Σελίδες

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

π. Αυγουστίνος Καντιώτης: Ἂς τ᾽ ἀκούσου­με αὐ­τὸ ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Ἐκεῖ­νος, ποὺ ἦ­­ταν Θεάνθρωπος καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη, ἔκανε τὴ νύχτα προσευχή· ἐμεῖς;

π. Αυγουστίνος Καντιώτης: 
τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἀγαπήσαμε.

Αποτέλεσμα εικόνας για μεταμορφωση του σωτηροσ


Ν᾽ αξιωθουμε της δοξης Του!


«Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 88,13)
Δεσποτικὴ ἑορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου· ἑορτάζει ὁ δεσπότης Χριστός. Ἑορτάζου­με τὴ Μεταμόρφωσί του. Ποιό εἶνε τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ τῆς ἑορτῆς αὐτῆς; Εἶνε ἕνα γεγονὸς ποὺ συν­έβη πρὸ τῆς σταυρώσεως.
Λίγες μέρες ἐνωρίτερα ὁ Κύριος ἄρχισε ν᾽ ἀναγγέλλῃ στοὺς μαθητάς του, ὅτι θ᾽ ἀνεβῇ στὰ Ἰερο­σό­λυμα, καὶ ἐκεῖ πρόκειται νὰ πάθῃ πολλὰ ἀ­πὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς· θὰ τὸν συλ­λάβουν, θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρί­τη ἡ­μέρα θ᾽ ἀναστηθῇ (βλ. Ματθ. 16,21). Μόλις τ᾽ ἄ­κουσαν οἱ μαθηταὶ ἀνατρίχιασαν. Ὥστε θὰ χάσουν τὸν Διδάσκαλό τους, ποὺ τὸν εἶχαν ἀ­κολουθήσει κάνοντας θυσία, καὶ θὰ θανατωθῇ λὲς καὶ εἶ­νε κάποιος κακοῦργος; Ἀντέδρασαν, ὁ Πέτρος μάλιστα πιὸ ζωηρά· Δὲν σ᾽ ἀφήνουμε, Κύριε, νὰ πᾷς στὰ Ἰεροσόλυμα, ὄχι! Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἀπήντησε χαρακτηρίζοντας τὸν Πέ­τρο αὐστηρά· «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάν­δα­λόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλ­­λὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (ἔ.ἀ. 16,23). Αὐτὸ ποὺ θεωρεῖς ἐσὺ κακὸ γιὰ μένα, αὐτὸ θὰ γίνῃ ἡ πιὸ μεγάλη εὐεργεσία τοῦ κόσμου. Γιατὶ ἂν ὁ Χριστὸς δὲν θυσιαζόταν, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἀνάστασις, Πεν­τηκοστή, Ἐκκλησία, σωτηρία τοῦ κόσμου· ἀπὸ τὸ σταυρὸ πηγάζουν ὅλα τὰ καλά. Αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβῃ τότε ὁ Πέτρος.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἀναγγελία τοῦ πάθους ἔρ­­ριξε τοὺς ἀποστόλους σὲ μελαγχολία, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ συλλάβουν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορή­σῃ ἔ­κανε τὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως.

* * *

Μιὰ μέρα τοὺς ὡδήγησε μακριά, σ᾽ ἕνα βου­νὸ τῆς Ἁγίας Γῆς, ποὺ κατὰ τὴν παράδοσι εἶ­νε τὸ Θαβώρ, ὄχι πολὺ ψηλό, 600 περίπου μέτρων. Κοντὰ ἐκεῖ ὑπάρχει ἄλλο βουνὸ ὑψηλότερο, τὸ Ἑρμὼν ἢ Ἀερμών (σὰν τὸ δικό μας Ὄ­­­λυμπο). Τὸ Ψαλτήρι τὰ συνδέει καὶ λέει ὅτι «Θαβὼρ καὶ Ἑρμὼν ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 88,13). Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγι­ορείτης ἐξηγεῖ, ὅτι τὰ ὀνόματα αὐτά, βουνὰ καὶ ὅρια τῆς Γῆς τῆς ἐπαγγελίας, σημαίνουν τὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν πα­ρουσία ἐκεῖ τοῦ Χριστοῦ· στὸ Ἑρμὼν εἶνε ἡ Ναῒν ὅπου ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας, καὶ στὸ Θαβὼρ ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσίς του (βλ. Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς, τ. Β΄, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1996, σ. 512).
Στὸ βουνὸ πήγαινε συχνὰ ὁ Χριστός. Διανυ­κτέρευε ἐκεῖ, γιὰ νὰ προσεύχεται, νὰ συν­ομι­λῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἂς τ᾽ ἀκούσου­με αὐ­τὸ ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Ἐκεῖ­νος, ποὺ ἦ­­ταν Θεάνθρωπος καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη, ἔκανε τὴ νύχτα προσευχή· ἐμεῖς; Ποῦ εἶνε τώρα οἱ καλὲς συνήθειες τῶν παλαιοτέρων, νὰ σηκώνωνται τὴ νύχτα γιὰ προσευχή, νὰ κάνουν μετάνοιες, μεσονυκτικό, κανόνα; Μόνο στὸ Ἅ­γιο Ὄρος κάποιοι, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ φιλήσουμε τὰ πόδια τους, ἀγρυπνοῦν καὶ λένε συνεχῶς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Ἐμεῖς στὸν κόσμο ξέρουμε νύχτες ἁμαρτωλές· ὅλες οἱ ἀτιμίες τότε γίνονται. Ὁ Χριστὸς ὅμως διδά­σκει τί ἀξία ἔχει ἡ προσευχή. Γι᾽ αὐτὸ μακάριοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἀντρόγυνα ποὺ σηκώνονται καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό. Οἱ προσ­ευχὲς τὴ νύχτα ἔχουν μιὰ ἰδιαίτερη χάρι.
Ἀνέβηκε λοιπὸν στὸ Θαβώρ, γιὰ νὰ προσ­ευχηθῇ (βλ. Λουκ. 9,28). Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν πῆρε μαζί του ὅ­λους τοὺς ἀποστόλους· ἄφησε τοὺς ἐν­νέα στοὺς πρόποδες καὶ ἀνηφόρισε μὲ τοὺς τρεῖς πιὸ θερμούς· τὸν Πέτρο γιὰ τὴν πίστι του, τὸν Ἰωάννη γιὰ τὴν ἀγάπη του, καὶ τὸν Ἰάκωβο γιὰ τὴν ἐλπίδα του. Οἱ τρεῖς μαθηταὶ εἰ­κονίζουν τὶς τρεῖς αὐτὲς –θεολογικὲς λεγόμε­νες– ἀ­ρε­τές, πίστι – ἐλπίδα – ἀγάπη (βλ. Α΄ Κορ. 13,13).
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς προσευχόταν οἱ μα­θηταὶ εἶδαν τὰ ἑξῆς θαυμαστά. Πρῶτον ὅτι τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο κι ἀκόμα πιὸ πο­λύ. Δεύτερον ὅτι τὰ ῥοῦχα του, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια μεταξωτὰ ἀλλὰ ἁπλᾶ ῥοῦχα χωρικοῦ φτειαγμένα στὸν ἀργαλειὸ ἀπὸ τὰ ἅγια χέρια τῆς Παν­αγίας, ἄστραψαν φωτεινά, πιὸ λευ­κὰ κι ἀπὸ τὸ χιόνι. Καὶ τὸ τρίτο, ὅτι δεξιὰ καὶ ἀριστερά του παρουσιάστηκαν δυὸ μεγάλοι ἄνδρες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχαν ζήση* ὁ ἕνας πρὶν ἀ­πὸ χίλια πεντακόσα κι ἄλλος πρὶν ἀπὸ ὀχτακό­σα περίπου χρόνια, καὶ συνωμιλοῦσαν μαζί του. Τί σημαίνει αὐτό; ὅτι ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ἀφέντης, ὁ κύριος τῶν ζώντων ἀλλὰ καὶ τῶν νεκρῶν· καὶ τί ἄλλο; ὅτι πέρα ἀπὸ τὸν τάφο ὑπάρχει ἄλλη ζωή, ἀθανασία τῆς ψυχῆς, καὶ θὰ γίνῃ κοινὴ ἀνάστασις.
Θαμπωμένος ὁ Πέτρος ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ λέει· Τί ὡραῖα ποὺ εἶνε ἐδῶ, Κύριε! ἐδῶ νὰ μείνουμε γιὰ πάντα· ἂς στήσουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, μία γιὰ τὸν Ἠλία… Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν νοιάζεται ὁ Πέτρος· μιλάει σὰν τὸν ἐρωτευμένο, ποὺ λησμονεῖ τὸν ἑ­­­αυτό του καὶ σκέπτεται μόνο τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾷ. Τὸ Χριστὸ νὰ βλέπῃ διαρκῶς! ἂς μέ­νῃ ὁ ἴδιος στὸ κρύο ἢ στὴ βροχὴ ἢ στὸν καύ­σωνα, ἀρκεῖ ν᾽ ἀπολαμβάνῃ αὐτὴ τὴ δόξα!
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἕνα φωτεινὸ σύννεφο τοὺς σκέπασε καὶ μέσα ἀπ᾽ αὐτὸ ἀκούστη­κε ἡ φωνὴ ἐκείνη ποὺ εἶχε ἀκουστῆ καὶ στὴν ἀρχὴ στὸν Ἰορδάνη· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐ­τοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17, 5). Ἀπὸ φόβο οἱ τρεῖς ἀπόστολοι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς πλησίασε, τοὺς ἄγγιξε καὶ τοὺς εἶ­πε· Σηκωθῆτε καὶ μὴ φοβᾶστε. Κι αὐτοί, ἔκ­θαμβοι ἀκόμη, τὸν ἀντίκρυσαν μόνο του πιὰ καὶ μὲ τὴ γνώριμη πάλι ταπεινή του ἐμφάνισι. Γιὰ λίγο μόνο ὁ ἥλιος Χριστὸς ἔδειξε μιὰ ἀ­κτίνα του· γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι εἶνε ὁ Θεός.

* * *

Δὲν λέω, ἀγαπητοί μου περισσότερα. Θὰ πῶ μόνο, ὅτι ὁ Χριστὸς σήμερα εἶνε ἄγνωστος. Ἄλ­λοι τὸν ἀγνοοῦν σὰν νὰ μὴν ὑπάρχῃ, ἄλλοι τὸν ὑποτιμοῦν καὶ τὸν θεωροῦν κατώτερο ἀπ᾽ τὴ γυ­ναῖκα ἢ τὸ παιδί τους, ἄλλοι τὸν περιφρο­­νοῦν τελείως, καὶ ἄλλοι –ἀλλοίμονο!– τὸν ὑ­βρί­ζουν καὶ τὸν βλαστημοῦν. Κάποιος στὴν Πε­λοπόννη­σο βλαστήμησε τὸν πρόεδρο δη­μο­κρατίας καὶ τὸν ἔβαλαν 13 μῆνες φυλακή. Δὲν λέω ὅτι ἔκα­νε καλά, ὄχι· πρέπει νὰ τιμοῦ­με τοὺς ἄρχον­τες, εἴτε βασιλεῖς εἴ­τε προέδρους –δὲν ἔχει σημασία, ἀλ­λάζουν αὐτά, πρόσκαιρα εἶνε–, ὄχι ὅμως καὶ νὰ τοὺς ὑπερτι­­μοῦμε ἐν σχέσει μὲ τὸν Κύριο. «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱ­οὺς ἀν­θρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3). Λοι­πὸν 13 μῆνες φυλακὴ γιατὶ αὐτὸς βλαστήμησε τὸν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας· κι ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὸ Χριστό, ὁ δικαστὴς γελάει καὶ τοῦ βάζει 4 – 5 μέρες ποινή. Μεγάλοι οἱ ἄρ­χοντές μας, μικρὸς – πολὺ μικρὸς ὁ Χριστός!
Κάτι τέτοια ἀφήνουν νὰ φανῇ, ὅτι δὲν ἔχου­με συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς εἶνε ἥλιος, ἀλλὰ κρυμμένος ἀπὸ σύννεφα, ὅπως συμβαίνει στὸν οὐ­ρα­νὸ συχνὰ τὸ χειμῶνα. Πνευματικὸς ἥ­λιος ὁ Χριστός. Καὶ ὁ μὲν φυσικὸς ἥλιος θὰ σβήσῃ μιὰ μέρα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σβή­σῃ ποτέ. Τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἄπιστοι· ἐπικρα­τοῦν μαῦρα σύννεφα ποὺ σκοτίζουν, ὁ Χριστὸς δὲν φαίνε­ται. Δὲν ὑ­πάρχει τίποτα! σοῦ λέ­νε. Θά ᾽ρθῃ ὅμως μιὰ μέρα, ποὺ προεῖπε ὁ ἴ­διος, καὶ τότε «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰω. 19,37. Ἀπ. 1,7). Τότε ὁ Χριστὸς θὰ λάμψῃ παραπάνω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τότε αὐτοὶ ποὺ τὸν πολέμησαν, τὸν σταύρωσαν, τὸν βλαστήμησαν θὰ τρέμουν σὰν τὰ φύλλα, καὶ γυμνοί, χωρὶς κορῶνες καὶ σπαθιά, θὰ τὸν προσκυνοῦν· «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιπ. 2,10). Γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως ἡ ἐμφάνισί του θὰ εἶνε φῶς ἱλαρὸ καὶ ἔαρ γλυκὺ καὶ θέ­αμα ἔκπαγλο, ἡ ἀνώτερη ὀμορφιά, ὁ «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀν­­θρώπων» (Ψαλμ. 44,3).
Κάποτε ἕνα ἀγαπημένο χριστιανικὸ ἀντρόγυνο, ὅ­πως ἦ­ταν π.χ. οἱ ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Ναταλία (26 Αὐγ.), μιλοῦσαν μεταξύ τους. –Στὸν ἄλ­λο κόσμο, ρώτησε ἡ κοπέλλα, ἐκεῖ κοντὰ στὸν Κύριο, θὰ βλεπώμαστε μεταξύ μας, θὰ μὲ κοιτά­ζῃς ὅπως ἐδῶ; Καὶ ὁ νέος τί εἶπε· –Ἐκεῖ ἕ­νας θὰ λάμπῃ, ὁ Χριστός. Θὰ κοιτάζω διαρκῶς ἐ­­κεῖ­­νον, θὰ περάσουν χίλια χρόνια γιὰ νὰ γυρίσω νὰ ῥίξω μιὰ ματιὰ σ᾽ ἐσένα, καὶ μετὰ πάλι σ᾽ ἐ­κεῖνον θὰ στραφῶ· τὸ ἴδιο κ᾽ ἐσύ.
Ἂς κάνουμε σήμερα μιὰ βαθύτερη σκέψι. Ἀ­γα­ποῦμε τὸ Χριστό, τὸν ἔχουμε στὴν καρδιά μας, εἶνε γιὰ μᾶς τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε, ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη ἁ­μαρτία μας εἶνε ὅτι δὲν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό. Ἀγαπᾷς τὸ παιδάκι σου, τὴ γυναῖκα σου, τοὺς συγγενεῖς σου, ξέρω ᾽γὼ τί ἄλλο ἀ­γαπᾷς· τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἀγαπήσαμε.
Ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἂς στείλῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς μιὰ ἀκτίνα ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θαβώρ. Ἂς ἀναθεωρήσουμε τὴ ζωή μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ λειώσῃ μέσα μας τὸ παγόβουνο τῆς ἀδιαφορίας, νὰ θερμάνῃ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸ Χριστό, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό του, ν᾽ ἀπολαύσουμε τὴ δόξα του καὶ νὰ λέμε «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17,4).
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναΰδριον Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆ­ρος Ὑψώματος 1020 Φλωρίνης 6-8-1973

(* Στο σημείο αυτό έγινε αντικατάσταση της λέξης "πεθάνει" με τη λέξη "ζήση")

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2213
Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος
Τρίτη 6 Αὐγούστου 2019
Toυ Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου Καντιώτου