Σελίδες

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ο "ΜΕΓΑΣ" ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ;


Ο Μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας (Όλο το άρθρο)


Ο Μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας (Όλο το άρθρο)
Εν Πειραιεί 3-6-2013 & 4-6-2013 & 5-6-2013


(ΜΕΡΟΣ Α΄)
Τον τελευταίο καιρό οι Οικουμενιστές καταβάλλουν μια προσπάθεια αποκαταστάσεως του ονόματος του γνωστού τοις πάσι Μεγάλου Οικουμενιστού Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου. Στην προσπάθειά τους αυτή δημοσιεύουν κείμενα και δίνουν συνεντεύξεις, όπου τον αποκαλούν «Μέγα». Χαρακτηριστικά παραδείγματα που περιέχουν την παραπάνω θέση είναι : α) ο ελλογιμώτατος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Graz  κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, με άρθρο του στις 24 Σεπτεμβρίου 2012, που δημοσιεύθηκε στην πύλη εκκλησιαστικών ειδήσεων amen.gr, υπό τον τίτλο «Το παπικό πρωτείο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας», β) ο π. Ιουστίνος Κεφαλούρος, με άρθρο του στις 17 Οκτωβρίου 2012, που δημοσιεύθηκε στην πύλη εκκλησιαστικών ειδήσεων amen.gr, υπό τον τίτλο «50 χρόνια μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο», γ) ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος με συνέντευξή του στην εφημερίδα ‘Αγγελιοφόρος’ στις 1 Απριλίου 2013 [1].

Επίσης, η Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ὀργάνωσε Ἡμερίδα[2] στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου στό Ἡράκλειο τό Σάββατο 18 Μαΐου 2013, γιά τή συμπλήρωση 50 ἐτῶν ἀπό τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καί τήν 47η ἐπέτειο τῆς Ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης, με ομιλιτές γνωστούς οικουμενιστές, όπως τον Μέγα Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Πατριαρχείου π. Γεώργιο Τσέτση[3], τον κ. Γεώργιο Μαρτζέλο, και τον κ. Αριστείδη Πανώτη. Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος πρότεινε στον Πάπα Φραγκίσκο να συναντηθούν τον Ιανουάριο του 2014 στην Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την συνάντηση των προκατόχων τους, Παύλου Στ΄ και Αθηναγόρα, που ήταν η πρώτη άμεση επικοινωνία Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχη ύστερα από πέντε αιώνες. Εκείνη η ιστορική συνάντηση αποτέλεσε την αφετηρία της έναρξης του «διαλόγου της αγάπης» και εν συνεχεία, το 1980, του επίσημου θεολογικού διαλόγου ανάμεσα στον Παπισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία και ο οποίος ίσως μια ημέρα οδηγήσει στην επανένωση του διαιρεμένου άραφου χιτώνα του Κυρίου[4].
Επειδή στην παραπάνω περί «Μεγάλου» θέση υπάρχουν πάρα πολλές ανακρίβειες, αρκετές ελλείψεις και παραλείψεις, γίνεται παραπληροφόρηση και διαστρεβλώνεται η αλήθεια και απηχούνται καθαρά διαχριστιανικές οικουμενιστικές θέσεις, σα να έχει λησμονηθεί και απαληφθεί η πραγματική ιστορία, σα να έχει γίνει ιστορική κάθαρση και γενοκτονία της μνήμης, με αποτέλεσμα να δίδεται μια μεροληπτική εικόνα των πραγμάτων και των γεγονότων, για τον λόγο αυτό προβαίνουμε στις κατωτέρω διευκρινήσεις, με μοναδικό σκοπό την φανέρωση και αποκάλυψη της πλήρους αληθείας.
Τα σχετικά με τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα τα δανειζόμαστε από το εξαίρετο, θαυμάσιο και πολύ εμπεριστατωμένο κείμενο του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου π. Ιωάσαφ Μακρή «Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20ο αιώνα»[5].
Α) Η εκλογή του Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα
Κορυφαία όσο και καθοριστική εκδήλωση του ενεργού ενδιαφέροντος και ενασχολήσεως της αμερικανικής πολιτικής με τις υποθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η επιλογή και επιβολή το 1948 στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του μέχρι τότε Αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Αθηναγόρα. Είναι ο μοναδικός Πατριάρχης που εκλέγεται στον Οικουμενικό Θρόνο, χωρίς να έχει την τουρκική υπηκοότητα, όπως προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης. Είχε προηγηθεί ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Πατριάρχη Μαξίμου του Ε΄ καί η διαγραφή από την τουρκική κυβέρνηση όλων των Ιεραρχών της ενδημούσης συνόδου από τον κατάλογο υποψηφίων.
Η αναγκαστική παραίτηση του Πατριάρχη Μαξίμου του Ε΄, που επισήμως αποδόθηκε σε λόγους υγείας, αποδίδεται σε αμερικανική απόφαση για αναχαίτιση των πρωτοβουλιών του Πατριαρχείου της Μόσχας και των Σοβιετικών με την θεωρούμενη ανοχή του Πατριάρχη.
«Το 1945 το Πατριαρχείο Μόσχας συγκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Χριστοφόρος και Αντιοχείας Αλέξανδρος. Εκεί τέθηκαν οι νέες βάσεις για την Πανορθόδοξη ενότητα και μαρτυρία. Όλα έγιναν εν αγνοία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και του Προκαθημένου της. Το γεγονός θορύβησε τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στην αρχή και πολλοί έβλεπαν ότι οι Σοβιετικοί τροπαιούχοι από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν το Πατριαρχείο στη προσπάθεια διείσδυσης σε νέες σφαίρες επιρροής. Οι απόψεις αυτές ενισχύθηκαν ένα χρόνο αργότερα, όταν, κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του, ο Πατριάρχης Μάξιμος ο Ε΄ τίμησε με εξαιρετικό τρόπο τον Σοβιετικό πρέσβυ, τον οποίο υποδέχθηκε ως εκπρόσωπο της Τσαρικής Ρωσίας, ενώ υπάρχουν και πληροφορίες ότι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί με τον Ρώσο διπλωμάτη στο αυτοκίνητό του. Έτσι οι ΗΠΑ αποφάσισαν να λάβουν μέτρα : η εκλογή του κυρού Αθηναγόρα, η άφιξή του με το αεροσκάφος του Αμερικανού Προέδρου Χάρι Τρούμαν, η παραχώρηση της τουρκικής υπηκοότητας με το σκεπτικό ότι, όταν γεννήθηκε, το χωριό του στην Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής επικράτειας, ήταν μερικές μόνον από τις κινήσεις, που δρομολόγησε η Ουάσιγκτον»[6].
Οι λεπτομέρειες της εκλογής του κυρού Αθηναγόρα έχουν ως εξής:
«Ενώ στην εκλογή Μαξίμου ο νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε δηλώσει στην πατριαρχική αντιπροσωπεία, που τον επισκέφθηκε, ότι οι αρχιερείς του Φαναρίου μπορούσαν να εκλέξουν όποιον θέλουν, στην εκλογή Αθηναγόρα έθεσε θέμα αποκλεισμού απ’ αυτήν όλων των αρχιερέων λέγοντας το περίφημο ‘ουδείς εξ υμών’. Κι αυτό, γιατί για την τουρκική κυβέρνηση, συμφωνούντων και της ελληνικής και της αμερικανικής, μοναδικός υποψήφιος ήταν ο Αμερικής Αθηναγόρας.
Η υποψηφιότητα Αθηναγόρα προκάλεσε αντιδράσεις τόσο στην Σύνοδο του Πατριαρχείου, όσο και στην Ιεραρχία των Νέων Χωρών στην Ελλάδα. Τότε εκδηλώθηκε ανοικτή υποστήριξη προς τον υποψήφιο τόσο από την ελληνική, όσο και κυρίως από την τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα άρχισαν οι πιέσεις από τον νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως προς όσους αντιδρούσαν. Ακόμη η υποψηφιότητά του παραβίαζε τον τεσκερέ του 1923, σύμφωνα με το οποίο οι Οικουμενικοί Πατριάρχες έπρεπε να είναι Τούρκοι πολίτες. Παρά ταύτα όχι μόνο έγινε δεκτός, αλλά μετά την εκλογή του, του δόθηκε η τουρκική υπηκοότητα και όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο νομάρχης του παρέδωσε την ταυτότητα.
Με τον τρόπο αυτό άρχισε η πατριαρχία Αθηναγόρα, που κράτησε για 24 χρόνια. Μια μεγαλειώδης πατριαρχία που παρουσίασε τεράστιο έργο στο Διορθόδοξο και Διαχριστιανικό χώρο και ανέδειξε το Φανάρι διεθνώς. Χαρακτηριστικά για την πληθωρική προσωπικότητα του Πατριάρχη Αθηναγόρα είναι τα ανοίγματά του προς τις αιρέσεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, που μετέτρεψαν το απομονωμένο Πατριαρχείο σε κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος»[7].
Β) Η πατριαρχία του κυρού Αθηναγόρα
Η πολύχρονη πατριαρχία του κυρού Αθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ομολογία παράτολμη και ανατρεπτική. Είτε την κρίνει κανείς με τα επιχειρήματα των επικριτών είτε με τα αντίστοιχα των υμνητών του καταλήγει στο ίδιο πάντα συμπέρασμα ότι οι τομές, που επέφερε, και οι πρωτοβουλίες, που ανέλαβε, ιδιαίτερα στο θέμα του διαλόγου με τους ετεροδόξους, υπήρξαν εξαιρετικά καινοτόμες και ρηξικέλευθες.
Η αποδοχή, λοιπόν, των επιχειρημάτων της μίας ή της άλλης πλευράς εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τα κριτήρια, που θέτει κανείς, για να αποτιμήσει την συνολική παρουσία του στον Οικουμενικό Θρόνο και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αν ως κριτήριό μας θέτουμε την διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση, την κοινωνική και πολιτική καταξίωση, την διπλωματική δεινότητα και ευστροφία, την πρόσδοση κύρους και προβολής στο Φανάρι και άλλα ανάλογα κριτήρια, τα οποία αποδέχονται οι Οικουμενιστές, τότε ναι ήταν μια «μεγαλειώδης πατριαρχία» αυτή του «Μεγάλου» Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Αν, όμως, ως κριτήριο θέτουμε την Ορθόδοξη πίστη, την Ιερά Παράδοση, την Αγία Γραφή, τον Ιερό Ευαγγέλιο, τις Άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, τους Ιερούς Κανόνες και τους Αγίους Πατέρες, κριτήρια τα οποία αποδεχόμαθε οι αντιοικουμενιστές, τότε η πατριαρχία του Αθηναγόρα ήταν μία καταστρεπτική, προδοτική, εκδυτιστική και εκλατινιστική πατριαρχία. Ήταν μία παταγώδης αποτυχία. Ο Κύριος λέει : «Εκ των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. Μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; Ούτω παν δένδρον αγαθόν, καρπούς καλούς ποιεί. Το δε σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεί. Ου δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποείν. Παν δένδρον, μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. Άρα γε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς»[8]. Ποιοί οι καρποί, τα αποτελέσματα της πατριαρχίας Αθηναγόρα; α) Το 300.000 ορθοδόξων πιστών ποίμνιο, αυτός κατάφερε να το συρρικνώσει στις 3.000, και β) κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του δεν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αιρετικού ή ετεροδόξου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο καθένας παρέμεινε στην αίρεση και την ετεροδοξία του.
Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο η επιλογή ήταν δεδομένη και την είχε εκμυστηρευτεί αποκαλυπτικά στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο ο ίδιος ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας : «Από αυτή την κατάθλιψη, στην οποία ζούμε εδώ επί αιώνες, δεν είναι δυνατόν να μας βγάλει κανείς. Πρέπει να βγάλουμε εμείς τον εαυτό μας, κοιτάζοντας προς την Δύση, προς την Ευρώπη γενικά και τις Εκκλησίες της Δύσεως»[9].
Σε ό,τι αφορά, όμως, στα θέματα της πίστεως, τότε τα παραπάνω κριτήρια δεν έχουν καμμία θέση στην αξιολόγηση των επιλογών. Τουναντίον μάλιστα αποτελούν τροχοπέδη για την διατήρηση της ακριβείας και της αληθείας της.
Δυστυχώς, η ταύτιση των συμφερόντων (των καλώς έστω νοουμένων) του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις επιλογές του σε ζητήματα πίστεως στάθηκε ολέθρια και δεν έπαψε μέχρι και σήμερα να μας αποπροσανατολίζει, να μας παραπλανά και να μας παγιδεύει στο διχαστικό, όσο και τεχνητό, δίλημμα : ή τα οικουμενιστικά ανοίγματα ή η παρακμή και η απώλεια του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.
Έτσι, η υποστήριξη των εκάστοτε πρωτοβουλιών του Φαναρίου έγινε ταυτόσημη με την υποστήριξη του ίδιου του θεσμού του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Αλλά και αντίστροφα, κάθε κριτική προς τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλαμβάνεται ως πολεμική και απαξίωση του ίδιου του θεσμού. Αυτός ο διχασμός έλαβε την μορφή και την ισχύ αξιώματος. Έγινε πάγια τακτική του Φαναρίου, δόγμα της εξωτερικής του πολιτικής, κοινός τόπος στην ακαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στον τύπο και όλα τα ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα όλων των οικουμενιστών.
Γ) Η καλλιέργεια σχέσεων με το Βατικανό
Από το ξεκίνημα της πατριαρχίας του «ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας ενηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος το ζήτημα της αναθερμάνσεως των επαφών με την Ρώμην, την οποίαν εν τω ενθρονιστηρίω ήδη λόγω του ασπάζεται μετ’ απεράντου σεβασμού αδελφικώς εν Χριστώ»[10]. 
Το άνοιγμα και οι στενές σχέσεις του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα με το Βατικανό ήταν κάτι το αναμενόμενο και προγραμματισμένο, καθώς «από Μητροπολίτης Κερκύρας είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με τον Παπισμό που ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής τις αξιοποίησε περισσότερο. Όταν μάλιστα ως Οικουμενικός Πατριάρχης διήρχετο με το προσωπικόν αεροπλάνον του Τρούμαν από το ιταλικό έδαφος, παρακάλεσε τον πιλότο να πετάξη πάνω από την Αγία Έδρα, ανταποκρινόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον στην επιθυμία πολλών φίλων του της Αμερικής να συνδεθή στενότερα με τον Παπισμό»[11].
Ο πρώτος επίσημος απεσταλμένος του Φαναρίου στο Βατικανό ήταν ο μόλις εκλεγμένος τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο πρώτος ορθόδοξος Ιεράρχης που συναντήθηκε με τον πάπα μετά από αιώνες.
Στην συνάντηση, που είχε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ κατά το έτος 1959, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής του μεταφέρει προσωπικό μήνυμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα : «Αγιώτατε. Η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης μοι ανέθεσε την υψίστην τιμήν να επιδώσω προς την Υμετέραν Αγιότητα, όχι εν γράμμασιν αλλ’ εν τη ζώση, το εξής μήνυμα : ‘εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης’. Διότι πιστεύει ότι Υμείς είσθε ο δεύτερος Πρόδρομος, ο επιφορτισμένος παρά του Θεού με την εντολήν ευθείας να ποιήσητε τας τρίβους Αυτού»[12].
Στην απάντησή του ο Πάπας αποκαλύπτει τις προθέσεις του Βατικανού εν όψει της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που επρόκειτο να ξεκινήσει τις εργασίες της. «Σκοπός της νέας Συνόδου είναι η επανένωσις της Εκκλησίας» δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο και συμφωνούν από κοινού ότι «η «ένωση των εκκλησιών» πρέπει να στηριχθεί στις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως»[13]. «Εάν δεν επικρατήση το σύνθημα της Γαλλικής Επαναστάσεως: ελευθερία, ισότης, αδελφότης, ούτε ειρήνη θα υπάρξει μεταξύ των εθνών, ούτε ένωσις μεταξύ των Εκκλησιών»[14].
Τέλος, ο Πάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της «ενώσεως» : «Η ένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις – καρπός αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου»[15], δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και σηματοδοτεί, έτσι, την νέα οικουμενική πολιτική του Βατικανού έναντι της Ορθοδοξίας.
Η νέα αυτή πολιτική, που θα λάβει την επίσημη μορφή της με τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1963-1965) και το περίφημο «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», θα επιβληθεί στο εξής στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, αφού θα γίνει δεκτή και εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Πρόκειται για την γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύο παραδόσεων, την ενότητα εν τη ποικιλία, η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον και στις μέρες μας. Ενότητα δηλ., όχι στην πίστη και την αλήθεια, αλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση, ουσιαστικά, της Ορθοδοξίας στον παπισμό, χωρίς αυτός να αποβάλει καμμία από τις αιρετικές πλάνες του.
Στο σημείο, όμως, αυτό τίθενται αμείλικτα ερωτήματα προς τους Οικουμενιστές : Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση; Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,… ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνος ἀπόφασις τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[16]; Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις ποῦ ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στην υπηρεσία αυτής της νέας οικουμενικής πολιτικής ξεκινά μία κοινή εκστρατεία «ψυχολογικής προετοιμασίας» για την αποδοχή των οικουμενιστικών ανοιγμάτων, που πραγματοποιούνται. Η εκστρατεία αυτή κινείται σε δύο κυρίως άξονες. Από την μία πλευρά επιχειρεί να αμβλύνει, ακόμη και να εκμηδενίσει, τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, αποδίδοντας το μεταξύ τους χάσμα σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Από την άλλη δε επενδύει συστηματικά στην αδήριτη δυναμική της επικοινωνιακής τακτικής, της προβολής και της επιβολής μέσω της επαναλήψεως, στον νόμο δηλαδή της συνήθειας.
Χαρακτηριστικός όσο και άκρως αποκαλυπτικός αυτής της επιχειρούμενης ανατροπής και αντιστροφής των παραδεδομένων αρχών και της αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας μας είναι ο διάλογος του Οικουμενικού Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα με τον Καρδινάλιο Willebrans, πρόεδρο του παπικού Συμβουλίου για την χριστιανική ενότητα, στο Φανάρι. Το ίδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός και αποκαλυπτικός είναι και ο σχολιασμός και η ερμηνεία του διαλόγου αυτού από τον Καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ενός από τους κορυφαίους θαυμαστές και υμνητές του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα, στο βιβλίο του «Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών»:
« «Από τί προήλθε το Σχίσμα»; ρώτησε ο Πατριάρχης τον Βιλεμπράνς.
Ο Καρδινάλιος προσπάθησε μ’ ευγένεια ν’ αναφέρει τις δογματικές διαφορές των δύο Εκκλησιών. Ο Αθηναγόρας -όπως αργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε να πει ολόκληρη την αλήθεια στον έκπληκτο Ολλανδό Καρδινάλιο.
«Άγιε Αδελφέ, το Σχίσμα δεν έγινε από τα ένζυμα και τα άζυμα. Αν το Άγιο Πνεύμα πνει στα ένζυμα κατά τον ίδιο τρόπο πνει και στα άζυμα. Η αντίθεσις δεν ήταν θεολογική, αλλά μόνο πολιτική. Ήταν η αντίθεσις της Ρώμης με την Αθήνα. Σεις εκπροσωπούσατε την Ρώμη κι εμείς τότε την Αθήνα».
Ο καρδινάλιος κοκκίνισε από ντροπή. Εναντίον του κατεστημένου, ο Αθηναγόρας δεν εδίστασε να διατυπώσει ολόκληρη την αλήθεια, αντίθετα με την επίσημη διδασκαλία και των δύο Εκκλησιών. Δεν του άρεσε να εξαπατά τα εκατομμύρια των πιστών του με ιστορικά ψεύδη... Θεωρούσε πιο τίμιο να μην αλλαξοπιστεί κανείς, αλλά μέσα στο κάστρο της Εκκλησίας του να πολεμά για οικουμενικότητα, αδελφοποιΐα και διεύρυνσι»[17].
Τις βασικές αρχές της νέας οικουμενικής τακτικής διετύπωσε πολύ εύστοχα και συνοπτικά το 1962 ο γνωστός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ιωάννης Ντανιελού : «Ο λατινικός και ο βυζαντινός κόσμος, με τα συμφέροντά τους, έχουν από καιρό εκλείψει. Το δόγμα είναι σχεδόν κοινό. Η παράδοσις επίσης. Τα μυστήρια κοινά. Και κοινοί οι σημερινοί αντίπαλοι. Οι αιώνες, που επέρασαν, εσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, που πρέπει σιγά-σιγά να εκμηδενισθούν. Ως πρώτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία»[18].
Για αυτή την «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας μία σειρά από κινήσεις και πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικού χαρακτήρα εκ μέρους του Βατικανού και των Ορθοδόξων Οικουμενιστών με σκοπό την σταδιακή άμβλυνση της συνειδήσεως και την εξασθένιση του αισθητηρίου του ορθοδόξου πληρώματος.
***
(ΜΕΡΟΣ Β΄)
Δ) Η συνάντηση των Ιεροσολύμων
Με την αναρρίχησή του στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας ξεκίνησε επίσημες και μυστικές επαφές με το Βατικανό. «Ο Αθηναγόρας επί συνεχή έτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακώς με το Βατικανό την συνάντηση του με τον Πάπα. Διαμεσολαβητής είναι ο Ρουμάνος Αρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, και διάφορες προσωπικότητες του παπικού κόσμου»[19].
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1964 στα Ιεροσόλυμα. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄, κατά την διάρκεια της λήξεως των εργασιών της Β΄ Βατικανής Συνόδου, προανήγγειλε την προσκυνηματική του επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας έσπευσε να δηλώσει ότι θα πάει και ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα. Επιθυμούσε δε στην συνάντηση αυτή να συμμετάσχουν και οι ηγέτες του Προτεσταντισμού με σκοπό μια παγχριστιανική προσέγγιση, που θα οδηγούσε στην ένωση.
«Δεν ηρκέσθη δε μόνον εις τούτο. Επρότεινε ταυτοχρόνως, ίνα και οι Πατριάρχαι και Πρόεδροι των εκασταχού Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πορευθώσιν όλοι ομού εις Ιεροσόλυμα, συναντηθώσι μετά του Πάπα και διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί της ενώσεως των Εκκλησιών»[20], σχολιάζει ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται για πρωτόγνωρες πραγματικά αποφάσεις, που ανέτρεψαν μέσα σε μια στιγμή κάθε δεδομένο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Αγιοπατερική Παράδοση, δογματική και εκκλησιαστική συνείδηση και τόσα άλλα. Και να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για αποφάσεις ενός και μόνο ανδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη απόφαση ούτε καν ενημέρωση επ’ αυτών! «Αι άνω απόψεις του Οικουμενικού Πατριάρχου...  εδημιούργησαν παρά τοις Ορθοδόξοις αλγεινήν εντύπωσιν... Τό αποφασιστικόν τούτο και απρόοπτον βήμα του Πατριαρχείου, έδει να καταστή αντικείμενον κοινής συσκέψεως και αποφάσεως των κατά τόπους αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών»[21], παρατηρεί με απογοήτευση ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος                             κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Η συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία υποδειγματική εφαρμογή της προαποφασισμένης οικουμενιστικής τακτικής, που προαναφέραμε. Επένδυσε συστηματικά στην δύναμη της εικόνας, του συμβολισμού και των εντυπώσεων. Ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας, άλλωστε, εξόχως πληθωρική και χαρισματική προσωπικότητα, διέθετε ιδιαίτερη ευχέρεια στην επικοινωνιακή τακτική και με τις δηλώσεις του κέρδισε αμέσως τον δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ήθελαν οι δημοσιογράφοι κι έτρεξαν ποιός πρώτος θα προλάβει να στείλει το τηλεγράφημά του. Οι άλλοι, οι πολλοί, που ακολούθησαν τον Πάπα, που δεν ήταν καθόλου προσιτός και που δεν είπε ούτε λέξη, άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν πίσω από τον Αθηναγόρα»[22].
Επικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις και μια ακατάσχετη αγαπολογία κυριάρχησε στην πολύκροτη συνάντηση, έτσι όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο Πατριάρχης : «Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δύο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δύο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα»[23]!
Το μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, της «συνομιλίας των ψυχών» Πάπα-Πατριάρχη και των αισθημάτων, που αντήλλαξαν, δεν ανακοινώθηκε ποτέ ούτε στις Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ούτε στο ορθόδοξο πλήρωμα. Το πληροφορούμαστε, όμως, σταδιακά από τότε, καθώς παρακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη και προαποφασισμένη από τότε οικουμενιστική πορεία προς την «ένωση». «Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν»[24]. Αυτό το «κοινό πρόγραμμα», που καταρτίστηκε σε μία μυστική συνάντηση δύο ανδρών, ήταν, όπως προκύπτει από τις αρχικές δηλώσεις και αναφορές, πολύ πιο προχωρημένο από αυτό, που τελικά παρουσιάστηκε.
Επρόκειτο για σαφή συμφωνία για «ένωση στο κοινό ποτήριο», αφού εκ των πραγμάτων αποκαλύπτεται ότι αυτή ήταν η αρχική επιθυμία των δύο μερών. «Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς» συνεχίζει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας «και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κύριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Πάπας απαντών μου προσέφερε Άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Άγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Άγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος»[25].
Σχετικά με την intercommunio (διαμυστηριακή κοινωνία) θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενότητα στη Θεία Λατρεία μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και αιρετικών σημαίνει, κατά την Ορθόδοξη θεώρηση, έκφραση ενότητας της όλης Εκκλησίας. Μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία προϋποθέτει την ενότητα της πίστεως πριν από την ευχαριστιακή πράξη. Χωρίς αυτή την ενότητα στην πίστη και την ευχαριστιακή κοινωνία, η ενότητα μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και αιρετικών έχει μόνο ηθικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι αιρετικές παρασυναγωγές στο σύνολό τους ενδιαφέρονται περισσότερο για την intercommunion και μάλιστα πριν την επίτευξη ενότητας στην πίστη, πράγμα που απορρίπτει σαφώς η Ορθόδοξη Εκκλησία για τους παραπάνω λόγους[26].
Ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαίος ορθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ότι θα πρέπει να εφαρμόσουμε ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στους διαλόγους, που διεξάγει η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις αιρέσεις και τις θρησκείες. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής : Να επιτευχθεί
α) ενότητα στη διοίκηση της Εκκλησίας˙ δηλ. να αποδεχθούν οι αιρετικοί και αλλόθρησκοι το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
β) ενότητα στην Ορθόδοξη πίστη και ζωή, όπως αυτές εκφράζονται στην αγία παράδοση της Ορθοδοξίας, στην Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, στους Ιερούς Κανόνες και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και θεολόγων της Ορθοδοξίας, και
γ) ενότητα στη θεία λατρεία της Ορθοδοξίας[27].
Και ο κορυφαίος ορθόδοξος Ρώσσος θεολόγος του 20ου αι., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, επισημαίνει: «Σαν μέλος και ιερεύς της Ορθοδόξου Εκκλησίας πιστεύω ότι η Εκκλησία, μέσα στην οποία βαπτίσθηκα και ανατράφηκα, είναι η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, η μόνη αληθινή Εκκλησία. Και το πιστεύω αυτό για πολλούς λόγους: Ένεκα της προσωπικής πεποιθήσεως και ένεκα της εσωτάτης βεβαιώσεως του Αγίου Πνεύματος, που πνέει στα μυστήρια της Εκκλησίας και ένεκα των όσων είναι δυνατόν να γνωρίζω από την Αγία Γραφή και από την καθολική (ορθόδοξη) παράδοση της Εκκλησίας. Είμαι υποχρεωμένος, λοιπόν, να θεωρώ όλες τις υπόλοιπες χριστιανικές «εκκλησίες» ως ελαττωματικές και σε πολλές περιπτώσεις μπορώ να προσδιορίσω αυτές τις ελλείψεις των άλλων «εκκλησιών» με απόλυτη ακρίβεια. Γι’αυτό, λοιπόν, η ένωσις των Χριστιανών, για’μένα, σημαίνει ακριβώς την παγκόσμια επιστροφή στην Ορθοδοξία. Δεν έχω καμμία απολύτως ομολογιακή πεποίθηση˙ η πεποίθησίς μου ανήκει αποκλειστικά στην Una Sancta, στη «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, Αποστολικήν Εκκλησίαν», την Ορθοδοξίαν»[28].
Ε) Η άρση των αναθεμάτων
Αυτή η «ένωση στο κοινό Ποτήριο» επιχειρήθηκε με την περίφημη «άρση των αναθεμάτων» μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1965, με μονομερή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία»[29], καθώς εδήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ας μας απαντήσουν οι Οικουμενιστές : Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κων/λη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Με την άρση των αναθεμάτων οι δύο πλευρές εννοούσαν την άρση του Σχίσματος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κυρός Ιάκωβος, επίσημος απεσταλμένος εκείνη την περίοδο του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα προς τους Παπικούς, αποκαλύπτει το περιεχόμενο των μηνυμάτων, που αντέλλασσαν Φανάρι και Βατικανό «μέχρι του τολμηρού επίσης μηνύματος, που μου ανέθεσε ο Πατριάρχης να μεταβιβάσω στον πρόεδρο της Επιτροπής Σχέσεων Δύσης και Ανατολής, που ήταν ένας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ο Αυγουστίνος Μπέα».
Και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, επισκέπτομαι τον Μπέα στη Νέα Υόρκη. Τον ρώτησα: ‘Τι λέτε, σεβασμιότατε, μπορούμε να φέρουμε τις Εκκλησίες μας πιο κοντά με την άρση του Σχίσματος;’ Μου λέει: ‘Καλή ιδέα, δεν ξέρω πώς θα τη δεχτούν στη Ρώμη, αλλά εγώ νομίζω ότι πρέπει να γίνει η άρση του Σχίσματος. Έτσι, δεν θα έχουμε λόγο κανέναν να μην πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο».
Ερώτηση Γ. Μαλούχου: «Την άρση του Σχίσματος ή του αναθέματος»;
Απάντηση Αρχιεπισκόπου : «Και τα δύο αυτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί όταν κατέθεσαν οι αντιπρόσωποι του Πάπα το ανάθεμα, τρόπον τινά, με το οποίο αναθεμάτιζε ο Πάπας Νικόλαος τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ήταν το οριστικό Σχίσμα πια. Δεν έγινε άλλη επίσημος πράξις, που να καθιερώσει το Σχίσμα ως μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως»[30]. Η άρση του σχίσματος εντάσσεται, άλλωστε, και στην λογική των αποφάσεων της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που πραγματοποιείτο εκείνο το διάστημα, για άρση της ακοινωνησίας και αναγνώριση των μυστηρίων των Ορθοδόξων.
Στο λατινικό μάλιστα κείμενο της «άρσεως των αναθεμάτων» υπάρχει ο όρος excommunicatio = ακοινωνησία, ο οποίος στην επίσημη μετάφραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφράζεται ως «αναθέματα»[31]. Το κείμενο, δηλαδή μιλούσε για «άρση της ακοινωνησίας». «Οι New York Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας, που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον, που αναγγέλει την ‘άρσιν των αναθεμάτων’, ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχε σκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών»[32], επισημαίνει ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι «ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, πρίν επισκεφθεί το Φανάρι (30-11-1979)... εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι η ενότητα έχει αποκατασταθεί στην πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[33], όπως υπογραμμίζει ο Αντώνιος Παπαδόπουλος.
Το νέο οικουμενιστικό δόγμα, που διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου στα μέσα του 20ου αιώνα, θεωρεί αμελητέες τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, αποδίδει το Σχίσμα και την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας σε πολιτικούς λόγους και την έλλειψη αγάπης εκατέρωθεν. Με βάση αυτή την λογική, λοιπόν, αυτό, που χρειαζόταν, για την αποκατάσταση της ενότητος, ήταν η άρση του Σχίσματος και «να αγαπηθούμε», κατά τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα, αφού «έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς... αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον»[34].
Ο στόχος, λοιπόν, είναι δεδομένος : η πλήρης «ένωση», το κοινό Ποτήριο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να ακολουθηθεί μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Για τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα «υπάρχουν δύο δρόμοι : Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον ... δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε : απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ : Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθει. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον Ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχονται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθει από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθει αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθει μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος»[35].
***
(ΜΕΡΟΣ Γ΄)
ΣΤ) «Επίθεση αγάπης» και διγλωσσία του Βατικανού
Αυτή η ακατάσχετη αγαπολογία θα κυριαρχήσει στον «διάλογο» με τους Παπικούς. Η «επίθεση της αγάπης» είναι μία τακτική, που θα εφαρμόσει συστηματικά και το Βατικανό. Από τα μέσα του 20ου αιώνα το Βατικανό εγκαταλείπει φαινομενικά την παλαιά τακτική του για απαίτηση προσχωρήσεως στον Παπισμό των «αιρετικών ορθοδόξων».
Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δεν προσφέρονται πλέον για εχθρικές αντιπαραθέσεις και πολεμικό κλίμα και το Βατικανό σπεύδει να προσαρμοστεί παραλλάσσοντας την επικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινά, έτσι, την «επίθεση στα νώτα», κατά τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, επίδειξη φιλίας και αγάπης, οικουμενικά ανοίγματα και διάλογος, χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή στους στόχους και τις μεθόδους.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ταυτόχρονα με το «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», πού τόσο έχει προπαγανδισθεί και από Παπικής και από Ορθοδόξου πλευράς, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος εξέδωσε, επίσης, το αντίστοιχο «Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», τίς ουνιτικές δηλαδή, τις οποίες αναγνωρίζει και προασπίζεται με κάθε επισημότητα.
Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία, την πιο επαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμού και πολεμικής κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλύπτει τόσο το αληθινό του πρόσωπο όσο και τον βαθμό της διγλωσσίας, με την οποία δεν παύει να συμπεριφέρεται έναντι των Ορθοδόξων.
Αποκαλύπτει, όμως, και την διγλωσσία των Ορθοδόξων οικουμενιστών, που εθελοτυφλούν μπροστά στην πραγματικότητα, που αντιλαμβάνονται επιλεκτικά τις διαθέσεις του Βατικανού, που εκλαμβάνουν κατά το δοκούν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του. Τώρα κατανοεί κανείς πόσο προδοτική της πίστεως ενέργεια υπήρξε η επίσκεψη (10/13-10-2012) του Οικ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στο Βατικανό για να συμπροσευχηθεί, να εορτάσει και να ομιλήσει για τα 50 χρόνια συμπληρώσεως της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Ουσιαστικά και τυπικά αποδέχεται πλήρως τα διατάγματα περί Οικουμενισμού, Ουνίας και διαθρησκευτικού συγκρητισμού.
 Επειδή, όμως, κάποιοι αγνοούν σκοπίμως ίσως τις αποφάσεις της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου και πόσο σημαντική υπήρξε αυτή για το μέλλον του Παπισμού αλλά και της παναίρεσης του Οικουμενισμού, μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό μόνο απόσπασμα από το βιβλίο του αιδεσ. πρωτοπρεσβ. π. Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων». Στο απόσπασμα αυτό μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο μεγάλη ώθηση έδωσε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού στη διαθρηκειακή «κατανόηση» ή καλύτερα στην πανθρησκειακή ενότητα και επομένως ποιο βαθύτερο νόημα μπορεί να έχει η τωρινή συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη στους εορτασμούς για τη Σύνοδο αυτή. Στο κεφάλαιο «έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες»; σημειώνει :
«Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις, που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα με αυτή, σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία. Οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) (Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα..., τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ’ όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη. Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επίπλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι’ αυτό αποδίδουν σημασία στη ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία»[36]), να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος ετόλμησε πριν από είκοσι έξι χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»[37] και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία «Ιερά» βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος. Γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, άλλα και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου, αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων, που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος, εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί», που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»[38].
Αυτή, λοιπόν, η διγλωσσία, από ορθοδόξου πλευράς, παρακολουθεί κατά έναν παράδοξο τρόπο, αλλά με συνέπεια, την ανάλογη του Βατικανού : αυστηρή ορθόδοξη στάση στο «εσωτερικό» και διαδοχικές υποχωρήσεις έναντι των Παπικών.
Θα πρέπει να γνωρίζουν οι Οικουμενιστές ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν πολλά μοντέλα και σχήματα επανενώσεως, ούτε ισχύει η ένωση τύπου Ουνίας (ουνιτική ένωση), που θέλει να επιβάλλει ο Παπισμός, σύμφωνα με την οποία κάθε «ομολογία» θα κρατήσει τα όποια δικά της εκκλησιαστικά ήθη και έθιμα, δεν θα αλλάξει τίποτα, μόνο που θα πρέπει να αναγνωρίσει το οικουμενικό πρωτείο εξουσίας του Πάπα και να τον μνημονεύει στα δίπτυχα και τις ακολουθίες. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία υφίσταται μονάχα ένα και αποκλειστικό μοντέλο και σχήμα επανενώσεως των αιρετικών με την Καθολική Ορθόδοξο Εκκλησία, το οποίο δεν είναι άλλο από την μετάνοια των αιρετικών, την επίσημη αποκήρυξη των αιρέσεων και των πλανών τους, την δημόσια ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως καθ’ολοκληρίαν και την επιστροφή τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία.
Ζ) Η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου
Οι Οικουμενιστές παρασιωπούν τις μυστικές συμφωνίες Ρώμης-Φαναρίου για την επίτευξη της ενώσεως, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές, όπως αυτές απεκαλύφθησαν εκ των υστέρων. Προς τον σκοπόν αυτόν εξεπονήθη ένα καλά μελετημένο σχέδιο του Βατικανού, το οποίο σταδιακά εφαρμόζεται σε στενή συνεργασία με τους Οικουμενιστές του Φαναρίου, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η τελεία ένωση Ορθοδοξίας και Παπισμού, η οποία θα είναι κατά τα πρότυπα των Ουνιτικών Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης. Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έλαβαν μέρος σε Διαχριστιανικούς Διαλόγους και ασχολήθηκαν εις βάθος με αυτούς. Ένας εξ αυτών ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί: «Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και οι περί αυτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν ευρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν Εκκλησιολογίαν»[39]. Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης επιβεβαιώνει την ίδια πραγματικότητα : Εκείνοι (οι Λατινόφρονες) «εσχεδίασαν και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό, ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλεί-τουργα και αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν έλθη επισήμως, να αποτελεί απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη ενώσεως»[40]. Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός σε πλήρη συμφωνία με τους παραπάνω παρατηρεί: «Από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα το 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας»[41]. Ο αγωνιστής και μαχητικός ιεράρχης αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αυγουστίνος Καντιώτης επισημαίνει: «Η ένωσις, η ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής και Δύσεως, διαβούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων εγκέφαλος ο Πάπας! ...Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την οποίαν δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν»[42]! Ο Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι «οι αδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί εμμέσως ή αμέσως αφήνουσι να εννοηθεί, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται να ενωθεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής δι’ ενός είδους ενώσεως ομοίου ή παραλλήλου προς εκείνο το οποίον υφίσταται μεταξύ αυτής και των εκκλησιαστικών ομάδων των Ουνιτών»[43].
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα όσα ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας απεκάλυψε τον Αύγουστο του 1971: «το ’65 εσηκώσαμεν το σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ…»[44], αλλά και την πλήρη ευθυγράμμιση των διαδόχων του, Δημητρίου και Βαρθολομαίου, με την γραμμή, που αυτός εχάραξε, συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον για το Φανάρι, σχίσμα πλέον δεν υφίσταται και η ένωση των Εκκλησιών ήδη έγινε, αλλά δεν είναι ακόμη ‘τελεία’»[45]. Τελεία ένωση θα γίνει όταν θα φθάσουμε πλέον στο κοινό Ποτήριο. Πρώτο βήμα προς την ένωση αυτή υπήρξε η άρση των αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Φαναρίου το Δεκέμβριο του 1965. Επακολούθησε η πλήρης αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση Ορθοδοξίας και Παπισμού ως «Αδελφών Εκκλησιών» το 1993 στο Balamand. Εκείνο τώρα που απομένει είναι η αποδοχή αυτής της συμφωνηθείσης ενώσεως από τον πιστό λαό του Θεού, εφ’ όσον επιλυθεί το ακανθώδες θέμα του Πρωτείου.
Η καθιέρωση του «Διαλόγου της Αγάπης», μιας μακράς δηλαδή περιόδου από το 1965 έως το 1980, που προηγήθηκε του Θεολογικού Διαλόγου, εντάσσεται μέσα στο άριστα μελετημένο σχέδιο που εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες της ενώσεως Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ και τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα κατά την συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, τον Δεκέμβριο του 1964. Ο «Διάλογος της Αγάπης αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία με την δημιουργία κλίματος καλών σχέσεων και φιλίας. Επινοήθηκε ακόμη η παροχή οικονομικών ενισχύσεων προς τους Ορθοδόξους, με υπερτονισμό της αγάπης και παραμερισμό της σημασίας των δογματικών αληθειών της πίστεως… ώστε να αποδυναμωθεί κάθε διάθεση μαρτυρίας και ομολογίας. Επινοήθηκαν επίσης οι ανταλλαγές επισκέψεων των προκαθημένων Ρώμης και Φαναρίου, οι επιστροφές αγίων λειψάνων από την πλευρά του Βατικανού ως ένδειξη φιλίας προς τους Ορθοδόξους, οι συμπροσευχές και κοινές διακηρύξεις περί ‘αδελφών Εκκλησιών’, για την δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων και τετελεσμένων γεγονότων»[46].
Μεθοδεύτηκε η έναρξη του θεολογικού διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα αλλά από τα ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές, κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν ξαφνικά στο σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως.[47]
Αυτή η τακτική των ορθοδόξων οικουμενιστών διατρέχει, από το ξεκίνημα ακόμη, όλη την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς, που αρχίζει επισήμως από το 1980.
Από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1960 είχαν ξεκινήσει οι διεργασίες για την προετοιμασία και την έναρξη αυτού του διαλόγου. Στην φάση εκείνη επελέγη ως προσφορότερος ο «διάλογος της αγάπης», για να προλειάνει το έδαφος στην επίσημη προσέγγιση Ορθοδόξων και Παπικών. Η μέθοδος, άλλωστε, της «ψυχολογικής προετοιμασίας», που προαναφέραμε, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.
Το 1961 ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας συγκαλεί στην Ρόδο την Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη και θέτει μεταξύ των θεμάτων της και την έναρξη του επίσημου θεολογικού διαλόγου με τους Παπικούς. Η Διάσκεψη προτείνει την «καλλιέργειαν σχέσεων εν τω πνεύματι της κατά Χριστόν αγάπης, λαμβανομένων ιδία υπ’ όψιν των υπό της πατριαρχικής εγκυκλίου του 1920 προβλεπομένων σημείων»[48].  Αυτό, όμως, που τονίζεται είναι ότι δεν θα πρέπει να παραβλέπονται οι βασικές διαφορές στην πίστη και την διοίκηση. Επίσης, με κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν η ανάγκη τερματισμού της θλιβερής τακτικής του προσηλυτισμού και της Ουνίας.
Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία ήταν και ο λόγος που η Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη αποφάσισε να μην αποστείλει παρατηρητές στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, που θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα τις εργασίες της.
Η) Η ανατροπή των πανορθοδόξων αποφάσεων
Οι πανορθόδοξες αυτές αποφάσεις έμελλε, πολύ σύντομα, να ανατραπούν με πρωτοβουλία του Φαναρίου και του Βατικανού. Χωρίς την παραμικρή αλλαγή της στάσεως του Βατικανού στο ζήτημα της Ουνίας, που ήταν και η αιτία για την απόφαση να μην αποσταλούν ορθόδοξοι παρατηρητές στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιδιώκει παρά ταύτα την αποστολή παρατηρητών στο Βατικανό και την επίσημη έναρξη του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών.
Συγκαλεί για τον σκοπό αυτό εσπευσμένα (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1963) την δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου και μάλιστα σε διάστημα λίγων μόνο ημερών, χωρίς την ελάχιστη προετοιμασία, χωρίς την προηγούμενη επιλογή της θεματολογίας και παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία.
Εκτός από τις παραπάνω αντικανονικές ενέργειες, ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας προέβη και σε άλλες βλάσφημες δηλώσεις :
- «Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ  Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας»[49].
-  « Ἀ π α τ ώ μ ε θ α   κ α ί  ἁ μ α ρ τ ά ν ο μ ε ν  ( ἔ λ ε γ ε ),  ἐ ά ν    ν ο μ  ί  ζ ω μ ε ν,  ὅ τ ι   ἡ  Ὀ ρ θ ό δ ο ξ ο ς  π ί σ τ ι ς  κ α τ ῆ λ θ ε ν  ἐ ξ ο ὐ ρ α ν ο ῦ  κ α ί  ὅ τ ι  τ ά  ἄ λ λ α  δ ό γ μ α τ α  ε ἶ ν α ι  ἀ ν ά ξ ι α.  Τ ρ ι α κ ό σ ι α  ἑ κ α τ ο μ μ ύ ρ ι α  ἀ ν θ ρ ώ π ω ν  ἐ ξ έ λ ε ξ α ν  τ ό ν    Μ ο υ σ ο υ λ μ α ν ι σ μ ό ν  δ ι ά  ν ά  φ θ ά σ ο υ ν  ε ἰ ς  τ ο ν  Θ ε ό ν  τ ω ν  κ α ί  ἄ λ λ α ι  ἑ κ α τ ο ν τ ά δ ε ς   ἑ κ α τ ο μ μ υ ρ ί ω ν  ε ἶ ν α ι  Δ ι α μ α ρ τ υ ρ ό μ ε ν ο ι,  Κ α θ ο λ ι κ ο ί,  Β ο υ δ ι σ τ α ί.  Σ κ ο π ό ς  κ ά θ ε  θ ρ η σ κ ε ί α ς  ε ἶ ν α ι  ν ά    β ε λ τ ι ώ σ ῃ  τ ό ν ἄ ν θ ρ ω π ο ν»[50].
- «Εἰς την κ ί ν η σ ι ν  π ρ ό ς  τ ή ν  ἕ ν ω σ ι ν,  δ έ ν  π ρ ό κ ε ι τ α ι  ἡ  μ ί α  Ἐ κ κ λ η σ ί α  ν ά  β α δ ί σ ῃ  π ρ ό ς  τ ή ν  ἄ λ λ η ν, ἀ λ λ ’ ὅ λ α ι  ὁ μ ο ῦ  ν ά   ἐ π α ν ι δ ρ ύ σ ω μ ε ν  τ ή  ν   Μ   ί α  ν,   Ἁ  γ  ί   α   ν,   Κ  α  θ  ο  λ  ι  κ  ή   ν    κ  α  ί     Ἀ  π  ο  σ  τ ο  λ  ι  κ  ή  ν     Ἐ  κ  κ  λ  η  σ  ί  α  ν,      ἐ      ν   σ    υ    ν    υ    π   ά    ρ   ξ    ε    ὅ   π   ω   ς  ἐ   ζ   ῶ   μ    ε   ν   μ έ χ ρ ι  τ ο ῦ  1 0 5 4,  π α ρ ά  κ α ί  τ ά ς   τ  ό τ  ε   ὑ  φ  ι  σ  τ α μ έ ν α ς    Θ ε ο λ ο γ ι κ ά ς      δ ι α φ ο ρ ά ς »[51].
- «Ὁ  α ἰ ώ ν  τ ο ῦ  δ ό γ μ α τ ο ς  π α ρ ῆ λ θ ε»[52].
- «Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ  π λ έ γ μ α τ ο ς  τ ῆ ς  π ο λ ε μ ι κ ῆ ς  κ α ί  τ ῆ ς  ἀ ν τ ι ρ ρ ή σ ε ω ς   ἐ ν  τ ῇ  Θ ε ο λ ο γ ί ᾳ κ α ί  ν ά  ἐ φ ο δ ι ά σ ω μ ε  α ὐ τ ή ν  δ ι ά  τ ο ῦ  π ν ε ύ μ α τ ο ς   τ ῆ ς  ζ η τ ή σ ε ω ς  κ α ί  τ ῆ ς  δ ι α τ υ π ώ σ ε ω ς  τ ῆ ς  ἀ λ η θ ε ί α ς  ἐν τ ῇ   ἀ γ ά π ῃ  καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μ ι ᾶ ς  Θ ε ο λ ο γ ί α ς  τ ῆ ς  κ α τ α λ λ α γ ῆ ς»[53].
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής : «Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τίς                   Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τή λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τον Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´…, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[54]!
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς και τρείς Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Παραμυθίας Παύλος και ο Ελευθερουπόλως Αμβρόσιος, ὁ μακαρ. π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… ἀπόβλητα»[55].
Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης επισημαίνει : «Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας.  Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της» .
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιο ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι και νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων»[56].
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸ μακαριστὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[57].

Αυτή είναι η πλήρης αλήθεια για τον «Μεγάλο», κατά τους Οικουμενιστές, Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον δήθεν «πιστό τηρητή της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως», τον δήθεν «αδικημένο και συκοφαντημένο συνειδητά». Ας σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, επειδή είναι άρρηκτη η σχέση μεταξύ Σιωνισμού - Τεκτονισμού -Μασονίας και Οικουμενισμού, σαν τη σχέση μητέρας και παιδιού, όσοι πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι ή επίσκοποι ονομάζονται και προβάλλονται από τους Οικουμενιστές ως δήθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα είναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ο οποίος βεβαίως εφαρμόζεται και στον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα, αλλά και σ’αυτούς που τον εξυμνούν.
***
(Μέρος Δ΄)
Θ) Η αντίθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Οι Οικουμενιστές αποσιωπούν σκοπίμως στά άρθρα τους και τις ομιλίες τους τις ισχυρές και ηχηρές αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών στα καινοφανή οικουμενιστικά ανοίγματα του Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε την κατηγορηματική και μετά σθένους άρνηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πρόσκληση του Βατικανού για αποστολή Ορθοδόξων παρατηρητών στην Α΄ Βατικανή Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε το 1870.
Στην σπουδή αυτή του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα και την προσπάθειά του για την επιβολή τετελεσμένων στην Πανορθόδοξη Διάσκεψη αντιτάχθηκε σθεναρά η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Αρχιεπίσκοπός της κυρός Χρυσόστομος Β΄  (Χατζησταύρου).
Ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Ως αρχιδιάκονος του τότε Μητροπολίτου Δράμας (Χρυσοστόμου Σμύρνης) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Τράλλεων, Φιλαδελφείας και Εφέσου. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την μικρασιατική καταστροφή και εξελέγη Μητροπολίτης Καβάλας και κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Στην μακρόβια ζωή του ο Αρχιεπίσκοπος «γνώρισε από κοντά τη σύμπραξη του Βατικανού με τους Κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα, τη βοήθεια που προσέφερε το Βατικανό στον Κεμάλ Ατατούρκ και τη δράση της Ουνίας»[58]. Έχοντας, λοιπόν, ιδία αντίληψη για τις τακτικές του Βατικανού δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί και να συνθηκολογήσει με τις νέες μεθοδείες του και την «επίθεση στα νώτα».
Στον αιφνιδιασμό του Πατριάρχη απαντά με σθένος και αποφασιστικότητα. Στην έκτακτη σύγκλησή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία «...ησχολήθη με το καταθλίψαν τους Ποιμένας αυτής θέμα... κατεδίκασεν ομοφώνως τον έξω πάσης Κανονικής δεοντολογίας τρόπον, δι’ ου επιδιώκεται η συγκρότησις του περί ου πρόκειται Διορθοδόξου Συνεδρίου, κωλυομένη εκ των Ι. Κανόνων να αναγνωρίση μονοκρατορίαν, εις οιονδήποτε των Πρωτοκαθέδρων Επισκόπων της Εκκλησίας»[59].
Η Ιερά Σύνοδος λαμβάνοντας υπόψη την πάγια τακτική του Βατικανού κατά της Ορθοδοξίας «διαχωρίσασα καθηκόντως τας Εαυτής ιστορικάς ευθύνας» καταλήγει στην απόφαση να μην λάβει μέρος στην Β΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη της Ρόδου. Το σκεπτικό της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου ήταν το εξής :
«Εκτιμώσα πρεπόντως (η Ιερά Σύνοδος), αφιλαδέλφους, αντευαγγελικάς και κατακρίτους ενεργείας και μηχανορραφίας, απαραλλάκτως πάντοτε γινομένας εκ μέρους του Παπισμού εις βάρος της μιας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μη αποβαλόντος του Παπισμού τον παλαιόν άνθρωπον, ουδέ τας ανεντίμους μεθόδους του μέσω της οικτράς Ουνίας επιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμού, απέληξεν εις την αμετάτρεπτον απόφασιν, όπως μη μετάσχη της υπό της Υμετέρας Παναγιότητος και μόνον αποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ης αι επιπτώσεις θέλουν ασφαλώς κατεργασθή την καταρράκωσιν της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών. Εις την απόφασίν της ταύτην η Ιερά Σύνοδος σύμμαχον έχει και άπασαν την Γερασμίαν χορείαν των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικώς να καταδικάση το περί ου πρόκειται ακαίρως και εν σπουδή αποφασισθέν τούτο Συνέδριον»[60].
Την ίδια σθεναρή στάση κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος και η Εκκλησία της Ελλάδος και στην περίπτωση της συναντήσεως Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα και της άρσεως των αναθεμάτων μεταξύ Φαναρίου και Βατικανού, γεγονότα, που γνώρισαν την κατακραυγή του ορθοδόξου πληρώματος στην Ελλάδα.
Η ρήξη, λοιπόν, μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας ήταν αναπόφευκτη, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση τον Αρχιεπίσκοπο στην σχέση του με την ελληνική Κυβένηση. Είναι η περίοδος που «οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δέχονται συνεχείς πιέσεις από παράγοντες των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να στηρίξουν την προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών, αφού θεωρούν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί η Σοβιετική Ένωση και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας»[61].
Στις 23 Ιουνίου του 1966 σε συνάντηση του Αρχιεπισκόπου κυρού Χρυσοστόμου με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Γ. Αθανασιάδη-Νόβα και τον Υπουργό Παιδείας κ. Στ. Αλαμνή, ο Υπουργός δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο ότι «η κυβέρνησις βαρέως φέρει την αντίθεσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το Πατριαρχείον, διότι η αντίθεσις αυτή ενθαρρύνει τας Σλαυικάς Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν πρέπει να δίδεται η αφορμή αύτη από την Εκκλησία της Ελλάδος».
Και ο Αρχιεπίσκοπος απαντά με παρρησία και αποφασιστικότητα: «Όχι. Δεν είμεθα διατεθειμένοι να εγκαταλείψωμεν την Ορθοδοξίαν μας, η οποία είναι απ' αιώνων συνυφασμένη με την Ιστορίαν του Έθνους. Είμεθα πρόθυμοι να υποστώμεν και θυσίαν χάριν της ορθοδόξου πίστεώς μας. Εις το Βιετνάμ θυσιάζονται εις την πυράν Βουδισταί μοναχοί χάριν της πίστεώς των...»[62].
Η «λύση» στο ζήτημα δόθηκε μόλις ένα χρόνο μετά από το δικτατορικό καθεστώς, που εκδίωξε τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, για να αναβιβάσει τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, πρωθιερέα έως τότε των Ανακτόρων.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε παρενθετικά ότι η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν, σε γενικές γραμμές, πάντοτε φειδωλή στις οικουμενικές της επαφές με τους ετεροδόξους. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στους επισήμους διαλόγους τηρούσαν, κατά κανόνα, την ορθοδοξότερη στάση και ήταν αυτοί, που επέφεραν τα μεγαλύτερα προσκόμματα και εξέφραζαν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις σε συμφωνίες απαράδεκτες από ορθοδόξου θεολογικής απόψεως. «Επανειλημμένως οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στις συναντήσεις με τους Παπικούς επεδείκνυαν σκληρή στάση... Πολλές φορές ο πρώην συμπρόεδρος του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Παπισμού Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός συγκρούστηκε με τους ιεράρχες και τους θεολόγους που εκπροσωπούσαν την Εκκλησία της Ελλάδος»[63].
Κλασική περίπτωση αυτής της στάσεως ήταν η Σύνοδος της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου στο Balamand του Λιβάνου το 1993, όπου η Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με πολλές άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αρνήθηκε να συμμετάσχει, διαμαρτυρόμενη για την κλιμάκωση της Ουνίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Άσκησε μάλιστα δριμεία κριτική στο κείμενο του Balamand, το οποίο δεν συνυπέγραψε και η ευθύνη του οποίου βαρύνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η γραμμή αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδος ανατράπηκε από τον Αρχιεπίσκοπο κυρό Χριστόδουλο, που, με τα οικουμενιστικά του ανοίγματα (με κορυφαία την επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα το 2001 και φιλοξενία του παμπροστεσταντικού Π.Σ.Ε. ΤΟ 2005), ανέτρεψε την εκκλησιαστική μας παράδοση προσχωρώντας στην τακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η νέα αυτή γραμμή, δυστυχώς, φαίνεται να ακολουθείται και από τον νυν Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, έτσι όπως διατυπώνεται σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Βατικανού Avennire (14 Απριλίου 2009), όπου θεωρεί το Κείμενο της Ραβέννας «ένα θετικό βήμα το οποίο περιμένει και την συνέχειά του» συμπληρώνοντας ταυτόχρονα πως ο δρόμος για την ενότητα είναι «ένας δρόμος χωρίς επιστροφή».
Ο χορός των αντιδράσεων στα καινοφανή οικουμενιστικά ανοίγματα του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα συνεχίζεται. Τη σκυτάλη παίρνουν δύο αγιασμένες μορφές. Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και ο γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο, ποῦ προκαλεῖ, ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα, ποῦ ἔστειλε τό 1965 μετά τήν συνάντηση τοῦ πατριάρχου μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964, ἡ ὁποία πολύ περισσότερο ἰσχύει καί σήμερα, ἀπευθυνομένη στόν σημερινό Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα :
«Παναγιώτατε :
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός της Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἰς τινά ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἡ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοωντων :΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως΄. Αἵ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὔται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου της Πάτμου Ὀραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γής καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἡ ΄ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι΄. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ΄ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη λοιπόν αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἡ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἡ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἐν ἡ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάση δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ΄ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάτιν αὐτοῦ ὀ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμᾶς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ της γής τό γλυκύ καί ἀνέσπερόν της Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἔφ΄ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἴνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε :
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τή Ἐκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε νά ἐνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη΄πρός ἑσπέραν ἐστι καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα…΄. Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ΄ὀλίγον ἡ ἀτραπός ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτἐ ΄στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαῶν καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλῶν΄, νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἴνα ἰδητε, κατανοήσητε, ἐπιστρέψητε. Ἀμήν»[64].
            Ο μακαριστός άγιος Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης έγραψε επιστολή, όταν μόναζε στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα Αγίου Όρους στις 23-1-1969, στην οποία γράφει : «Επειδή βλέπω τον μεγάλο σάλο εις την Εκκλησίαν μας, εξ αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου (Αθηναγόρα) μετά του Πάπα, επόνεσα κι εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω κι ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός Μοναχός), διά να χρησιμοποιηθεί κι αυτό, έστω για μια βελονιά, διά το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας... Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μιάν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική «Εκκλησία», διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζουν εις τας πόλεις. Αλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν...
Με μια τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύσει μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση, όμως, όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού.
Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.
Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας : Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πυρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζομεν ότι δεν υπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματικοί. Επομένως η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.
Επίσης ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ιεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί˙ όμως δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει... Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θα παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγορίους Παλαμάδες, διά να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, διά να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας».
Πιο κάτω ο Γέροντας Παΐσιος μιλά για τον ολέθριο κίνδυνο αποσχίσεως από την Εκκλησία και ιδρύσεως ιδίας Εκκλησίας, εξαιτίας των φιλενωτικών ανοιγμάτων. Λέει, λοιπόν:
«Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, Μοναχοί και λαϊκοί, έχουν δυστυχώς αποσχισθή από αυτήν εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζόμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φοράν που θα πταίη ο Πατριάρχης˙ αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία έχει καθήκον ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.
Εάν διά την α’ ή β’ λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκκλησίες – Θεός φυλάξοι! - , θα ξεπεράσωμε και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «Εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες ή και από ένα άτομο ακόμη...».
Και καταλήγει ο γέροντας αυτή την δεύτερή του επιστολή ως εξής : «Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του σε όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας κ. Αθηναγόραν, διά να γίνει πρώτον η ένωσις αυτών των «εκκλησιών», να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο σκανδαλισμένο Ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών, και κατόπιν ας γίνη σκέψις διά την ένωσιν μετά των άλλων «Ομολογιών», εάν και εφ’ όσον ειλικρινώς επιθυμούν ν’ ασπασθούν το Ορθόδοξον Δόγμα»[65].
Τελικά, όμως, ο Γέροντας Παΐσιος απαίτησε και επέβαλε τη διακοπή του πατριαρχικού «μνημοσύνου» και στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα. Αυτή τη θέση και στάση τήρησε ο Γέρων, μολονότι στην ανωτέρω επιστολή του δεν συνιστούσε στις αρχές του 1969, την διακοπή του «μνημοσύνου», αλλά τον ορθόδοξο αγώνα εντός της Εκκλησίας, για να μην επεκτείνονται τα ήδη ζηλωτικά σχίσματα.

Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι ουδέποτε ο Γέρων Παΐσιος υποστήριξε τις αιρετικές και βλάσφημες «γνώμες» ότι δήθεν τα ιερά Μυστήρια είναι «άκυρα» χωρίς το επισκοπικό «μνημόσυνο», μάλιστα όταν ο Επίσκοπος κηρύττει αίρεση «γυμνή τη κεφαλή». Αντίθετα, γνώριζε και το γράμμα και το πνεύμα των Ιερών Κανόνων, όπως του λα΄ Αποστολικού και μάλιστα του ιε΄ της ΑΒ΄ Συνόδου επί Αγίου και Μεγάλου Φωτίου. Όπως ακόμη γνώριζε και τις θέσεις, στάσεις και πράξεις των μεγάλων αγίων Πατέρων έναντι των αιρετικών. Πολύ ορθά έπραξαν τόσο ο Γέρων Παΐσιος όσο και άλλοι Αγιορείτες Πατέρες και διέκοψαν τη μνημόνευση του μασώνου και μεγάλου οικουμενιστού πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα την τριετία 1970-1973. Είχαν άλλωστε οδοδείκτες όλες τις αντιπαπικές συνόδους, ιδίως την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μ. Φωτίου και την Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, και τόσους αγίους Πατέρες. Εκτός από τους Αγιορείτες, το μνημόσυνο διέκοψαν τότε και τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος˙ ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και ο Παραμυθίας Παύλος. Το σημαντικό είναι ότι κανείς, απ’ όσους διέκοψαν και έπαυσαν τη μνημόνευση του πατριάρχη Αθηναγόρα, δεν αποκόπηκε είτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο είτε από την Εκκλησία της Ελλάδος, ούτε επέβαλαν την διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου στους άλλους επισκόπους, καταδικάζοντάς τους ως αιρετικούς, ούτε διακόπηκε η εκκλησιαστική κοινωνία.
(Μέρος Ε΄ τελευταίο)
ι) Οι συνεργάτες και διάδοχοι του πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα
Ας δούμε, τέλος, στο σημείο αυτό ποιά είναι τα κυριώτερα λεχθέντα και πραχθέντα των συνεργατών και διαδόχων του κυρού Αθηναγόρα, που αόκνως και απερισπάστως πράττουν, για να καταδειχθεί ότι όντως είναι άξιοι διάδοχοι του προκατόχου τους.
Ο Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος ήταν ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς. Εξεστόμισε την παρακάτω μεγάλη βλασφημία, δηλ. να καταργηθεί το δόγμα περί Αγίας Τριάδος : «Το νόημα τοῦ Θεοῦ είναι μία ἀφηρημένη ἑλληνική ἰδέα, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς σήμερον καί τῆς αὔριον δέν αποδέχεται. Εἰδικῶς δε ἡ ἀποδοκιμασία αὕτη ἀφορᾶ εἰς τό δόγμα τῆς Τριαδικότητος.Ἑπομένως, δέον ὅπως ἀπεκδυθῆ ἡ Θεολογία τῶν ἑλληνικῶν της ἐνδυμάτων, ἕν μεταξύ τῶν ὁποίων είναι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος»[66].
Ο διάδοχος του Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνέχισε κι αυτός με τη σειρά του την πολιτική του προκατόχου του. Η Ι. Μ.Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους σε απαντητική επιστολή το 1972 όσον αφορά το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχη μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής : «… ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης (Δημήτριος), όχι μόνον δεν εφάνη συντηρητικώτερος του προκατόχου του, αλλά, τουναντίον, υπερθεματίζει τούτου δια την οικουμενικήν κίνησιν». Στη συνέχεια παραθέτει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον ενθρονιστήριο λόγο του[67] : «… Και διαδηλώμεν την πρόθεσιν ημών, όπως εν πιστότητι προς την άχρι τούδε γραμμήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ακολουθήσωμεν την αγίαν και μεγάλην γραμμήν του Μεγάλου Προκατόχου ημών, του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου του Α΄, διά την εν Πανορθοδόξω συμπνοία διαχριστιανικήν ενότητα. Ουδόλως θα παραλείψωμεν το επιβαλλόμενον χρέος όπως συνάψωμεν διαλόγους, πρωτίστως μετά του Ισλάμ, έπειτα δε και μετά των άλλων μειζόνων μονοθεϊστικών θρησκειών…»[68]. Επίσης, στην κοινή διακήρυξη με τον πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄ στις 7-12-1987, υποστήριξε : «Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β' καί ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνησαν ἀπό κοινοῦ: "Ἀποκρούομε κάθε μορφή προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση πού θά ἦταν ἤ  ποῦ  θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου»[69].
Ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος από τήν εκλογή του στόν θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνέχισε τήν Οικουμενιστική, ισοπεδωτική γιά τήν Ορθοδοξία γραμμή των προκατόχων του Πατριαρχών κυρών Αθηναγόρου καί Δημητρίου. Ανεγνώρισε αμέσως τόν θεσμό των Διαθρησκειακών Διασκέψεων της Ασίζης (1986), τόν οποίο ίδρυσε τό Βατικανόν.
Τό 2012 τό ἀφιέρωσε στούς προκατόχους του κυρούς Ἰωακείμ τόν Γ΄ καί Ἀθηναγόρα ἐπειδή «ἀμφότεροι οἱ προκάτοχοι ἡμῶν εἰργάσθησαν, σύν τοῖς ἄλλοις, διά τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, ὁ μέν ἐξαπολύσας τήν γνωστήν ἐγκύκλιον τοῦ 1902, ὁ δέ συμβαλῶν εἰς τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν ἔναρξιν τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Δηλαδή ἀφιέρωσε τό καινούριο ἔτος σέ αὐτούς, ποῦ ἔκαναν τά σημαντικότερα βήματα προσέγγισης μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν[70].
 Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δήλωσε, με ἀφορμή τήν συμπλήρωση σαράντα ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρου ὅτι θὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του στὸ ζήτημα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μετά τῶν Παπικῶν καί ἄλλων αἱρετικῶν χριστιανῶν. Ὑπεγράμμισε δέ πώς οἱ διάλογοι ἐπικρίνονται, «ἐν τούτοις θά πρέπει να καταστεῖ σαφές γιά ἀκόμη μία φορά πώς οὔτε κατά διάνοιαν προδίδεται ἡ Ἀποστολική και ἀμώμητος φιλτάτη Ὀρθοδοξία μας»[71].
Τό ἐγκώμιο τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου ἔπλεξε ὁ νῦν Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν διάρκεια Ἱεροῦ Μνημοσύνου ἐπί τῇ ἐπετείῳ τεσσαράκοντα ἐτῶν ἀπό τήν ἐκδημίαν του πρός Κύριον. Τό ἐγκώμιο τό ἔπλεξε, διότι προέβη στήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρῶν τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί τήν Ἕνωση μετά τῶν Παπικῶν, τούς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει «Ἐκκλησίαν», ὅταν καί ὁ τελευταῖος Ὀρθόδοξος πιστός γνωρίζει ὅτι ὁ Παπισμός οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεφέρθη ἀορίστως στις προσπάθειες, τις ὁποίες κατέβαλεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης γιά τήν Ἕνωση καί οἱ ὁποῖες ἔχουν συναντήσει τήν δυναμική ἀντίδραση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτῶν, Καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, ἐντίμων Κληρικῶν καί προσωπικοτήτων ἀπό τό 1965 ἕως σήμερον. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνεφέρθη καί στό ἔργο τοῦ ἀοιδήμου Ἀθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία[72].
Με δεδομένη, λοιπόν, την συνέχιση της οικουμενιστικής γραμμής των κυρών Ιωακείμ του Γ΄ και Αθηναγόρου, ο κ. Βαρθολομαίος προέβη μεταξύ πολλών άλλων και στις παρακάτω δηλώσεις και ενέργειες, για τις οποίες μπορεί να καυχάται ότι ξεπέρασε κατά πολύ τους προκατόχους του σε οικουμενιστικό ζήλο και ότι δίδει πραγματικό ρεσιτάλ.
 «Οι κληροδοτήσαντες εις ημάς τήν διάσπασιν προπάτορες ημών, υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως, καί ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού. Αιτούμεθα υπέρ αυτών τό έλεος του Θεού, αλλ’οφείλομεν ενώπιον Αυτού όπως επανορθώσωμεν τά σφάλματα εκείνων...»[73].
 «Στούς διαλόγους μέ τούς Μουσουλμάνους καί Εβραίους αδελφούς μας, προσπαθήσαμε νά δημιουργήσουμε κοινές αξίες αναδεικνύοντας τά κοινά στοιχεία αντί τίς διαφορές μας»[74].
 «Οι διαφορές ανάμεσα σέ Μουσουλμάνους καί Χριστιανούς έχουν τίς ρίζες τους στήν πολιτική καί όχι στήν πίστη»[75].
Από τήν ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη στήν έδρα της Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009 :  «Αξιότιμοι Μουχτάρ καί Δάφνη Κέντ (ο μουσουλμάνος Πρόεδρος της Coca Cola καί η σύζυγός του) πολυαγαπημένοι φίλοι καί οικοδεσπότες... Αγαπητοί στόν Κύριο... Αγαπητέ φίλε Μουχτάρ... γνωρίζουμε πώς οι ηρωικές προσπάθειες των γονιών σου χάριν των εβραίων κατά τήν διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δέν βασίζονταν σέ κάποια θρησκευτική κοσμοαντίληψη, αλλά στό σφαιρικό όραμα της αγάπης γιά όλους τούς ανθρώπους καί της αξίας κάθε ανθρώπινης ζωής. Είθε ο Κύριος όλων νά τούς χαρίσει αιωνία ανάπαυση μαζί μέ τούς Δικαίους κάθε γενεάς πού έχουν φανεί ευάρεστοι σέ Εκείνον. Έχω ένα μικρό αναμνηστικό. Μικρό καί σπουδαίο. Αναμνηστικό γιά τήν Δάφνη καί τόν Μουχτάρ. Αυτό είναι τό Άγιο Κοράνιο, τό ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων αδελφών μας»[76].
Απευθυνόμενος σέ ‘ιεράρχες’ της Αρμενικής, Αιθιοπικής καί Συριακής Κοινότητας, στίς 26-10-2009, στή Νέα Υόρκη :  «Ο θεολογικός διάλογος μεταξύ των δύο Χριστιανικών Οικογένειών μας – πού είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία καί οι Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες (=οι Μονοφυσίτες) – έβαλε καί επισήμως ένα τέλος στίς παρεξηγήσεις του παρελθόντος. Δέν είναι η θεολογία πού μας χωρίζει. Μάλλον, είμαστε ενωμένοι στή δέσμευσή μας νά θέσουμε τά ποιμαντικά, λειτουργικά, εκκλησιαστικά ζητήματα στά οποία θά οικοδομήσουμε τήν ενότητά μας όλο καί περισσότερο»[77].
Στον Εσπερινό της Αγάπης του Πάσχα στις 24-4-2011 επέτρεψε αντικανονική αποδοχή εν τη θεία λατρεία κατεγνωσμένων αιρετικών, ενός Ρωμαιοκαθολικού ιερέως καί ενός Αρμενίου διακόνου[78].
 Ο Οικουμενιστικός κατήφορος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου δέν έχει προηγούμενο. Προέβη σε νέο σκανδαλισμό του πιστού λαού, λίγες εβδομάδες μετά τήν επίσκεψή του στό Άγιον Όρος, στό οποίο συμπροσευχήθηκε μετά των Καθηγουμένων των Ιερών Μονών... Πρό της συμπληρώσεως τεσσάρων εβδομάδων από τις συμπροσευχές καί τά συλλείτουργα στό Άγιον Όρος, ο Οικουμενιστής Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος εξέθεσε τούς σεβαστούς Αγιορείτες Πατέρες μέ τήν συμμετοχή του στήν διαθρησκειακή διάσκεψη της Ασίζης (πόλη του «Αγίου» Φραγκίσκου της Ιταλίας), τήν οποία οργάνωσε τό Βατικανό. Η διαθρησκειακή διάσκεψη δέν ήταν μία απλή συνάντηση. Είχε ως αποστολή τήν συμπροσευχή γιά τήν ειρήνη. Η συμπροσευχή τελέσθηκε τήν 27ην Οκτωβρίου 2011. Καί σ’αυτή συμμετείχαν ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, Προτεστάντες, Αγγλικανοί, Μονοφυσίτες, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, Βουδιστες, Ζωροαστριστές καί άλλοι εκπρόσωποι θρησκειών καί αιρέσεων (συνολικώς πενήντα εκπρόσωποι). Συμπροσηυχήθηκε μετά των αλλοθρήσκων καί των αιρετικών χριστιανών γιά τήν ειρήνη στόν κόσμο καί στήν Μέση Ανατολή. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, υιοθετώντας (προφανώς) τις «εντολές» των «υπογείων ρευμάτων» της Αμερικής, τά οποία αγωνίζονται γιά τήν δημιουργία μιας νέας θρησκείας, της Πανθρησκείας, εξισώνει τόν Αληθινό Τριαδικό Θεό της Πίστεώς μας μέ τόν «θεό» των Εβραίων, των Μουσουλμάνων, αλλά καί μέ τόν Βούδα, ενώ αναγνωρίζει τις αιρέσεις των Προτεσταντών, των Παπικών καί των Αγγλικανών κ.λπ. ως «Εκκλησίες» που σώζουν, όπως η Ορθοδοξία...
Τόν Ιανουάριο του 2002 συμμετείχε στήν διάσκεψη της Ασίζης συμπροσευχόμενος μέ τόν Πάπα Ιωάννη Παύλο τόν Έκτο καί μέ εκατοντάδες θρησκευτικούς ηγέτες τόσο των αλλοθρήσκων όσο καί των αιρετικών χριστιανών. Τό αυτό έπραξε καί τήν 27ην Οκτωβρίου 20122 στήν Ασίζη...»[79].
Ένα άγιο ποτήρι προσέφερε ο Οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ως δώρο στο νέο «επίσκοπο των βυζαντινής παραδόσεως Ρωμαιοκαθολικών» (Ουνιτών) της Ελλάδος κ. Δημήτριο (Σαλάχα), που χειροτονήθηκε και ενθρονίστηκε τον Μάιο του 2008, στο ναό τον οποίο διαθέτουν στην οδό Αχαρνών[80].
Το 2006 προσκάλεσε τόν ἀρχηγό τῆς παμπάλαιας αἵρεσης τοῦ Παπισμοῦ, Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, στο Φανάρι, όπου τον υποδέχθηκε με κωδωνοκρουσίες, θυμιατίσματα, ασπασμούς, λειτουργικές δεήσεις και αιτήσεις υπέρ αυτού, ευλογημένος ο ερχόμενος, πολυχρόνια, κοινή ευλογία, δώρα, απαγγελία του «Πιστεύω» και του «Πάτερ ημών» από τον πάπα σέ Θ. Λειτουργία στό Φανάρι.
Δέν διστάζει νά γράψει ἐπιστολές πρός τόν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης ὡς «ἀδελφόν» ὁ ὁποῖος εἶναι «πολιός καί ἀκμαῖος ἐν θεαρέστω τῆ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί πρωτοβούλω διακονία καί προσφορά» καί ἀποτελεῖ «ἀδαπάνητον θησαυρόν καί ὀδοδείκτην» πρός μαρτυρίαν «τῶν θαυμασίων τοῦ θεοῦ καί δή καί τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεως»[81].
 Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη του «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεται ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζει: «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου».
Ὡς πατριάρχης κατήργησε αὐτογνωμόνως αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνας, συμπροσευχόμενος ἀδεῶς καί ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παρῃτήθη ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἶπε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως»[82].
Στις 11-10-2012 ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, συνοδευόμενος υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Εμμανουήλ και του Εντιμ. κ. Συμεών Φραντζελά, Αρχικλητήρος Αυτού, και του Σεβ. Μητροπολίτου Ιταλίας και Μελίτης κ. Γενναδίου, μετέβη αεροπορικώς στη Ρώμην, ένθα συμμετέσχε και ομίλησε, κατόπιν προσκλήσεως του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, στους εορτασμούς επί τη συμπληρώσει 50 ετών από της συγκλήσεως της Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε στην πλατεία μπροστά από την βασιλική του Αγίου Πέτρου, στο Βατικανό, τιμήθηκε η συμπλήρωση των 50 χρόνων από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, η οποία αποτέλεσε την αφετηρία για την επαναπροσέγγιση των Ρωμαιοκαθολικών με τους Ορθοδόξους. Στην εκδήλωση παρέστη και απευθύνθηκε στους Ρωμαιοκαθολικούς Καρδιναλίους, Επισκόπους, κληρικούς και στους συγκεντρωμένους πιστούς ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο Πάπας της Ρώμης κήρυξε την έναρξη του έτους της Πίστης. "Αγάπη" και "επιθυμία για αρμονία", "διάλογος" και "αμοιβαίος σεβασμός" είναι οι αξίες, που επιβεβαιώθηκαν από την παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου στην εκδήλωση, που σηματοδότησε τα 50 χρόνια από την έναρξη του Δεύτερου Συμβούλιου του Βατικανού.  Συμπροσευχήθηκαν ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο Μητροπολίτης  Γαλλίας κ. Εμμανουήλ,  ο  Αγγλικανός “Αρχιεπίσκοπος” του Cantebury, Rowan Williams, αλλά και Ουνίτες[83].
Παρέστη στην ενθρόνιση του νέου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου στις 19 Μαρτίου 2013, καινοτομώντας για μια ακόμη φορά, αφού για πρώτη φορά μετά το σχίσμα του 1054 παρέστη Οικουμενικός Πατριάρχης σε ενθρόνιση Πάπα. Τον Οικουμενικό Πατριάρχη συνόδεψαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, ο οποίος φίλησε το χέρι του νέου Πάπα, ο Μητροπολίτης Αργεντινής κ. Ταράσιος και ο Μητροπολίτης Ιταλίας κ. Γεννάδιος[84].

Τέλος, μετέβη στις 14-16 Μαΐου 2013 στο Μιλάνο της Ιταλίας, προκειμένου να συμμετάσχει στις ἐκδηλώσεις ἐπί τῇ συμπληρώσει 1700 ἐτῶν ἀπό τῆς ὑπογραφῆς ὑπό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τοῦ περιφήμου Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, κατά τις οποίες συμπροσευχήθηκε αντικανονκώς με τον Καρδιναλίου κ. Angelo Scola, «Ἀρχιεπίσκοπο» Milano[85].
[1] Πηγή agelioforos.gr, Ενημέρωση katanixis.blogspot.gr, http://anavaseis.blogspot.gr/2013/04/blog-post_4823.html.
[2] http://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/arxipiskopi-kritis/17085-2013-05-19-11-50-04.
[3] http://www.amen.gr/article14047. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο| Εκτύπωση |
[4] http://www.amen.gr/article12925, http://www.amen.gr/article12935.
[5] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20ο αιώνα», Εν Συνειδήσει˙ Οικουμενισμός˙ιστορική και κριτική προσέγγιση, εκδ. Ι.Μ.Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα Ιούνιος 2009, σσ. 46-64
[6] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οι ΗΠΑ στηρίζουν το Φανάρι, http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330.
[7] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ και Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Εκκλησία και Ελληνισμός από το 1821 έως σήμερα, εκδ. Προσκήνιο-Άγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[8] Ματθ. 7, 16-20.
[9] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Εγώ ο Ιάκωβος, εκδ. ΣΚΑΪ, εκδ. οίκος Λιβάνη, Αθήνα 2002, σσ. 189-190).
[10] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί Σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήναι 1976, σ. 93.
[12] Ό.π., σ. 94.
[13] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Εγώ ο Ιάκωβος…
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ,  Αθηναγόρας…, σ. 95.
[15] Ό.π., σ. 95.
[16] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη και ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[17] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ,  Αθηναγόρας…, σ. 117.
[18] Ό.π.
[19] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ,  Αθηναγόρας…,  σ. 93.
[20] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Τα Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Αθήναι 1964, σ. 39.
[21] Ό.π., σ. 39.
[22] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ένθ’ανωτ., σ. 98.
[23] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Η προσλαλιά του Αθηναγόρου», Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ανάτυπο εκ του περιοδικού Παρακαταθήκη], σ. 4.
[24] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Η προσλαλιά του Αθηναγόρου», Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ανάτυπο εκ του περιοδικού Παρακαταθήκη], σ. 4.
[25] Ό.π., σ. 4.
[26] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία και πνευματικότητα, εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[27] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Για ένα ορθόδοξο οικουμενισμό, εκδ. Άθως-Σταμούλης, Πειραιάς-Αθήνα 1976.
[28] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σ. 219.
[29] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος,  «Δήλωση» Ορθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[30] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Εγώ ο Ιάκωβος…, σσ. 196-197.
[31] Τόμος Αγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[32] π. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ορθόδοξος και βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας.
http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm).
[33] ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σ. 40).
[34] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Η προσλαλιά του Αθηναγόρου»…,  σσ. 4-5.
[35] Ό.π., σ. 5.
[36] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα, σσ. 43-44.
[37] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ, «Καθ' Οδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[38] Ιω. 1,5 και 1,11
[39]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ. 170.
[40] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[41] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον,  σ. 1.
[42] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[43]ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός. Ο αρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα και σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[44] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ένθ’ανωτ., σ. 4
[45] Κατά την Λατινική Εκκλησιολογία υπάρχουν διάφοροι βαθμοί ενώσεως των ετεροδόξων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
[46] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2011,               
  σ. 88.
[47] Ό.π. σ. 88-89.
[48] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[49] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[50] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ . 94, Δεκέμβριος 1968)
[51] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χρισ  τ ο υ  γ  έ  ν  ν  ω  ν    τ ο ῦ    1 9 6 7,     Ἀ π ό  τ ή ν  π ο ρ ε ί α ν  τ ῆ ς  ἀ γ ά π ης, σ. 87 .
[52] Δ  ή  λ  ω  σ  ί  ς    τ ο υ ,   Ἀ κ ρ ό π ο λ ι ς, 29-6-1963.
[53] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς την θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔ θ ν ο ς (13-10-1967)
[54] Περισσότερα βλέπε ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[55] «Αιρετικός ο Αθηναγόρας εβροντοφώνησεν ο μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πριν 42 χρόνια», Ορθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1,7.
[56] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση και εξέλιξη της πατρομαχικής μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44. 
[57] Ορθόδοξος Παρατηρητής, Ορθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html
[58] «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 12-9-1999.
[59] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τα Πεπραγμένα…, σσ. 18-19.
[60] Ό.π., σσ. 19-20.
[61] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Από τον αφορισμό του 1054 στην επίσκεψη του 1999», ΤΟ ΒΗΜΑ (12/9/1999).
[62] Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Εκκλησία και Κράτος, εκδ. Το Ποντίκι, σ. 154.
[63] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, «Η υπέρβαση του κ. Χριστοδούλου», ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (10/12/2006).
[64] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθήναι 1981, σσ. 152-153 και ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.

[65] Όσιος γέρων Παΐσιος Αγιορείτης μοναχός, «Άγνωστη επιστολή πόνου κατά οικουμενιστών και φιλενωτικών», Ορθόδοξος Τύπος  (9/16-3-2007) 1,5.
[66] «Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους διά τό μνημόσυνον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τό ἔτος 1972», ἐν Θεοδρομία ΙΑ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009) 79.
[67] Επίσκεψις 69 (25-7-1972)
[68]«Αἱ θέσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν…»,  σσ. 78- 79.
[69] Κοινή διακήρυξη τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου Α' καί τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β' (7-12-1987), Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα»,  Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 65 και Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 και Θεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 622-3.
[70] Ὁμιλία 1η Ἰανουαρίου 2012, Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος (13-1-2012) 4.
[71] ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς ἀπαντήση ὁ Οἰκ. Πατριάρχης», Ορθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 1.
[72] «Ὕμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τοῦ ἀοιδίμου Οἰκ. Πατριάρχου Ἀθηναγόρου», Ορθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 8.
[73] Επίσκεψις 563 (30.11.1998) καί ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Στόν καύσωνα του οικουμενισμού ήταν όαση η «ομολογία πίστεως» », Θεοδρομία ΙΒ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2010) 311-312.
[74] «Διαθρησκειακή συνάντησις έγινεν εις  Αντιόχειαν», Ορθόδοξος Τύπος (30-9-2005) 6. Εκεί διαβάζουμε ότι από 26 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2005 έλαβε χώρα διαθρησκειακή συνάντηση στήν Αλεξανδρέττα της Αντιόχειας μέ τή συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, του Τούρκου πρωθυπουργού κ.          Ερντογάν, του Τούρκου προέδρου θρησκευτικών υποθέσεων κ. Αλί Μπαρντάκογλου, του Πατριάρχου των Αρμενίων κ. Μεσρόπ Μουταφιάν του Β΄, του Αρχιρραβίνου κ. Ισαάκ Χαλέβα καί πολλών άλλων πρέσβεων των ευρωπαϊκών χωρών, θρησκευτικών ηγετών καί επιστημόνων.
[75] «Διαθρησκειακή εις Αυστρίαν μέ θέμα τήν θέσιν του Ισλάμ εις τόν κόσμον», Ορθόδοξος Τύπος (25-11-2005) 6. Εκεί διαβάζουμε ότι από 14 μέχρι 16 Νοεμβρίου 2005 πραγματοποιήθηκε κι άλλη διαθρησκειακή διάσκεψη στήν Βιέννη της Αυστρίας μέ θέμα  τήν θέση του Ισλάμ στόν κόσμο, στήν οποία συμμετείχε καί ο  Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.
[76] www.patriarchate.org/multimedia/video καί www.augoustinos-kantiotis.gr
[77] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816
[78] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.  ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Συμμετοχή κατεγνωσμένων αιρετικών στή θεία λατρεία», Θεοδρομία ΙΓ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2011) 250-252.
[79] «Ο Οικουμ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος συμμετείχεν εις συμπροσευχήν μέ Βουδιστάς καί άλλους αντιχρίστους εις τήν διαθρησκειακήν της Ασίζης, τήν οποίαν ωργάνωσεν τό Βατικανόν», Ορθόδοξος Τύπος (4-11-2011) 1,7.
[80] Ελεύθερος Τύπος (26-5-­2008) καί  ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ  ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ό αἰώνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 70.
[81] «Μήνυμα ἐπί τή 80ή ἐπετείω τῶν γενεθλίων τῆς Α. Ἁγιότητος τοῦ Πάπα», ἐν Ὀρθοδοξία Β', 14, 2 [Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007] 307.308., Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ««Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»˙ ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, ἔκδ. Σύναξη Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 85 καί Ὀρθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καί Θεοδρομία ΙΓ΄ (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 638.
[82] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση και εξέλιξη της πατρομαχικής μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2012) 45-46.
[83]http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=10712
και http://aktines.blogspot.gr/2012/10/rowan-williams-50.html
[84] http://www.romfea.gr/epikairotita/16029-oikoumenikos-sxisma

[85] http://aktines.blogspot.gr/2013/05/15052013_15.html#more
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος, 
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς