Σελίδες

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, Αὐτὸ τὸ μῦθο σᾶς τὸν εἶπα, γιὰ νὰ δῆτε ὅτι δὲν εἶχε νόμο ὁ κύκλωπας· οὔτε νόμο συμπαθείας, οὔτε νόμο φιλοξενίας, οὔτε τίποτα. Δὲν εἶχε γιὰ τίποτε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.

Απὸ τὸ βιβλίο «ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ»
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 120

Το κυκλωπειο δικαιο των μεγαλων εθνων



Θὰ σᾶς μιλήσω μὲ μιὰ εἰκόνα, γιατὶ αὐτὰ εἶνε θεωρητικὰ καὶ δὲν τὰ πολυκαταλαβαίνετε. Στὴν παλιὰ μυθολογία λέει ὁ Ὅμηρος, ὅτι ὑπῆρχαν κάτι τέρατα γίγαντες. Τοὺς ἔλεγαν κύκλωπες. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν κανένα νόμο. Ἢ μᾶλλον εἶχαν ἕνα νόμο, τὸν κυκλώπειο νόμο, τὸ κυκλώπειον δίκαιον. Θυμᾶστε τί ἔγινε, ὅταν ἔπεσε στὴ σπηλιὰ τοῦ κύκλωπα ὁ ταλαίπωρος Ὀδυσσέας μὲ τὰ παλληκάρια του; Ὅταν βασίλεψε ὁ ἥλιος, μπῆκε στὴ σπηλιὰ ὁ κύκλωπας. Ὁ Ὀδυσσέας μὲ τοὺς συντρόφους του, ὅταν ἀντίκρυσαν ἕνα τεράστιο ἄνθρωπο ὕψους 5 – 6 μέτρων, μονόφθαλμο, τοὺς ἔπιασε φόβος καὶ τρόμος. Τρύπωσαν ὅπου μποροῦσαν νὰ κρυφτοῦν. Αὐτὸς τοὺς εἶδε. Ἄρμεξε τὰ πρόβατα, ῥούφηξε τὸ γάλα, καὶ μετὰ ἤθελε καὶ μεζέ. Ξάπλωσε τὸ χέρι του, ἅρπαξε ἕναν ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέα καὶ κρὰπ τὸν ἔφαγε. Μετὰ ξαναξάπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἅρπαξε ἄλλον. Ἔπεσε φόβος καὶ τρόμος στὴ μικρὴ ἐκείνη συντροφιά. Ὁ κύκλωπας, ἀντὶ νὰ συγκινηθῇ, ποὺ ἦταν ξένοι ἄνθρωποι καὶ ναυαγοί, καὶ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ, τοὺς πέρασε γιὰ τίποτε περιστέρια ἢ γιὰ τίποτε ποντίκια καὶ τοὺς ἔκανε μεζέδες. Κλεισμένοι μέσα στὴ σπηλιὰ τοῦ κύκλωπα, ἦταν μπροστά του σὰν κουνουπάκια. Ἀλλὰ γιά κοιτάξτε νὰ δῆτε· τὸ μυαλὸ ἔχει μεγάλη δύναμι. Τὸ μυαλὸ ἐνίκησε καὶ συνέτριψε τὸ γίγαντα. Ὁ Ὀδυσσέας εἶχε μυαλό. Σκεπτόταν τί νὰ κάνῃ, πῶς νὰ γλυτώσῃ αὐτὸς καὶ τὰ παλληκάρια του ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κύκλωπα. Σκέφτηκε, ὅτι θὰ ὑπάρχῃ κάποιος τρόπος. Τὴν ἄλλη μέρα νά ᾿τος πάλι ὁ κύκλωπας ξαναῆρθε. Ἅρπαξε ἄλλον καὶ τὸν ἔφαγε. Τότε ὁ Ὀδυσσέας πάει κοντά του καὶ τοῦ λέει· ―Μεγαλειότατε ἀφέντη, ἔχω νὰ σοῦ δώσω ἀπὸ τὴν πατρίδα μου ἕνα κρασὶ περίφημο, γλυκύτατο· τό ᾿χω μέσα στὸ ἀσκί. Τώρα ποὺ ἔφαγες τὸ σύντροφό μας, θὰ σοῦ δώσω νὰ πιῇς καὶ λίγο κρασί, γιὰ νὰ τὸν χωνέψῃς. ―Φέρ᾿ το, λέει ὁ κύκλωπας. Τοῦ βάζει μιὰ κούπα μεγάλη καὶ γκρούουου τὴν κατεβάζει. Βάζει καὶ δεύτερη καὶ τρίτη· ἄδειασε ὅλο τὸ ἀσκί. Ἄρχισε ὁ κύκλωπας νὰ ζαλίζεται καὶ νὰ μεθᾷ. Ὅταν ζαλίστηκε γιὰ τὰ καλά, ἔπεσε ἀνάσκελα καὶ κοιμόταν, ὅπως, ἂν εἴδατε κανένα φαγᾶ, ὅταν φάῃ καὶ πιῇ μέχρι σκασμοῦ. Τότε πλησίασε ὁ Ὀδυσσέας καὶ τὸν τύφλωσε μ᾿ ἕνα δαυλό. Ἔτσι γλύτωσαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κύκλωπα.
Αὐτὸ τὸ μῦθο σᾶς τὸν εἶπα, γιὰ νὰ δῆτε ὅτι δὲν εἶχε νόμο ὁ κύκλωπας· οὔτε νόμο συμπαθείας, οὔτε νόμο φιλοξενίας, οὔτε τίποτα. Δὲν εἶχε γιὰ τίποτε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ εἶνε τὸ κυκλώπειον δίκαιον. Νόμος, σοῦ λέει, εἶμαι ἐγώ· «τὸ κράτος εἶμαι ἐγώ».

Αὐτὸ τὸ δίκαιο ἔχουν τὰ κράτη – νὰ μὴν κοροϊδευώμεθα, ἔτσι εἶνε ὁ κόσμος. Ποῦ ἡ δημοκρατία; Οἱ νόμοι κάθε ἐποχῆς ―καὶ τώρα, ἐπὶ τῆς σημερινῆς καταστάσεως― τέτοιοι εἶνε. Διαβάστε γιὰ νὰ τὸ δῆτε.

Ἐκλέγουμε 300 στὴ Βουλὴ καὶ μετὰ ψηφίζουν νόμους χωρὶς νὰ σὲ λογαριάζουν

Ποῦ ἡ δημοκρατία;
Ψηφίζουμε μὲ τυφλὴ ἐμπιστοσύνη. Βγαίνουν τριακόσοι ἄνθρωποι στὴ βουλή, καὶ μετὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Σὲ ρώτησαν ἐσένα, ἂν τὸ νόμο ποὺ κάνανε τὸν ἐγκρίνεις; Ψηφίζουν νόμους χωρὶς νὰ σὲ λογαριάζουν. Εὐνοοῦν τὸν ἄλφα, εὐνοοῦν τὸν βῆτα, εὐνοοῦν τὸ ἄτομό τους· μόνο οἱ φωτογραφίες τους λείπουν. Τοὺς ἔκανες πληρεξουσίους γιὰ νὰ νομοθετοῦν μὲ δικαιοσύνη, καὶ τὸ κυκλώπειο δίκαιο κατὰ κάποιο τρόπο ἐπικρατεῖ. Ἔτσι εἶνε παντοῦ. Νόμοι, νόμοι, φάμπρικα νόμων, οἱ ὁποῖοι εἶνε ἀνομία. Ἡ πολυνομία εἶνε ἀνομία.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐλευθερώθηκε τὸ κράτος μας ―δὲ᾿ θὰ τὸ πιστέψετε― ἔχουν ψηφίσει 25.000 νόμους. Ὁ ἕνας ῥίχνει γροθιὰ στὸν ἄλλον, ἀλληλογρονθοκοποῦνται. Πολλὲς φορὲς φτάνουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν λύσι. Λαβύρινθος. Γιατὶ καθένας ψηφίζει τοὺς νόμους ἀνάλογα μὲ τὰ μέτρα του. Αὐτὴ ἡ πολυνομία καταλήγει στὴν ἀνομία. Θὰ ἐπικρατήσῃ ἡ πολυνομία καὶ ἡ ἀναρχία καὶ δὲν θὰ μπορῇ κανεὶς νὰ βρῇ τὸ δίκιο του.
Πρόδρομος λοιπὸν τοῦ ἀντιχρίστου θὰ εἶνε ἡ ἀνομία, θὰ εἶνε ἡ ἀναρχία.