Σελίδες

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ποῖα ἄραγε, νὰ εἶνε ἡ μάχαιρα τὴν ὁποίαν συνιστᾶ ὁ Κύριος;

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 1953
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
«ΜΑΧΑΙΡΑΝ»
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34)
π. Αυγουστινος ιντὌχι εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν ἦλθον νὰ βάλω. Ὁμιλεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ; Ὁ Κύριος ἐκφέρει τοιούτους λόγους; Δὲν εἶνε Ἐκεῖνος, τὸν Ὁποῖον οἱ λαοὶ ἀνέμενον μὲ νοσταλγίαν διὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὰ μίση τῶν αἰώνων καὶ οἱ προφήται ἐχαίρετων ὡς τὸν Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης (Ἡσαΐας κεφ. 9, 6); Δὲν εἶνε Ἐκεῖνος, ἐπὶ τῆ γεννήσει τοῦ Ὁποίου σμήνη ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἔψαλλον τὸ ἐμβατήριον: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 14); Δὲν εἶνει Ἐκεῖνος, Ὅστις ἐμακάρισε τοὺς ἀγαπῶντας τὴν εἰρήνην, εἰπῶν «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5, 9) καὶ διέταξεν τοὺς ἀποστόλους εἰς τὴν οἰκίαν, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ εἰσέρχωνται νὰ λέγουν: «Εἰρήνη τῶν οἴκω τούτω» (Λουκ. 10, 5); Δὲν εἶνε Ἐκεῖνος, ὅστις ἐκ τῶν κευθμώνων τοῦ Ἅδου ἀνελθὼν ἐχαιρέτησε τοὺς πεφοβισμένους μαθητάς Του μὲ τὸ χαρμόσυνον μήνυμα: «Εἰρήνη ὑμῖν» (Λουκ. 24, 36); Πῶς ὁ Ἄρχον τῆς εἰρήνης, ὁ μέγας Εἰρηνοποιὸς άκούεται λέγων: «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»; Μὲ μαχαίρας διέταξε νὰ ὁπλισθοῦν οἱ ὁπαδοί του ὡς ποτὲ τὰ μισθοφορικὰ τοῦ Πάπα στρατεύματα, τὰ τὴν Ἀνατολὴν λεηλατήσαντα καὶ καταστρέψαντα; Σφάζετε ἀλλήλους καὶ ἀγαπάτε ἀλλήλους, μάχαιρα αἱμοστάλακτος καὶ κλῶνος ἐλαίας, δὲν εἶνε δύο ὅλως ἀντίθετα συνθήματα καὶ πράγματα; Ὅπου ἐμφανίζεται τὸ ἕνα δὲν φεύγει τὸ ἄλλο;
̶ «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ποῖα ἄραγε, νὰ εἶνε ἡ μάχαιρα τὴν ὁποίαν συνιστᾶ ὁ Κύριος;
 Εἶνε ἡ μάχαιρα, ἡ γνωστὴ μάχαιρα, ἡ ὁποία κατασκευάζεται ἐκ σιδήρου καὶ χάλυβος καὶ τροχίζεται ἐπὶ ἀκόνης καὶ γίνεται λεπὶς λεπτοτάτη καὶ κόπτει καὶ σφάζει, μία αὐτή, χιλιάδας ἀκάκων ἀρνίων; Μὲ τοιαύτας μάχαιρας νὰ ἐφοδιασθοῦν οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Ναζωραίου; Αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ πνεῦμα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου; Ἀλλὰ θὰ ἦτο τελεία παρανόησις καὶ διαστροφὴ τῶν Κυριακῶν λογίων, ἐὰν τοιαύτην ἔννοιαν ἐδίδομεν εἰς τὸ ρητόν. Σύνολος ὁ βίος Του ἀποκλείει μίαν τοιαύτην ἑρμηνείαν. Διότι ἄοπλος ἦτο ὁ Κύριος. Ἄοπλος ὁ ἴδιος. Ἄοπλοι ἤθελε νὰ εἶνε καὶ οἱ ἀπόστολοί Του. Διὸ καὶ εἰς τὸν φλογερὸν ἀπόστολον Πέτρον, ὅστις κατὰ τὴν ὥραν τῆς συλλήψεως τοῦ Διδασκάλου ἐν Γεθσημανῆ ἐνόμισεν, ὅτι καὶ διὰ μάχαιρας ἔπρεπε νὰ πολεμήση τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Κυρίου καὶ ἐξαγαγὼν τὴν μάχαιράν του ἐπετέθη κατὰ τοῦ Μάλχου, δούλου τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀπέκοψε τὸ ὠτίον, ὁ Κύριος εἴπεν «ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς˙ πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρα ἀποθανοῦνται» (Ματθ. 26, 52). Ἀθάνατοι οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου εἰρηνοποιοῦ, τῶν ὁποίων τὴν βαθύτατην ἔννοιαν διὰ τὴν ἀρμονικὴν συμβίωσιν τῶν ἐθνῶν θὰ παρέλθουν ἀκόμη, φαίνεται, αἰώνες διὰ νὰ τὴν συναισθανθοῦν ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ προβοῦν εἰς γενικὸν ἀφοπλισμὸν καὶ καταθέσουν ὅλα τὰ ὅπλα εἰς τὰ ἐγκληματολογικὰ μουσεῖα τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ βλέπουν αἱ γενεαὶ τοῦ μέλλοντος ὁποῖον θηριοτροφεῖον ἦτο κάποτε ἡ γῆ.
Συνεπῶς ὁ Κύριος εἰς τὸ ρητὸν τοῦτο ὁμιλῶν περὶ μαχαίρας οὐδόλως ἐννοεῖ τὴν χρήσιν μαχαιρῶν, ὑλικῶν ὅπλων, διὰ τὴν διάδοσιν καὶ ἐπικράτησιν τῶν ἰδεῶν του, ἀλλὰ διὰ τῆς ζωηρᾶς αὐτῆς ἐκφράσεως ποὺ μᾶς μεταφέρει εἰς πολύνεκρα πεδία μαχῶν θέλει κάτι τὸ βαθύτερον νὰ ὑποδηλώση. Κύριε! Φώτισέ μας διὰ τὴν κατανόησιν τῶν λόγων Σου. Πλὴν τῆς μαχαίρας, τὴν ὁποίαν κρατοῦν μὲ τὴν κοκκίνην ἐμπροσθέλλαν των οἱ κρεοπῶλαι οἱ σφαγεῖς καὶ οἱ ἐκδορεῖς τῶν ζώων, καὶ οἱ ἄλλοι ἐκεῖνοι μεγάλοι, κρεοπῶλαι, οἱ πολεμοχαρεῖς καὶ πολεμοκάπηλοι, οἱ ὁδηγοῦντες τοὺς λαοὺς εἰς ἀνθρωποσφαγὴν πρὸς κορεσμὸν τῶν ἰδιοτελῶν αὐτῶν σκοπῶν, πλὴν τῶν φονικῶν μαχαιρῶν ποὺ ἔχουν διάφορα σύγχρονα ὀνόματα, ὑπάρχει καὶ ἄλλη τις μάχαιρα. Τὶς ἠ μάχαιρα; Μάχαιρα κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, τοῦ Παῦλου, ὅστις βαθύτερον παντὸς ἄλλου εἰσέδυσεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ θησαυροὺς σοφίας ἀπεκάλυψεν, μάχαιρα εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὤ! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶνε ζῶν καὶ «ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβραίους 4, 12, Ἐφεσ. 6, 17). Μάχαιρα πνεύματος τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ. Αὕτη ἡ μάχαιρα, ἐὰν καταλλήλως καὶ γενναίως χρησιμοποιηθῆ, θὰ νικήση, θὰ συντρίψη ὅλας τὰς μαχαίρας, ὅλα τὰ φονικὰ ὅπλα καὶ θὰ μεταβάλη τὸν σίδηρον τῶν πολεμικῶν εἰδῶν εἰς γεωργικὰ ἐργαλεῖα, εἰς ἐργαλεῖα εἰρήνης, συμφώνως πρὸς τὸν ὀραματισμὸν τοῦ Προφήτου (Ἡσαΐου 2, 4). Μὲ τοιαύτην μάχαιραν ἦσαν ὡπλισμένοι οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅστις ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς εὶκονίζεται κρατῶν ξίφος, τὸ ξίφος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τοιαύτην μάχαιραν εἴχον καὶ ἀθάνατοι διδάσκαλοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς τοὺς πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἄρχοντας τῆς ἐποχής του, οἱ ὁποῖοι ἐκαυχῶντο διὰ τὰ ξίφη, ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Κυρίου, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ἀπήντα ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος˙ «κρατῶ καὶ ἐγὼ ξίφος, σιδήρου τομώτερον, τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ».
Ναὶ! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἡ ἁγνή, ὡς ταύτην ἐδίδαξεν ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτὴς ἐν Πνεύματι Ἁγίω ἡρμήνευσαν οἱ διδάσκαλοι καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διδασκαλία αὐτὴ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της εἶνε μάχαιρα. Μάχαιρα χειρουργική. Τὶ κάμνει παρακαλῶ ἡ μάχαιρα τοῦ χειρουργοῦ ἰατροῦ; Χωρίζει. Ἐκ τοῦ σώματος τοῦ ἀσθενοῦς τὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ προσεβλήθη ἀνιάτως καὶ τείνει νὰ μεταδώση τὴν γάγγραιναν, τὴν θανατηφόρον νόσον εἰς τὸ ὑπόλοιπον σῶμα, τὸ κόπτει. Τὸ κόπτει διὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπον. Ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τὸ ἴδιον κάμνει. Διὰ τοῦ κηρύγματος γίνεται τομή, τομὴ σωτήριος. «Χωρισμὸς τοῦ χείρονος ἀπὸ τοῦ κρείττονος» ὄπως λέγουν οἱ Πατέρες. Ὅ,τι εἶνε σαπρὸν καὶ ἐπιβλαβὲς διὰ τὴν ψυχικὴν ὑγείαν κόπτεται. Πρὸς τὸν μέθυσον π.χ. λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ˙ «Μέθυσοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν» (Α΄ Κορινθ. 6, 10). Ὁ μέθυσος τὸ ἀκούει. Ἐὰν πιστεύση, ὄτι εἶνε λόγος Θεοῦ, ρῆμα Κυρίου, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμμίαν μείωσιν καὶ τροποποίησιν, καὶ ὅτι ἡ παράβασις τῆς ἐντολῆς συνεπάγεται φρικτὰς συνεπείας, τῶν ὁποίων ἡ μεγίστη εἶνε ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, τὴν πηγὴν τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ μακαριότητος, ἐὰν ταῦτα πιστεύση, τότε μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου θὰ θέση τελείαν καὶ παῦλαν εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν ζωήν του. Στόπ! Θὰ βάλη μαχαῖρι εἰς τὸ πάθος. Θὰ παύση νὰ πίνη. Ἀκόμη θʼ ἀποκόψη ἐαυτὸν ἀπὸ τὴν συναναστροφὴν τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων μὲ τοὺς ὁποίους κάθε βράδυ ἔδιδε τὸ παρὸν εἰς τοὺς ναοὺς τοῦ Βάκχου. Ναοὶ τοῦ Βάκχου δὲν εἶνε αἱ ταβέρναι, τὰ κοσμικὰ νυκτερινὰ κέντρα ποὺ αὐξάνουν καθημερινῶς καὶ εἶνε τριπλάσιοι καὶ τετραπλάσιοι τῶν ἱερῶν Ναῶν τῆς Πατρίδος μας καὶ ἔχουν τὰ Σαββατοκύριακα πελατείαν, τῆς ὁποίας οἱ ἀριθμοὶ ἀσφαλῶς ὑπερβαίνουν κατὰ πολὺ τοὺς τακτικοὺς ἀκροατὰς τῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν; Ὁ μέθυσος ποὺ ἐπίστευσε καὶ ὑπήκουσεν εἰς τὸ ρῆμα τοῦ Κυρίου, δὲν πατάει πλέον τὸ κατώφλι τῆς ταβέρνας. Μαχαίρι ἔβαλε. Σφάζει τὸ πάθος του. Λέγει εἰς τὴν σάρκα˙ «Σάρξ! Πολὺ κακομαθημένη εἴσαι. Ζητεῖς ἀλκοόλ. Βλέπεις εἰς τὸ ὄνειρόν σου φιάλας καὶ βαρέλια οἴνων καὶ οἰνοπνευμάτων. Θὰ ηὔχεσο καὶ σύ, ὡς ὁ ποιητὴς τοῦ Βάκχου, νὰ ἧτο ἡ θάλασσα κρασὶ καὶ οἱ βαρκοῦλες κοῦπες… Αὐτὰ ζητεῖς. Αὐτὰ ποθεῖς καὶ εὔχεσαι. Ἀλλὰ ἐγὼ ἔβαλα μαχαῖρι. Δὲν θὰ σοῦ δώσω οὔτε ἕνα δράμιον. Πάθος ὀλέθριον θὰ σὲ σφάξω, θὰ σὲ νικήσω, θὰ σὲ ὑποτάξω εἰς τὸ Πνεῦμα…». Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπόφασις τοῦ μετανοοῦντος μεθύσου. Ἀλλʼ ἑὼς ὅτου ὀ μέθυσος νικήση τὸν κατώτερον ἐαυτόν του καὶ ἐπιβάλη σιγὴν εἰς τὸν δεινὸν ἀντίπαλον, ὦ Θεέ, ὁποία μάχη, ὁποῖος πόλεμος. Πόλεμος ὅμως εὐλογημένος. Πόλεμος μὲ τὸν Ἰησοῦν. Πόλεμος ὅστις τελικῶς θὰ φέρη εἰς τὴν καρδίαν τοῦ εἰλικρινῶς μετανοοῦντος τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν (Φιλ. 4, 7).
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ὁ πιστὸς ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Κύριον εὑρίσκεται εἰς ἐμπόλεμον κατάστασιν μὲ τὸν ἐαυτόν του. Δὲν τῶ ἐπιτρέπει πλέον νὰ κάμη ὅ,τι θέλει. Ἀλλὰ ὁ πιστὸς ὄχι μόνον τίθεται ἀντιμέτωπος τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἐλαττωμάτων καὶ παθῶν καὶ κρατῶν τὴν μάχαιραν τοῦ πνεῦματος κτυπᾶ ἀνηλεῶς τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἕως ὅτου ἐκπνεύση, ἀλλὰ καὶ ἔρχεται εἰς σύγκρουσιν καὶ μὲ τὸ εἰδωλολατρικὸν περιβάλλον. Διότι εἰδωλολάτραι μὲ χριστιανικὴν μάσκαν εἶνε οἱ πέριξ τοῦ πιστοῦ ἄνθρωποι. Εἶνε οἱ οἰκιακοί του, ὅσοι ἐξ αὐτῶν δὲν πιστεύουν εἰς τὸν Θεάνθρωπον καὶ δὲν θέλουν νὰ ζήσουν κατὰ τὰς ἁγίας του ἐντολάς. Αὐτοί, οἱ γνώριμοι, οἰ φίλοι, οἱ κατὰ σάρκα συγγενεῖς βλέποντες ὅτι ὀ πιστὸς δὲν βαδίζει πλέον τὴν ὁδόν, τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον ὁδὸν τῆς ἀπωλείας εἰς τὴν ὀποίαν μέχρι χθὲς συνεβάδιζε μετʼ αὐτῶν, ἀλλὰ βαδίζει ἄλλην ὁδόν, τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τοῦ καθήκοντος, τὴν ὁδὸν τοῦ Γολγοθᾶ, ὁδὸν ὅλως ἀντίθετον πρὸς τὴν πρώτην, ἐξανίστανται κατʼ αὐτοῦ. Καὶ ὁ πιστὸς εἶνε ἕνας καὶ αὐτοὶ εἶνε πολλοί. Δὲν εἰμπορεῖς – λέγουν ἐν χορῶ πρὸς τὸν ἐγκρατῆ καὶ σώφρονα νέον οἰ ποτὲ φίλοι του οἱ πίνοντες τὴν ἁμαρτίαν ὡς ποτήρια ψυχροῦ ὕδατος – δὲν εἰμπορεῖς σὺ νʼ ἀποτελέσης ἐξαίρεσιν μεταξὺ τῶν συσπουδαστῶν σου καὶ τῶν συστρατιωτῶν σου. Καὶ ζωγραφίζοντες τὴν ἁμαρτίαν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του ἀγωνίζονται νὰ κάμψουν τὴν θέλησίν του, νὰ τὸν παρασύρουν πρὸς τὸ μέρος τῶν, νὰ τὸν κάμουν νὰ κυλισθῆ ἐκ νέου εἰς τὸν βόρβορον, ἀπὸ τῶν ὁποῖον χάριτι Θεοῦ ἐξῆλθεν. Ἀλλὰ ὁ νέος εἶνε πιστὸς καὶ δὲν κάμπτεται εἰς τὴν ἐπίθεσιν τοῦ κόσμου. Ὡς πιστὸς ἔχει λάβει τὴν ἀπόφασίν του. Οὐδεμίαν ὑποχώρησιν εἰς τὸ πάθος. Οὐδεμία στροφὴ πρὸς τὰ ὀπίσω. Τὸ πάθημα γυναικὸς Λὼτ τὸν φοβίζει. Μαχαῖρι. Προτιμᾶ νὰ χωρισθῆ καὶ ἀπὸ τὰ πλέον προσφιλῆ τοῦ πρόσωπα, παρὰ νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τὸν Κύριόν του, ὅστις τόσον τὸν ἠγάπησεν, ὥστε νὰ δώση τὸ τίμιόν Του αἵμα ὡς λύτρον τῆς ψυχῆς του. Μετρᾶ τὸ λύτρον καὶ βλέπει ὑπὸ τὸ νέον φῶς τὴν ἁμαρτίαν καὶ φρικτᾶ. Μεταξὺ τοῦ κόσμου καὶ τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ εὑρίσκεται ἡ μάχαιρα τοῦ πνεῦματος, τὸ ρῆμα τοῦ Κυρίου. Εἰς τὸν κόσμον, ὅστις διʼ ὅλων τῶν μέσων τὸν προτρέπει νὰ ὑποχωρήση καὶ νὰ παραδοθῆ εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς ἁμαρτίας, ὁ πιστὸς δοῦλος άπαντᾶ, ὄπως καὶ ὁ υἰὸς τοῦ Ἰακώβ, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ εἰς τὰς αἰσχρὰς προτάσεις τῆς ἐκβεβακχευθείσης ὑπὸ τῆς ἡδονῆς γυναικός τοῦ Πετεφρῆ; Πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο καὶ ἀμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ (Γεν. 39, 9). Τὸ ρῆμα, ὅλα τὰ ρήματα τοῦ κόσμου νικᾶ ἕν ρῆμα, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Αἱ ἀρχαὶ τοῦ χριστιανισμοῦ εἶνε αὐστηραί, ἀσυμβίβαστοι πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Διʼ αὐτὸ ὁ κόσμος, ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ζῶν καὶ πολιτευόμενος κόσμος ἀντιδρᾶ καὶ δὲν ἀγαπᾶ τὸν χριστιανόν, τὸν χριστιανὸν ἐκεῖνον, ὅστις ἐν τὴ ζωή του ἐφαρμόζει τὰς ἀρχαὰς αὐτὰς καὶ παρουσιάζει θαυμαστὴν συνέπειαν ἰδεῶν καὶ πράξεων. Μὲ τοὺς νεκροὺς δὲν ἀσχολεῖται ὁ κόσμος, ἀλλὰ οἱ θερμοί, οἱ ζωντανοὶ ἄνθρωποι τοῦ Εὐαγγελίου πολὺ ἐνοχλοῦν τὸν κόσμον. Διότι ὀ δίκαιος, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ἐν μέσω ἀδίκου καὶ ἀπίστου γενεᾶς εἶνε κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ «βαρὺς ἀκόμη βλεπόμενος». Δὲν θέλουν νὰ τὸν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Οὔτε ζωγραφιστόν. Τὸν μισοῦν θανασίμως. Τὸν θεωροῦν ὡς μέγα, ὡς ἀνυπέρβλητον, ὡς τὸ μόνον ἐμπόδιον διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῶν ἰδιοτελῶν σκοπῶν καὶ σχεδίων των καὶ ἀγωνίζονται νὰ τὸν ἐκμηδενίσουν. Καὶ τὶ μέσα δὲν χρησιμοποιοῦν! Θάνατος εἰς τοὺς χριστιανοὺς ἠκούετο μυριοστόμως ἡ κραυγὴ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ ἐσείοντο τὰ ἀμφιθέατρα τῆς Ρώμης ἀπὸ τὰς φωνὰς τοῦ μίσους κατὰ τῶν γνησίων ὀπαδῶν τοῦ Ναζωραίου. Καὶ εἰρωνεῖαι καὶ ἐμπαιγμοὶ καὶ συκοφαντίαι καὶ παραγκονισμοὶ καὶ ἀπειλαὶ ἀρχόντων καὶ βασιλέων καὶ φυλακαὶ καὶ δηρμεύσεις περιουσιῶν καὶ θάνατοι βίαιοι καὶ σκληροὶ ἦσαν τὰ συνήθη ὅπλα τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τῶν ὀλίγων χριστιανῶν. Καὶ οἰ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἐσιώπων; Κάθε ἄλλο. Ἐν μέσω τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου δὲν ὑπέστελλον τὴν ἔνδοξον σημαίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ κρατοῦντες τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεῦματος ἐπολέμουν σφοδρῶς τὸν Ἑωσφόρον καὶ εἴχον τὴν παρρησίαν νὰ ἐλέγχουν τὴν μωρία καὶ τὴν ἐγκληματικότητα τοῦ περιβάλλοντος ποὺ μὲ πίεσιν μυρίων ἀτμοσφαιρῶν ἐζήτει νὰ τοὺς συνθλίψη. «Οἱ θεοί σας – ἔλεγον πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρας διώκτας – εἶνε εἴδωλα. Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσι, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούσονται… ὄμοιοι αὐτοῖς γένοιτο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπʼ αὐτοῖς» (Ψαλμ. 113, 12-16). Οἰ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἦσαν ἀπτόητοι. Ἠγάλλοντο καὶ ηὐφραίνοντο ἐν τοῖς διωγμοῖς των διὰ τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου. Ὡς λέοντες πῦρ πνέοντες. «Ἐγγὺς μαχαίρας, ἐγγὺς Θεοῦ. Μεταξὺ θηρίων, μεταξὺ Θεοῦ» θὰ ἠδύνοντο νὰ εἴπουν καὶ αὐτοὶ μαζὺ μὲ τὸν Ἅγιον Ἰγνάτιον τὸν Θεοφόρον.
Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰῶνων ἐφήρμοζον τὸ περιλάλητον ρητόν: «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν».
Καὶ οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι τῆς κατακομβικῆς Ἐκκλησίας ἐνίκων τὸν κόσμον σφαζόμενοι, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀρχηγοῦ των ὑπὲρ τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος οὐχὶ τὸ αἵμα τῶν ἄλλων ἀλλὰ τὸ ἴδιον αὐτῶν αἵμα ἐκχέοντες. Ἰδοῦ διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Μωαμεθανισμοῦ, μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Κομμουνισμοῦ. Διαφορὰ ριζική. Διαφορὰ τόση, ὅση εἶνε ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν σφάζομαι διὰ τὴν ΙΔΕΑΝ καὶ τοῦ σφάζω ἄλλους διὰ τὴν ἰδέαν μου.
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἀνωτέρω ἄς ἴδωμεν τώρα καὶ τὴν κατάστασιν. Θλιβερὰ διαπίστωσις: Οἱ σημερινοὶ χριστιανοὶ κατὰ μεγίστην πλειοψηφίαν εἴμεθα… ἄνευ μαχαίρας, ἄνευ εὐγενῶν ἐπιθυμιῶν, ἄνευ ἀποφάσεων μεγάλων καὶ ὑψηλῶν, ἄνευ σφοδροῦ πολέμου πρὸς τὸ ἐν τῶ συγχρόνω κόσμω πολυειδὲς καὶ πολυποίκιλον κακόν. Ὁ κόσμος δὲν μᾶς πολεμεῖ, ἀπλούστατα διότι οὐδόλως ἐνοχλοῦμεν τὸν κοσμοκράτορα. Οὔτε διὰ λόγων οὔτε διὰ ἔργων ἐρχόμεθα εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν κόσμον. Μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ κόσμου δὲν ὑπάρχει πλέον μάχαιρα. Πρὸ πολλοῦ ἐπαύσαμεν νὰ εἴμεθα ἀγωνισταί. Ἀφοπλισθήμεν καὶ παραδιδόμεθα μὲ κατεβιβασμένας τὰς σημαίας ἄνευ ὅρων εἰς τὸν κόσμον. Ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ Χριστὸς καὶ ἠ Ἁγία Αὐτοῦ Ἐκκλησία, ἀλλʼ ὅ,τι θέλει ὁ κόσμος, τὰ ἁμαρτωλά, τὰ πολυποίκιλα τοῦ κόσμου συγκροτήματα, αὐτὸ ἀσπαζόμεθα, αὐτὸ ἐκτελοῦμεν οἱ πλεῖστοι. Καὶ ἐπειδὴ ἡ θέλησις τοῦ κόσμου καὶ ἡ θέλησις τοῦ Χριστοῦ συγκρούονται καὶ προβάλλεται φανερὰ ἡ ἀντίθεσις μεταξὺ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ ἑνὸς κυρίου καὶ τοῦ ἄλλου ΚΥΡΙΟΥ, ἡμεῖς μὲ τὴν εὐφυᾶ καὶ συγχρονισμένην θεολογικῶς (!) σκέψιν μας ζητοῦμεν νʼ ἀνακαλύψωμεν ἐπιχειρήματα καὶ νὰ δικαιολογήσωμεν τὰς διαρκεῖς ὐποχωρήσεις εἰς τὰς ἁμαρτωλὰς τάσεις καὶ ἐπιθυμίας τοῦ ἀπατεῶνος κόσμου. Προσπαθοῦμεν οἱ ἀνόητοι, οἱ κενοὶ ἄνθρωποι, νὰ συμβιβάσωμεν τὰ ἀσυμβίβαστα, νὰ διαλύσωμεν τὸ ἔλαιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος, νὰ γεφυρώσωμεν τὰ ἀγεφύρωτα, νὰ δημιουργήσωμεν μίαν μικτὴν ζωήν, μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας διαρκῶς κυμαινόμενοι. Ὁ κόσμος ἐν ἡμῖν κυριαρχεῖ καὶ ὅταν ἀκόμη κατὰ τοῦ κόσμου ὡμιλῶμεν! Ὑπερβολαί ταῦτα; Ἄς ἀναφέρωμεν τρία ἤ τέσσαρα παραδείγματα ἐκ τῆς ζωῆς τῶν συγχρόνων χριστιανῶν. Εἰς κινηματογράφον παίζεται ἔργον. Ἡ αὐστηρὰ ἠθικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θέλει καὶ τὸ βλέμμα καὶ ἡ σκέψις μας νὰ ἔχουν διαύγειαν κρυστάλλου, τὸ ἀπαγορεύει. Ἡ ταινία κίνδυνος-θάνατος. Ἀλλὰ ὀ χριστιανὸς τῶν σημερινῶν καιρῶν δὲν ἀκούει τὸ ψαλμικόν˙ «ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἰδεῖν ματαιότητα», θεωρεῖ τὸ ἔργον κατάλληλον, μεταβαίνει εἰς τὸ κινηματοθέατρον καὶ οὕτω διὰ τῆς παρουσίας του ἐνισχύει καὶ ἐκείνους ἀκόμη ἐκ τῶν κοσμικῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας των εἶχον μερικὰς ἀμφιβολίας περὶ τῆς ἠθικῆς ἀταξίας τοῦ παιζομένου ἔργου. Ἐνῶ ἐὰν ἦτο πιστὸς θὰ ἐμιμεῖτο τοὺς χριστιανοὺς τῶν πρώτων αἰώνων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε μετέβαινον εἰς θεάματα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα, σημειωτέον, ἐν συγκρίσει μὲ πολλὰ σημερινὰ θεάματα ἦσαν πολλῶ σεμνότερα. Ἤ ἐὰν ἦτο φλογερὸς ἀγωνιστὴς θὰ μετέβαινεν εἰς τὸν κινηματογράφον ὄχι διὰ νὰ ἴδη, ἀλλὰ ἵνα ἐν ὀνόματι τῶν γραπτῶν καὶ ἀγράφων νόμων ὑψώση τὴν φωνὴν διαμαρτυρίας, παρασύρη καὶ ἄλλους εἰς τὴν διαμαρτυρίαν καὶ διακόψη τὴν συνέχειαν τῆς κινηματογραφικῆς ταινίας. Ἔτσι ἐνεργῶν καὶ πράττων θὰ ἐγένετο φραγμός, θὰ ἔθετε μάχαιραν διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ ἄλλων ψυχῶν. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ σημερινὸς χριστιανὸς χλιαρὸς ὑποχωρεῖ εἰς τὸ ζήτημα τοῦ κινηματογράφου. «Ἀφοῦ πᾶνε ἄλλοι ἄς ὑπάγω καὶ ἐγώ»… Καὶ πηγαίνει ὁ ἡλίθιος οἰκογενειακῶς. Πηγαίνει εἰς τὸν Ἅδην. Ὑποχωρεῖ εἰς τὸν κινηματογράφον. Ὑποχωρεῖ εἰς τὸ ζήτημα τῶν χορῶν, τῶν χορῶν ποῦ ἁμιλλῶνται τοὺς χοροὺς τῶν ἀγρίων τετραπόδων Ἀφρικανικῆς ζούγκλας. Ὑποχωρεῖ εἰς τὸ ζήτημα τοῦ Καρναβάλου ποὺ ἐφέτος δύο μεγάλαι πόλεις τοῦ ἑλληνισμοῦ, κοιτίδες ἄλλοτε χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἠθικῆς, τὸ Ἡράκλειον Κρήτης καὶ αἱ Πάτραι ἑτοιμάζονται καὶ πάλιν νὰ ἑορτάσουν μεγαλοπρεπέστερον παντὸς ἄλλου ἔτους. Ἄ οἱ διοργανωταὶ τῆς καθαρῶς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς πομπὴς (ἴδε τὸ ὑπ. ἀριθμ.125 φύλλον τῆς Σπίθας) εὖρον θερμὸν συνήγορον… ποῖον νομίζετε; καθηγητὴν θεολ. Σχολῆς Πανεπιστημίου καὶ Ἀκαδημαϊκόν, ὅστις ἐχαρακτήριζε τὸν Καρνάβαλον ἀθώαν παιδιάν, ψυχαγωγίαν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ὑποχωροῦν οἱ χριστιανοί μας καὶ εἰς ἄλλα σοβαρὰ ἀκόμη θέματα, ὡς εἶνε τὸ ζήτημα τῆς ἀποφυγῆς τῶν τέκνων, τῶν μικτῶν γάμων τῆς καταργήσεως τῶν κωλυμάτων τοῦ γάμου, τῶν διαζυγίων. Ὑποχωροῦν εἰς ὄλας τὰς εἰδωλολατρικὰς τάσεις τῆς ἐποχῆς μας. Γενικὴ ὑποχώρησις καθʼ ἅπασαν γραμμὴν τοῦ χριστιανικοῦ μετώπου ὑπενθυμίζουσα τὴν θλιβερὰν ὑποχώρησιν καὶ κατάρρευσιν τοῦ Μικρασιατικοῦ μετώπου. Ἀντίστασις χλιαρά, μηδαμινή. Μάχαιρα πουθενά. Καὶ τὶς δὲν κάμπτεται καὶ δὲν ὑποχωρεῖ; Κύριε! Εἰς ποίους καιροὺς ζῶμεν. Ὑποχωροῦν οἱ σύζυγοι εἰς τὰς συζύγους των και αἱ σύζυγοι εἰς τοὺς συζύγους εἰς θεμελιώδη θέματα ἠθικῆς, τῶν ὁποῖων ἡ διαφωνία ἐπιβάλλει χωρισμὸν παρὰ ὐποχώρησιν. Ὑποχωροῦν οἱ γονεῖς εἰς τὰς παραλόγους θελήσεις τῶν τέκνων των. Ὑποχωροῦν τὰ τέκνα εἰς ἀντιχριστιανικὰς ἀπαιτήσεις ἀθέων καὶ ὑλιστῶν γονέων. Ὑποχωροῦν οἱ ὑφιστάμενοι εἰς ἀνόμους πιέσεις προϊσταμένων διʼ ἕνα τεμάχιον ἄρτου. Ὑποχωροῦν… Γενικὴ ὐποχώρησις. Υ̓ποχωρεῖ τέλος καὶ ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησία εἰς τὰς ἀντιχριστιανικὰς τοῦ Κράτους ἐπιθυμίας, ὅπερ ἐπὶ μίαν ἑκατονταετίαν κυβερνᾶ οὐσιαστικῶς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὰ ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν θλιβεροὶ εἰσπράκτορες καρπαζιῶν ἐκ μέρους τοῦ Καίσαρος, τοῦ Κράτους. Μάχαιρα τέμνουσα, χωρίζουσα εὐεργετικῶς Κράτος καὶ Ἐκκλησίαν καὶ ἀποδίδουσα εὐαγγελικῶς τὰ τοῦ Θεοῦ τῶ Θεῶ καὶ τὰ τοῦ Καίσαρος τῶ Καίσαρι, δὲν ἐμφανίζεται. Γενικὴ ὐποχώρησις. Ἰδοῦ καὶ οἱ Ἱ. Ναοὶ τείνουν νὰ γίνουν θέατρα. Ἀκούονται ἤδη αἱ φωναὶ ἠθοποιῶν καὶ κανταδόρων. Καὶ σκὲτς καὶ ἀθῶαι δῆθεν θεατρικαὶ παραστάσεις κατηχητῶν καὶ κατηχητριῶν παρουσία ἱερέων καὶ Σεβασμιωτάτων Ἱεράρχῶν ἄρχισαν νὰ λαμβάνουν χώραν ἐντὸς τῶν Ἱ. Ναῶν. Αὐτά. Βλέπετε, ζητεῖ ὁ λαός. Τραλὰ-τραλὰ… γέλοια καὶ καγχασμοὶ ἀντὶ δακρύων θὰ ἀκούωνται τοῦ λοιποῦ. Ψυχαγωγία τοῦ κοινοῦ θαυμασία. Αὐτὰ δὲν γίνονται νομίζω καὶ εἰς ἄλλας χώρας; Διατὶ νὰ μὴ γίνουν καὶ ἐδῶ;
Μάχαιρα Ὀρθοδοξίας… μάχαιρα εὐλογημένη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶσαι διὰ νὰ κάμης τὴν σωτήριον τομήν;
* * *
Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται τῆς «Σπίθας». Τὸ πνεῦμα μιᾶς νόθου θρησκευτικῆς ζωῆς συνεχῶς ἐκκοσμικευομένης καὶ συμβιβαζομένης μὲ τὰς συγχρόνους εἰδωλολατρικὰς τάσεις τῆς ἐποχῆς μας πρέπει νὰ καταπολεμηθῆ σφοδρῶς. Εἰς μίαν ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ κακὸν ὡς τὰ ὅμβρια ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ κορυφοῦται συνεχῶς καὶ τείνει νὰ καλύψη καὶ τὰς ὑπολοιπομένας κορυφάς˙ εἰς μίαν ὲποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν θεολόγοι καθηγηταὶ καὶ Ἀκαδημαϊκοὶ παρουσιάζονται δημοσία συνήγοροι εἰδωλολατρικῶν ἐκδηλώσεων, νομίζομεν, ὅτι ἐτέστη ἡ στιγμὴ νʼ ἀκουσθῆ καὶ πάλιν ἡ προτροπὴ, ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἡ λέγουσα˙ «ὁ μὴ ἔχων πωλησάτω τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσατω μάχαιραν» (Λουκ. 22, 36). Ὅλοι δηλαδή, ὅλοι ὅσοι μέχρι τοῦδε ἐδείξαμεν χλιαρότητα βίου καὶ ὑπεχωρήσαμεν εἰς πολλὰς τοῦ κόσμου ἐπιθυμίας καὶ ἀπαιτήσεις, τώρα ποὺ εἰσερχόμεθα εἰς νέον ἔτος ἄς ἀναθεωρήσωμεν τὴν στάσιν μας. Ἡ στάσις μας εἶνε ἐγκληματική. Ὄχι φίλοι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φίλοι τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνωμεν. Δὲν ἀκούομεν τὸν δριμὺν ἔλεγχον ποὺ ἀπευθῦνει πρὸς ὅλους μας τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; «Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὅς ἄν οὗν βουληθῆ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσασται» (Ἰακ. 4, 4). Ἀλλάξωμεν τακτικήν. Οἱ σύζυγοι ἀπέναντι τῶν συζύγων, οἱ γονεῖς ἀπέναντι τῶν τέκνων, τὰ τέκνα ἀπέναντι τῶν γονέων, οἱ πάντες ἀποδείξωμεν ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, εἶνε ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ καὶ βασιλεύει εἰς τὰς καρδίας μας καὶ ὅτι χάριν τοῦ θελήματος αὐτοῦ δὲν διστάζομεν νὰ ποδοπατήσωμεν ὑλικὰ συμφέροντα νὰ κόψωμεν συγγενείας καὶ φιλίας, νὰ θυσιάσωμεν τὸν συναισθηματικόν μας κόσμον, νὰ παραταχθῶμεν πρὸς ὅλον τὸν κόσμον, θυσιάζοντες καὶ αὐτὴν τὴν ζωὴν χάριν τῆς ἀγάπης Ἐκείνου. Ἰδοὺ ἡ μάχαιρα, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀγοράσωμεν.
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ἀδελφαὶ καὶ Μητέρες. Δὲν εἶνε καλὸν πάντοτε ἡ ὁμόνοια. Δὲν εἶνε καλὴ πάντοτε ἡ εἰρήνη ἡ διὰ παντὸς τρόπου καὶ ἐπὶ θυσία τῶν ἀρχῶν μας ἐξασφαλιζόμενη. Μιᾶς τοιαύτης εἰρήνης ποὺ μᾶς παραδίδει τὴν ἀπόλυτον θέλησιν τοῦ κόσμου προτιμότερος ὁ πόλεμος ὁ χριστιανικὸς πόλεμος. Κατὰ τὸν Γρηγόριον θεολόγον «κρείσσων πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ». Θυσιάσωμεν λοιπὸν τὴν φιλίαν τοῦ κόσμου. Ἀναλάβωμεν ἔχθραν διʼ ἀγάπην Χριστοῦ.Εἴπωμεν καὶ είς τὰ πλέον προσφιλέστερα πρόσωπα ποὺ ζητοῦν νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Αἰωνίου διὰ νὰ μᾶς παραδώσουν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ προσκαίρου καὶ ἐφημέρου καὶ ἀπατηλοῦ κόσμου εἴπωμεν ὅ,τι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔλεγεν εἰς τοὺς εἰδωλολατροῦντας συγγενεῖς του καὶ διʼ αὐτὸ ηὐλογεῖτο καὶ ἐμακαρίζετο ὑπὸ τοῦ Θεόπτου Μωϋσέως: «Ὁ λέγων τῶ πατρὶ καὶ τῆ μητρὶ οὐχ ἑώρακα σε καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἀπέγνω˙ ἐφύλαξα τὰ λόγια Σου καὶ τὴν διαθήκην Σου διετήρησεν» (Δευτερ. 43, 9). Καὶ τὸ ἀκόμη ἐκφραστικώτερον τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ἤτω ἀνάθεμα, μαρὰν Ἀθά» (Α΄ Κορινθ. 16, 22).
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ναί! Κύριε! Ἐννοοῦμεν τὸν λόγον Σου τὸν βαθύτατον. Μᾶς διδάσκεις, ὅτι οὐδὲν ἀγαθὸν ἄνευ θυσίας, ὅτι οὐδεμία εἰρήνη ἄνευ πολέμου. Καὶ ἔδωκας Σὺ πρῶτος τὸ παράδειγμα. Ἐπάλευσες, ἐπολέμησες τὰς ἀντιθέους δυνάμεις καὶ νικήσας τὴν ἁμαρτίαν, τὸν κόσμον, τὸν θάνατον, τὸν Σατανᾶν ἀνῆλθες ἐκ τοῦ τάφου Ὠραῖος καλλει παρὰ πάντας βροτοὺς καὶ προσεφώνησες ἐν τῶ προσώπω τῶν μαθητῶν Σου τοὺς πιστοὺς ὀπαδοὺς ὄλων τῶν αἰώνων μὲ τὸ «εἰρήνη πᾶσι». Ἡ εἰρήνη Σου ἦλθεν ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πολέμου Σου. Καὶ ἡμεῖς ἐπὶ τὰ ἴχνη Σου πρέπει νὰ βαδίσωμεν. Τὸ ὕψιστον ἀγαθόν, ἡ βασιλεία Σου, ἡ ἐπικράτησις τοῦ θεϊκοῦ θελήματος εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀτόμων οἰκογενειῶν καὶ λαῶν, δὲν θὰ ἐπιτευχθῆ εἰμὴ μόνον, ἐὰν οἱ ὀπαδοί Σου ἐμπνευσθῶμεν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερτάτης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ.
̶ Μάχαιρα=ἀπόφασις θανάτου διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
̶ Ἰδού, ἀγαπητοί, ἰδοὺ ἀγαπητοὶ καὶ ὀ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ περιοδικὸν τοῦτο ἐπὶ τῶ εἰσόδω εἰς νέον ἔτος ἐμφανίζεται μὲ δίχρωμον τὴν ἐπικεφαλίδα του. Πράσινον-κόκκινον. Τὸ κόκκινον διὰ νὰ ὑπενθυμίζη τὸ αἵμα τοῦ Θεανθρώπου, τοὺς κόπους καὶ τὰ αἴματα τῶν πιστῶν Του δούλων, τὸ πῦρ, τὴν μάχαιραν τοῦ ζήλου, τὸν σφοδρὸν πόλεμον κατὰ τοῦ κακοῦ, τὸν ὁποίον διεξήγαγον γενναίως οἱ ἥρωες τῆς χριστιανοσύνης. Τὸ πράσινον διὰ νὰ ὑπενθυμίζη τὸ τέρμα τῶν ἀγώνων, τὸν κλάδον τῆς ἐλαίας, διὰ νὰ συμβολίζη τὴν εἰρήνην ποὺ ποθοῦν αἱ καρδίαι μας.
Ὦ Κύριε! Εἰς τὰ ἐσβεσμένα θυσιαστήρια τῶν καρδιῶν μας ρίψε, Σὲ ἱκετεύομεν, ρίψε μερικοὺς σπινθῆρας ἐκ τοῦ οὐρανίου ἐκείνου πυρὸς ποὺ ἦλθες νὰ φέρης καὶ θέλεις νὰ βλέπης νὰ φλογίζωνται αἱ καρδιαί μας. Καὶ ὀλίγοι σπισθῆρες ἀρκοῦν… Χωρὶς πῦρ, χωρὶς μάχαιραν, χωρὶς ζήλον, χωρὶς ἀπόφασιν θανάτου ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου, οὐδὲν ἀδελφοί, οὐδὲν δυνάμεθα νὰ πράξωμεν. Καὶ τούτων τόσην ἀνάγκην ἔχει ἡ ἐποχή μας. Ἄς τὰ ζητήσωμεν κλαίοντες διὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας παρὰ τοῦ Κυρίου.