Σελίδες

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

 


ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ Β΄ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΟ 1977 [1]

Πανιερώτατε,

Προσφάτως ἐπραγματοποιήθη ἐν Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἡ «Πρώτη Προσυνοδική Διάσκεψις» (21-28 Νοεμβρίου 1976). Λαβὼν εἰς χεῖρας καὶ μελετήσας τὰ Πρακτικὰ καὶ τὰς Ἀποφάσεις τῆς Διασκέψεως ταύτης, αἰσθάνομαι τὴν εὐαγγελικὴν ἀνάγκην, ὅπως, κατὰ τὴν συνείδησίν μου, ὡς μέλος τῆς Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καίτοι ὁ ἐλάχιστος ἐκ τῶν λειτουργῶν Αὐτῆς, ἀπευθυνθῶ διὰ τοῦ παρόντος ἱκετευτικοῦ ὑπομνήματός μου πρὸς τὴν Ὑμετέραν Πανιερότητα καὶ δι' Ὑμῶν πρὸς τὴν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρων τὰς διαπιστώσεις καὶ παρατηρήσεις μου ὡς πρὸς τὴν προετοιμασίαν τῆς ἐν λόγῳ μελλούσης Συνόδου. Παρακαλῶ τὴν Ὑμετέραν Πανιερότητα καὶ τοὺς λοιποὺς Πανιερωτάτους Ἀρχιερεῖς, ὅπως μετ' εὐαγγελικῆς ἀγάπης καὶ προσοχῆς ἀκούσητε τὴν φωνὴν ταύτην μιᾶς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τοσούτω μᾶλλον, καθ' ὅσον ἡ φωνὴ αὕτη, δόξα τῷ Θεῷ, σήμερον οὐδόλως εἶναι μία, οὔτε ἀπομονωμένη εἰς τὸν ὀρθόδοξον κόσμον, προκειμένου περὶ τῆς ἐν λόγῳ μελλούσης Συνόδου.

Ἐκ τῶν Πρακτικῶν καὶ τῶν Ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς νῦν ὀνομαζομένης «Πρώτης Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως», λαβούσης χώραν, - ἀγνοῶ διὰ ποιὸν λόγον - ἐν Γενεύῃ, ὅπου μόλις ὀλίγαι ἑκατοντάδες ὀρθοδόξων ὑπάρχουν, φαίνεται ὅτι αὕτη ἔχει ἀποφασίσει καὶ ἑτοιμάσει ἕνα καινούργιο κατάλογον τῶν θεμάτων διὰ τὴν μέλλουσαν «Μεγάλην Σύνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν λόγῳ πρόσφατος Διάσκεψις δὲν ὑπῆρξε πλέον μία ἐκ τῶν λεγομένων «Πανορθοδόξων Διασκέψεων», ὅπως ἦσαν αἱ Διασκέψεις τῆς Ρόδου καὶ αἱ μετ' αὐτάς, οὔτε πάλιν ὑπῆρξεν ἡ οὕτω καλουμένη «Προσύνοδος», διὰ τὴν ὁποίαν μέχρι πρὸ τινὸς εἰργάζοντο, ἀλλ' ἦτο ἡ «Πρώτη Προσυνοδική Διάσκεψις», εἰσερχομένη πλέον εἰς τὸ στάδιον τῆς ἀμέσου προετοιμασίας τῆς πραγματοποιήσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἡ Διάσκεψις αὕτη δὲν εἰργάσθη πλέον βάσει τοῦ προτέρου "Καταλόγου θεμάτων", ὁρισθέντος εἰς τὴν Α΄ Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Ρόδου τὸ 1961, καὶ παραμείναντος ὑπὸ ὑπεξεργασίαν μέχρι καὶ τοῦ ἔτους 1971, ἀλλά προέβη εἰς «ἀναθεώρησιν» ἐκείνου καὶ καθώρισε νέον, ἰδικόν της, «Κατάλογον θεμάτων» διὰ τὴν Σύνοδον. Ἐν τούτοις, φαίνεται ὅτι οὔτε αὐτός εἶναι ὁ τελικὸς κατάλογος, ἀλλ' ἐνδέχεται μάλλον νὰ ὑποστῇ καὶ αὐτός ἀλλαγὴν τινα ἢ νὰ συμπληρωθῇ.

Ἡ Διάσκεψις ἔχει περαιτέρω ἀναθεωρήσει καὶ τὴν ἕως προσφάτως τηρουμένην «μεθοδολογίαν» ἐπεξεργασίας καὶ τελικῆς προετοιμασίας θεμάτων διὰ τὴν Σύνοδον, συντομεύσασα τὴν ὅλην «διαδικασίαν», λόγῳ τῆς καταφανοῦς σπουδῆς καὶ βίας ὡρισμένων πρὸς σύγκλησιν τῆς Συνόδου ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον. Διότι, κατὰ τὴν κατηγορηματικὴν τοῦ προεδρεύοντος εἰς τὴν Διάσκεψιν ταύτην μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουυπόλεως καὶ ἄλλοι ἐπείγονται, ἵνα «τὸ ταχύτερον συγκληθῇ» καὶ πραγματοποιηθῇ ἡ μέλλουσα Σύνοδος.

Ἡ Σύνοδος, λέγεται, πρέπει νὰ εἶναι «βραχείας διαρκείας», νὰ ἀπασχοληθῇ «μὲ περιορισμένον ἀριθμὸν θεμάτων», καὶ ἀκόμη, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Μελίτωνος, «ἡ Σύνοδος πρέπει νὰ ἐγκύψῃ εἰς φλέγοντα προβλήματα παρακωλύοντα τὴν ὁμαλὴν λειτουργίαν συνειρμοῦ τοῦ συστήματος τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὡς μιᾶς ἑνιαίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας…» (Πρακτικά, σ. 55).

Ταῦτα πάντα θέτουν ἐνώπιον ἡμῶν τὸ ἐρώτημα : Τί πρέπει νὰ σημαίνουν ὅλα αὐτά; Πρὸς τί δὲ αἱ ἐσπευσμέναι αὗται ἐνέργειαι; Καὶ ποῦ ὁδηγοῦν αὐταί;

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς συγκροτήσεως νέας «Οἰκουμενικῆς Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὔτε νέον οὔτε πρόσφατον εἶναι κατὰ τὸν παρόντα ἡμέτερον αἰῶνα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ θέμα ἀνεκινήθη ἤδη ἐπὶ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Μεταξάκη - γνωστοῦ ὡς ὑψηλόφρονος "μοντερνιστοῦ" καὶ μεταρρυθμιστοῦ, ἐξ οὗ καὶ σχισματοποιοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ - καὶ δὴ εἰς τὸ ὑπ' αὐτοῦ συγκληθὲν ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 1923 οὕτω καλούμενον "Πανορθόδοξον Συνέδριον"…

Μετὰ τὸν Β' Παγκόσμιον πόλεμον ἦλθεν εἷς τὸ προσκήνιον ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρας καὶ συνεκάλεσε τὰς ἐν Ρόδῳ «Πανορθοδόξους Διασκέψεις». Ἡ πρώτη ἐξ αὐτῶν, ἡ ὁποία ἔγινε τῷ 1961, ἀνεκίνησε καὶ πάλιν τὸ θέμα τῆς προετοιμασίας τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου», ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν νὰ γίνη προηγουμένως μία «Προσύνοδος», καὶ ἐνέκρινε τὸν ὑπὸ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑποβληθέντα τότε ἕτοιμον «Κατάλογον θεμάτων» διὰ τὴν Προσύνοδον.

Εἶναι ὁ γνωστὸς «Κατάλογος θεμάτων τῆς Ρόδου» : ὀκτὼ μεγάλα κεφάλαια, περιέχοντα τεσσαράκοντα περίπου κύρια θέματα καὶ διπλάσιον ἀριθμὸν παραγράφων καὶ ὑποπαραγράφων. Μετὰ τὰς ἐφεξῆς Διασκέψεις τῆς Ρόδου, τὴν Β' (1963) καὶ τὴν Γ' (1964), ἠκολούθησεν ἡ «Διάσκεψις τοῦ Βελιγραδίου» τῷ 1966.

Αὕτη κατ' ἀρχὰς μὲν ἐπωνομάσθη «Τετάρτη Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ὕστερον δὲ ὑπεβιβάσθη ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εἰς τὸ ἐπίπεδον «Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», διὰ νὰ καταλάβῃ ἀντ' αὐτῆς τὴν θέσιν καὶ τὴν ὀνομασίαν τῆς «Τετάρτης Πανορθοδόξου Διασκέψεως» ἡ ἑπομένη διάσκεψις, λαβοῦσα χώραν ἐπὶ τοῦ «ἐδάφους» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (εἰς τὸ «ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ἐν Σαμπεζύ τῆς Γενεύης) τὸ ἔτος 1968. Εἰς αὐτὴν τὴν Δ' Διάσκεψιν τῆς Γενεύης ἔσπευσαν οἱ ὀργανωταὶ αὐτῆς, μᾶλλον ὡς ἐξ ἀνυπομονησίας, ὅπως συντομεύσουν τὴν πρὸς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον πορείαν των, διὸ καὶ λαβόντες εἰς χεῖρας τὸν ὑπέρογκον καὶ ἀσυνάρτητον Κατάλογον τῆς Ρόδου (κατασκεύασμα, σημειωθήτω πάλιν, αὐτῶν τῶν ἰδίων, οὐχὶ ἑτέρου τινός), ἐπέλεξαν καὶ ἐχώρισαν ἐξ αὐτοῦ «τὰ πρῶτα ἕξ θέματα» πρὸς συντομωτέραν ἐπεξεργασίαν, ὥρισαν δὲ ἐν ταύτῷ καὶ νέαν «διαδικασίαν» ἐργασίας καὶ προετοιμασίας.

Εὐκαιρίας δοθείσης, ἐσχηματίσθη τότε καὶ ἕν νέον σῶμα, ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν «Ἡ Διορθόδοξος Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπή». Αὕτη θὰ ἐφρόντιζε περὶ τοῦ «συντονισμοῦ» τῆς ἐπεξεργασίας τῶν θεμάτων.

Ταυτοχρόνως συνεστήθη καὶ ἡ «Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου», δηλαδὴ διωρίσθη εἰς τὴν πραγματικότητα ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἷς ἐπίσκοπος τοῦ κλίματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς γραμματεύς, ἔχων ἕδραν τὸ εἰρημένον Κέντρον ἐν Σαμπεζύ Γενεύης, ἐνῶ ἀπερρίφθησαν αἱ προτάσεις περὶ ἐντάξεως καὶ συμμετοχῆς καὶ ἄλλων ὀρθοδόξων μελῶν, προερχομένων ἐκ τῶν ὑπολοίπων ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς τὴν ἐν λόγῳ «Γραμματείαν». Ἡ «Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ» καὶ ἡ Γραμματεία ἐπραγμάτωσαν τὴν συνεδρίαν των, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὸ αὐτὸ κέντρον τῆς Γενεύης, κατὰ τὸν Ἰούνιον τοῦ 1971.

Εἰς τὴν συνεδρίαν αὐτὴν ἐθεωρήθησαν ἀπὸ κοινοῦ αἱ ὑποβληθεῖσαι ἕτοιμαι εἰσηγήσεις ἐπὶ τῶν μνημονευθέντων ἕξ θεμάτων, «ἐνηρμονίσθησαν» καὶ «ἐνεκρίθησαν» πρὸς δημοσίευσιν εἰς περισσοτέρας γλώσσας. Δημοσιευθεῖσαι δέ, συνήντησαν - ὡς καὶ ὅλη γενικῶς ἡ μέχρι τότε ἐργασία ἐπὶ τῆς προετοιμασίας τῆς Συνόδου καὶ τῶν θεμάτων αὐτῆς - αὐστηρὰν μέν, ἀλλ' ὀρθὴν κριτικὴν ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων.

Αἱ γενόμεναι κριτικαὶ αὗται τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων (εἰς τὰς ὁποίας ἀνήκει καὶ τὸ σχετικὸν Ὑπόμνημά μου, ἀπευθυνθὲν ὑπ' ἐμοῦ, ἀρχὰς Μαΐου 1971, διὰ τῆς Ὑμετέρας Πανιερότητος πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας, ἐπιδοκιμασθὲν καὶ ὑποστηριχθὲν ὑφ' Ὑμῶν, κατόπιν δὲ καὶ ὑπὸ ἀρκούντως ἀξιολόγου ἀριθμοῦ ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, οὕτως ὥστε νὰ δημοσιευθῇ τοῦτο εἰς περισσοτέρας γλώσσας καὶ χώρας τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου) φαίνεται ὅτι ἐπέδρασαν, ὥστε ἡ ἀπόφασις τῆς προμνηστευθείσης Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τῆς Γραμματείας περὶ τῆς ταχείας συγκλήσεως τῆς «Πρώτης Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως» κατὰ τὸ ἔτος 1972 εἰς τὴν Γενεύην, πρὸς ἀναθεώρησιν τοῦ Καταλόγου τῆς Ρόδου, νὰ μὴ πραγματοποιηθῇ ἐντὸς τῆς τακτῆς προθεσμίας, ἂλλ' ἀρκούντως καθυστερημένως, καὶ μάλιστα μόλις προσφάτως.

Καὶ ἰδού, αὕτη ἡ «Πρώτη Προσυνοδική Διάσκεψις» ἐπραγματοποιήθη, λοιπὸν, μόλις τὸν Νοέμβριον 1976 (ἐπὶ τοῦ «ἐδάφους» καὶ πάλιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τὴν Γενεύην, ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ εἶναι ἐλάχιστοι). Ὅπως δὲ φαίνεται ἐκ τῶν νεωστὶ δημοσιευθέντων (κείμενον πολυγραφημένον) Πρακτικῶν καὶ Ἀποφάσεων τῆς Διασκέψεως, τὰς ὁποίας, καθὼς εἶπον, ἐμελέτησα, αὕτη «ἀναθεώρησε» τὸν Κατάλογον τῆς Ρόδου κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον : αἱ συμμετασχοῦσαι ἀντιπροσωπεῖαι ἐψήφισαν διὰ τῶν ἐπιτροπῶν των δέκα μόνον θέματα διὰ τὴν μέλλουσαν Σύνοδον (εἰς τὰ ὁποῖα συμπεριελήφθησαν μόνον τρία ἐξ ἐκείνων τῶν προηγουμένων ἕξ θεμάτων!), ἐνῶ ἄλλα τριάκοντα περίπου θέματα, μὴ ψηφισθέντα ὁμοφώνως, «παραπέμπονται εἰς ἰδιαιτέραν μελέτην τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν» ὡς «προβληματολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (κατ' οὐσίαν, ὅμως, ἐντελῶς ξένην πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν), οὕτως ὥστε καὶ τὰ θέματα ταῦτα δύνανται «νὰ τύχωσι μελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως» καὶ νὰ ἐνταχθοῦν ἴσως εἰς τὸν νέον τοῦτον Κατάλογον (Πρακτικά, σσ. 186-188 ).

Ἡ Διάσκεψις αὕτη, ὡς εἴπομεν ἤδη, ἤλλαξεν ἐπίσης τὴν «διαδικασίαν» καὶ τὴν «μεθοδολογίαν» τῆς ἐπεξεργασίας τῶν θεμάτων - καὶ ἄρα καὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν, ἐπαναλαμβάνω, ἀγωνίζονται οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἀλλαχοῦ ὀργανωταὶ της, ὅπως συγκληθῇ «τὸ ταχύτερον δυνατὸν» καὶ γίνει «βραχείας διαρκείας».

Ἐξ ὅλων, ὅμως, αὐτῶν φαίνεται σαφῶς εἰς ἕκαστον νηφάλιον ὀρθόδοξον Χριστιανόν, μάλιστα δὲ εἰς τὸν ὀρθόδοξον θεολόγον, ὅτι ἡ Πρώτη Προσυνοδική Διάσκεψις οὐδὲν τὸ πραγματικῶς νέον καὶ οὐσιαστικὸν ἔχει πράξει ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά συνεχίζει μόνον τὴν δημαγωγίαν τῶν πρὸ αὐτῆς διασκέψεων, παρασύρουσα καὶ αὐτή πολλὰς ὀρθοδόξους ψυχὰς καὶ συνειδήσεις εἰς νέους λαβυρίνθους φιλοδοξιῶν ὡρισμένων ἀνθρώπων, πρὸς χάριν τῶν ὁποίων φιλοδοξιῶν καὶ ἑτοιμάζεται κυρίως, ὡς φαίνεται, ἤδη ἀπὸ τοῦ ἔτους 1923 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τῆς πρός αὐτὴν πορείας σήμερον ἐπιταχυνομένης καὶ συντομευομένης.

Ὅλη αὐτή ἡ μέχρι τοῦδε παρουσιαζομένη «προβληματικὴ» καὶ «προβληματολογία» περὶ τὰ «θέματα» τῆς μελλούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ἀστάθεια καὶ τὸ εὐμετάβλητον τῶν τρόπων τῆς ἐξευρέσεως, τῆς διατυπώσεως καὶ τῆς τεχνητῆς «καταλογογραφήσεως» αὐτῶν, ἔπειτα δέ, ὡς ἐκ τούτου, αἱ ἀλλεπάλληλοι ἀλλαγαὶ καὶ «ἀναθεωρήσεις», ὅλα αὐτά, διὰ μίαν εἰλικρινή ὀρθόδοξον συνείδησιν, δεικνύουν καὶ ἀποδεικνύουν ἕν μόνο πράγμα : τὸ ὅτι κατὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν δὲν ὑπάρχει σοβαρόν, πραγματικὸν καὶ ἀνεπίδεκτον ἀναβολῆς θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἤξιζε νὰ ἀποτελέσῃ λόγον συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξου Ἐκκλησίας.

Ἐὰν, ὅμως, πράγματι ὑπάρχη θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἤξιζε νὰ ἀποτελέσῃ λόγον συγκλήσεως καὶ συνελεύσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε εἶναι φανερόν, ὅτι τὴν ὕπαρξιν ἑνὸς τοιούτου θέματος δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει οἱ μέχρι τοῦ νῦν πρωτοπόροι, εἰσηγηταί, ὀργανωταὶ καὶ ρυθμισταὶ τῶν ἐν λόγῳ «διασκέψεων», οἱ καὶ συντάκται τῶν προγενεστέρων καὶ τῶν νεωτάτων «καταλόγων θεμάτων» αὐτῶν.

Διότι, ἂν τὸ πράγμα δὲν ἔχῃ οὕτω, πῶς ἐξηγεῖται τότε ἡ ὑπὸ τοῦ Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1923, διὰ μέσου τῆς Διασκέψεως τῆς Ρόδου τοῦ 1961 καὶ ἕως καὶ τῆς τελευταίας Διασκέψεως τῆς Γενεύης τοῦ 1976 συνεχὴς ἀλλαγὴ τοῦ "θεματολογίου" καὶ τῆς "προβληματολογίας" τῆς μελλούσης νὰ συνέλθῃ Συνόδου; Πῶς ἐξηγεῖται, συγκεκριμένως, ἡ συνεχὴς μεταβολὴ τοῦ ἀριθμοῦ, τῆς κατατάξεως καὶ τοῦ περιεχομένου τῶν ἐν τῷ Καταλόγῳ θεμάτων, καθὼς καὶ ἡ ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ τῶν κριτηρίων κατὰ τὴν ἐξεύρεσιν καὶ τὴν ἐπιλογὴν τῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ καταστοῦν ἀντικείμενον ἀπασχολήσεως ἑνὸς τόσον μεγάλου καὶ τόσον μοναδικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ὅπως ἦτο καὶ εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἑκάστη Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;

Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀποκαλύπτεται καὶ ἐκδηλοῦται διὰ πάντων τούτων, ὄχι ἁπλῶς ἔλλειψις συνεπείας καὶ σταθερότητος, ἀλλά καὶ ἔκδηλος ἀνικανότης καὶ ἡ παχυλὴ περὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν ἄγνοια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τώρα, εἰς τόσον ἐμπερίστατον κατάστασιν, θέλουν ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας καὶ κατὰ τοιοῦτον τρόπον νὰ ἐπιβάλουν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας μίαν ἰδικήν των «σύνοδον». Φανεροῦνται, ἄλλοις λόγοις, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀνικανότης αὐτῶν νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν, τί ἐσήμαινε καὶ τί ὄντως σημαίνει μία ἀληθινὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διὰ τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸ ταύτης χριστεπώνυμον πλήρωμα τῶν πιστῶν.

Διότι, ἐὰν ἠσθάνοντο καὶ κατενόουν τοῦτο, θὰ ἐγνώριζον τότε πρὸ πάντων ὅτι εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐδέποτε καὶ οὐδεμία Σύνοδος - πόσο δὲ μᾶλλον τοιοῦτον πνευματικόν, χαρισματικόν, πεντηκοστιανόν γεγονός, ὅπως εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας - ἐξεύρισκε καὶ ἐπενόει τεχνητῶς τὰ θέματα, διὰ νὰ συνέλθῃ καὶ συνεδριάσῃ, καὶ ὅτι οὐδέποτε συνεκρότησε τὰς ἐκ τῶν προτέρων ἐπιβεβλημένας πλείστας ὅσας «διασκέψεις», «συνέδρια», «προσυνόδους» καὶ παρομοίας πρὸς αὐτὰς τεχνητὰς συνελεύσεις, ξένας ἐντελῶς καὶ ἀγνώστους εἰς τὴν ὀρθόδοξον συνοδικὴν παράδοσιν. (Διότι, αἱ «διασκέψεις», τὰ «συνέδρια» καὶ τὰ τοιαῦτα εἶναι μᾶλλον ἁπλαί ἀπομιμήσεις τῶν συνελεύσεων τῶν δυτικῶν ὀργανώσεων, ἀπομεμακρυσμένων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἢ καὶ ξένων πρὸς αὐτήν).

Τυγχάνει ἀναμφισβήτητον ἱστορικὸν γεγονός ὅτι αἱ Ἅγιαι καὶ θεοσύλλεκτοι Σύνοδοι τῶν Ἁγίων καὶ θεοφωτίστων Πατέρων εἶχον πάντοτε ἐνώπιον των ἕν συγκεκριμένον πρόβλημα, τὸ πολὺ δὲ δύο ἢ τρία προβλήματα, τεθειμένα ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν μεγάλων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων καὶ γενικῶς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διέστρεφαν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ἔσχιζον καὶ διέσπων τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθετον εἰς κίνδυνον τὴν σωτηρίαν τῶν πιστῶν, τὴν σωτηρίαν τοῦ εὐσεβοῦς καὶ περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.

Διὰ τοῦτο, αἱ Ἅγιαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν, εἶχον πάντοτε χριστολογικόν, σωτηριολογικόν, ἐκκλησιολογικόν χαρακτήρα, τὸ δὲ γεγονὸς τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ κεντρικὸν των θέμα καὶ τὸ κύριον εὐαγγέλιόν των ἦτο πάντοτε : ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός καὶ ἡ ἐν αὐτῷ σωτηρία μας, ἡ ἐν αὐτῷ θέωσίς μας.

Ναί, μάλιστα : Αὐτὸς - ὁ Μονογενὴς καὶ Ὁμοούσιος τῷ Θεῷ Πατρί Υἱὸς Ἀγαπητός, ὁ σαρκωθείς καὶ ἐνανθρωπήσας δι' ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, Αὐτὸς - ὅλος ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτὸς - ἡ αἰωνία θεία Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτὸς - ὅλος παρὼν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διὰ τῆς ὀρθῆς = ὀρθοδόξου εἰς Αὐτὸν πίστεως : Αὐτός, καὶ μετ' Αὐτοῦ ὅλον τὸ θεανθρώπινον ἔργον Αὐτοῦ, ἡ θεία Θεανθρωπίνη Οἰκονομία Αὐτοῦ, ἡ θεανθρωπίνη Ἐκκλησία Αὐτοῦ, διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθῶς ὀρθόδοξος, ἀποστολικο-πατερική θεματολογία, ἡ μόνιμος ἀνὰ τοὺς αἰῶνας θεματολογία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, θεματολογία, ἰσχύουσα δι' ὅλας τὰς ἐποχὰς καὶ δι' ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ χρόνους - τοὺς παρελθόντας, τοὺς παρόντας καὶ τοὺς μέλλοντας.

Αὕτη, καὶ μόνον αὕτη, δύναται νὰ ἀποτελέσῃ καὶ τὸ θέμα τῆς ἐνδεχομένης μελλούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι οἱ σχολαστικο-προτεσταντικοί «κατάλογοι θεμάτων», οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν οὐσιαστικὴν σχέσιν ἔχουν μὲ τὴν ἐμπειρίαν καὶ τὴν πνευματικὴν ζωὴν τῆς ἀποστολικο-πατερικῆς Ὀρθοδοξίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἀλλ' εἶναι ἁπλῶς ἀναιμικὰ οὑμανιστικὰ θεωρήματα. Ἡ θεανθρωπίνη καὶ ἀθάνατος καθολικότης καὶ συνοδικότης (sobornost) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν της Συνόδων ἔγκειται εἰς τὸ καθολικὸν παμ-περιεκτικόν Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἑδραζομένη ἐπ' αὐτοῦ τοῦ κεντρικοῦ, καθολικοῦ, ὀρθοδοξοσυνοδικοῦ πραγματικοῦ θέματος, ἐπ' αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦ θεααθρωπίνου μυστηρίου, ἐπ' αὐτῆς τῆς θεανθρωπίνης πραγματικότητος, ἐπὶ τῆς ὁποίας θεμελιοῦνται καὶ ἵστανται πᾶσαι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοί της καὶ πᾶσαι αἱ ἱστορικαὶ πραγματικότητές της, ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία πρέπει ἄρα καὶ σήμερον ἐπ' αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ μοναδικοῦ θέματος νὰ παρέχῃ τὴν μαρτυρίαν της ἐνώπιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ ὄχι νὰ ἐνασχολῆται περὶ τὸ σχολαστικο-προτεσταντικόν ἀνθρωπιστικὸν θεματολόγιον, περὶ τοῦ ὁποίου κόπτονται αἱ ἐκκλησιαστικαὶ «ἀντιπροσωπεῖαι» καὶ οἱ «ἀντιπρόσωποι» τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἢ τῆς Μόσχας, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται κατὰ τὴν πικρὰν ταύτην καὶ κρίσιμον στιγμὴν «ὡς ἀρχηγοὶ καὶ ἐκπρόσωποι» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν κόσμον.

Εἰς τὰ πρακτικὰ τῆς προσφάτου «Προσυνοδικῆς Διασκέψεως» τῆς Γενεύης, καθὼς καὶ εἰς προηγουμένας παρομοίας περιπτώσεις, φαίνεται καθαρῶς ὅτι αἱ «ἐκκλησιαστικαὶ ἀντιπροσωπεῖαι» τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Μόσχας δὲν διαφέρουν οὐσιαστικῶς ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν προβληματολογίαν καὶ τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα προτείνουν ὡς λόγον συγκλήσεως τῆς μελλούσης Συνόδου. Ἀμφότεραι ἔχουν τὰ αὐτὰ περίπου θέματα, τὴν αὐτὴν σχεδὸν γλῶσσαν, τὴν αὐτὴν νοοτροπίαν, τὰς αὐτὰς φιλοδοξίας. Ἀλλά, τοῦτο οὔτε τυχαῖον εἶναι, οὔτε ἀπροσδόκητον. Διότι, ποῖον ἀκριβῶς «ἀντιπροσωπεύουν» αἱ «ἀντιπροσωπεῖαι» αὗται εἰς τὴν Γενεύην καὶ ἀλλαχοῦ; Ποίας Ἐκκλησίας καὶ ποῖον λαὸν τοῦ Θεοῦ ἐκπροσωποῦν καὶ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτήν;

Ἡ ἐμφανιζομένη εἰς τὸ ἐξωτερικὸν πλειονότης σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ τόσον ἐπιμόνως ἐπιβάλλουσα ἑαυτήν εἰς ὅλας σχεδὸν τὰς πανορθοδόξους συνελεύσεις, ἀποτελεῖται κυρίως ἐκ τιτουλαρίων μητροπολιτῶν καὶ βοηθῶν ἐπισκόπων, ἄρα ἐκ ποιμένων ἄνευ ποιμνίου καὶ συνεπῶς ἄνευ τῆς συγκεκριμένης ποιμαντικῆς εὐθύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θεόθεν ἐμπιστευθέντος εἰς αὐτοὺς ποιμνίου.

Ὅθεν διερωτᾶται τις : ποῖον ἀντιπροσωπεύει καὶ ποῖον θὰ ἀντιπροσωπεύῃ εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ συγκληθῇ Σύνοδον; Μεταξὺ τῶν ἐπισήμων ἐκπροσώπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐμφανίζονται, εἰ μὴ λίαν σπανίως οἱ Ἱεράρχαι τῶν ἑλληνικῶν νήσων, ὅπου ὑπάρχει ζωντανὸν ὀρθόδοξον ποίμνιον˙ ἀπουσιάζουν, μάλιστα, κατὰ κανόνα σχεδόν, καὶ οἱ Ἕλληνες ἢ μὴ ἱεράρχαι τῶν ἐπισκοπῶν Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς καὶ ἀκόμη πολλῷ μᾶλλον εἶναι αἰσθητή ἡ ἀπουσία τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων τοῦ ἐξωτερικοῦ - Ρώσσων, Ἀμερικανῶν, Ἰαπώνων, Μαύρων καὶ οὕτω καθ' ἕξης – οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὄπισθεν ἑαυτῶν πολυάριθμον ὀρθόδοξον ποίμνιον καὶ δεδοκιμασμένους κληρικοὺς καὶ θεολόγους. Ἀπὸ τῆς ἄλλης πάλιν πλευρᾶς, αἰ νῦν ἀντιπροσωπεῖαι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐκπροσωποῦν καὶ παρουσιάζουν ὄντως τὴν ἁγίαν μαρτυρικὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, μόνον εἷἰς τὸν Θεὸν γνωστά, ἑκατομμύρια ἐνδόξων μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεως; Ἐκ τῶν ὅσων δηλοῦν καὶ ὑπερασπίζουν οἱ "ἀντιπρόσωποι" τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὁσάκις ἐξέρχονται ἐκ τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως εἰς τὸν ὑπόλοιπον κόσμον, γίνεται φανερόν ὅτι οὗτοι δὲν εἶναι φορεῖς καὶ ἑρμηνευταὶ τοῦ ἀληθοῦς πνεύματος καὶ στάσεως ὁλοκλήρου τῆς Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦ πιστοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου της. Διότι, συνήθως προτιμοῦν τὰ τοῦ Καίσαρος ἔναντι τῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ - ὡς γνωρίζομεν οἱ ὀρθόδοξοι - τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου ἔχουν ὡς ἑξῆς : «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29).

Καὶ ἐπὶ πλέον, εἶναι ἄραγε καθόλου ὀρθὴ καὶ ὀρθόδοξος αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ «ἀντιπροσώπευσις» καὶ «παρουσία» τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως συνέβαινε μέχρι τοῦδε εἰς τὰς Πανορθοδόξους Διασκέψεις τῆς Ρόδου καὶ τῆς Γενεύης; Οἱ Κωνσταντινουπολῖται εἰσηγηταί καὶ πρωταγωνισταὶ τῆς τοιαύτης ἀρχῆς τῆς "ἐκπροσωπήσεως" τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὰς Συνόδους, καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλά καὶ ὅλοι οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν ἀρχὴν ταύτην, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν θεωρίαν τῶν εἰσηγητῶν της, εἶναι σύμφωνος πρὸς "τὸ σύστημα τῶν Αὐτοκεφάλων καὶ Αὐτονόμων" τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἔχουν, φαίνεται, λησμονήσει ὅτι αὕτη εἰς τὴν πραγματικότητα εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν συνοδικὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴν ἐν λόγῳ ἀρχὴν ἔχουν, δυστυχῶς, ἀσπασθῆ καὶ ὅλαι αἱ ἄλλαι ὀρθόδοξοι ἀντιπροσωπεῖαι, ἀφοῦ σιωπηρῶς ἢ κατόπιν ἁπλῶν, γυμναῖς ταῖς λέξεσιν, διαμαρτυριῶν ἀπεδέχθησαν τοιούτου εἴδους «ἀντιπροσώπευσιν» ζωντανῶν, μὰ καὶ πολυπληθῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκ τῶν ὁποίων, ὅμως, εἰς τὰς περισσοτέρας περιπτώσεις δὲν ἔρχονται ὡς ἀντιπρόσωποι οἱ πραγματικοὶ ποιμένες καὶ Ἐπίσκοποι, καὶ τοιουτοτρόπως ἡ φωνὴ καὶ ἡ συνείδησίς των, ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως των καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ μαρτυρίου των, δὲν δύνανται νὰ ἀκουσθοῦν καὶ νὰ εἰσακουσθοῦν, λόγῳ ἀκριβῶς τοῦ τοιούτου εἴδους τῆς «ἀντιπροσωπεύσεως» καὶ τῆς τοιαύτης συνθέσεως τῶν «ἀντιπροσωπειῶν».

Ἐλησμονήθη, φαίνεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, κατὰ τὴν φύσιν της καὶ κατὰ τὴν ἀναλλοίωτον ἐκκλησιολογικοδογματικήν ὑπόστασιν καὶ δομὴν της, εἶναι ἐπισκοπικὴ καὶ ἐπισκοποκεντρική, ἀποτελοῦσα τοιουποτρόπως πραγματικότητα χριστολογικήν. Διότι : Ἐπίσκοπος μετὰ τοῦ περὶ αὐτὸν πληρώματος τῶν πιστῶν εἶναι ἔκφρασις καὶ φανέρωσις τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πράγμα, τὸ ὁποῖον φανεροῦται τὰ μάλιστα εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν. Καὶ ἐπίσης : Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική, Καθολικὴ καὶ Συνοδικὴ μόνον διὰ τῶν Ἐπισκόπων της ὡς κεφαλῶν ἢ προϊσταμένων τῶν πραγματικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, τῶν ἐπισκοπῶν. Τὰ δὲ ἱστορικῶς διαμορφωθέντα καὶ διὰ τοῦτο μεταβαλλόμενα καὶ τρεπτά σχήματα καὶ «συστήματα» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας : τὸ μητροπολιτικόν, τὸ ἀρχιεπισκοπικόν, τὸ πατριαρχικόν, τὸ πενταρχικόν, τὸ αὐτοκέφαλον, τὸ αὐτόνομον καὶ τἆλλα, καθ' ὅσον ὑπῆρξαν καὶ καθ' ὅσον θὰ ὑπάρξουν, δὲν ἔχουν καὶ δὲν δύνανται νὰ ἔχουν ὁριστικὴν καὶ ἀποφασιστικὴν σημασίαν εἰς τὸ συνοδικὸν σύστημα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἐπὶ πλέον δέ, ταῦτα δύνανται ἐνίοτε νὰ καταντήσουν καὶ ἐμπόδιον εἰς τὴν ὁμαλὴν λειτουργίαν καὶ ἔκφρασιν τῆς καθολικότητος ἑκάστης Ἐκκλησίας καὶ τῆς συνοδικότητος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπόδιον δὲ γίνονται, ὅταν δι' ἑαυτῶν συγκαλύπτουν, παραγκωνίζουν, ἀπωθοῦν εἰς δευτέραν μοίραν ἢ ἀκόμη καὶ ὑποκαθιστοῦν τὸν ἐπισκοπικὸν χαρακτήρα τῆς δομῆς καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἀναμφιβόλως, εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται μία τῶν βασικῶν διαφορῶν μεταξὺ τῆς ὀρθοδόξου καὶ τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας

…Εἶναι ἆρά γε ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι σήμερον εἰς θέσιν νὰ παρευρεθοῦν ἐλευθέρως καὶ ἀνεμποδίστως εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καί πράγματι, παροῦσαι, νὰ συμμετάσχουν ἀκολούθως εἰς αὐτήν, χωρὶς νὰ ἐμποδίζωνται ἢ νὰ πιέζωνται ὑπὸ τινος; Καὶ εἶναι οἱ ἀντιπρόσωποι πολλῶν ἐξ αὐτῶν, ἰδίως δὲ τῶν ὑπὸ τὰ θεομάχα καθεστῶτα Ἐκκλησιῶν, ὄντως ἐλεύθεροι νὰ ἐκθέσουν καὶ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν ὀρθόδοξον στάσιν; Εἶναι εἰς θέσιν μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τοὺς μάρτυράς της, νὰ γίνῃ πιστὸς μάρτυς τοῦ σταυροῦ τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἔμπιστος φορεὺς τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς καθολικῆς καὶ συνοδικῆς συνειδήσεώς της;

Πρὸ τῆς συνελεύσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρέπει νὰ διερωτηθῶμεν : θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ λαλήσῃ εἰς αὐτὴν καὶ νὰ εἰσακουσθῇ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἑκατομμυρίων νεομαρτύρων, λευκανθέντων διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Ἀρνίου;

Ἡ ἱστορικὴ πεῖρα καὶ μακραίων πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ εἰς ἡμᾶς τὸ ἑξῆς : ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία ἦτο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἐκαλεῖτο ἕκαστον μέλος της νὰ μαρτυρήσῃ - καὶ μέχρις αἵματος, ἐφ' ὅσον ἐχρειάζετο - τὴν ὅλην καὶ καθολικὴν Ἀλήθειάν της, καὶ οὐχὶ νὰ συζητῇ μερικὰ ἐπινοηθέντα θέματα, ἢ νὰ λύῃ ψευδεῖ τῷ τρόπῳ τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα, ἢ νὰ θέλῃ εἰς καταστάσεις θολὰς καὶ διὰ τοὺς ἄλλους δεσμευτικὰς νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πραγματοποίησιν τῶν φιλοδοξιῶν του.

Ἴσως πρέπει νὰ ὑπενθυμίσωμεν σήμερον καὶ νὰ κατανοήσωμεν, σὺν τοῖς ἄλλοις, τὸ ἑξῆς γεγονὸς : κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐγίνοντο Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, χωρὶς βεβαίως νὰ σημαίνῃ τοῦτο ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐλειτούργει τότε καὶ δὲν ἀνέπνεε συνοδικῶς. Τοὐναντίον, ἡ περίοδος ἐκείνη τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεώς της ἦτο ἡ πλέον καρποφόρος καὶ δυναμική. Ὅτε δέ, κατόπιν τούτου, ἐπηκολούθησεν ἡ ἄλλη περίοδος καὶ συνῆλθεν ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τότε ἠδυνήθησαν νὰ προσέλθουν καὶ νὰ παραστοῦν εἰς αὐτὴν καὶ οἱ μάρτυρες ἐπίσκοποι, φέροντες τὰ ἀκόμη νωπὰ τραύματα, τὰ στίγματα καὶ τοὺς μώλωπας τῶν διωγμῶν καὶ τῶν φυλακῶν, δεδοκιμασμένοι ἐν τῷ πυρὶ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐκεῖ, ἐνώπιον τῆς Συνόδου τῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν των καὶ ἐνώπιον ὅλης τῆς οἰκουμένης, νὰ δώσουν ἐλευθέρως τὴν μαρτυρίαν των περὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογοῦντες Αὐτὸν ὡς Θεὸν καὶ Κύριον καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Θὰ καταστῇ δυνατὴ καὶ τώρα, κατὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν τῆς ἱστορίας, ἡ παρουσία καὶ ἡ ἐκδήλωσις τοῦ αὐτοῦ μαρτυρικοῦ πνεύματος εἰς τὴν ἑτοιμαζομένην Σύνοδον; Θὰ δυνηθοῦν δηλαδὴ καὶ οἱ παρόμοιοι πρὸς ἐκείνους μαρτυρικοὶ Ἐπίσκοποι τῆς ἐποχῆς μας νὰ καρπωθοῦν ἐλευθέραν συμμετοχὴν καὶ ἐλεύθερον λόγον εἰς τὴν Σύνοδον, ὥστε νὰ σκέπτηται αὕτη καὶ νὰ φρονῇ ὄντως ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ ἀποφασίζῃ τῷ ὄντι κατὰ Θεὸν καὶ οὐχὶ κατὰ ἄνθρωπον; Ἡ μήπως θὰ «ἀντιπροσωπευθοῦν» ἁπλῶς ὑπὸ διωρισμένων «ἀντιπροσωπειῶν» καὶ τὸν κύριον λόγον θὰ ἔχουν ἀκριβῶς οἱ μὴ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰς ἐπιδράσεις τοῦ κόσμου καὶ τοῦ αἰῶνος τούτου;...

Ἂς μνημονεύσωμεν σχετικῶς καὶ τοὺς Ἐπισκόπους ἐκείνους ἐκ Ρωσίας ἐξ ἄλλων ἀθεϊστικοκρατουμένων χωρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἢ δὲν θὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα ἐλευθέρως νὰ συμμετέχουν, νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἀποφασίζουν εἰς τὴν Σύνοδον, ἢ δὲν θὰ δυνηθοῦν κἄν νὰ ἐξέλθουν ἐκ τῆς χώρας των καὶ νὰ παραστοῦν εἰς τὴν Σύνοδον. Τί δὲ πρέπει νὰ εἴπωμεν περὶ δυνατότητος νὰ προετοιμασθοῦν καταλλήλως, ὑπὸ ἀνωμάλους συνθήκας, τόσον αὐτοί, ὅσον καὶ αἱ Ἐπισκοπαὶ καὶ Ἐκκλησίαι των, δι' ἕν τόσο μέγα καὶ σπουδαῖον γεγονὸς, ὅπως εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος;

Δὲν εἶναι, λοιπὸν, ὅλα αὐτὰ ἐπαρκής ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον ὅτι εἰς τήν ἑτοιμαζομένην Σύνοδον δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ ὁμιλήσῃ καὶ νὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος (ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτὸς ὁ λαὸς καὶ οἱ πραγματικοὶ ποιμένες του «ἀντιπροσωπεύονται» ὑπὸ ἄλλων), ἀλλ' ὅτι θὰ ἐμποδισθῇ τὸ πλήρωμα καὶ θὰ ἀποκλεισθῇ, ὅπως ἀπεκλείσθη καὶ ἀπηγορεύθη, κατὰ τὴν Γενικὴν Συνέλευσιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Ναϊρόμπυ, ἡ παρουσία καὶ ἡ μαρτυρία ἑνὸς ἐξαιρέτου φορέως καὶ μάρτυρος αὐτῆς τῆς συνειδήσεως του (ἐννοῶ τὸν Σολζενίτσιν);

Ἐνταῦθα ἀφήνω κατὰ μέρος καὶ ἕν ἄλλο ἐρώτημα, τὸ ἐρώτημα δηλαδή, πόσον εἶναι καθόλου ὀρθὸν καὶ εὐαγγελικόν, καθ' ἣν στιγμὴν αἴρεται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ ἡ εἰς Αὐτὸν πίστις ἐπὶ σταυρόν, μεγαλύτερον καὶ φοβερώτερον ὅλων τῶν προηγουμένων εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μαθηταὶ Του νὰ συνέρχωνται εἰς «Συνόδους», διὰ νὰ λύσουν τό πρόβλημα «τὶς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» καὶ πρῶτος (Λουκ. κβ' 24)˙ καθ' ἣν στιγμὴν ζητεῖ ὁ Σατανᾶς, οὐχὶ μόνον τὸ σῶμα, ἀλλά καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, καὶ ἀπειλεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ὅλην ἡ αὐτοκαταστροφή, οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ μεριμνοῦν περὶ τῶν αὐτῶν προβλημάτων, - καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, - περὶ ὁποίων μεριμνοῦν αἱ σύγχρονοι ἀντιχριστιανικαὶ ἰδεολογίαι, αἱ πωλοῦσαι τὸν Ἄρτον τῆς ζωῆς ἀντὶ πινακίου φακῆς!

Ἔχων ὑπ' ὄψιν μου πάντα τὰ προαναφερθέντα δεδομένα καὶ συνειδητοποιῶν καὶ συναισθανόμενος μετ' ὀδύνης ψυχικῆς ὅλα τὰ ἀνωτέρω προβλήματα, κυρίως ὅμως τὴν σύγχρονον κατάστασιν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γενικῶς καὶ εἰς τὴν Σερβικὴν Ἐκκλησίαν εἰδικῶς (ὁμοίως πρὸς τὰς ἄλλας ἐμπερίστατον καὶ χειμαζομένην, ὁμοίως ἔχουσαν πολλὰς ἀδυναμίας καὶ πνευματικὰς πληγάς, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ δύο μέγισται καὶ μέχρι στιγμῆς ἀθεράπευτοι εἶναι τὰ δύο μεγάλα σχίσματα : τὸ μακεδονικὸν σχίσμα ἐν Νοτίῳ Σερβίᾳ καὶ τὸ ἄλλο ἐν Ἀμερικῇ, μεταξὺ τῶν Σέρβων τῆς Διασπορὰς) πρὸς τούτοις δὲ ἔχων ὑπ' ὄψιν μου τὴν κατάστασιν εἰς τὸν κόσμον ἐν γένει, ἡ όποία κατάστασις εἰς οὐδὲν οὐσιαστικὸν ἔχει ἀλλάξει ἀπὸ τοῦ χρόνου τοῦ πρώτου ἐκείνου ὑπομνήματός μου πρὸς τὴν Ἁγίαν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας (κατὰ Μάιον τοῦ ἔτους 1971), ἀπευθύνομαι καὶ πάλιν, κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τῆς συνειδήσεώς μου, διὰ ταύτης τῆς παρακλήσεώς μου καὶ τῆς υἱϊκῆς ἐν προσευχῇ κραυγῆς μου, πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν (τῆς Σερβίας) :

ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἀπόσχῃ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν προπαρασκευὴν μιᾶς κατ' ὄνομα «Οἰκουμενικῆς» Συνόδου, ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως τῆς ἐν αὐτῇ συμμετοχῆς, ἐὰν τελικῶς συνέλθη αὕτη.

Διότι, ἐὰν «προπαρασκευασθῇ» κατὰ τὸν περιγραφέντα τρόπον καὶ συνέλθῃ αὔριον ἢ μεθαύριον, ὅ μὴ γένοιτο, μία τοιαύτη Σύνοδος, ἕν μόνον ἀποτέλεσμα δυνάμεθα νὰ ἀναμένωμεν ἐξ αὐτῆς : σχίσματα, ἢ καὶ αἱρέσεις, καὶ ὁπωσδήποτε ἀπώλειαν πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν. Θεωρουμένη δὲ ἐκ τῆς ἱστορικῆς ἀποστολικο-πατερικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τοιαύτη Σύνοδος, ἀντὶ θεραπείας τῶν ἤδη ὑφισταμένων δεινῶν, θὰ ἀνοίξῃ καὶ νέας πληγὰς καὶ τραύματα ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦσα εἰς αὐτὴν νέα προβλήματα καὶ νέας ταλαιπωρίας.

Ἐξαιτούμενος τὰς ἀποστολικὰς εὐχὰς τῶν Πατέρων τῆς Ἁγίας Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, διατελῶ

 

ὁ ἀνάξιος ἀρχιμανδρίτης

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ

πνευματικὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τσέλιε

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Τσέλιε

Κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν παραμονῶν τῆς ἑορτῆς τοῦ άγίου Γεωργίου 1977



[1] Σχ. βλ. ἐφημερίς «Ὀρθόδοξος Τύπος» φ. 303 καί 304 (1978) καί περιοδικό «Θεοδρομία» ΙΗ΄ 1-2 (Ἰανουάριος – Ἰούνιος 2016)  20-32.