Σελίδες

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Σχετικισμός στήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία (ΤΟΥ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου)

Σχετικισμός στήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία


Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἕνα σημαντικό καί χαρακτηριστικό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὁ λεγόμενος σχετικισμός ἤ σχετικοκρατία ἤ ρελατιβισμός (ἀγγλικό relativism). Τό θέμα αὐτό τό ἐξετάζω στό παρόν ἄρθρο ἀπό τήν πλευρά τῆς θεολογίας. Ὅμως, πρέπει νά δοῦμε καί τήν φιλοσοφική καί ἠθική ἄποψη τοῦ θέματος. Ὁ ὅρος σχετικισμός προσδιορίζει τό ὅτι δέν ὑπάρχουν «κάποιες καθολικές ἀρχές» πού ἰσχύουν γιά ὅλους, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση εἶναι «σχετική, συμβατική, ὑποκειμενική». Ὁ σχετικισμός προσδιορίζεται ἀκόμη μέ τόν σκεπτικισμό, τόν ἀγνωστικισμό, τόν φαινομενισμό, τόν ὑποκειμενισμό, τήν πιθανοκρατία κ.ἄ. Ὑπάρχουν δύο τύποι τοῦ σχετικισμοῦ, ἤτοι ὁ γνωσιακός καί ὁ ἠθικός.
Ὁ γνωσιακός σχετικισμός ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχουν καθολικές ἀλήθειες στόν κόσμο, ἁπλῶς ὑπάρχουν μερικές ἑρμηνεῖες τοῦ κόσμου. Θεωρεῖται ὅτι ὁ φιλόσοφος Πρωταγόρας ἐξέφρασε πρῶτος τέτοιες ἀπόψεις μέ τό ἀξίωμα «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος». Στήν συνέχεια οἱ Σοφιστές ἦταν ἐκεῖνοι πού ὑποστήριξαν ὅτι ὑπάρχει ὁ ὑποκειμενισμός, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὑπάρχουν τόσες ἀλήθειες ὅσες καί τά ἄτομα. Ἐπίσης, συνέδεαν τήν ἀλήθεια ἤ τό ψέμα ἀνάλογα μέ τίς ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ἡ ἀρρώστια γιά τούς ἀρρώστους εἶναι κακό, ἐνῶ ἀντίθετα γιά τούς γιατρούς εἶναι καλό.

Ὁ ἠθικός σχετικισμός ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχουν «καθολικές ἠθικές ἀρχές», ἀφοῦ ὅλες οἱ ἀρχές συνδέονται μέ τόν πολιτισμό καί τήν ἀτομική ἐπιλογή. Ὁ Ἡρόδοτος ἔδειξε ὅτι οἱ λαοί ἔχουν ποικιλία στήν διαφορετικότητα τῶν ἠθῶν καί τῶν ἠθικῶν ἀξιολογήσεων. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἐντάσσεται ὁ ἠθικός μηδενισμός πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχουν ἔγκυρες ἠθικές ἀρχές.

Βέβαια, ὁ σχετικισμός ἐπεκτείνεται καί σέ ἄλλους τομεῖς, ὅπως τήν αἰσθητική, τήν φιλοσοφία τῆς γλώσσας, τό δίκαιο, τό ὡραῖο, ἀφοῦ ὅλα αὐτά εἶναι ὑποκειμενικά καί διαφέρουν ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή, σύμφωνα μέ τίς ἐπιδιώξεις τῶν ἀνθρώπων καί τίς συνθῆκες πού ἐπικρατοῦν σέ κάθε τόπο.

Τό πρόβλημα, πάντως, εἶναι ὅτι ἡ σχετικοκρατία ἔχει εἰσβάλει καί στήν θεολογία καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Θεωρεῖται ἀπό σύγχρονους θεολόγους ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀπόλυτες ἀντικειμενικές ἀρχές, ἀλλά ὅλα εἶναι σχετικά, ὅλα προέρχονται ἀπό ἀπόψεις διαφόρων ἀνθρώπων καί ὅλα τελικά ἀμφισβη¬τοῦνται. Ἔτσι, ἡ ἀλήθεια θεωρεῖται ὡς μιά ὑποκειμενική ἀρχή.

Ἔγινε γνωστόν σέ πολλούς ὅτι ὁ προηγούμενος Πάπας πού παραιτήθηκε, ὁ Βενέδικτος Ράντζιγκερ, ἦταν πολύ προβληματισμένος ἀπό τήν σχετικοκρατία πού ἐπικράτησε καί στό Βατικανό, πάνω σέ διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα, μάλιστα μετά τήν Β' Βατικανή Σύνοδο καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς λόγους πού παραιτήθηκε ἀπό τόν Παπικό θρόνο.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου Raymond Panikkar, γιά τήν θεολογία τοῦ ὁποίου ὁ Ἀρχιμ. Νικόδημος Φαρμάκης ἔγραψε μιά σημαντική διατριβή μέ τίτλο «Χριστιανισμός καί θρησκεῖες στή θεολογία τοῦ Raymond Panikkar». Ὅπως ἀναλύεται στήν διατριβή αὐτή οἱ τρεῖς τάσεις πού διαμορφώθηκαν στήν χριστιανική δύση, μάλιστα μετά τήν Β' Βατικανή Σύνοδο, ἦταν: Πρῶτον, «ἡ ἀποκλειστι¬κότητα», σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεανθρώπου εἶναι μοναδική καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων προϋποθέτει τήν μεταστροφή τους στόν Χριστιανισμό. Οἱ ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν μποροῦν νά σωθοῦν, ἐνῶ κατ’ ἄλλους ὀπαδούς αὐτῆς τῆς τάσεως ἡ σωτηρία ἀνατίθεται στίς βουλές τοῦ Κυρίου»∙ δεύτερον «ἡ ἐμπεριεκτικότητα», «σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ Χριστός εἶναι μέν ὁ μοναδικός φορέας σωτηρίας, ἀλλά ἡ σωτηριώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι παροῦσα καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας»∙ καί τρίτον εἶναι «ὁ πλουραλισμός», «σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ δυνατότητα πολλαπλῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς τέτοιες».

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος R. Panikkar ἀπό τήν «ἀποκλειστικότητα τῆς ἐν Χριστῷ θείας Ἀποκαλύψεως» πέρασε στήν «ἐμπεριεκτικότητα» «διανθισμένη σύν τῷ χρόνῳ μέ πολλά στοιχεῖα πλουραλισμοῦ καί ἀποδοχῆς τῆς ἀρχῆς τῆς ἀμοιβαιότητας τῶν θρησκειῶν».

Ἡ θεολογική σχετικοκρατία προσβάλλει τήν βάση καί τήν ὑποδομή τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Σύμφωνα μέ αὐτήν ὅλα εἶναι σχετικά, στήν ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχουν πολλές παραδόσεις πού καμμιά δέν διεκδικεῖ τό ἀπόλυτο, ὅτι ὅλες οἱ ἀπόψεις γιά τήν πνευματική ζωή εἶναι σχετικές, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλές ἀπόψεις, παραδόσεις καί ὁ καθένας μπορεῖ νά ἐπιλέξη ὅποια ἐπιθυμεῖ.

Αὐτή ἡ ἄποψη ἐπεκτείνεται καί στήν θεολογία τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀκόμη καί σέ αὐτήν τήν ἐκκλησιολογία, τήν ὁποία βλέπουν, μέσα στήν προοπτική τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἔτσι, πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι καί Κληρικοί θεωροῦν ὅτι ὅλα εἶναι ἀνοικτά καί ὅλα ἑρμηνεύονται μέσα στήν προοπτική τῆς σχετικοκρατίας. Ὑποστηρίζουν ὅτι σέ ὅλες τίς Χριστιανικές Ὁμολογίες ὑπάρχει θεολογία, δόγμα, ἀλήθεια, ἀποστολική παράδοση καί διαδοχή, Χάρη στά Μυστήρια κ.ἄ.

Ἔτσι, ἀμφισβητεῖται ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί παραδόσεως, ἡ ἀπολυτότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων. Μάλιστα, μερικοί φθάνουν στό σημεῖο νά βλέπουν κοινά σημεῖα μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ, παρά τίς Συνοδικές ἀποφάσεις, κατά τόν 14ο αἰώνα, καί παρά τίς ἀποφάσεις τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας».

Αὐτό εἶναι πράγματι ἐξοργιστικό, ὅταν μερικοί προσπαθοῦν, ἐν ὀνόματι τῆς σχετικοκρατίας, νά ἐναρμονίσουν τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τήν θεολογία τῶν σχολαστικῶν θεολόγων.

Ἐπίσης, παρουσιάζεται ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ὅταν ἀποφάσιζαν σέ Οἰκουμενικές Συνόδους, δέν εἶχαν καταλάβει τίς ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν καί ὅτι εἶναι καιρός νά διορθωθοῦν. Ἔτσι ἐγράφησαν ἐπιστημονικές ἐργασίες ὅτι οἱ Πατέρες δέν κατάλαβαν τίς ἀπόψεις τοῦ Ἀπολλιναρίου, τοῦ Σεβήρου, τοῦ Διόσκουρου, τοῦ Θεοδώρου Μομψουεστίας κ.ἄ. καί τούς κατεδίκασαν κακῶς.

Φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Προτεστάντες ἔχουν μιά συμπάθεια στούς αἱρετικούς πού καταδικάσθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, συντάσσουν διάφορες ἐργασίες πάνω στά θέματα αὐτά καί δυστυχῶς ἐπηρεάζονται καί ὀρθόδοξοι θεολόγοι, λόγῳ δῆθεν νέων ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν.

Ἀκόμη παρατηρεῖ κανείς μιά τάση σέ σύγχρονους Ὀρθοδόξους Κληρικούς, μοναχούς καί θεολόγους νά «ὀρθοδοξοποιοῦν» μέ σκοπιμότητα ἤ κάποια ἀφέλεια ἀκόμη καί αἱρετικά κείμενα ἤ προδήλως διπλωματικά καί δίγλωσσα. Ἔτσι προσπαθοῦν νά ἐντοπίσουν τά κοινά στοιχεῖα ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων κειμένων, νά τά ἑρμηνεύουν κατά τό δοκοῦν, καί νά παραθεωροῦν τά σημεῖα πού ὄντως εἶναι ἀρνητικά καί προκαλοῦν.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι μπορεῖ νά διαβάση κανείς βιβλία περί προσευχῆς πού γράφηκαν ἀπό ὀρθοδόξους καί μή ὀρθοδόξους καί νά μή καταλάβη ὅτι ὑπάρχουν σαφέστατες διαφορές. Εἶπε χαρακτηριστικά σέ προφορική του ὁμιλία:

«Αὐτό γίνεται ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Διαβάζουν εὐσεβεῖς καί μποροῦν νά διαβάσουν καί κανένα Κίργκεγκαρ, ἤ κανένα Φραντσέζο, ὕστερα διαβάζουν ἕναν Ἐγγλέζο, διαβάζουν ἕναν Γερμανό περί προσευχῆς, μπορεῖ νά διαβάσουν τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἑνός Ἰταλοῦ καί νά διαβάζουν καί τίς "Περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ" καί τόν π. Σιλουανό καί νά μήν καταλαβαίνουν ὅτι ὑπάρχει διαφορά καί τά κάνουν ὅλα ἕνα. Ὅλα τά ἀνακατεύουν. Ὅλα μαζί. Μπορεῖ νά πάρουν καί ἕνα βιβλίο πού γράφτηκε περί εὐσεβείας ἀπό τόν ἴδιο τόν διάβολο καί νά μήν τό ἔχουν καταλάβει. Γι’ αὐτό χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή, προσοχή καί πάρα πολλή προσευχή».
Μέ ἐνοχλεῖ πάρα πολύ ἡ προσπάθεια πού κάνουν μερικοί Ὀρθόδοξοι νά «ὀρθοδοξοποιοῦν» ἀνορθόδοξα ἤ καί ἀντορθόδοξα κείμενα, ἀγνοώντας τίς διαφορετικές θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῶν κειμένων, καθώς ἐπίσης παραθεωρώντας τήν ἱστορία κάθε κειμένου καί τῶν ὅρων πού χρησιμοποιοῦν. Αἰσθάνομαι σάν νά γίνεται μιά προσπάθεια νά ἐντοπίζη κανείς τά κοινά σημεῖα μεταξύ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί τοῦ Ἀρείου, χρησιμοποιώντας μιά ἰδιαίτερη ἑρμηνευτική. Μιά τέτοια προσπάθεια, ἄν δέν γίνεται ἀπό σκοπιμότητα, τοὐλάχιστον δείχνει ἤ ἄγνοια μεθοδολογίας, προοπτικῆς καί ὁρολογίας ἤ μιά εὐσεβιστική ἀφέλεια.
Βεβαίως, στούς Πατέρες σέ μερικά δευτερεύοντα θέματα ὑπάρχουν διαφορετικές ἑρμηνεῖες, ἀλλά ὅμως σέ κύρια καί βασικά ζητήματα ὑπάρχει ταυτότητα θεολογίας καί ἐμπειρίας. Ἐκεῖνο πού διαφοροποιεῖται εἶναι ἁπλῶς ἡ λεκτική διατύπωση τῆς ἴδιας ἐμπειρίας.

Τά βασικά σημεῖα πού εἶναι κοινά σέ ὅλη τήν παράδοση εἶναι ὅτι ὁ Ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά Διαθήκη, σαρκώθηκε∙ ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι Χριστολογική∙ ὅτι τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία∙ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ∙ ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Μυστηρίων καί τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ∙ ὅτι ὑπάρχει ταυτότητα θεολογίας καί ἐμπειρίας μεταξύ Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων∙ ὅτι ὑπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ∙ ὅτι ἡ μέθεξη τοῦ Θεοῦ εἶναι μέθεξη τῆς ἀκτίστου καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοπτικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ κ.ἄ.

Φαίνεται καθαρά ὅτι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν βαθμίδες πνευματικῆς ζωῆς, παρατηροῦνται ἐκπτώσεις ἀπό τήν σώζουσα ἀλήθεια, καί στήν συνέχεια ἐνδέχεται νά ἀκολουθήση ἡ μετάνοια, ἀλλά δέν ὑπάρχουν διάφορες παραδόσεις, ἀντίθετες μεταξύ τους.
Εἶναι ἄηθες καί τελικά ἀντορθόδοξο νά ὑπονομεύουν μερικοί τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, παλαιῶν καί νέων, μέ τό νά παρουσιάζουν διάφορα ὑπαρκτά ἤ ἀνύπαρκτα μειονεκτήματα μερικῶν ἐκφραστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Δέν εἶναι, γιά παράδειγμα, δυνατόν νά ὑποτιμᾶ κανείς τήν ἐμπειρική διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἐπειδή δέν τήν καταλαβαίνει καί ἐπειδή τόν ὑπερβαίνει ἤ ἐπειδή ἦταν Ρῶσος κατά τήν καταγωγή, ἐνῶ πάνω στά θέματα αὐτά ἔχουν δοθῆ οἱ δέουσες καί καθοριστικές ἀπαντήσεις.
Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία τά πάντα σχετικοποιοῦνται στήν θεολογική, τήν ἐκκλησιαστική καί τήν ἀσκητική ζωή, ὅλοι οἱ ἀρχηγοί θρησκειῶν θεωρεῖται ὅτι διδάσκουν τά ἴδια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑποβιβάζεται καί θεωρεῖται ἰσόκυρη μέ τίς ἄλλες χριστιανικές παραδόσεις, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ παρερμηνεύεται καί ὑποτιμᾶται, γενικά χάνεται τό ἀπόλυτο, τό ὁποῖο ἐκφράζεται ἀπό τόν Χριστό στούς Μακαρισμούς Του καί σέ ὅλους τούς λόγους Του, ὅπως τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Νομίζω ὅτι τό κείμενο αὐτό πρέπει νά κατακλεισθῆ ἀπό τόν λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἔγραφε στόν Μπάλφουρ:

«Προσεύχομαι στόν Θεό ἐσεῖς νά μή πλανηθεῖτε μέ ὅλα αὐτά, ἀλλά νά πιστεύετε ἀκράδαντα μέ τήν καρδιά καί τόν νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδική καί Ἀληθινή Ἐκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Κύριος. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή διατηρεῖ ἀλώβητη καί ἀκέραιη τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (καί ὄχι ξεχωριστά μέλη της), κατέχει τό πλήρωμα τῆς γνώσεως καί τῆς χάριτος καί εἶναι ἀλάθητη».

Καί ἀλλοῦ γράφει:
«Τρία πράγματα δέν μπορῶ νά κατανοήσω:
1) πίστη χωρίς δόγμα
2) χριστιανισμό ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία
3) χριστιανισμό χωρίς ἄσκηση.

Καί τά τρία αὐτά, Ἐκκλησία, δόγμα καί ἀσκητική, δηλαδή χριστιανική ἄσκηση, συνιστοῦν γιά μένα ἑνιαία ζωή».