λοιπῶν αἱρετικῶν τοῦ δ΄ αἰῶνος, συμφώνως πρός τόν ζ΄ κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅν ἐπικαλεῖται σύν τῇ ις΄ ἐρωταποκρίσει τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος. Ὅθεν ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ δηλοῦται, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι "ἐσχίσαμεν αὐτούς (τούς Λατίνους) καί ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος..., ὡς ἄτοπα καί δυσσεβῇ φρονοῦντας καί παραλόγως τήν προσθήκην ποιήσαντας. Οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφημεν, καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν... αἱρετικοί εἰσιν ἄρα καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν...". Καί ἐν Φλωρεντίᾳ ὁ Μᾶρκος Εὐγενικός ἔλεγε πρός τήν ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν, "ὅτι οἱ Λατῖνοι οὐ μόνον εἰσί σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί∙ καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν διά τό εἶναι τό γένος ἐκείνων πολύ καί ἰσχυρότερον ἡμῶν" (J. Harduin, Acta Consiliorum, Parisiis 1715 ἑξ.), καί "οὐκ ἠθέλησαν (οἱ πρό ἡμῶν) θριαμβεύειν τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τήν ἐπιστροφήν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι καί τήν φιλίαν πραγματευόμενοι" (S. Syropuli, Vera historia unionis non verae, 9,5. σ. 256)». Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, σύμφωνα μέ τά Πρακτικά καί τά ἀπομνημονεύματα τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, θεωροῦσε πάντοτε τούς Λατίνους αἱρετικούς καί τό ἔλεγε στήν ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία, ἀλλά ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἤθελε νά τό διατυπώνη δημοσίως γιά τίς δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς καί ὡς ἔκφραση φιλίας, ἐλπίζοντας τήν ἐπιστροφή τους. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στήν ἐπιστολή του πού ἔστειλε πρός τούς Ὀρθοδόξους μετά τήν Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, ἐκτός ἀπό τούς Λατίνους, τούς ὁποίους χαρακτηρίζει αἱρετικούς καί γράφει ὅτι ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, συγχρόνως καί γιά τούς «Γραικολατίνους», δηλαδή γιά τούς ὀρθοδόξους πού δέχονται τά λατινικά ἔθη καί δόγματα, γράφει: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὄφεως, ὡς αὐτούς ἐκείνους, ἤ κἀκείνων πολλῷ δήπου χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καί χριστεμπόρους»! Ἀνέφερα τά ὅσα ἔλεγε καί ἔγραφε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, γιατί ἀδικήθηκε καί «κακοποιήθηκε» ἀπό μερικούς Συνέδρους στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο». * Πρίν τελειώσω τίς πρῶτες συνοπτικές παρατηρήσεις μου ἀπό τήν πρόσφατη Σύνοδο τῆς Κρήτης, θά ἤθελα νά καταθέσω δυό γενικές ἐπισημάνσεις. Ἡ πρώτη ἔχει σχέση μέ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Συνόδου. Κατά τήν διάρκεια τῶν συζητήσεων κατατέθηκε ἡ ἄποψη ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν εἶναι ἕνα Πανορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο, ἀλλά «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος». Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν συζητοῦνται τά θέματα σέ ἕνα ἀκαδημαϊκό πλαίσιο, ἀλλά ὅτι εἶναι «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» καί ὑπέρκειται κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ὁπότε οἱ ἀποφάσεις της πρέπει νά ἐπιβληθοῦν σέ ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες. Αὐτό ἀκριβῶς μοῦ δημιούργησε ἔντονο προβληματισμό. Κατ' ἀρχάς οἱ συζητήσεις γίνονταν σέ ἕνα πλαίσιο γενικό, ἐνημερωτικό καί συμβιβαστικό-ἰσορροπιστικό καί ὄχι στήν ἀτμόσφαιρα πού ἐνεργοῦσαν οἱ Τοπικές καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἔπειτα, δέν γνωρίζω πῶς μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν μερικές ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, τόσο στίς παροῦσες ὅσο καί τίς ἀποῦσες Ἐκκλησίες, ὅταν μάλιστα δέν προσδιορίζονται καί οἱ συνέπειες τῆς μή συμμορφώσεώς τους στίς ἀποφάσεις αὐτές. Ὡς γνωστόν, οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προσδιόριζαν τήν ἀκοινωνησία, τήν καθαίρεση καί τόν ἀφορισμό, γιά ὅσους δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις. Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση ἔχει σχέση μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον γινόταν ἡ ἐνημέρωση τῶν ἐκτός τῆς Συνόδου. Προσωπικά παρατήρησα ὅτι ἡ ἐνημέρωση ἦταν ἐπιλεκτική, ὑπῆρχε μιά «χειραγώγηση» τῆς ἐνημέρωσης τῶν ἀνθρώπων. Τελικά, ἀποδεικνύεται περιτράνως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας Θεανθρώπινος ὀργανισμός, τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ζωή αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου δέν μπορεῖ νά περάση μέσα στά ἀσφυκτικά καί στενά πλαίσια τῆς τέχνης καί τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐπικοινωνίας. Ὅποιος μάλιστα ἐπιδιώκει νά διαχειρισθῆ δημοσιογραφικά καί ἐπικοινωνιακά τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν θεολογία της, αὐτός προσβάλλει τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐγράφησαν μέ σύντομο τρόπο, χωρίς νά ἐξαντλῆται τό θέμα σέ αὐτά.
 Ἰούλιος 2016