Σελίδες

Τετάρτη 15 Μαΐου 2019


Μικρός Ευεργετινός
Μοναχού Παύλου Ευεργετινού

ΛΘ. Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΜΑΡΤΙΑ. ΌΣΟΙ ΤΗΝ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ ΑΓΟΓΓΥΣΤΑ ΤΕΛΙΚΑ ΔΟΞΑΖΟΝΤΑΙ, ΕΝΩ ΟΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ ΤΙΜΩΡΟΥΝΤΑΙ ΣΥΧΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΖΩΗ.
Του Παλλαδίου


ΣΤΗΝ Καισαρεία της Παλαιστίνης ή παρθένα θυγατέρα ενός πρεσβυτέρου διακορεύτηκε (από κάποιον) και έμεινε έγκυος. Ό διακορευτής της την ορμήνεψε να συκοφαντήσει (σαν ένοχο) κάποιον αναγνώστη της πόλης, (πού λεγόταν Ευστάθιος). Καθώς λοιπόν ανακρινόταν από τον πατέρα της, κατηγόρησε τον αναγνώστη. Ό πρεσβύτερος ενημέρωσε τον επίσκοπο. και ο επίσκοπος, αφού συγκάλεσε το ιερατείο, έφερε στη μέση τον αναγνώστη και άρχισε να τον ρωτάει για το ζήτημα. Εγώ δεν έχω σχέση μ' αυτή την υπόθεση, αποκρίθηκε εκείνος. Ό επίσκοπος αγανάκτησε (με την άρνηση του) και του λέει αυστηρά: Δεν ομολογείς, άθλιε, την αμαρτία σου; Δεν μετανιώνεις; Εγώ, σε παρακαλώ, (δέσποτα), είπα την αλήθεια: Δεν έχω (καμιά) σχέση μ' αυτή την υπόθεση. Δεν είμαι ένοχος για την ανομία πού διαπράχθηκε σε βάρος εκείνης (της νέας). Αν όμως θέλετε να με ακούσετε να ομολογώ αυτό πού δεν έκανα, τότε το έχω κάνει! Όταν είπε αυτό, ο επίσκοπος τον καθήρεσε από το αξίωμα του αναγνώστη. Εκείνος τότε έπεσε στα πόδια του και παρακαλούσε: Αφού έτσι αποφάσισες, άγιε επίσκοπε, ότι δηλαδή, επειδή είπα πώς αμάρτησα, δεν είμαι άξιος κληρικός της αγιοσύνης σου, πρόσταξε να μου δοθεί από τώρα αυτή σαν γυναίκα μου. Ούτε εγώ πια είμαι κληρικός, ούτε εκείνη παρθένα.



 Ό επίσκοπος και ο πατέρας της, νομίζοντας κοντά στα άλλα ότι είχε ξετρελαθεί μαζί της και δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να την αποχωριστεί, του την έδωσαν για σύζυγο. Εκείνος αμέσως την οδήγησε σ' ένα γυναικείο μοναστήρι, και παρακάλεσε την ηγουμένη να την κρατήσει, ώσπου να γεννήσει. και Αφού την άφησε εκεί, αποσύρθηκε σε κάποιον ξερότοπο, κλείστηκε σ' ένα κελί και επιδόθηκε σε υπερβολικά σκληρή άσκηση. Με την καρδιά γεμάτη συντριβή, απευθύνθηκε στο Χριστό, λέγοντας Του με πολλά δάκρυα: Εσύ, Κύριε, πού είσαι ο καρδιογνώστης όλων, γνωρίζεις και τις δικές μου πράξεις, Αφού γνωρίζεις τα πάντα πριν γίνουν και κάθε ανθρώπου τη σκέψη. Εσύ είσαι ο γρήγορος εξεταστής των λογισμών. Εσύ είσαι ο βοηθός όσων αδικούνται και ο δίκαιος υπερασπιστής όσων συκοφαντούνται, γιατί δεν σου αρέσει καμιά αδικία. «Πάσα ροπή ζυγού δικαιοσύνη παρά σοι». (Παροιμ. 16:11). Από δω κι εμπρός λοιπόν, Κύριε, ανήκει στην αμερόληπτη και δίκαιη κρίση Σου ή φανέρωση της αλήθειας και ή αίσια έκβαση της υποθέσεως μου. Ενώ λοιπόν περνούσε τον καιρό του καρτερικά με τέτοιες προσευχές και με νηστείες, ήρθε ο καιρός να γεννήσει εκείνη ή ταλαίπωρη. και τότε ή δίκαιη κρίση του Θεού της φέρνει ξαφνικό και αβάσταχτο πόνο. Σκοτεινά οράματα και φοβερά βάσανα τυραννούσαν εφτά μέρες τη δύστυχη τούτη, μα το παιδί δεν έβγαινε από την κοιλιά της. και οι πόνοι γίνονταν όλο και περισσότερο πιο αφόρητοι. "Άρχισε λοιπόν με σπαραχτικές κραυγές να χτυπιέται και να φωνάζει: Αλίμονο μου της άθλιας! Κινδυνεύω να χαθώ, γιατί έπεσα σε δυο κακά, στην πορνεία και τη συκοφαντία! "Άλλος είναι πού με διακόρευσε, και τον αναγνώστη κατηγόρησα! Καθώς λοιπόν δεν μπορούσε πια ούτε να ζήσει ούτε να πεθάνει, μα ούτε και να γεννήσει, κι από τη άλλη πάλι ούτε οι αδελφές άντεχαν τις δυνατές κραυγές της, έτρεξαν γρήγορα και ήρθαν να πουν στον επίσκοπο τα καθέκαστα. και μολονότι έγινε δέηση στην εκκλησία άπ' όλους, οι προσευχές του αθώου την έκαναν άκαρπη. Σηκώθηκε τότε ο επίσκοπος και πήγε στο κελί, οπού ήταν κλεισμένος ο αναγνώστης. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του και χτυπούσε πολλή ώρα. Επειδή όμως εκείνος μήτε σημασία έδινε μήτε απαντούσε, πρόσταξε ο επίσκοπος να ξηλώσουν την πόρτα. Μπήκε λοιπόν μέσα και τον βρήκε πεσμένο καταγής. Αδελφέ αναγνώστη Ευστάθιε, του είπε σε τόνο απολογητικό, με τις προσευχές σου φανερώθηκε από την κρίση του Θεού ή συκοφαντία σε βάρος σου. Λυπήσου τώρα πια κι εσύ εκείνη πού σου έκανε το κακό, γιατί παραβασανίστηκε από τα δεινοπαθήματα, και απάλλαξε την από την αμαρτία της. Γιατί αυτά τα υποφέρει εξαιτίας των προσευχών σου. Παρακάλεσε λοιπόν το Θεό να τη λυτρώσει από τους ανυπόφορους πόνους της γέννας. Ό αναγνώστης έκανε μαζί με τον επίσκοπο εκτενή προσευχή. Χωρίς άλλη καθυστέρηση, εκείνη ή ταλαίπωρη ελευθερώθηκε από την αγωνία και γέννησε το παιδί. και τότε ικέτευε όλους να της συγχωρήσουν την ανομία πού έκανε σε βάρος του δικαίου. Από κει κι έπειτα θεωρούσαν όλοι τον αναγνώστη σαν μάρτυρα. Εκείνος πάλι, αφού εγκατέλειψε κάθε μέριμνα, έφτασε σε ύψη αγίας ζωής, αξιώθηκε μάλιστα να λάβει και πνευματικό χάρισμα. Από το βίο του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού Ο μέγας Γρηγόριος, αφού σπούδασε ολόκληρη την ελληνική σοφία και γνώρισε εμπειρικά πόσο αβάσιμες, αντιφατικές και αψήφιστες ήταν οι δοξασίες της, έγινε μαθητής του Ευαγγελίου του Χρίστου. και πριν ακόμη αναγεννηθεί με το βάπτισμα, έκανε τέτοια ζωή, ώστε καμιά κηλίδα αμαρτίας να μη φέρει στο (ιερό) λουτρό. Έμενε λοιπόν στην Αλεξάνδρεια, όπου μαζεύονταν όλοι όσοι είχαν ζήλο για τη φιλοσοφία και την ιατρική. και ή παρουσία του ήταν ενοχλητική στους συνομηλίκους του παρουσία ενός νέου στολισμένου με σωφροσύνη ανώτερη από των γερόντων , γιατί του αγνού ο έπαινος αποτελούσε ντροπή για τους αμαρτωλούς. Για να έχουν λοιπόν κάποια δικαιολογία οι ακόλαστοι και να μη φαίνονται ότι μόνο αυτοί είναι τέτοιοι (άνθρωποι), μηχανεύονται ένα τέχνασμα, για να ρίξουν λάσπη στη ζωή του μεγάλου (Γρηγορίου). και για να τον συκοφαντήσουν, παρουσιάζουν κάποια κοινή γυναίκα, από ένα παλιόσπιτο, γνωστή για την έξαχρείωσή της. Καθώς λοιπόν εκείνος συζητούσε με σεμνότητα, όπως συνήθιζε, για κάποιο φιλοσοφικό ζήτημα με τους λόγιους άνδρες (του τόπου), πλησιάζει ή (διεφθαρμένη εκείνη) γυναίκα κουνιστή και λυγιστή, δείχνοντας, με όλα όσα έλεγε και έκανε, πώς τον γνωρίζει τάχα καλά. "Ύστερα άρχισε να παραπονιέται, ότι δεν της δίνει όσα της χρωστάει, προσθέτοντας με αδιαντροπιά και τους λόγους, για τους οποίους δεν της πλήρωνε δήθεν την αμοιβή (της ακολασίας). "Όσοι γνώριζαν τη ζωή του αγίου, αγανάκτησαν και στράφηκαν οργισμένοι εναντίον της γυναίκας. Εκείνος, απεναντίας, ούτε ταράχθηκε, όπως αυτοί πού θύμωσαν για χάρη του, ούτε είπε τίποτα πού να δείχνει τη δυσφορία του, όπως θα 'ταν φυσικό, για τη συκοφαντία, ούτε κάλεσε κανένα μάρτυρα για το βίο του, ούτε με όρκο αρνήθηκε την κατηγορία, ούτε καυτηρίασε την κακία εκείνων πού έστησαν τη σκευωρία εναντίον του. Άλλα με ηρεμία και με φωνή κανονική στράφηκε σ' έναν από τους φίλους του και του είπε: Δώσε της τα χρήματα (πού ζητάει), για να μη μας ενοχλεί περισσότερο και να μην εμποδίζει τη συζήτηση πού κάνουμε. Ή πόρνη του είπε πόσα ζητούσε από τον άγιο, και αμέσως της τα μέτρησε όλα. "Έτσι πήρε τέλος ή επιβουλή των ακολάστων εναντίον του αγνού. Καθώς όμως εκείνη ή ξεδιάντροπη κρατούσε στα χέρια της τα κέρδη, τότε κιόλας έρχεται από το Θεό τόσο ή απόδειξη της αγνείας του νέου όσο και ο έλεγχος της συκοφαντίας των συνομηλίκων του. Τη στιγμή δηλαδή πού έπαιρνε στα χέρια τα χρήματα, (κυριεύθηκε από) δαιμονικό πνεύμα, (πού) την παραμόρφωσε. Έβγαλε ένα σπαραχτικό μουγκρητό θηρίου περισσότερο παρά ανθρώπου κι έπεσε στη γη μπρούμυτα, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους. Την ίδια στιγμή οι παρόντες βρέθηκαν μπροστά σ' ένα φρικτό και φοβερό θέαμα: Ξερίζωνε και μαδούσε τα μαλλιά της με τα ίδια της τα χέρια, ενώ τα μάτια της είχαν γυρίσει ανάποδα κι από το στόμα της έβγαζε αφρούς! Το δαιμόνιο, (πού την είχε κυριέψει), δεν σταμάτησε να την καταπνίγει, ώσπου ο ίδιος ο μέγας εκείνος (Γρηγόριος) επικαλέστηκε το Θεό και Τον παρακάλεσε να τη λυπηθεί. Τέτοια ήταν τα περιστατικά των νεανικών χρόνων του θαυμαστού Γρηγορίου άξια προοίμια της κατοπινής βιωτής του. Από το Γεροντικό Ένας γέροντας διηγήθηκε, ότι στα χρόνια του μεγάλου Ισιδώρου, του πρεσβυτέρου της Σκήτης, ήταν εκεί κάποιος διάκονος (Παφνούτιος). Αυτόν, για τη μεγάλη του αρετή, (ο άββάς Ισίδωρος) θέλησε να τον κάνει ιερέα, σκοπεύοντας να τον αφήσει διάδοχο του μετά την κοίμηση του. Εκείνος όμως, από ευλάβεια, δεν δέχθηκε τη χειροτονία και παρέμεινε διάκονος. Κάποιος λοιπόν από τους γέροντες, παρακινημένος από τον εχθρό (διάβολο), τον φθόνησε. και καθώς όλοι ήταν στην εκκλησία για την ακολουθία, πήγε κι έκρυψε το βιβλίο του στο κελί του διακόνου. Ύστερα ήρθε στον άββά Ισίδωρο και του είπε: Κάποιος άπ' τους αδελφούς μου έκλεψε το βιβλίο. Κατάπληκτος ο άββάς Ισίδωρος αποκρίθηκε: Ποτέ δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα στη Σκήτη! Τότε ο γέροντας εκείνος, πού είχε κρύψει το βιβλίο, λέει στον πρεσβύτερο: Δώσε μου δυο πατέρες, για να κάνουμε έρευνα στα κελιά. Αφού λοιπόν πήγαν κι έψαξαν πρώτα στα κελιά των άλλων, ήρθαν υστέρα και στο κελί του διακόνου. και μόλις βρήκαν εκεί το βιβλίο, το έφεραν στον πρεσβύτερο, στην εκκλησία, και του ανακοίνωσαν που το βρήκαν. Ό διάκονος ήταν εκεί και το άκουσε. Βάζει αμέσως μετάνοια στον αββά Ισίδωρο, μπροστά σ' όλο το εκκλησίασμα, και του λέει: Αμάρτησα! Βάλε μου επιτίμιο. Του έβαλε πράγματι κανόνα να μην κοινωνήσει για τρεις εβδομάδες. Κάθε φορά λοιπόν πού ο αδελφός ερχόταν στη (λατρευτική) σύναξη, στεκόταν μπροστά στην εκκλησία κι έβαζε μετάνοια σε όλους τους ανθρώπους, λέγοντας: Συγχωρέστε με, γιατί αμάρτησα. Μετά από τρεις εβδομάδες έγινε δεκτός στη θεία κοινωνία. Αμέσως όμως δαιμονίστηκε ο γέροντας πού τον συκοφάντησε! Άρχισε τότε να κραυγάζει και να ομολογεί (την αμαρτία του), λέγοντας: Συκοφάντησα το δούλο του Θεού! Όλο το εκκλησίασμα έκανε προσευχή γι' αυτόν, αλλά δεν θεραπευόταν. Τότε ο μέγας Ισίδωρος (γυρίζοντας προς το διάκονο) του λέει, μπροστά σ' όλους τους αδελφούς: Προσευχήσου γι' αυτόν. Αφού εσύ συκοφαντήθηκες, δεν θα θεραπευθεί παρά μόνο με τη δική σου μεσολάβηση. Πράγματι, μόλις προσευχήθηκε, αμέσως ο γέροντας έγινε καλά. Στο ορός Σινά ζούσε, ανάμεσα στους άλλους πατέρες, και κάποιος πού λεγόταν Νίκων. "Όχι πολύ μακριά του κατοικούσε κάποιος Φαρανίτης, πού είχε μια κόρη. Ένας άνθρωπος λοιπόν, πού πήγε στο σπίτι του Φαρανίτη και βρήκε την κόρη του μονάχη, γιατί ο ίδιος έλειπε, τη διέφθειρε. Με τα τη συμβούλεψε να πει στον πατέρα της, ότι ο άββάς Νίκων της έκανε το κακό. Όταν γύρισε ο Φαρανίτης κι έμαθε τι είχε γίνει, άναψε άπ' την οργή και τη στενοχώρια. Άρπαξε το ξίφος του κι έτρεξε στο γέροντα. Στάθηκε έξω (από το κελί του) και χτύπησε (την πόρτα). Μόλις πρόβαλε ο γέροντας, ο Φαρανίτης άπλωσε το χέρι για να τον χτυπήσει με το ξίφος. Μα παρευθύς το χέρι του ξεράθηκε! Έτσι, μην μπορώντας πια να σκοτώσει το γέροντα, πήγε και τον κατήγγειλε στους πρεσβυτέρους, πού αμέσως έστειλαν και κάλεσαν το γέροντα. Όταν ήρθε, του επέβαλαν πολλές σωματικές τιμωρίες, και μετά αποφάσισαν να τον διώξουν. Μα εκείνος τους παρακαλούσε: Αφήστε με εδώ, για το θεό, να μετανοήσω! και τότε τον απομάκρυναν για τρία χρόνια από την εκκλησία και τη μετάληψη των θείων Δώρων, δίνοντας εντολή να μην τον πλησιάσει κανείς (σ' όλο αυτό το διάστημα). , Έτσι πέρασε τρία χρόνια, μένοντας κάθε Κυριακή γονατιστός στην είσοδο της εκκλησίας και παρακαλώντας όλους: Κάντε προσευχή για μένα! Ύστερα όμως (άπ' αυτόν τον κανόνα του άββά Νίκωνα), δαιμονίστηκε εκείνος πού έκανε την αμαρτία και συκοφάντησε το γέροντα. και καθώς τον τυραννούσε ο δαίμονας, ομολόγησε στην εκκλησία (την αλήθεια). Τίποτα δεν ξέρει ο δούλος του Θεού, είπε. Εγώ έκανα την αμαρτία, και έβαλα (την κόρη) να συκοφαντήσει αυτόν! Το εκκλησίασμα, μόλις το άκουσε, κίνησε σύσσωμο για το γέροντα, πού ησύχαζε στο κελί του. Του έβαλαν μετάνοια και του είπαν: Συγχώρεσέ μας, αββά. Κι εκείνος τους αποκρίθηκε: Ό Θεός να σας συγχωρέσει! Εγώ όμως δεν μένω πια μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας (ανάμεσα σας) με διάκριση, για να μου δείξει κάποια συμπάθεια. και αμέσως ο γέροντας αναχώρησε από κει. Νομίζω πάντως ότι ο γέροντας δεν έφυγε μόνο γι' αυτό πού τους είπε, καυτηριάζοντας τη σκληρότητα και την αδιακρισία τους και παρακινώντας τους έτσι σε διόρθωση, αλλά και για ν' αποφύγει την τιμή και τον έπαινο τους. Γιατί θα τον τιμούσαν βέβαια από τότε κι έπειτα, γνωρίζοντας πια τη μεγάλη του αρετή και την πνευματική ανδρεία και γενναιοφροσύνη του. Του αγίου Μαξίμου Όταν δουν οι δαίμονες ότι καταφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, με σκοπό να μη μισήσουμε για χάρη τους τους ανθρώπους και ξεπέσουμε έτσι από την αγάπη, τότε ξεσηκώνουν εναντίον μας συκοφαντίες, για να μισήσουμε τους συκοφάντες, μην υποφέροντας τη λύπη. Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη του είτε στη διαγωγή του συκοφαντείται κάποιος. και κανείς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπροστά στη συκοφαντία, παρά μόνο οποίος στρέφει το βλέμμα του στο Θεό, όπως ή Σωσάννα (Δαν. Σωσ.: 35, 60, 62). Μόνο Εκείνος μπορεί να μας λυτρώσει από τις δύσκολες περιστάσεις, όπως έκανε και στην περίπτωση της Σωσάννας, και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα. Όσο εσύ προσεύχεσαι με την ψυχή σου για χάρη εκείνου πού σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πληροφορεί (για την αθωότητα σου) όσους σκανδαλίστηκαν (λόγω της συκοφαντίας). Του αγίου Έφραίμ Αν σου συμβεί να συκοφαντηθείς, και μετά αποκαλυφθεί ή καθαρότητα της συνειδήσεως σου, να μην υψηλοφρονήσεις, αλλά να υπηρετείς με ταπεινοφροσύνη τον Κύριο, πού σε λύτρωσε από συκοφαντίες ανθρώπων (Ψαλμ. 118:134), για να μην καταντήσεις «πτώμα έξαίσιον» (Ιώβ 20:5).