Σελίδες

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Το κυρίως κακόν είναι η αμαρτία, και εξαρτάται από τη βούλησή μας!

 




«Δια ταύτα νόσοι πόλεων και Εθνών…»

(Μ. Βασίλειος – «Ότι ουκ εστιν αίτιος των κακών ο Θεός»)

 

Στον Μ. Βασίλειο, όπως και στους άλλους μεγάλους Πατέρες, Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, διακρίνουμε τεράστια ευρυμάθεια, Αγιοπνευματική οξυδέρκεια, θεολογική στοχαστική ρώμη και θάρρος, ορθόδοξη ποιμαντική ευθύνη και μαχητικό εκκλησιολογικό φρόνημα∙ όλα καρποί – χαρίσματα ασκητικού μόχθου και συνεπούς πνευματικής (εν Χριστώ) ζωής.

Τα ανεμοδαρμένα από την αμαρτία βάθη του παγκόσμιου εσωτερικού βίου, στήνουν εμπόδια στον βηματισμό του ανθρώπου προς τον αληθινό Τριαδικό Θεό.

Αυτή η παγκόσμια συνειδησιακή εσωτερική αποδιοργάνωση θα μπορούσε (αν ήθελε) να βρει τον αληθινό προορισμό, ως οργάνωση εσωτερικού εκκλησιαστικού βίου, μέσα στην Ορθοδοξία με τη βοήθεια της Γραφής και των Πατέρων. Τα κείμενα των Πατέρων δεν είναι θολά, σπασμωδικά ή μπερδεμένα όπως των οικουμενιστών.

Αντίθετα, μπορούν και μετατρέπουν την στενή υλιστική ανάσα σε πνευματική ανάταση και υγεία. Ένα τέτοιο (επίκαιρο) κείμενο, με τεράστιο πνευματικό ρόλο στις σημερινές πανδημικές συνθήκες, είναι και η ομιλία του Αγ. Βασιλείου περί των αιτίων του κακού.

Στην ομιλία του υπογραμμίζει τόσο την τραγικότητα της αμαρτίας (ως αιτίου των κακών), όσο και την σωστική πρόνοια του Θεού, ως καθοριστικό στοιχείο σε πρωτεύοντα ρόλο στις σχέσεις των ανθρώπων και στη σχέση του ανθρώπου με την Κτίση.

Τονίζει την αλήθεια ότι όλα τα φαινόμενα υπόκεινται στην προνοιακή βούληση – σκοπιμότητα του Θεού, σ’ αντίθεση με την υλιστική άποψη που πιστεύει ότι η φύση δεν γνωρίζει τα άτομα παρά σαν φαινόμενα του είδους.

Σε ότι αφορά τον άνθρωπο, η πρόνοια του Θεού παρεμβαίνει χωρίς αναίρεση των διαθέσιμων βουλητικών επιλογών του ανθρώπου, σεβόμενη την ελευθερία του. «Το μεν ουν κυρίως κακόν η αμαρτία, όπερ μάλιστα εστι της του κακού προσηγορίας άξιον, εκ της ημετέρας προαιρέσεως ήρτηται», επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος.

Μετάφρασις: «Το κυρίως κακόν λοιπόν είναι η αμαρτία, και εξαρτάται από τη βούλησή μας. Αυτή (η αμαρτία) αξίζει μάλιστα να ονομάζεται κακόν» (Μ. Βασίλειος – «ότι ουκ εστιν αίτιος των κακών ο Θεός»).

Σύμφωνα με την υλιστική θεώρηση – ερμηνεία του κόσμου, η προσαρμογή της κοινωνίας στο βιοφυσικό περιβάλλον στα όρια της αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής, αυτή δημιουργή (εν πολλοίς) και τα αρνητικά φαινόμενα της ατομικής και κοινωνικής ζωής. Πιστεύουν ακόμη (οι πολλοί), ότι και οι κοινωνικοί θεσμοί καθορίζονται από τις υλιστικές ανάγκες της αυτοσυντήρησης και της αναπαραγωγής, ως «ψυχολογία» της ύλης.

Οι υλιστικές θέσεις – θεωρήσεις αντιστρατεύονται τη χαρισματικότητα της ανθρώπινης ευθύνης – προαιρέσεως.

Εάν τα ψυχικά φαινόμενα (σκέψη, θέληση, αισθήματα, συνείδηση κ.λ.π.) είναι μόνο φυσικοχημικές δράσεις στην ουσία του εγκεφάλου, τότε η παραβατική – εγκληματική συμπεριφορά ενός ανθρώπου μπορεί να δικαιολογηθεί στα όρια της ποινικής διαδικασίας, ως ανεύθυνη λόγω κληρονομικότητος!

Εάν δεν υπάρχει ψυχή, τότε όλες οι παραβατικές συμπεριφορές των ανθρώπων οφείλονται σε γονιδιακό θεμελιακό λάθος, οπότε είναι ανεύθυνοι.

Αναμφίβολα, η ουσία του «Εγώ» δεν βρίσκεται μόνο στην δράση των εγκεφαλικών κυττάρων, όπως διδάσκει η Αγία Γραφή.

Για την αξία της προαιρέσεως (αυτεξούσιο) ομιλεί ο Μ. Βασίλειος, ως φαινόμενο σταθερό, αδιάπτωτο, υπεύθυνο για τις ανθρώπινες συμπεριφορές και για τις θετικές ή αρνητικές όψεις της ζωής (πόλεμοι, φτώχεια, αρρώστιες κ.λ.π.).

Αναφερόμενος στην Ουράνια πραγματικότητα ο Ι. Πατήρ τονίζει:

«Γαβριήλ άγγελος, και παρέστηκεν τω Θεώ διηνεκώς. Ο Σατανάς άγγελος και εξέπεσε της οικείας τάξεως παντελώς. Κακείνον η προαίρεσις διεφύλαξεν εν τοις άνω, και τούτον κατέρριψε της γνώμης το αυτεξούσιον. Εδύνατο γαρ κακείνος αποστατήσαι, και ούτος μη εκπεσείν».

Μετάφρασις: «Ο Γαβριήλ ήταν άγγελος και διαρκώς παρεστέκετο δίπλα εις τον Θεόν. Ο Σατανάς ήταν και αυτός άγγελος, αλλά εξέπεσε καθ’ ολοκληρίαν από την ιδικήν του τάξιν. Και εκείνον η θέλησίς του τον διεφύλαξεν εις τα υψηλά και αυτόν η αυτεξούσιος θέλησίς του τον κατεκρήμνισε. Βεβαίως ημπορούσε (ο Γαβριήλ) και εκείνος να αποστατήση και αυτός (ο Σατανάς) να μη εκπέση».

Επισκοπώντας ο Ι. Πατήρ τη διαχρονική ανθρώπινη αυτεξούσια ορμή, υπογραμμίζει τις ποικιλόμορφες στο περιεχόμενο και στις εκδηλώσεις αμαρτητικές κινήσεις του αυτεξουσίου και τις ανάλογες παρεμβάσεις της Θείας Προνοίας. Στο κείμενο της Γραφής διαβάζουμε:

«Eκάκωσα γαρ σε, φησί, και ελιμαγχόνησα, ίνα ευ σε ποιήσω» (Δευτ. 8, 3), δηλ. «σε ταλαιπώρησα, λέγει, και σε άφησα να πεινάσης δια να σε ευεργετήσω». Ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος: «Πριν εις άμετρον εκχυθήναι την αδικίαν ιστών, ώσπερ ρεύμα έρκει τινί κρατερώ και διαφράγματι κατεχόμενον» δηλ. «δια να σταματήσω την κακίαν προτού υπερβολικά εξαπλωθή, όπως το ρεύμα του ποταμού που συγκρατείται με κάποιον ισχυρόν φράκτην και αντιτείχισμα».

Συνεχίζει ο Ι. Πατήρ: «Δια ταύτα νόσοι πόλεων και Εθνών, αέρων αυχμοί και αφορίαι γης και αι κατά τον βίον εκάστω τραχύτεραι περιπτώσεις, της κακίας την αύξησιν περικόπτουσαι. Ώστε τα τοιαύτα κακά παρά Θεού γίνεται, των αληθινών κακών την γένεσιν εξαιρούντα. Αι τε γαρ κατά το σώμα κακώσεις και τα εκτός επίπονα προς αποχήν της αμαρτίας επινενόηνται. Αναιρεί τοίνυν το κακόν ο Θεός, ουχί δε το κακόν εκ του Θεού».

Μετάφρασις – Ερμηνεία:

«Δια τούτο αι αρρώστιαι των πόλεων και των Εθνών, αι ξηρασίαι των αέρων και αι ακαρπίαι της γης και αι ακόμη πιο σκληρές περιστάσεις εις την ζωήν του καθενός περικόπτουν την αύξησιν της κακίας. Ώστε όλα τα κακά που επιτρέπει – παραχωρεί ο Θεός, αφαιρούν την αιτίαν της δημιουργίας των πραγματικών κακών. Διότι και οι σωματικές κακώσεις και τα έξω από το σώμα δυσάρεστα, έχουν επινοηθή προς αποχήν από την αμαρτίαν. Ο Θεός λοιπόν καταστρέφει το κακόν και το κακόν δεν προέρχεται από τον Θεόν».

Σχόλιο: Στην ομιλία του Μ. Βασιλείου επισημαίνονται οι σωστικές παρεμβάσεις του Θεού, οι εκδηλώσεις του ανθρώπινου αυτεξουσίου και οι συνέπειες της αμαρτίας.

Δυστυχώς, τις πνευματικές αυτές πραγματικότητες αδυνατούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν τα κράτη, οι διακυβερνητικοί οργανισμοί, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.λ.π., για να προστατεύσουν τους ανθρώπους.

Ακόμη και σήμερα η Διοίκηση της Εκκλησίας αδυνατεί, και ως απλή τάξη υπενθυμίσεως, να ομιλήσει περί των πνευματικών αιτίων της πανδημίας. Συγκρίνοντας τον λόγο των οικουμενιστών επισκόπων με αυτόν του Μ. Βασιλείου, οι θέσεις τους αποτελούν (επιεικώς) παραφωνία.

Νοητώς καταλαβαίνουμε, πως ο Μ. Βασίλειος θα ανέλυε τις σημερινές (ανάλογες) μεταβολές στο ορθόδοξο φρόνημα των ιεραρχών και την ρευστότητα της καθημερινής επιδημικής πραγματικότητας.

Μακρινή βέβαια η χρονικότητα από τον Μ. Βασίλειο, αλλά σε πνευματική κλίμακα είναι πάντα παρών και μας προστατεύει (ο άγιος) από την «ποικιλία» της αμαρτίας στη σταθερή βάση της Μετανοίας – Ορθοδοξίας.

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ