Σελίδες

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Η υπερηφάνεια δεν έριξε μόνον τον Εωσφόρο...



Η υπερηφάνεια δεν έριξε μόνον τον Εωσφόρο...

Ιωάννη Μακαρούνη
Ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη για το μακροσκελές του κειμένου, αλλά το περιόρισα όσο μπορούσα.
Δεκάδες χιλιάδες σελίδες έχουν ήδη γραφεί, καθώς και εκατοντάδες ώρες ομιλιών έχουν ήδη ηχογραφηθεί, αναφορικά με τα επίκαιρα ζητήματα της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού, της «μετα-Πατερικής» πλάνης και της τραγικής προσπάθειας να κατοχυρωθούν Συνοδικά αυτές οι αντίχριστες βλασφημίες.
Χωρίς ευτυχώς να είμαι «πτυχιούχος θεολόγος», καταθέτω στην αγάπη σας, όσα με το αθεολόγητό μου μυαλό συμπεραίνω σχετικά με την θλιβερά καλουμένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» του Κολυμπαρίου.
Πιστεύω ότι η εξέταση της ψευδοσυνόδου αυτής πρέπει ίσως να χωριστεί σε δύο μέρη.  Το πρώτο μέρος να εξετάσει το γιατί αυτή η ψευδοσύνοδος είναι άκυρη και ληστρική.  Το δεύτερο μέρος να εξετάσει το γιατί αυτή η ψευδοσύνοδος είναι βλάσφημη, αιρετική και αντίχριστη.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γιατί η ψευδοσύνοδος είναι άκυρη και ληστρική
Το πρώτο μέρος, στο οποίο εξετάζεται το γιατί αυτή η ψευδοσύνοδος είναι άκυρη και ληστρική, χωρίζεται σε δυο επιμέρους σκέλη. Πρώτον, τα «απλά» διαδικαστικά εκείνα ζητήματα τα οποία καθιστούν την ψευδοσύνοδο άκυρη και ληστρική. Δεύτερον, τα πολύ σοβαρότερα «διαδικαστικά» ζητήματα.
Για παράδειγμα, στα «απλά» διαδικαστικά ζητήματα μπορεί κανείς να συγκαταλέξει ενδεικτικά το ότι:
  1. Δεν έγινε αποδεκτή η αναβολή που εζήτησαν για δογματικούς λόγους οι 4 μεγάλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Αντιοχείας
  2. Απείχαν από αυτήν οι 4 μεγάλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Αντιοχείας, οι οποίες εκπροσωπούν το 70 τοις εκατό των απανταχού Ορθοδόξων
  3. Αντικατέστησε παράνομα και απέκλεισε από την Σύνοδο τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Ειρηναίο επειδή δεν ήταν αιρετικός
  4. Δεν είχε έγκυρα θέματα ημερησίας διατάξεως εφόσον δεν υπεγράφησαν ομόφωνα
  5. Κατά πρωτοφανή παράβαση των Κανόνων και της εγκύρου Συνοδικής Παραδόσεως, από τους 830 απανταχού Ορθοδόξους Επισκόπους, δηλαδή τους 580 Επαρχιούχους και τους 250 Τιτουλάριους, οι οποίοι έπρεπε να κληθούν, εκλήθησαν μόνον οι 160, και μάλιστα κατ΄επιλογήν!, εκ των οποίων και πάλι πολλοί δεν πήγαν για λόγους δογματικούς και ομολογιακούς, και οι οποίοι αντικατεστάθησαν απο άλλους!
  6. Επίσης κατά πρωτοφανή παράβαση, αντί να ψηφίσουν όλοι οι Επίσκοποι, οι οποίοι και δεν εκλήθησαν, τελική και αποφασιστική ψήφο είχαν μόνον οι Προκαθήμενοι, κάτι το οποίο γίνεται στις Παπικές Συνόδους όπως στην Β’ Βατικάνειο Σύνοδο
  7. Η ψήφος του Πατριάρχη Σερβίας ήταν άκυρη, εφόσον 17 από τους 24 Σέρβους Μητροπολίτες κατεψήφισαν την νέα Εκκλησιολογία
 και πολλά άλλα...
Τώρα, στα πολύ σοβαρότερα «διαδικαστικά» ζητήματα του πρώτου μέρους, συγκαταλέγονται τρία πολύ βαθιά ατοπήματα.
Πρώτον, δεν είχε χαρισματικούς και θεοφόρους αγίους Γέροντες εισηγητές και επικυρωτές των θεμάτων και των κειμένων, όπως είχαν όλες οι προηγούμενες Σύνοδοι. Και όχι μόνον αυτό, αλλά τους απαγόρευσαν και να μιλήσουν ακόμη. Μήπως δεν έχουμε σήμερα Χαριτωμένους Γέροντες; Όλοι μας γνωρίζουμε διάφορα ονόματα τέτοιων θεωμένων εν ζωή Γερόντων, εντός και εκτός Αγίου Όρους. Μήπως είχαν λάθος όλοι οι Άγιοι Πατέρες οι οποίοι λέγουν διαχρονικά και ομόφωνα ότι η θεολογία και η δογματική είναι Αγιοπνευματικό προϊόν αποκαλύψεως σε όσους πέρασαν το ασκητικό στάδιο της Καθάρσεως και έφθασαν στον πολυπόθητο Αγιοπνευματικό Φωτισμό; Μήπως υπάρχει κανείς που να θεωρεί έστω και έναν από τους Συνοδικούς Επισκόπους Χαριτωμένο και Αγιοπνευματικά Φωτισμένο όπως είναι οι διάφοροι Γέροντές μας; Φαντάζομαι δεν έχει ούτε ένας αυτήν την υπερήφανη, πλανεμένη, και στα όρια της βλασφημίας σκέψη. Τότε ποια Αγιοπνευματική εγκυρότητα και ασφάλεια είχε η ψευδοσύνοδος;  Σε τι διαφέρει από τις ψευδοσυνόδους των πλανεμένων αιρετικών της Δύσεως;  Και μόνον η λογοκρισία (δια της μη προσκλήσεως) Χαριτωμένων και Φωτισμένων Γερόντων καθιστά την ψευδοσύνοδο προϊόν υπερηφάνειας και πλάνης του Πονηρού. Άρα φεύγουμε από τα όρια της ληστρικής ψευδοσυνόδου και φλερτάρουμε σοβαρά με τα όρια της βλάσφημης, αιρετικής και αντιχρίστου ψευδοσυνόδου.
Το δεύτερο σοβαρότατο «διαδικαστικό» ατόπημα του δευτέρου σκέλους του πρώτου μέρους, είναι το γεγονός ότι δεν αναγνώρισε τις προηγούμενες Ορθόδοξες Συνόδους.  Δηλαδή, δεν αναγνώρισε ούτε την εν Κωνσταντινουπόλει Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο του 692 μΧ, δεν αναγνώρισε ούτε την εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενική Σύνοδο του 880 μΧ, (η οποία «συμπτωματικώς» έθιγε τους αιρετικούς Παπικούς), και δεν αναγνώρισε ούτε και την εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενική Σύνοδο του 1341 μΧ, η οποία επίσης «συμπτωματικώς» έθιγε τους αιρετικούς Παπικούς.
Και επειδή στην Ορθοδοξία δεν μπορεί να υπάρχει Συνοδική ασυνέχεια αλλά συνέχεια, η ψευδοσύνοδος του Κολυμπαρίου έπρεπε είτε να κατονομάσει τις ανωτέρω Συνόδους ως αιρετικές και ληστρικές, είτε να τις αναγνωρίσει και να τις επικυρώσει, ώστε να υπάρχει Συνοδική συνέχεια.  Κατά την Ιερά Παράδοση, η κάθε νέα Σύνοδος αντλεί την εγκυρότητά της και από την απόρριψη ή την αναγνώριση των προηγουμένων Συνόδων. Άρα η ίδια η ψευδοσύνοδος αυτο-ακυρώνεται με την αγνόηση των προηγουμένων Συνόδων.
Το τραγικό όμως του ότι η ψευδοσύνοδος αγνόησε τις τρείς προηγούμενες Συνόδους ωσάν να μην υπήρξαν ποτέ, δεν πρέπει να το προσπεράσουμε ως απλό διαδικαστικό ατόπημα. Μπορεί να φανταστεί κανείς τέτοια προκλητική στάση από τον οποιονδήποτε απλό Χριστιανό σέβεται την εντολή «ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ»; Η ένοχη επιλογή αυτή υποδηλώνει ότι ενώ μεν τις αναγνωρίζει ως Ορθόδοξες και ορθοτομούντες τον λόγο της Αληθείας, και γι΄ αυτό δεν τολμά να τις καταδικάσει, εν τούτοις δεν τις επικυρώνει, διότι τότε θα πρέπει να κατονομάσει και τις αιρέσεις της εποχής μας, ως οφείλει ως Ορθόδοξη Σύνοδος. Άρα, όσο σοκαριστικό και εάν ακούγεται σε μερικούς που δεν παρακολουθούν την αποστασία των «Επισκόπων» του αιώνος μας, στην ψευδοσύνοδο υπήρξε απροκάλυπτα και προκλητικά, δόλος και προδοσία Πίστεως.  Άρα, πάλι φεύγουμε από τα όρια της ληστρικής ψευδοσυνόδου και φλερτάρουμε σοβαρά με τα όρια της βλάσφημης, αιρετικής και αντιχρίστου ψευδοσυνόδου.
Το τρίτο σοβαρότατο «διαδικαστικό» ατόπημα είναι το ότι δεν ησχολήθη καθόλου με το φλέγον ζήτημα του ημερολογίου/εορτολογίου που διχάζει τους Ορθοδόξους εδώ και δεκαετίες.  Και μόνον αυτό το πρόβλημα να έλυνε αυτή η σύνοδος, θα συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις σημαντικότερες Συνόδους. Το ότι η ψευδοσύνοδος δεν ησχολήθη με αυτό το σοβαρότατο ζήτημα τι μας δείχνει ξεκάθαρα; Μας δείχνει ότι για τους συνοδικούς, η υπαναχώρηση των Ορθοδόξων προκειμένου να συναντήσουν την αίρεση, είναι πολύ σημαντικότερη από την επανένωση των αποσχισμένων αδελφών Ορθοδόξων. Πάλι προδοσία
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Γιατί η ψευδοσύνοδος είναι αιρετική και αντίχριστη
Ας εξετάσουμε όμως λίγο και το δεύτερο μέρος, το οποίο προσπερνά τα ανωτέρω «διαδικαστικά» ζητήματα, και πραγματεύεται το γιατί αυτή η ψευδοσύνοδος είναι ουσιαστικά βλάσφημη, αιρετική και αντίχριστη.
Αν και ανήκουν σε αυτό το μέρος, δεν θα ασχοληθώ καθόλου με κάποια σοβαρότατα θεολογικά και δογματικά ατοπήματα της ψευδοσυνόδου, όπως η Προτεσταντικοποίηση της νηστείας, η αντι-Κανονική, αντι-δογματική και αντ-Ορθόδοξη αποδοχή των μεικτών γάμων μεταξύ Χριστιανών και αιρετικών, η αντι-Κανονική, αντι-δογματική και αντ-Ορθόδοξη αποδοχή των συμπροσευχών και ιερουργικών συνευρέσεων μεταξύ Χριστιανών και αιρετικών, κα.
Θα επικεντρωθώ μόνον σε τέσσαρα φοβερά σημεία, τα οποία καταδεικνύουν περίτρανα το γιατί αυτή η ψευδοσύνοδος είναι πραγματικά βλάσφημη, αιρετική και αντίχριστη.
Πρώτον, η ψευδοσύνοδος του Κολυμπαρίου δεν κατονόμασε τις φοβερές και πολυάριθμες αιρέσεις του αιώνος μας.  Όλοι γνωρίζουμε ότι η εκάστοτε Σύνοδος συγκαλείται για να καταδικάσει τις αιρέσεις της εποχής. Αυτός είναι ο κύριος και βασικός λόγος για να συγκληθεί μια Ορθόδοξη Σύνοδος. Αντ΄ αυτού, μέσα στα κείμενα της ψευδοσυνόδου δεν υπάρχει ούτε μια φορά η λέξις «αίρεσις», ούτε παράγωγό της, ούτε συνώνυμό της, ούτε και για την λέξη «πλάνη», κοκ. Γι΄ αυτό και δεν ανεγνώρισε τις παλαιότερες Ορθόδοξες Συνόδους, οι οποίες κατεδίκαζαν εκ νέου την αίρεση του Παπισμού.
Δεν όφειλε η ψευδοσύνοδος να κατονομάσει τις πλάνες και τις αιρέσεις της εποχής μας, και μάλιστα αρχής γενομένης από την εποχή της τελευταίας Συνόδου και έκτοτε; Τι κατοχυρώνει Συνοδικά αυτή η ψευδοσύνοδος με την μη κατονομασία των αιρέσεων; Κατοχυρώνει και δηλώνει γυμνή τη κεφαλή ενώπιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι σήμερα δεν υπάρχουν πλέον πλάνες και αιρέσεις. Και τι είναι τότε για την ψευδοσύνοδο οι «μετα-Πατερικοί» και οι Οικουμενιστές με τις διάφορες αιρετικές θεωρίες «των Χριστιανικών αναδενδράδων», «των δυο Πνευμόνων», «των Κλάδων», «της Διηρημένης ή Ατελούς Εκκλησίας», κοκ; Τι είναι οι Μασόνοι, οι διάφοροι Μονοφυσίτες, οι Παπικοί και οι χιλιάδες Προτεσταντικές παραφυάδες; Εφόσον δεν είναι πλάνες, σχίσματα και αιρέσεις, τότε είναι και αυτοί Σώμα Χριστού.
Και εφόσον στην ψευδοσύνοδο δεν έπνεε Πνεύμα Άγιον αλλά Πονηρόν, όπως Πονηρά και αφηρημένα μίλησε για τις παλαιότερες Συνόδους μη αναφέροντάς τες, έτσι μίλησε και για τις αιρέσεις, τις οποίες ούτε κατονομάζει, αλλά ούτε και αναγνωρίζει ευθέως ως Σώμα Χριστού, παρά μόνον το υπονοεί εμμέσως και Πονηρά. Είναι αυτό πνεύμα Ορθόδοξο;  Είναι αυτό ήθος Ορθόδοξο; Είναι αυτό πνεύμα κατά Χριστόν; Είναι αυτό Πνεύμα Άγιο; Ας μην βλασφημούμε κατάφωρα λοιπόν, και ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Αυτή η εκ του Πονηρού ασάφεια της ψευδοσυνόδου, όχι μόνον αποδεικνύει το Πονηρό πνεύμα το οποίο ενέπνεε τους Συνοδικούς, αλλά δια της ασάφειας αυτής η ψευδοσύνοδος προχώρησε και στην πλάγια αλλά εγκυρότατη αναγνώριση των πλανών και των αιρέσεων ως Σώμα Χριστού.
Και αυτό το γεγονός μας συνδέει με το δεύτερο φοβερό σημείο το οποίο καταδεικνύει περίτρανα το γιατί αυτή η ψευδοσύνοδος είναι πραγματικά βλάσφημη, αιρετική και αντίχριστη.
Το δεύτερο σημείο είναι το πολυσυζητημένο γεγονός ότι η ψευδοσύνοδος αναγνώρισε απροκάλυπτα τις αιρέσεις ώς Εκκλησίες. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στο τελικό Συνοδικό κείμενο με τίτλο «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού, υπογράφονται Συνοδικά, φράσεις όπως:
«ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» (παρ. στ΄)
«διάλογον μετά τῶν λοιπῶν χριστιανῶν» (παρ. στ΄)
«Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.)» (παρ. ιστ΄)
«Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό
γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς ἑτεροδόξους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας» (παρ. ιστ΄)
«Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.)» (παρ. ιστ΄)
«Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.)» (παρ. ιστ΄)
«Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» (παρ. ιστ΄)
«Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον
Ἐκκλησιῶν» (παρ. ιθ΄)
«μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν» (παρ. ιθ΄)
«Οὐδεμία Ἐκκλησία ὑποχρεοῦται νά ἀλλάξῃ τήν ἐκκλησιολογίαν
αὐτῆς κατά τήν εἴσοδόν της εἰς τό Συμβούλιον» (παρ. ιθ΄)
«δέν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νά θεωρῇ τάς
ἄλλας ὡς Ἐκκλησίας» (παρ. ιθ΄)
 και άλλες τέτοιες φράσεις...
Πώς όμως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά η ψευδοσύνοδος από το να αναγνωρίσει και Συνοδικά Εκκλησιολογία στις αιρέσεις, όταν η πλειοψηφία των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μετέχει σε έναν παγκόσμιο οργανισμό ο οποίος όχι μόνον αυτοχαρακτηρίζεται ως διαχριστιανικός, αλλά και ως Συμβούλιο Εκκλησιών; Δηλαδή με την ανοχή, και δει την συμμετοχή μας εκεί, αναγνωρίζουμε όλες τις πλάνες και τις αιρέσεις ως Χριστιανούς και ως Εκκλησίες, δηλαδή ως μέλη του Σώματος του Χριστού.
Και φυσικά δεν είναι μια άτυπη και ανεπίσημη συμμετοχή, αλλά συμμετοχή και κοινωνία στις αιρέσεις δια της επισήμου και δημοσίας υπογραφής της εκάστοτε τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας που συμμετέχει.  Και δεν είναι ασήμαντη θεολογικά η υπογραφή αυτή, εφόσον στο κείμενο του Τορόντο διαβάζουμε χωρίς «Κολυμπάριες» περιστροφές και ασάφειες, ότι «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4. παρ. 3).
Όπως λοιπόν μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο καθένας, ποτέ στο παρελθόν δεν ανεγνωρίσθησαν επίσημα και Συνοδικά, δηλαδή δογματικά, οι αιρέσεις ώς Εκκλησίες και Σώμα Χριστού.  Όμως η συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε. και η κατάφωρα αιρετική αναγνώρισή του Συνοδικά πάει ακόμη πιο βαθειά.
Εντός των πλαισίων του Π.Σ.Ε., τον ρόλο και τις δράσεις, του οποίου αναγνωρίζουμε και Συνοδικά πλέον, υπεγράφησαν και διάφορα άλλα κείμενα.  Είναι τα περιβόητα κείμενα του Μπαλαμάντ, του Σαμπεζύ, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν, κοκ. Σε αυτά τα επίσημα κείμενα του Π.Σ.Ε., υπογράφουν ευθέως οι διάφοροι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι των τοπικών Εκκλησιών ότι αναγνωρίζουμε πλήρως, ότι οι διάφοροι αιρετικοί έχουν Αποστολική Διαδοχή, Ιερωσύνη, Βάπτισμα, Μυστήριο, Θεία Χάρη και Σωτηρία.  Αυτά ακριβώς τα βλάσφημα, αιρετικά και αντίχριστα πράγματα αναγνωρίζουμε Συνοδικά με την ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου.
Μα θα πει κάποιος καλοπροαίρετος αδελφός μας, ότι πουθενά στα κείμενα της ψευδοσυνόδου δεν αναφέρονται οι ανωτέρω συμφωνίες-κείμενα, παρά μόνον αυτή του Τορόντο. Τότε όμως γιατί η ψευδοσύνοδος, εφόσον δεν αναγνωρίζει αυτά τα κείμενα, δεν τα καταδικάζει; Πάλι Πονηρή ασάφεια. Δηλαδή από τη μια η ψευδοσύνοδος αναγνωρίζει και εξάρει τους σκοπούς και τις δράσεις του Π.Σ.Ε., αλλά ταυτόχρονα από την άλλη δεν αναφέρει λέξη για τα επίμαχα κείμενα που υπογράφονται στο όνομα των αρχών και στα θεσμικά πλαίσια του Π.Σ.Ε.  Δηλαδή, ότι ακριβώς έκανε δια του Πονηρού πνεύματος η ψευδοσύνδος με την μη αναφορά στις προηγούμενες Συνόδους, και ότι ακριβώς έκανε με την μη αναφορά στις αιρέσεις της εποχής μας, το ίδιο ξανά κάνει τώρα με την μη αναφορά στα επίμαχα, βλάσφημα, αιρετικά και αντίχριστα κείμενα του Π.Σ.Ε., το οποία κατά τα άλλα αναγνωρίζει και εξάρει πλήρως, δια του Π.Σ.Ε.
Η ασάφεια και η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο. Πλήρης απαξίωση του Ορθοδόξου και φιλο-Χρίστου πνεύματος ειλικρινείας. Πλήρης η ψευδοσύνοδος απο Εωσφορικό πνεύμα Πονηρίας.
Και ακριβώς επειδή η ψευδοσύνοδος ευφορείτο από Εωσφορικό πνεύμα διγλωσσίας, εμπεριέχει οξύμωρες φράσεις όπως «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» (παρ. στ΄). Ποιος ακριβώς είναι ο ετερόδοξος Χριστιανός; Ποιος είναι δηλαδή ο αιρετικός που ορθοτομεί την Αλήθεια;  Ποιος είναι δηλαδή ο αιρετικός (ετερόδοξος) που είναι και αιρετικός μεν, αλλά ταυτόχρονα και Εκκλησία και Σώμα Χριστού;  Αν δεν είναι αυτό διγλωσσία και Πονηρία τότε τι είναι; Κατά Χριστόν ευθύτητα λόγου;  Και αυτό ακριβώς είναι το τέταρτο φοβερό σημείο της «Κολυμπαρίου» αιρέσεως. Η Πονηρή διγλωσσία. Γι΄ αυτό και όλα τα κείμενα της ψευδοσυνόδου ξεκινούν ορθοτομώντας την Αλήθεια και λέγοντας ότι μένουμε Ορθόδοξοι, κοκ, και εν συνεχεία εισάγεται Πονηρά και δόλια η βλάσφημη και αντίχριστη αίρεσις.
Προσπερνώ δε την σαθρότητα του επιχειρήματος ότι οι βλασφημίες και οι αιρέσεις που υπογράφονται στο όνομα του Π.Σ.Ε. δεν μας εγγίζουν, επειδή τάχα δεν υπογράφει όλα τα επίμαχα κείμενα του Π.Σ.Ε. ξεχωριστά, ο κάθε οικείος μας Επίσκοπος. Διότι εάν αυτό το φαιδρότατο επιχείρημα ίσχυε, τότε κάθε φορά που αλλάζει ο Επίσκοπος, πρέπει εκ νέου να υπογράψει όλα τα κείμενα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, όλα τα κείμενα της Αγίας Γραφής, όλα τα Πατερικά κείμενα, κοκ. Και επίσης, εάν ίσχυε αυτό το φαιδρό επιχείρημα, το να υπογράψει ο οικείος μας Επίσκοπος μια Παπική ψευδοσύνοδο δεν θα αποτελούσε αίρεση, διότι δεν υπέγραψε δα και το Φιλιόκβε. Καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της σαθρότητος του επιχειρήματος.
Όταν αναγνωρίζεις έναν οργανισμό, και δει, όταν δεν καταδικάζεις κάτι με το οποίο διαφωνείς εντός του οργανισμού, τότε το αποδέχεσαι δια της σιωπής. Η σιωπή είναι υποκριτική μεν, αλλά πάραυτα ξεκάθαρη ψήφος επιδοκιμασίας. Όταν οι αρχές και οι δράσεις ενός παναιρετικού οργανισμού όπως το Π.Σ.Ε., συλλήβδην εξάρονται και επιδοκιμάζονται επισήμως, δημοσίως και Συνοδικά, χωρίς έστω καμία ένσταση ή επισήμανση, τότε δεν μπορείς να υποκρίνεσαι ότι τάχα δεν αποδέχθηκες τα επιμέρους κείμενά του.
Η αλυσίδα της πλάνης είναι ορατή και από τον τυφλό. Η δήλωση του Τορόντο και τα επιμέρους κείμενα του παναιρετικού Π.Σ.Ε. αποτελούν πρωτοφανείς και βαρύτατες βλασφημίες και αιρέσεις. Η ψευδοσύνοδος του Κολυμπαρίου συμμετέχει, κοινωνεί, εξάρει και προωθεί τις αρχές και τις δράσεις του παναιρετικού Π.Σ.Ε., φυσικά συμπεριλλαμβανομένων και των επιμέρους θεσμικών του κειμένων, τα οποία δεν κατεδίκασε στην ψευδοσύνοδο. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποδέχεται την στάση της ψευδοσυνόδου απέναντι στις βλασφημίες και τις αιρέσεις με την έκδοση του κειμένου της ΔΙΣ, με τίτλο «Πρός τον Λαό». Ο οικείος μας Επίσκοπος αποδέχεται με την σειρά του τις βλασφημίες και τις αιρέσεις του Π.Σ.Ε., αποδεχόμενος το κείμενο της ΔΙΣ. Και τέλος, ο οικείος μου ιερέας, ο ιερέας της ενορίας μου, όχι απλά δεν αποτειχίσθηκε από τον Επίσκοπό του λόγω του κειμένου της ΔΙΣ, αλλά το αποδέχθηκε και ο ίδιος, και μάλιστα διένειμε το κείμενο αυτό προς το ποίμνιό του, με το οποίο κηρύττει και αυτός με την σειρά του, γυμνή τη κεφαλή, τις βλασφημίες και τις αιρέσεις των θεσμικών κειμένων του Π.Σ.Ε. Ιδού η αλυσίδα της βλασφημίας, κρίκο προς κρίκο.
Για το δικό μου λοιπόν το φτωχό και αθεολόγητο μυαλό, η Σύνοδος του Κολυμπαρίου είναι βλάσφημη, αιρετική, ληστρική και αντίχριστη ψευδοσύνοδος. Είναι δημιούργημα του Πονηρού, ο οποίος κατάφερε και οδήγησε τους υπερηφάνους σε τέτοια κατάντια, ώστε να βλασφημούν τα της Πίστεως. Διότι αυτό συμβαίνει πάντα με όσους από την πολύ υπερηφάνεια, νομίζουν ότι με τις ανθρώπινες δυνάμεις τους θα ξεπεράσουν τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι αν και Αγιοπνευματικά Χαριτωμένοι και Θεωμένοι, έτρεμε το χέρι τους όταν συνέγραφαν και όταν συνεδρίαζαν. Και αυτό μας το ομολογούν και οι ίδιοι, αλλά και φαίνεται από την θεολογική και δογματική συνέχεια των Ορθοδόξων Αληθειών που μας άφησαν. Αυτό συμβαίνει με τους τραγικά υπερηφάνους, οι οποίοι με το να επαίρονται ότι ξεπέρασαν την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δεν αντιλαμβάνονται ότι γίνονται παίγνιο του Πονηρού και βλασφημούν την ίδια την φύση του Αγίου Τριαδικού Θεού, δηλαδή την Αγάπη.
Είτε λοιπόν «απλά» επειδή είναι ληστρική και άκυρη, είτε επειδή είναι βλάσφημη, αιρετική και αντίχριστη, δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή και να μνημονεύεται και να προωθείται στο ποίμνιο από κανέναν πραγματικό Χριστιανό. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το κείμενο της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος με τίτλο «Προς τον Λαό», με το οποίο, όποιος το αποδέχεται, αποδέχεται και κοινωνεί με τις φρικτές βλασφημίες, πολλές εκ των οποίων περιγράφονται σε αυτό το κείμενο.
Πραγματική ταπεινότητα και ευλάβεια είναι η διαφύλαξη ασπίλου και αμώμου της Πίστεως. Η οχύρωση της ευλαβείας μας απέναντι στις υπερήφανες φωνές των πλανεμένων αδελφών μας εντελλείται τόσο από την Καινή Διαθήκη, όσο και από όλους του Αγίους Πατέρες. Η Ιεροκανονική αποτείχιση από όσους πλενεμένους αδελφούς μας αποδέχονται την βλάσφημη ψευδοσύνοδο είναι πλέον δυστυχώς μονόδρομος.
Ίσως οι χαρακτηρισμοί «πλάνες», «βλάσφημες», «αντίχριστες», «Εωσφορικές», «αιρέσεις», «ληστρική», «ψευδοσύνοδος», και άλλοι τέτοιοι χαρακτηρισμοί τους οποίους χρησιμοποιώ, να ακούγονται σε κάποιους ως άκομψοι και ενοχλητικοί, σαν να βγαίνουν από κάποιον κολλημένο φανατικό και «μή κατ΄ επίγνωσιν ζηλωτή», ή από κάποιον αδαή, κάποιου τύπου «θρησκευτικού Ελληναρά», με την γνωστή στείρα και ανώριμη, υπερήφανη ρητορική μισαλλοδοξίας, με την οποία προσπαθεί να καλύψει κάποιο κενό ή κάποιο κόμπλεξ μέσα του.
Σε αυτούς που νιώθουν κάπως έτσι για το άκομψο ίσως, ύφος του κειμένου, θα ζητήσω μεν συγνώμη για τον όποιον σκανδαλισμό επροκάλεσα, θα υπενθυμίσω δε, ότι δι΄ αποκαλύψεως Αγγέλου, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διαμηνύει σε εμάς οτι: «οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Αποκ. γ΄ 16).  Μας λέγει οτι χίλιες φορές να είμαστε είτε αμαρτωλοί μετανοημένοι, είτε πυρωμένοι ζηλωταί όπως ο Προφήτης Ηλίας, παρά γλυκανάλατοι φαιδροί και δειλοί υποκριταί, ευσεβισταί, ωσάν τους Φαρισαίους.  Τους γλυκαναλάτους μαλθακούς και «Οικουμενιστικά αγαπούληδες» οι οποίοι δεν φλογίζονται από την αγάπη για τον Χριστό, θα τους εμέσει από το Σώμα Του, μας λέγει ο Ίδιος.
Όταν προσβάλλονται τα Θεία, δεν υπάρχουν «αγάπες» και χαϊδέματα αλλά ράπισμα λόγου βαρύ. Όπως όταν θίγουν την αξιοπρέπεια της μητέρας σου και της οικογενείας σου εξεγείρεται το είναι σου λόγω της αγάπης που νιώθεις για αυτήν, έτσι θα έπρεπε να εξεγείρεται το είναι μας δέκα φορές περισσότερο, όταν προσβάλλονται τα Θεία. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να υπάρχει και δέκα φορές περισσότερη αγάπη για τον Χριστό, από αυτήν που υπάρχει για την οικογένειά μας. Και επειδή ακριβώς δεν έχουμε τέτοια αγάπη για τον Χριστό, γι΄ αυτό και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε την «ακραία» αντίδραση κάποιων όταν θίγονται ζητήματα Πίστεως.
Και για να καταλάβουν πόσο σκανδαλιστικά γλυκανάλατοι σε θέματα Πίστεως, και πόσο δεκτικοί στην βλασφημία γίνονται οι «αγαπούληδες» Οικουμενισταί, ας θυμίσω και την ιερά οργή του Αγίου Αποστόλου Παύλου είς την Κύπρο, ο οποίος, «πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου», δηλαδή αφού επλυμήρισσε με Αγιοπνευματική, ιερά οργή, είπε στον μάγο Ελύμα «ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥαδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης».  Δηλαδή σε σημερινά Ελληνικά, τον είπε δόλιο και ραδιούργο, δηλαδή Πονηρό, τον είπε διαβολόπαιδο και διαβολόσπερμα και αντίχριστο (εχθρό πάσης Δικαιωσύνης).
Ας θυμίσω επίσης από την Καινή Διαθήκη τον φλογερό ζήλο του Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού του Χριστού Αγίου Ιωάννου, ο οποίος απευθυνόμενος προς τους ούτε καν αιρετικούς, αλλά γλυκαναλάτους υποκριτάς Φαρισαίους, τους απεκάλεσε «γεννήματα ἐχιδνῶν», δηλαδή οχιές.  Οχιές διμούτσουνες που θα λέγαμε σήμερα λαϊκά.  Και εάν αποκαλούσε έτσι τους υποκριτές Φαρισαίους, ας φανταστεί κανείς πώς θα αποκαλούσε σήμερα τους Οικουμενιστές που προδίδουν την Πίστη. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πολλάκις απεκάλεσε τους Φαρισαίους οχιές διμούτσουνες.
Ας θυμίσω το «οργίζεσθε και μή αμαρτάνετε» του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και το χαστούκι της ιεράς οργής του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Παϊσίου. Ας θυμίσω τέλος σε όσους αδελφούς εσκανδάλισα, τις πολυάριθμες επιστολές των Αγίων Πατέρων κατά τους διαφόρους αντι-αιρετικούς αγώνες, μέσα στις οποίες αναγράφονται ενίοτε και βαρύτατες εκφράσεις προς αυτούς οι οποίοι προσβάλλουν με τις υπερήφανες πλάνες των τα Ιερά και τα Όσια της Πίστεως.
Οι δικοί μου λοιπόν χαρακτηρισμοί ωχριούν και υπολείπονται μπροστά σε εκείνους των πραγματικά υποδειγματικών ζηλωτών. Ας μην κορδωνόμαστε λοιπόν ωσάν τους λόδρους με υποκριτικούς Προτεσταντικούς ευσεβισμούς. Ας μην έχουμε τις υπερήφανες αυταπάτες ότι ξεπεράσαμε την πραότητα, την ταπεινότητα και την αγάπη των Αγίων, των Αποστόλων και του ιδίου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Φλογερό ζήλο και φλογερή αγάπη για Αυτόν, ζητά από εμάς ο Κύριος.  Θέλει να αγωνιζόμαστε και να ζητούμε να έχουμε και εμείς για Αυτόν, την άφταστη αγάπη που είχε Αυτός για εμάς.  Γι΄ αυτό μας πληροφορεί ότι η μεγαλυτέρα εντολή του Χριστιανού είναι: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. κβ΄ 37).
Αυτό έκαναν όλοι οι Άγιοι. Από αυτόν τον φλογερό ευλαβή ζήλο των Αγίων πρέπει να εμπνεόμεθα και να παροτρυνόμεθα και εμείς. Δεν είναι φανατισμός και ακρότητα. Είναι φλόγος πραγματικής αγάπης. Είναι το ιερό πυρ της αληθινής ευλαβείας. Όσοι αδελφοί μας λοιπόν σκανδαλίζονται και θίγονται απο τον φλογερό ζήλο μερικών Χριστιανών όπως των σημερινών αποτειχισμένων και εν γένει αντι-Οικουμενιστών, αντι-μεταπατερικών και αντι-Κολυμπαριστών, ας αναλογισθούν ότι με αυτόν τον τρόπο σκανδαλίζονται και θίγονται επίσης, και από την αγάπη και την ευλάβεια των Αγίων, των Αποστόλων, αλλά και του ιδίου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Αντί λοιπόν των χλιαρών και άγευστων ευσεβισμών, ας γίνουμε πραγματικά ευλαβείς και ας αποκτήσουμε φλογερό ζήλο και βαθειά αγάπη για τον Ουράνιο Πατέρα μας, αντίστοιχη του Προφήτου Ηλίου, του Τιμίου Προδρόμου και των Αγίων Αποστόλων Πέτρου, Ιακώβου, Παύλου, αλλά και τόσων Αγίων Πατέρων που έλαμψαν δια της φλογερής των ιεράς αγάπης για τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Μετά φόβου Θεού,
Ιωάννης Μακαρούνης