Σελίδες

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

π. Αυγουστίνου Καντιώτου: Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου τῆς Ἐκκλησί­ας, ποὺ ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ μαζευτοῦν δὲν θὰ μπο­ρέσουν ποτέ νὰ τὸ ξερριζώσουν;

περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2166

Κυριακὴ Α΄ Νηστειῶν – τῆς Ὀρθοδοξίας

17 Μαρτίου 2019
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου


Τι εινε Εκκλησια;

ΟΡΘΟΔ...Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανή­γυρις μεγάλη. Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἢ δύο ἢ τρεῖς ἢ σαράντα ἢ χίλιοι ἅγιοι· ἑορτάζει ἐ­κεί­νη ποὺ γέννησε ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ μάρ­τυρας, ἡ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» (Σύμβ. πίστ. 9). Πανη­γυρίζει τὴν ἔνδοξη νίκη της, τὸν θρίαμβο ποὺ κατήγαγε ἐναντίον τῆς αἱ­ρέ­σεως τῶν εἰκονοκλαστῶν, καὶ τιμᾷ τὴ μνήμη «τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων» (Συνοδικόν).
Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς ἐξηγή­σω μὲ ἁ­πλᾶ λόγια τί εἶνε Ἐκκλησία, στὴν ὁποία κ᾽ ἐ­μεῖς ἀνή­κουμε, καὶ τί χρέος ἔχουμε ἀ­πέναντί της.

* * *

Ἡ Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου, εἶνε σὰν τὸ δέν­­τρο, ποὺ ἕνα μέρος του φαίνε­ται καὶ τὸ ἄλ­λο εἶ­­νε κρυμμένο στὴ γῆ, σπουδαι­ό­τερο ὅμως εἶνε τὸ κρυμ­μέ­νο, ἡ ῥίζα· ἂν κόψῃς κλαδιὰ ἢ καὶ τὸν κορ­μὸ τὸ δέντρο βλαστάνει πάλι, ἐνῷ ἂν καταστραφῇ ἡ ῥίζα τὸ δέντρο νεκρώνεται. Καὶ ἡ Ἐκ­κλησία εἶνε δέντρο οὐράνιο, ἀγλαόκαρπο καὶ εὐσκιόφυλλο· καὶ ὅπως τὸ δέντρο ἔτσι κι αὐτὴ εἶνε ἐν μέρει ὁ­ρατὴ καὶ ἐν μέρει ἀόρατη, καὶ τὸ σπουδαιότερο εἶνε ἡ ῥίζα της.
Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα τοῦ δέντρου τῆς Ἐκκλησί­ας, ποὺ ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ μαζευτοῦν δὲν θὰ μπο­ρέσουν ποτέ νὰ τὸ ξερριζώσουν; Εἶ­νε ὁ Κύρι­ος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ πίστις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπος, κι ὅτι «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συν­ανεστράφη» (Βαρ. 3,38). Ἔτσι ἔγινε ὁρατὸς καὶ περι­γραπτός· μπορεῖ νὰ ζωγραφίζεται, καὶ γι᾽ αὐ­­τὸ σή­μερα «προσκυνοῦμεν τὴν ἄχραντον εἰκό­να» αὐ­­τοῦ (ἀπολυτ.), ὅπως καὶ τῶν ἁγίων. Ἀ­φ᾽ ὅτου ὅμως ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς, δὲν εἶ­νε πλέον ὁρατὸς ὅπως προηγουμένως ποὺ τὸν ἔ­βλεπαν ὅλοι· τώρα εἶνε ἀόρατος, δὲν τὸν βλέ­­πουμε μὲ τὰ μάτια τὰ σαρκικά· τὸν βλέπου­με μὲ τὰ μάτια τῆς ψυ­χῆς, μὲ τὴν πίστι.
⃝ Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Ἐκκλησία. Εἶνε καὶ αὐτὴ καὶ ὁ­ρατὴ καὶ ἀόρατη. Ἀόρατη μὲν ὡς πρὸς τὴν κε­φαλὴ – τὸν ἀρχηγό της, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Ἀόρατη ἀκόμη ὡς πρὸς τὴν ψυχή της, δηλα­δὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀόρατη καὶ ὡς πρὸς ὡ­ρισμέ­να μέλη της, δηλαδὴ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, τοὺς ἁγίους, καθὼς καὶ τὶς ψυ­χὲς τῶν «τετελειωμένων πνευμάτων» (τρισάγ.).
⃝ Εἶνε ὅμως καὶ ὁρατὴ ἡ Ἐκκλησία μας. Γιατί; Διότι κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἐξαπλώνεται πάνω στὴ Γῆ, ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ ἔτσι λαμβάνει ἕνα ὑλικὸ σχῆμα. Ἂς τὸ ἀναλύσουμε αὐτὸ ἀκόμη ἁπλούστερα.
Ἡ Ἐκκλησία ἐν πρώτοις εἶνε – ποιό; ὁ ναός. Ὅταν ἐκκλησιαζόμα­στε ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξ­ῆς. Προτοῦ νὰ κτιστῇ ὁ ναὸς αὐτός, ἐδῶ τί ἦταν; Ἕνα οἰκόπεδο σὰν ὅλα τὰ ἄλλα, οἰκόπε­δο ποὺ ἔπαιζαν μπάλλα τὰ παιδιά. Ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς τῆς περιοχῆς ξεχώρισε αὐ­τὸ τὸ τετράγωνο καὶ εἶπε, Ἐδῶ θὰ χτίσουμε ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔβαλαν θεμέλιο μὲ τὸν τίμιο σταυρό, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στήθη­κε ἁγία τράπεζα κι ὁ ναὸς ἄρχισε νὰ λειτουρ­γῇ, ὁ χῶρος αὐτὸς ξεχώρισε. Δὲν εἶνε πιὰ οἰ­κόπεδο τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλ­λου. Ἐδῶ πλέον δὲν εἶνε γῆ. Ὅταν μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία μὲ πίστι, ὄχι ὅπως μπαίνει ὁ ἄ­πιστος καὶ ἄθεος, τότε δὲν πατᾷς πλέον τὴ γῆ, βρίσκεσαι στὸν οὐρανό· ἐδῶ εἶνε κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ ναὸς ἐγ­καινιάσθηκε, εἶνε τόπος ἱερὸς καὶ ἅγιος. Ἐδῶ μέσα τελεῖ­ται τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐ­χαριστίας κι ἀ­κούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καὶ παίρνει ὄνομα χριστι­ανικό, ἐδῶ στεφανώνεται, ἐδῶ ἀποχαιρετᾷ τοὺς νεκρούς του, ἐδῶ στὸ τέλος κηδεύ­εται κι αὐ­τός. Ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸ ναὸ εἶνε ἅγιο. Ὁ ναὸς ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ κέν­τρο τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ πιστὸς ἀγα­πᾷ νὰ βρίσκεται στὸ ναό. «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώμα­τά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 83,2-3).
Δυὸ πράγματα δείχνουν τὸν πολιτισμὸ μιᾶς χώρας, ὁ ναὸς καὶ τὸ σχολεῖο. Ἐγώ, ποὺ περιώδευσα ὡς ἱεροκήρυκας πολλὰ χωριά, αὐ­τὸ συμπέρανα· ῥημαγμένο σχολειὸ – χωριὸ ἄ­ξεστο, ἀπεριποίητη ἐκκλησιὰ – χωριὸ ἀφώτιστο· ὅ­ταν δῇς σχολειὸ περιποιημένο καὶ ἐκ­κλησία λαμπρὴ καὶ μεγάλη, στὸ χωριὸ αὐτὸ κατοικοῦν ἄνθρωποι εὐγενεῖς.
Ἐκκλησία λοιπὸν ἴσον ναός· ἀλλ᾽ ὄχι μόνο ναός. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλο σπουδαιότερο, ποὺ δυστυχῶς τὸ περιφρονοῦμε, κι αὐτὸ εἶνε ὁ ἱ­ερεύς. Μπορεῖς νὰ φανταστῇς σχολειὸ χωρὶς δάσκαλο, νοσοκομεῖο χωρὶς γιατρό, στρατὸ χω­­ρὶς ἀξιωματικό, πλοῖο χωρὶς καπετάνιο; Ὄχι. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει καὶ Ἐκκλησία χω­ρὶς ἱερέα.
Θέλετε νὰ τὸ καταλάβετε; Ἐπάνω στὴν ἁ­γία τράπεζα, ὅταν γίνεται θεία λειτουργία, βά­ζουμε λίγο ψωμὶ καὶ λίγο κρασί. Ὅλος ὁ κόσμος νὰ μαζευτῇ καὶ νὰ παρακαλῇ (λαὸς καὶ ἄρχοντες, στρατηγοὶ καὶ καθηγηταί, μοναχοὶ καὶ ἀσκηταὶ ἀκόμη), τὸ ψωμὶ δὲν γίνεται σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ δὲν γίνεται αἷμα του. Ἕ­νας πα­πᾶς ὅμως, ἂς εἶνε ἀγράμματος – ἀ­στοιχεί­ω­τος, εἶνε ἱκανὸς νὰ τελέσῃ τὸ μυστήριο. Αὐ­τὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Ἂν δὲν πιστεύετε, μὴ μπαίνετε στὴν ἐκκλησία· καὶ χαρὰ σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει καὶ κοινωνεῖ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Μὰ τί ἀκούω· Ὁ παπᾶς εἶνε τέτοιος καὶ τέ­τοιος!… Ἄκουσε, ἀδελφέ μου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βάλῃ τὰ ἄμφια καὶ θὰ πῇ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», ἢ θ᾽ ἁγιάσῃ τὴν κολυμβήθρα ἢ θὰ εὐλογήσῃ τὰ στέφανα, τὸ μυστήριο ἔγινε· ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν εἶνε πλέον ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα – ἂν ἔχῃ ἁμαρτίες θὰ τὸν κρίνῃ ὁ Θεός. Ὅπως στὸν ἀξιωματικὸ ἐν ὑπηρεσίᾳ, ὅ,τι κι ἂν εἶνε στὴν ἰδιωτική του ζωή, ἀναγνω­ρίζουν τὴν ἐξουσία του καὶ πειθαρχοῦν, κατὰ παρόμοιο τρόπο κ᾽ ἐδῶ. Φόρεσε τὸ πετραχήλι ὁ παπᾶς; Ἄ ἐκεῖνο τὸ πετραχήλι! εἶνε Ἰορδάνης, στὸν ὁποῖο πλένονται καὶ καθαρί­ζον­ται οἱ ψυχές. «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων» (Συνοδ.), ἡ πίστις ἡ ἀποστολική. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶ­νε τὰ ντουβάρια καὶ οἱ εἰκόνες, εἶνε ὁ ἱερεύς. Στὶς ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες σέβονται τὸν παπᾶ, ἐδῶ ντρέπομαι νὰ πῶ τί κάνουν… Σύ, ἂν ἀγαπᾷς τὴν Ἐκκλησία, τίμησε τὸν ἱερέα.
Ἐκκλησία ἴσον ναός, Ἐκκλησία ἴσον ἱερεύς, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο· Ἐκκλησία εἶνε καὶ ὅλος ὁ πιστὸς λαός. Κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανός, βα­πτισμένος στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἕνα ζωντανὸ κύτταρο μέσα στὸν ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησί­ας. Ὁ ἱερεύς, ποὺ εἴπαμε, καὶ ἐν γένει ὁ ἱερὸς κλῆρος ὑπάρχουν γιὰ τὸν πιστὸ λαό. Ἀλλὰ ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν ἐπεκτείνομαι· σπεύδω νὰ προσ­θέσω κάτι τελευταῖο καὶ σημαντικώτερο.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, τί εἶνε; Εἶνε τὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς μας, τὸ «Πιστεύω». Ὤ αὐτὸ τὸ «Πιστεύω»! Μετρῆστε τὶς λέξεις του. Τὸ «Πιστεύω» δὲν εἶνε γραμμένο μὲ πέννα καὶ μελάνι, εἶνε γραμμένο μὲ αἷμα, αἷμα ποὺ ἀχνίζει. Κάθε λέξις τοῦ «Πιστεύω» δὲν γράφτηκε σὲ σχολὲς καὶ γραφεῖα καὶ βιβλία ἐπιστημονικά· τὸ «Πιστεύω» γράφτηκε μέσα σὲ ἱερὲς Συνόδους, πάνω στὴ μάχη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ· στάζει δάκρυ προσ­ευχῆς καὶ μαρτυρικὸ αἷμα ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Τὸ «Πιστεύω» αὐτὸ εἶνε ἡ ἀκριβὴς διατύπωσις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ποιά εἶνε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία; Ἐκκλησία στὴν οὐσία της εἶνε ὅ,τι δίδαξε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅ,τι κήρυξαν οἱ ἀπόστο­λοι, ὅ,τι ἑρμήνευσαν οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης, ὅ,τι ὥρισαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ὅ,τι ὁμολογεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Καὶ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ πειράξουμε κάτι. Ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ πᾷς στὴν Ἀκρόπολι καὶ νὰ διορθώσῃς κάτι πάνω στὸν Παρθενῶνα, γιατὶ θεωρεῖται ὡς κάτι τέλειο, ἕνα ἀριστούργημα, ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶνε τὸ ἀριστούργημα τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος. Δὲν μπορεῖς νὰ προσ­θέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς οὔτε ἕνα γιῶτα. Εἶνε τὸ γνήσιο ἐκτύπωμα τοῦ Χριστιανισμοῦ.

* * *

Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγες λέξεις εἶνε ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶνε δένδρο θεοφύτευτο. ῾Ρίζα του ὁ Χριστός, κλαδιά του ἐμεῖς. Κέν­τρο τῆς Ἐκ­κλησίας ὁ ναός, λειτουργοὶ οἱ ἱερεῖς. Ὅπως στὸ στρα­τὸ σαλπίζει σάλπιγγα, ἔτσι σάλπιγγα στὴν Ἐκ­κλησία εἶνε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ Πιστεύω μας εἶνε ἡ ἁγία ὀρθόδοξος πίστις. Σ᾽ αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία βαπτισθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουμε οἱ Ἕλληνες.
Καὶ ἐὰν τὴν ᾽Ορθόδοξο Ἐκκλησία τὴν γνωρίζουν διὰ τῆς ἱ­εραποστολῆς καὶ τὴν ἀσπάζων­ται λαοὶ τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀ­σίας, ἐὰν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τὴν ἀγαποῦν μιὰ φο­ρὰ οἱ Σέρβοι καὶ οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ ῾Ρουμᾶ­νοι καὶ οἱ ῾Ρῶσοι, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει χίλιες φορὲς νὰ τὴν ἀγαποῦ­με. Γιατὶ ἡ ἱστορία μας βεβαιώνει ὅτι, ἂν δὲν ὑ­πῆρχε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἑλλάς. Τὸ ῥάσο ἔφτειαξε πατρίδα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀ­νέστησε τὴν Ἑλλάδα. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶνε ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἔθνους μας, ἡ μεγάλη μάνα μας. Σ᾽ αὐ­τὴν γεννηθήκαμε καὶ σ᾽ αὐτὴν θὰ πεθάνουμε.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἂς εἶνε μαζί μας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σπυρίδωνος Αἰγάλεω – Ἀθηνῶν τὴν 19-3-1967. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-2-2019.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 154β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=71900#respond