Σελίδες

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

῾Ερμηνεία εἰς τὸν ΙΕʹ ῾Ιερὸν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας ῾Αγίας Συνόδου 4 ὑπὸ ἀοιδίμου ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας


Αποτέλεσμα εικόνας για ἀοιδίμου ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας

Συμβολὴ εἰς τὴν θεολογίαν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως καὶ ᾿Αποτειχίσεως

     Οἱ ὅροι «ἔνστασις» καὶ «ἐνιστάμενοι» εἶναι πατερικοί. Τοὺς ἀναφέρει λόγου χάριν ὁ μέγας ἀγωνιστὴς τῆς ᾿Ορθοδοξίας ῞Οσιος Θεόδωρος Στουδίτης.
    Πᾶς δὲ «ὁ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἐνιστάμενος» 1 εἶναι ἀγωνιστὴς τοῦ καλοῦ ἀγῶνος «τῆς ὀρθοδόξου καὶ θεαρέστου ἐνστάσεως» 2 .
      Διὰ τοῦτο λογίζεται καὶ ὁμολογητὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως, «ὁμολογητὴς γὰρ πᾶς ὁ ἐνιστάμενος» 3 κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
      ῾Επομένως καὶ ἄξιος «τιμῆς» ᾿Ορθοδόξου, κατὰ τὸν ῾Ιερὸν Κανόνα ΙΕʹ τῆς ῾Αγίας ΑΒʹ Συνόδου, τοῦ ὁποίου τὴν ἔγκυρον ἑρμηνείαν ὑπὸ τοῦ ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας παραθέτομεν ἀκολούθως.

῾Ερμηνεία

εἰς τὸν ΙΕʹ ῾Ιερὸν Κανόνα

τῆς Πρωτοδευτέρας ῾Αγίας Συνόδου 4

ὑπὸ ἀοιδίμου ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας


       ΟΚΑΝΩΝ οὗτος εἶναι συμπλήρωμα τοῦ ΙΓʹ καὶ τοῦ ΙΔʹ Κανόνος τῆς παρούσης Συνόδου, ἐπιτάσσει δέ, ἵνα, ἐφ᾿ ὅσον πρέπει νὰ ὑφίσταται ἡ σχέσις ἐκείνη (σχέσις ὑποταγῆς δηλονότι καὶ πειθαρχίας) τοῦ μὲν Πρεσβυτέρου πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπον, τοῦ δ᾿ ᾿Επισκόπου πρὸς τὸν Μητροπολίτην, πολλῷ μᾶλλον δέον ὅπως ὑ- πάρχῃ ἡ τοιαύτη σχέσις πρὸς τὸν Πατριάρχην, εἰς ὃν τὴν κανονι- κὴν ὑπακο ν χρεωστοῦσιν ἅπαντες: οἱ Μητροπολῖται, οἱ ᾿Επίσκοποι, οἱ Πρεσβύτεροί τε καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοὶ τοῦ περὶ οὗ πρόκειται Πατριαρχείου.

       Καθορίσας ταῦτα περὶ τῆς πρὸς τὸν Πατριάρχην ὑπακοῆς, ὁ Κανὼν ποιεῖται γενικὴν παρατήρησιν καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν (ΙΓʹ-ΙΕʹ) Κανόνων, δι᾿ ἧς λέγει, ὅτι τὰ ἐκδοθέντα προστάγμα τα ἰσχύουσι μόνον καθ᾿ ἢν περίπτωσιν ὑπεισάγονται σχίσματα ἕνεκεν ἀναποδείκτων τινῶν παραβάσεων τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Μητροπολίτου καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου. ᾿Εὰν ὅμως ᾿Επίσκοπός τις ἢ Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλη- σίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀπο-σχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκό-που, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως.
      ῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης ᾿Ιωάννης (γνωστὸς Ρῶσος Κανονολόγος), ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν τὰς ἱστορικὰς περιστάσεις τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας, παρατηρεῖ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἑρμηνεία τοῦ παρόντος Κανόνος πάντῃ ὀρθῶς καὶ ὑπὸ τὴν αὐστηρὰν ἔννοιαν τῆς Κανονικῆς ἐπιστήμης, ὅτι ὁ λόγῳ αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου ἀποσχιζό- μενος Πρεσβύτερος δὲν θὰ εἶναι ἔνοχος, ἀλλ᾿ ἀξιέπαινος, πλὴν ὅμως μόνον τότε, ἂν ὁ εἰρημένος ᾿Επίσκοπος ἄρξηται κηρύσσων διδασκαλίαν ἀναφανδὸν ἀντιβαίνουσαν πρὸς τὴν διδαχὴν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλη-σίας 5 , καὶ ἄν ταύτην τὴν ψευδῆ διδασκαλίαν παῤῥησίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διακηρύττῃ, προτιθέμενος ἀποφασιστικῶς νὰ καταρ- ρίψῃ τὴν ᾿Ορθόδοξον διδασκαλίαν καὶ νὰ στερεώσῃ τὴν αἵρεσιν· εἰδ᾿ ἄλλως, (ἐὰν δηλαδὴ ᾿Επίσκοπός τις ἐξενέγκῃ ποιάν τινα ἰδιάζουσαν ἐπὶ ζητημάτων πίστεως καὶ ἤθους γνώμην αὐτοῦ, δυναμένην μὲν νὰ φανῇ τινι ὡς μ  ὀρθή, μ  οὖσαν ὅμως ἰδιαιτέρως σπουδαίαν καὶ ἐπανορθουμένην εὐχερῶς, τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου μήπω ἐπὶ ἐσκεμμένῃ ἀνορθοδοξίᾳ ἐνοχοποιουμένου, ἢ ἐὰν πάλιν ὁ διαλη-φθεὶς ᾿Επίσκοπος ἐξενέγκῃ ἐσφαλμένην τινὰ διδασκαλίαν αὐτοῦ ἐν στενωτέρῳ κύκλῳ ὡρισμένων προσώπων, ὥστε εἶναι ἐφικτὸν νὰ διορθωθῇ ἡ ἐν προκειμένῳ διδασκαλία ἐντὸς τοῦ στενωτέρου τού- του κύκλου, τῆς εἰρήνης τῆς ᾿Εκκλησίας μ  ἀθετουμένης), ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει οὐδεὶς Πρεσβύτερος κέκτηται τὸ δικαίωμα τοῦ ἀποχω- ᾿Εκ τοῦ ῾Ιεροῦ Πηδαλίου. Τὸ κείμενον τοῦ ῾Ιεροῦ Κανόνος ΙΕʹ τῆς ΑΒʹ μετὰ τῆς ῾Ερμηνείας τοῦ ῾Οσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου. – 4 – ρίζεσθαι αὐθαιρέτως τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου καὶ τοῦ δημιουργεῖν σχῖσμα· ἄλλως θὰ ὑπόκειται εἰς τὴν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς ταῦτα ὑπὸ τοῦ ΛΑʹ ᾿Αποστολικοῦ Κανόνος προδιαγραφομένην ἐντολήν.
 (Σχετικοὶ Κανόνες: ΛΑʹ ᾿Αποστολικός· ΣΤʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Βʹ· Γʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Γʹ· ΙΗʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Δʹ· ΛΑʹ καὶ ΛΔʹ τῆς ἐν Τρούλλῳ· ΣΤʹ τῆς ἐν Γάγγρᾳ· ΙΔʹ τῆς ἐν Σαρδικῇ· Εʹ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ· Ιʹ, ΙΑʹ καὶ ΞΒʹ τῆς ἐν Καρχηδόνι· ΙΓʹ καὶ ΙΔʹ τῆς Πρωτοδευτέρας)».
1. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1064.
 2. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1045.
 3. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1177.
 4. Περιοδ. «᾿Ορθόδοξος ῎Ενστασις καὶ Μαρτυρία», ἀριθ. 3/᾿Απρίλιος-᾿Ιούνιος 1986, σελ. 73-74. Βλ. ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Οἱ Κανόνες τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μεθ᾿ ἑρμηνείας, τ. II, Novi Sad, σελ. 290-291. ῾Υπογραμμίσεις ἡμέτεραι. Μετάφρασις ἐκ τῆς Σερβικῆς ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (14/27.10.1981).
5. «Καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας».
• Σχόλιον:
      ῾Η ἄποψις αὐτή, ταπεινῶς φρονοῦμεν, δὲν εἶναι ἀκριβής· διότι ἡ ἐπαινουμένη ἀποτείχισις δὲν πραγματοποιεῖται μόνον ὅταν κηρύσσεται ἐπισήμως προκαταδικασθεῖσα ἤδη αἵρεσις, ἀλλὰ γενικῶς ἡ οἱαδήποτε αἵρεσις, εἴτε παλαιὰ εἴτε καινοφανής.
    Τὸ ρῆμα καταγιγνώσκω καὶ ἡ μετοχὴ κατεγνωσμένος-η σημαίνουν βεβαίως καὶ καταδικάζω καὶ καταδικασμένος-η, ἀλλὰ εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν τοῦ ῾Ιεροῦ Κανόνος ΙΕʹ τῆς Πρωτοδευτέρας ἔχουν ἄλλην σημασίαν, ὡς τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τὴν γραμματικήν, συντακτικήν, βιβλικὴν καὶ ἑρμηνευτικὴν παράδοσιν τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν τῆς ᾿Εκκλησίας.
     Πλέον συγκεκριμένως, τὸ μὲν ρῆμα καταγιγνώσκω σημαίνει ἐπίσης ἀποδίδω τι ὡς κατηγορίαν εἴς τινα, κατηγορῶ τινὰ διά τι (καταγιγνώσκω τινὸς ἀνανδρίαν), ἢ δὲ μετοχὴ κατεγνωσμένος-η σημαίνει τὸ νὰ εἶναί τις ἀξιόμεμπτος καὶ ἀξιοκατάκριτος.
 Παραδείγματα:
• «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν» ὁ Πέτρος (Γαλ. βʹ 11) : ἦτο ἀξιόμεμπτος καὶ ἀξιοκατάκριτος.
 • «καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία», «μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν» (Αʹ ᾿Ιωάν. γʹ 20, 21) : ἡ συνείδησις κατηγορεῖ ἡμᾶς διὰ τὴν διαγωγήν μας.
 • «ἐπικινδύνως γινόμενα ἤτοι κατεγνωσμένως» (Μ. Βασιλείου, PG τ. 31, στλ. 1601Α) : ἀξιομέμπτως καὶ ἀξιοκατακρίτως.
• «μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ᾿Επισκόπου» (ΛΑʹ ᾿Αποστολικός).
• «ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ᾿Επισκόπου» (ΙΓʹ τῆς Πρωτοδευ- τέρας).
• «Σημείωσαι τὸν παρόντα ᾿Αποστολικὸν Κανόνα διοριζόμενον ἀκινδύνως ἀποσχίζειν τοὺς κληρικοὺς ἀπὸ τῶν ᾿Επισκόπων αὐτῶν, καταγινώσκοντας τούτων ὡς ἀσεβούντων» (Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, PG τ. 137, στλ. 97C).

• Οἱ εὐσεβεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κλῆρος καὶ λαός, ἀπετειχίσθησαν ἐκ τοῦ πατριάρχου Νεστορίου πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, ἐπειδὴ οὗτος ἐκήρυττε καινοφανῆ καὶ κατεγνωσμένην-ἀξιοκατάκριτον αἵρεσιν, δηλαδὴ «ψευδεπισκόπου καὶ ψευδοδιδασκάλου κατέγνωσαν».