Σελίδες

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Ιωσήφ ο Βρυέννιος, ο εμπνευστής και το πρότυπο των αγώνων του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά της αιρέσεως του Παπισμού.



 

Ιωσήφ ο Βρυέννιος, ο εμπνευστής και το πρότυπο των αγώνων του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά της αιρέσεως του Παπισμού.

Νεοελληνική απόδοση – Επιμέλεια: Σάββας Ηλιάδης Δάσκαλος Κιλκίς
Στις 19 Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του οσίου Μάρκου του Ευγενικού, Μητροπολίτου Εφέσου και υπερμάχου της Ορθοδόξου πίστεως. Αυτού που στην σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας, «μονώτατος» ακύρωσε τις αποφάσεις της, μη υποκύπτοντας στα θελήματα του Πάπα. Οι ημέρες είναι πονηρές, ο Οικουμενισμός σαρώνει και οι δεξιοτέχνες  διάκονοί του, ιεράρχες και πολιτικοί, φτάνουν στην κορύφωση του έργου τους, αφού προ ολίγου ανακοίνωσαν και την έλευση του Πάπα στην Ελλάδα. Και όλα αυτά, δίχως δυστυχώς ο λαός να γνωρίζει ποιος είναι ο τελικός σκοπός τους. Γι` αυτό δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού Νικολάου Βασιλειάδη: «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ», για ψυχική ωφέλεια, αφύπνιση και προβληματισμό και ετοιμότητα:

     «Οι αξιώσεις και οι βλέψεις της εγωιστικής «δυτικής οφρύος» επί της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν καταφανείς από τον Δ΄ ακόμη αιώνα. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος όρισε ως πρωτεύουσας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους την Κωνσταντινούπολη, η Δύση δεν είδε με καλό μάτι αυτόν τον χωρισμό, φοβούμενη πως θα γίνει το θρησκευτικό κέντρο του Χριστιανισμού.


     Ύστερα από έντεκα αιώνες η απειλή είχε κορυφωθεί. Οι Δυτικοί εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντίου και κυρίως τον τουρκικό κίνδυνο, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να υποτάξουν την Ορθόδοξη Ανατολή και έδιναν υποσχέσεις για υλική βοήθεια. Δεν έλεγαν βέβαια ότι θα την υποτάξουν. Πρότειναν απλώς ένωση Εκκλησιών. Το δόλωμα ήταν εξόχως ελκυστικό, διότι από τότε που έγινε το ολέθριο σχίσμα, η ένωση ήταν ο βαθύς πόθος των Χριστιανών Ανατολής και Δύσεως. Αλλά οι απόπειρες περί ενώσεως είχαν αποβεί «μάταιες, διότι οι μεν δυτικοί ένωση εννοούσαν την υποταγή της Εκκλησίας μας στην Εκκλησία της Ρώμης, οι δε δικοί μας δεν πείθονταν να υποκύψουν σ` αυτήν την κυριαρχία, καθώς θα μπορούσε αυτή να ενεργήσει ολέθρια και στην εθνική και στην πολιτική μας ύπαρξη» (Ιστορ. Κων. Παπαρηγόπουλου).

     Ο ελληνικός Ορθόδοξος λαός των παλαιολογείων χρόνων δεν είχε ανάγκη να διαφωτιστεί περί των πραγματικών προθέσεων του Πάπα. Οι ολέθριες Σταυροφορίες που προηγήθηκαν, ήταν γι` αυτόν αρκετή απόδειξη περί του τι θα σήμαινε η Ένωση. Γνώριζε ο λαός ότι με αυτές είχε εκπληρωθεί, έστω και προσωρινά, «το προαιώνιο όνειρο της Δύσης, να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να υποτάξει τους Χριστιανούς της Ανατολής στην Εκκλησία της Ρώμης» (Ιστορ. Παπαρηγόπουλου). Επιπλέον ο λαός έβλεπε πως όπου είχαν κυριαρχήσει ήδη οι Φράγκοι - Ρήγες, Κόμητες, Βαρώνοι, Δούκες και άλλοι πολυώνυμοι τυχοδιώκτες από την Δύση – η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε αναγνωριζόταν ως αρχή. Στις φραγκοκρατούμενες  περιοχές οι Ορθόδοξοι επίσκοποι μόλις γίνονταν ανεκτοί, και αυτό, εφόσον κατά την ώρα επισήμου τελετής έδιναν ενώπιον του Λατίνου επισκόπου ταπεινωτικό όρκο πίστεως και υποταγής στον Πάπα και εφόσον ομολογούσαν προφορικά και γραπτά τον Πάπα άγιο και άκρο αρχιερέα. Κατά τον ιστορικό Δημ. Π. Πασχάλη, ο οποίος είχε ασχοληθεί με την άθλια διαγωγή των παπικών επί Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας στα νησιά των Κυκλάδων, οι Ορθόδοξοι «πειθαναγκάζονταν κάτω από την εξουσία των Φράγκων να ασπαστούν τον Παπισμό και να αναγνωρίσουν τον ποντίφηκα της Ρώμης ως ύπατο αρχηγό της Εκκλησίας τους»! Σε κάθε επίσημη εορτή οι Ορθόδοξοι ιερείς ήταν υποχρεωμένοι «να συνεκκλησιάζονται στην δυτική εκκλησία και να συλλειτουργούν μαζί με τους Λατίνους»` ήταν δε υποχρεωμένοι, οι Ορθόδοξοι ιερείς, «να μνημονεύουν στις εκκλησίες τους, εκτός από τον Πάπα και τον Λατίνο επίσκοπο και να τον υποδέχονται πανηγυρικά και με επίσημη περιβολή, όταν γινόταν η εγκατάστασή του στον λατινικό ναό». Το χειρότερο όμως και τυραννικότερο ήταν ότι και μέσα στους ορθόδοξους ναούς «δυναστικώς ελειτούργουν οι Λατίνοι ιερείς εκ παραλλήλου και καθ` ήν ώραν και οι Ορθόδοξοι και αναφανδόν από του άμβωνος επροπηλάκιζον (ωνείδιζαν και ξευτέλιζαν)» τους Ορθοδόξους και την Ορθοδοξία! Όλα δε αυτά γίνονταν, καθόσον ο Ορθόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εμποδιζόταν να ασκεί οποιαδήποτε πνευματική εξουσία σ` αυτές τις περιοχές. (Νικ. Καλογεράς)…
     Ώστε η Δύση, στο πρόσωπο του Πάπα, είχε ως σκοπό να υποτάξει την Ανατολή. Αυτό δεν ήταν αυθαίρετο συμπέρασμα ή αστήρικτη καχυποψία ή συκοφαντία των Ορθοδόξων κατά των Παπικών. Ο Γερμανός W. Norden σε ογκώδες και αντικειμενικό έργο, απέδειξε πανηγυρικά την αλήθεια αυτή, βάσει παπικών πηγών. Έφερε στο φως έγγραφα Παπών και δυτικών ηγεμόνων, τα οποία βρήκε σε δυτικά αρχεία και βάσει αυτών των γραπτών κειμένων απέδειξε ότι «σταθερή επιδίωξη του πάπα  και των ηγεμόνων της Δύσης, ακόμη και μετά τις Σταυροφορίες, δεν ήταν η παροχή βοήθειας προς την Ανατολή αλλά η κατάκτησή της και ο εκλατινισμός της».  Κάθε φορά δε που ο Πάπας και οι ηγέτες της Δύσεως κινούνταν για να βοηθήσουν την Ανατολή, «το μίσος εναντίον των αιρετικών και σχισματικών της Ανατολής (= των Ορθοδόξων) κρυβόταν, για να επιτευχθούν άλλοι στόχοι». Η Ανατολή όμως ήθελε να διατηρηθεί αυτοτελής, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Δεν έστεργε με κανέναν τρόπο να δεχτεί το πρωτείο και την εξουσία του Πάπα. Γι` αυτό αγωνιζόταν να διατηρήσει αλώβητη την θρησκευτική της παράδοση και ανόθευτο το Ορθόδοξο δόγμα. Διότι αυτά τα θεωρούσε ως τον πολυτιμότερο θησαυρό, ως την δόξα και το καύχημά της. Ως τον συνδετικό κρίκο του λαού. Αν στην ειδωλολατρική Ελλάδα η έννοια της θρησκείας ήταν στενά συνδεδεμένη με την εθνική και φυλετική συνείδηση, πολύ περισσότερο συνέβαινε αυτό στον Χριστιανικό Βυζάντιο, την Ορθόδοξη Ελλάδα, η οποία είχε – και έχει – απτές αποδείξεις ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική της πίστη δεν είναι μόνο πλούτος αδαπάνητος αλλά και εθνοσώτειρα ή ορθότερο η εθνοσώτειρα. (Ιστορ. Κων. Παπαρηγόπουλου).
     Ο φλογερός μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, (εκοιμήθη μεταξύ1431 και 1439) ο οποίος επισκέφτηκε τότε για τον σκοπό αυτό την Κύπρο το 1405 και έζησε επί είκοσι χρόνια στην Κρήτη, έβλεπε καθαρά – όπως επίσης και όλοι οι άλλοι – τον κίνδυνο της απορροφήσεως του Γένους από τους Φράγκους. Γι` αυτό  κατατόπιζε με κάθε τρόπο το Ορθόδοξο πλήρωμα και το ενίσχυε στην πίστη των πατέρων του. Έτσι, αφ` ενός μεν τόνιζε την αξία του θησαυρού της πίστεως. Έλεγε: «Ἡ ὀρθόδοξος πίστις ἡμῶν, αὕτη πλοῦτος ἡμῶν, αὕτη δόξα, αὕτη γένος, αὕτη στέφανος, αὕτη καύχημα». Και πρόσθετε με άγιο πάθος και ιερό ζήλο: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας· οὐκ ἀφιστάμεθά σου, Μῆτερ εὐσέβεια. Ἐν σοί ἐγεννήθημεν καί σοί ζῶμεν καί ἐν σοί κοιμηθησόμεθα· εἰ δέ καλέσει καιρός, καί μυριάκις ὑπέρ σοῦ τεθνηξόμεθα».
     Αφ` ετέρου υπογράμμιζε ότι, και αν ακόμη μας φανεί ότι οι Φράγκοι ήρθαν με το μέρος μας με στρατό και πάλι δεν πρέπει να τους δεχτούμε. Διότι οι Δυτικοί δεν θα έρθουν  ως ομόψυχοι και ομόφρονες αδελφοί ούτε ως ειλικρινείς σύμμαχοι και ελευθερωτές. Θα έρθουν ως κατακτητές. Θα έρθουν με σκοπό να υποδουλώσουν την Κωνσταντινούπολη «και τα ημέτερα πάντα εκτρίψαι και την πίστιν και το γένος και το όνομα ημών εκ μέσου ποιήσαι» (να εξαφανίσουν το όνομά μας)!
     Επομένως, στους δύσκολους εκείνους καιρούς, κατά τους οποίους η πολιτική σκοπιμότητα επηρέαζε την Εκκλησία και την πίεζε να κάνει δογματικές υποχωρήσεις, ο Βρυέννιος και οι ομόφρονές του ποθούσαν μεν την Ένωση, αλλά δεν δέχονταν με κανέναν τρόπο υποταγή στον πάπα και παραχάραξη της πίστης με τις αυθαίρετες καινοτομίες του. Αν γίνει η Ένωση, έλεγε ο Βρυέννιος, πρέπει να γίνει «απαρατρέπτων μενόντων των ημετέρων δογμάτων, το τοις πολλοίς μεν δοκούν είναι πάντων παραδοξότατον, τω δε Θεώ ετοιμότατον». Δηλαδή, εάν γίνει η ένωση, πρέπει να γίνει υπό τον όρο ότι τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας θα μείνουν αναλλοίωτα και απαρασάλευτα, πράγμα το οποίο στον πολύν κόσμο φαίνεται ότι είναι το πάρα πολύ παράδοξο, στον Θεό όμως τούτο φαίνεται και είναι πάρα πολύ αποδεκτό, ευάρεστο και προσφιλές.
     Το έθνος λοιπόν καλούνταν να πολεμήσει με το όπλο της Ορθοδόξου πίστεως.  Αυτό ήταν το συμπέρασμα της σκέψεως και των αγώνων του Βρυεννίου, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή, πρύτανης της Πατριαρχικής Ακαδημίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν ο δάσκαλος που μόρφωσε την τελευταία αξιόλογη γενιά των Βυζαντινών λογίων. Άλλωστε το συμπέρασμα του Βρυεννίου έβγαινε από την όλη Ιστορία και επιβεβαιωνόταν από την καθημερινή πικρή πείρα των Ελλήνων των παλαιολόγειων χρόνων…
     Ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο Μάρκος υπήρξε μαθητής του Ιωσήφ Βρυεννίου στην Μονή του Στουδίου. Η γνώμη αυτή προέρχεται από πληροφορία, η οποία περιέχεται στον βίο του αγίου Μάρκου, που υπάρχει στην ακολουθία, την οποία συνέταξε ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός. Αλλά σε ορισμένους κώδικες το τμήμα, το οποίο μιλάει για τους δασκάλους του Μάρκου λείπει. Γι` αυτό δεν μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα, αν ο Μάρκος είχε πράγματι δάσκαλο τον Βρυέννιο. Αλλά, και αν  ακόμη δεχθούμε ότι οι σχέσεις Μάρκου και Βρυεννίου δεν υπήρξαν σχέσεις μαθητού προς διδάσκαλο, μπορούμε να δεχθούμε ότι πιθανώς ο Μάρκος γνώριζε τον Βρυέννιο «κατά την πρώτη δεκαετία της μοναχικής του ζωής». (Ν.Β. Τωμαδάκης).
     Εν πάση περιπτώσει, ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος υπήρξε ο εμπνευστής και το πρότυπο για τους ιερούς και θεοφιλείς αγώνες του. Ο δε Μάρκος ήταν θιασώτης και θαυμαστής του Βρυεννίου. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από ολόκληρη την κατοπινή πολιτεία του αλλά και από το επίγραμμα, το οποίο έγραψε «εις τον τάφον του Διδασκάλου του κυρίου Ιωσήφ Βρυεννίου». (Ιωσήφ Βρυεννίου τα Παραλειπόμενα, έκδ. υπό Ευγ. Βουλγάρεως).
     Οι στενές σχέσεις του Μάρκου με τον «πυρίπνουν» Ιωσήφ τον καθιστούν αμέσως πνευματικό απόγονο και της άλλης θεηγόρου σάλπιγγος της Εκκλησίας και στερότατου στύλου της Ορθοδοξίας, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.  Διότι, ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος υπήρξε μαθητής του θεηγόρου Παλαμά. Από την άποψη αυτή «η βάση της θεολογίας του Μάρκου, της άκαμπτης στάσης του στην Ορθοδοξία, όπως την εννοούσε ο Μάρκος, ήταν η θεολογία του Παλαμά». (Αλ. Σμέμαν)
Έτσι ο Ιωσήφ Βρυέννιος και η γενναία χορεία του δημιούργησαν το υγιές κλίμα και τις βασικές προϋποθέσεις των αγώνων του Μάρκου Ευγενικού. Τα πνεύματα ήταν έτοιμα και άγρυπνα. Η σκυτάλη από τα στιβαρά χέρια του Βρυέννιου θα έβρισκαν αντάξια χέρια. Οι αγώνες του ήταν απλώς το προανάκρουσμα  του θριαμβευτικού παιάνα του Μάρκου του Ευγενικού.
      Είναι και αυτό χαρακτηριστικό του ελληνικού θαύματος. Στις μεγάλες και κρίσιμες στιγμές του έθνους ο Θεός αναδεικνύει πνεύματα ρωμαλέα και πύρινους εθνεγέρτες, οι οποίοι με το ηρωικό σάλπισμά τους συνεγείρουν το Γένος. Οι σύγχρονοί τους δεν τους κατανοούν όπως πρέπει. Ορισμένοι μάλιστα τους χαρακτηρίζουν παράφρονες και παρανοϊκούς. Μερικοί μεταγενέστεροι κοντόφθαλμοι τους χαρακτηρίζουν ως πνεύματα στείρα και στενά ή φανατικούς δημεγέρτες. Αυτοί όμως δεν παύουν από του να είναι μεγάλα ηθικά αναστήματα. Στύλοι ακλόνητοι. Τα καθ` αυτό προοδευτικά πνεύματα. Προφητικές φυσιογνωμίες. Σάλπιγγες του Παρακλήτου Πνεύματος.
Τέτοιος ήταν και ο Μάρκος ο Ευγενικός. Τον φοβήθηκε η αιρετική Δύση στο πρόσωπο του Πάπα. Η Ορθόδοξη Ανατολή τον θαύμασε, τον δόξασε και τον περιέβαλε με τον αμαράντινο και λαμπρό στέφανο του αγίου της Ορθοδοξίας, του εθναποστόλου και εθνοσωτήρος».

Νεοελληνική απόδοση – Επιμέλεια:

Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος

Κιλκίς, 18-1-2020