Σελίδες

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ, Όταν ο ανθρώπινος λόγος εξελιχθεί σε ορθολογισμό, τότε «διορθώνει» και την Θεία αποκάλυψη

 



«Το Μυστήριο και η Ελαφρότητα της Βαρύτητας»

(Ο κρεμάζων γην επί ουδενός – ΙΩΒ, κεφ. 26, 7)

 

Το 26ο Κεφάλαιο του βιβλίου «ΙΩΒ» της Π. Διαθήκης, αποτελεί μια σύντομη – περιεκτική επισκόπηση της Σοφίας και Παντοδυναμίας του Θεού. Ο Θεόπνευστος Ιώβ (2185 – 1945 π.Χ.), προσεγγίζει το γεγονός της Κτίσεως και του Θεού χωρίς ορθολογικό – κριτικό, επιστημονικό πνεύμα.

Σε μια φράση του συμπυκνώνει μια Κοσμολογική – Αστρονομική αλήθεια για τον πλανήτη μας: «Εκτείνων βoρέαν επ’ ουδέν, κρεμάζων γην επί ουδενός» (Κεφ. 26,7).

Ερμηνεία – Μετάφραση: «Εξαπλώνει Αυτός (ο Θεός) το βόρειο ημισφαίριο του ουρανού και στηρίζει αυτό εις το κενό, κρεμά και την γην χωρίς να την στηρίζη εις τίποτα».

Αναφέρεται στη λειτουργία της Βαρύτητας, τη φύση της οποίας δεν έχουμε αποκρυπτογραφήσει πλήρως. Διατυπώνει ο Ιώβ και την πλανητική αντίληψη περί της Γης, ως ύλη που αιωρείται – επιπλέει στο διάστημα (κενό) χωρίς να πέφτει.

Αναμφίβολα, οι αλήθειες αυτές προέρχονται από την Θεοπνευστία της γραφής και όχι δια μέσου της Επιστήμης, την οποία αγνοούσε ο Ιώβ. Εμπειρική επιστημονική παρατήρηση του Ιώβ, ως παρατηρητού επί της Γης, είναι η διαπίστωσή του, ότι: «Εξαπλώνει Αυτός (ο Θεός) το βόρειο ημισφαίριο του ουρανού και στηρίζει αυτό εις το κενό», μιας και ο Ιώβ ευρίσκετο – ζούσε στο βόρειο ημισφαίριο της Γης.

Τα λόγια του Ιώβ μας θυμίζουν και την εξ αρχής δημιουργία της Γης, όπου ο Θεός «Εξέτεινε τον ουρανόν ωσεί δέρριν» (Ψαλμ. 103, 2), δηλ. «άπλωσε από του ενός άκρου του ορίζοντος εις το άλλο τον ουρανό, ως σκηνή δερμάτινη». Η λογική του ψαλμού απαιτεί, ασφαλώς, παρατηρητή επί της Γης.

Η πλανητική αντίληψη περί Γης, ως θέση της Γραφής, ευρίσκεται και στο Προσευχητικό – Υμνολογικό πεδίο της Εκκλησίας.

Παραδείγματα:

-Α) «Δέσποτα Παντοκράτορ… ο στηρίζων άκρα ουρανού εν αφάτω ισχύι του Παναγίου σου Πνεύματος, δια του παντουργού σου Υιού και Λόγου, ως οίδας αυτός, και μετεωρίσας την γην επ’ ουδενός∙ και νέφεσιν ενειλίξας την άβυσσον». (Ευχή εις τον άναρχον Θεόν και Πατέρα – Νικηφόρου Βλεμμίδου).

-Β) «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» (Μ. Πέμπτη εσπέρας).

Ως παρατηρηταί επί της Γης, το σύστημα Γη – Νερό μας επιβάλλει την αντίληψη ότι η θάλασσα βρίσκεται «επί της Γης». Η πραγματικότητα του πυθμένα των θαλασσών διευκολύνει την λογικότητα αυτής της επιβολής, ότι τα νερά ευρίσκονται (κυρίως) επάνω στην επιφάνεια της Γης.

Αντίθετα, η πλανητική εικόνα της Γης από το διάστημα, για παρατηρητή έξω από τη Γη, σου επιβάλλει την αντίληψη του «Γαλάζιου πλανήτη», διότι το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από νερό και είναι στ’ αλήθεια «εν ύδασι», όπως μας πληροφορεί ο Ιερός Υμνογράφος.

Η σχέση Βαρύτητας και Ύλης είναι μια καθοριστική (μυστηριώδης), πραγματικότητα, μιας και η Βαρύτητα είναι θεμελιώδης δύναμη της Κτίσεως (Σύμπαντος) την οποία:

α) Ο Νεύτωνας την συνόψισε στο νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου ενώ β) ο Αϊνστάιν διέκρινε γι’ αυτήν κάτι βαθύτερο, ως συνδεόμενη με το Χώρο και τον Χρόνο.

Σύμφωνα με το νόμο του Νεύτωνα «δύο μάζες έλκονται μεταξύ τους με μία δύναμη, η οποία είναι ανάλογη προς το γινόμενο αυτών των μαζών και αντιστρόφως ανάλογος του τετραγώνου της αποστάσεως, η οποία χωρίζει τα κέντρα των δύο σωμάτων», που εκφράζεται μαθηματικά με τον τύπο F=G. M. m

                                                                   ---


                                                                     r2

όπου F η δύναμη έλξεως, M και m οι δύο μάζες και r η απόστασή τους με G=σταθερά παγκοσμίου έλξεως.

Ερώτημα: Πως συμβαίνει ώστε, για οποιοδήποτε σύστημα δύο υλικών σωμάτων, η έλξη τους να εκφράζεται πάντοτε από την ίδια μαθηματική σχέση (τύπο), όποια και να είναι η ποσότητα ύλης στα δύο σώματα; Πράγματι η βαρύτητα παραμένει αίνιγμα, που ταπεινώνει την εγωιστική ορθολογικότητα.

Να υπογραμμίσουμε την γενικότερη επιστημονική θέση, ότι μέσα στην Κτίση (Σύμπαν) όλα τα στοιχεία της, από τα απειροελάχιστα μόρια μέχρι και τα απειρομεγέθη σώματα, όλα συνδέονται μεταξύ τους με μαθηματικές σχέσεις. Υπάρχει δηλ. ο μαθηματικός χαρακτήρας των φυσικών νόμων. Έχουμε μια «δέσμευση» του υλικού κόσμου να συμπεριφέρεται ακριβώς έτσι και όχι περίπου έτσι!

Αν και στα έγκατα της ύλης βρίσκονται οι αιτίες της Βαρύτητας αυτή, ως δύναμη, λειτουργεί απλά (ελαφρά) στη ρύθμιση της ζωής και των φυσικών φαινομένων. Καθοριστικές οι επιδράσεις της και τεράστιες οι εξ αυτής ωφέλειες.

Ο Πωλ Ντιράκ (Paul A. M. Dirac), που τιμήθηκε (1933) με βραβείο Νόμπελ της Φυσικής, τόνισε:

«Κόβεις ένα λουλούδι στη Γη και κινείς το πιο μακρινό άστρο», θέλοντας να υπογραμμίσει, ότι «η βαρυτική επίδραση κάθε σώματος, οσοδήποτε μικρού ή οσοδήποτε μακρινού, ασκείται μέσω του Διαστήματος».

«Μελετήσω εν πάσι τοις έργοις Σου, και εν τοις επιτηδεύμασί Σου αδολεσχήσω» (Ψαλμ. 76, 13), ομολογεί ο Δαυίδ, δηλ.: «και θα μελετήσω εν εκτάσει όλα τα έργα σου και θα εμβαθύνω σκεπτόμενος και μελετών όλας τας θαυμαστάς επινοήσεις της αγαθότητός σου και τα σοφά κατορθώματά σου» (Π. Τρεμπέλας).

Τονίσαμε ήδη, ότι η βαρύτητα παραμένει αίνιγμα ως προς την βαθύτερη μαθηματική έκφρασή της, που ταπεινώνει την εγωιστική ορθολογικότητα. Είναι δε μεγάλο κέρδος να έλθει ο άνθρωπος σε συναίσθηση – συνείδηση των αινιγματικών – φιλοσοφικών προβλημάτων που θέτει ενώπιόν του η φύση των πραγμάτων.

Ο φιλοσοφικός θετικισμός, ο φιλοσοφικός υλισμός και ο άθεος υπαρξισμός, στερούμενοι σοφίας και λεπτότητας να απαντήσουν σε ερωτήματα, όπως:

«Γιατί έλαβε ύπαρξη το σύμπαν; Ποιο είναι το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης; Τι συμβαίνει μετά το θάνατό μας;», την επιστήμη, ως κριτικά ελεγμένη και ταξινομημένη γνώση, την συνδέουν με την απολυτοποίηση της λογικής (ως υπερηφάνεια) και μεταπίπτουν σε νοσηρό – εγωιστικό ορθολογισμό.

«Όταν μπαίνει η λογική, δεν μπορεί να καταλάβη κανείς ούτε το Ευαγγέλιο ούτε τους Αγίους Πατέρες. Αλλοιώνεται το πνευματικό αισθητήριο, και ο άνθρωπος με την λογική του βγάζει άχρηστα και το Ευαγγέλιο και τα Πατερικά» (Άγιος Παΐσιος, Λόγοι Α΄).

Όταν ο ανθρώπινος λόγος εξελιχθεί σε ορθολογισμό, τότε «διορθώνει» και την Θεία αποκάλυψη, εκφράζεται δηλ. ως Πλάνη και αίρεση.

Σύγχρονο παράδειγμα η παναίρεση του Οικουμενισμού, η πανθρησκεία και η Μετα-πατερική θεολογία. Τέλος, σε καμμιά περίπτωση η Ορθοδοξία δεν ήλθε σε σύγκρουση με την επίμονη αναζήτηση της αλήθειας από την επιστήμη, της αλήθειας που είναι σύμφυτη με την αντικειμενική πραγματικότητα.

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ