Σελίδες

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Αρχιμ. Μάξιμος Κααραβάς, Οι λαϊκοί οφείλουν να πειθαρχούν εις τους αληθινούς ποιμένας…

  «Η θέσις λοιπόν των λαϊκών εις την Εκκλησίαν δεν είνε η θέσις της ουράς, αλλά η θέσις σώματος, του οποίου κεφαλή είνε ο Χριστός.» (π. Μάξιμος)


Η ΘΕΣΙΣ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


     Πριν εισέλθωμεν εις το υπό εξέτασιν θέμα, θεωρούμεν αναγκαίον να είπωμεν τι είνε Εκκλησία. Εκκλησία είνε το σύνολο των εις Χριστόν πιστευόντων. Ή όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «εν τω πλήθει των πιστών η Εκκλησία». Και αλλού ο ιερός Πατήρ λέγει∙ «Ου τον τόπον, αλλά το άθροισμα των εκλεκτών Εκκλησίαν καλώ».

     Υπάρχει βεβαίως και η του ιερού Ιγνατίου φράσις «όπου επίσκοπος εκεί και Εκκλησία», αλλά αυτή αφορά εις την έκφρασιν των εν τη Εκκλησία αληθειών και όχι εις την Εκκλησίαν ως θείον καθίδρυμα.

     Η Εκκλησία διαιρείται εις θριαμβεύουσαν και στρατευομένην. Εις την εν ουρανώ των δικαίων και την εν γη των ζώντων και αγωνιζομένων πιστών.

     Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είνε αρρήκτως ηνωμένη μετ’ Αυτού, του αιωνίου Λόγου του Θεού, ο οποίος είνε η κεφαλή της Εκκλησίας. Επομένως η Εκκλησία είνε αιωνία ως και ο Χριστός. Όπως όμως ο Χριστός εφάνη εν χρόνω επί της γηης δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, ούτω και η Εκκλησία ιδρύθη εν χρόνω, δια να διαιωνίση το έργον της εν Χριστώ σωτηρίας. Δια τούτο η Εκκλησία, κατά τον ιερόν Αυγουστίνον, είνε ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας.

    Ουδείς δύναται να σωθή εκτός της Εκκλησίας, αφού «ουξ έστιν αν άλλω ουδενί η σωτηρία», ειμή εν Χριστώ Ιησού (Πράξ. 4, 12).

     Σκοπός της Εκκλησίας είνε «ο καταρτισμός των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού» (Εφες. 4, 12).

    Εις την Εκκλησία υπάρχουν τα δύο κύρια μυστήρια, του Βαπτίσματος, το οποίον μας εισάγει εις την Εκκλησίαν και μας καθιστά μέλη αυτής, και της Θείας Ευχαριστίας, το οποίον μας κάνει αιώνιους.

    Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, έχει, ως και Εκείνος, το ορατό και το αόρατον μέρος αυτής. Το ορατόν δε μέρος της Εκκλησίας, ως κοινωνία ανθρώπων, έχει ανάγκην διοργανώσεως, δηλαδή νόμων και κανονισμών, οι οποίοι να ρυθμίζουν την ζωήν και την δράσιν αυτής κατά τας μεταξύ των μελών της σχέσεις. Προς τον σκοπόν αυτόν ο Κύριος ημών ο Ιησούς Χριστός κατέστησεν εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν, αποτελουμένην από τους επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους.

    Όλοι οι άλλοι πιστοί αποτελούν μέλη της Εκκλησίας, εξ ίσου αναγκαία δια την ύπαρξιν αυτής, ως και η Ιεραρχία, η οποία έχει λάβει την εξουσίαν όχι απλώς χάριν αυτής της Ιεραρχίας, αλλά χάριν της Εκκλησίας, την οποίαν αποτελούν όλοι οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί.

    Αφού λοιπόν και οι λαϊκοί είνε ζώντα και ισότημα μέλη της Εκκλησίας και κατά την διακήρυξιν των Πατριαρχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Μάιον του 1848, «ο φύλαξ της Ορθοδοξίας, το σώμα ττης Εκκλησίας ο λαός αυτός εστίν», έχουν και οι λαϊκοί αναφαίρετα δικαιώματα εις την ζωήν της Εκκλησίας και δεν είνε παθητικά ή παραμελημένα μέλη αυτής.

    Έχουν καθήκον οι λαϊκοί να συνεργάζωνται μετά των κληρικών, κατά τας εαυτών δυνάμεις, εις το γενικόν αγαθόν και την πρόοδον της Εκκλησίας.  Οφείλει όμως και ο κλήρος ν’ αναγνωρίζη πλήρως τα δικαιώματα των λαϊκών εις πάσαν εκδήλωσιν της Εκκλησίας και να μη αποστερούν αυτούς των θεοσδότων δικαιωμάτων των, έχοντες υπ’ όψιν τον λόγον∙ «Ιερέα ο λαός, ουχ ο ιερεύς λαόν συνιστά». Δια τον λόγον τούτον και χειροτονία επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου δεν επιτρέπεται, κατά τον ΣΤ’ Κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, άνευ και της δι’ ην χειροτονείται επισκοπής ή ενορίας: «Μηδένα απολελυμένως χειροτονείσθαι μήτε πρεσβύτερον μήτε διάκονον μήτε όλως τινά των εν τω εκκλησιαστικό τάγματι, ει μη ειδικώς εν εκκλησία πόλεως ή μαρτυρίω ή μοναστηρίω ο χειροτονούμενος επικηρύττοιτο. Τους δε απολύτως χειροτονουμένος ώρισεν η αγία Σύνοδος άκυρον έχει  την τοιαύτην χειροθεσίαν και μηδαμού δύνασθαι ενεργείν, εφ’ ύβρει του χειροτονήσαντος».

    Η επίγειος λοιπόν Εκκλησία, η στρατευομένη, αποτελείται από δύο τάξεις, την Ιεραρχίαν, δηλαδή τον κλήρον, και τον λαόν, δηλαδή τους λοιπούς πιστούς. Αλλ’ η διαίρεσις αυτή, κατά τον ιερόν Χρυσόστομον, εις κληρικούς και λαϊκούς εις ποιμένας και ποιμενόμενους, υπάρχει δια την ανθρώπινην ασθένειαν∙ «Είπον», λέγει ο ιερός πατήρ, «πολλάκις προς την ημετέραν αγάπην ότι πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρώπινην εισίν διαίρεσιν, προς δε τον Χριστόν πάντες πρόβατα. Και γαρ οι ποιμαίνοντες και οι ποιμενόμενοι υφ’ ενός του άνω Ποιμένος ποιμαίνονται».

    Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο τάξεων, ως λέγει ο καθηγητής κ. Ιω. Καρμίρης, είνε η μεταδιδομένη μόνον εις την πρώτην τάξιν, δηλαδή των κληρικών, μυστηριακή Ιερωσύνη, η δια της χειροτονίας υπό των επισκόπων παρεχομένη.

    Είναι λοιπόν αυτονόητον, ότι ουσιαστικός χωρισμός της επιγείου στρατευομένης Εκκλησίας εις δύο τάξεις ή σώματα δεν υπάρχει. Η δε γνώμη, ότι Εκκλησία είνε μόνον ο κλήρος, πρέπει να θεωρείται παρανόησις και είνε ανεπίτρεπτον να λέγεται.

    Αλλ’ ενώ η Αγία Γραφή και οι ιεροί Κανόνες και η συμφωνία των αγίων Πατέρων καλώς ετοποθέτησαν τα πράγματα, η αλαζονεία ωρισμένων έφερε εις αντίθεσιν, πολλάκις δε και έχθραν, προς ύψιστη χαρά του Διαβόλου και των οργάνων αυτού. Και περί του ότι η αλαζονεία εδημιούργησε την τοιαύτην κατάστασιν εις την Εκκλησίαν, ας ακούσωμεν τον ιερό Χρυσόστομον∙ «Ουδέν γαρ ούτως αποσχίζει σώμα Εκκλησίας, ως αλαζονεία».

    Το ότι η τάξις των κληρικών υπάρχει χάριν της τάξεως των λαϊκών, μας το λέγει καθαρώς ο απόστολος Παύλος, ο οποίος λέγει εις τους πρεσβυτέρους της Εφέσου∙  «Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πράξ 20,28). «Ποιμένειν», λοιπόν, και όχι καταδυναστεύειν.

    Αλλά και η άλλη τάξις των λαϊκών, δεν πρέπει να λησμονή, ότι άνευ της πρώτης, δια της οποίας η χάρις του Αγίου Πνεύματος μεταδίδεται, δεν σώζεται.  Οι λαϊκοί οφείλουν να πειθαρχούν εις τους αληθινούς ποιμένας, κατά τον λόγον του αποστόλου Παύλου∙ «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε∙ αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες» (Εβρ. 13,17). Όταν οι λεγόμενοι ποιμένες δεν «ηγούνται», δεν αγρυπνούν υπέρ των ψυχών του ποιμνίου των και διδάσκουν με την ζωήν των και τον λόγον των αντίθετα του Ευαγγελίου και  των ιερών Κανόνων, μεταβαλλόμενοι εις μισθωτούς, κλέπτας και προβατοσχήμους λύκους, τότε δεν χρειάζεται υπακοή, πάλιν κατά τον λόγον του αποστόλου Παύλου∙ «Και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ω ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. 1,8).

    Η θέσις λοιπόν των λαϊκών εις την Εκκλησίαν δεν είνε η θέσις της ουράς, αλλά η θέσις σώματος, του οποίου κεφαλή είνε ο Χριστός. Εις δε την πρώτην, την Αποστολική Εκκλησίαν, «ην η καρδία και η ψυχή μία» (Πράξ. 4,32).  Ένεκα λοιπόν της ενότητος των δύο τούτων τάξεων, ποιμένων και ποιμενομένων, έχουν αυταί και κοινά δικαιώματα εις την ζωήν και την δράσιν της Εκκλησίας. Δια τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία μας αποδοκιμάζει την κληρικοκαρατίαν, εις την οποίαν εξέπεσεν ο Προτεσταντισμός.

    Πάντες λοιπόν, κληρικοί και λαϊκοί, είνε ίσοι προς αλλήλους, αφού πάντες της αυτής θα αξιωθούν βασιλείας, δια των αυτών Μυστηρίων τρέφονται και κατά το αυτό Ευαγγέλιον θα κριθούν.

(Συνεχίζεται)

 

Αρχιμ. Μάξιμος Κααραβάς

ηγούμενος  Ιεράς Μονής Αγ. Παρασκευής ΜΗΛΟΧΩΡΙΟΥ

ΜΑΪΟΣ 2011

 

ΠΗΓΗ:

«ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΨΥΧΩΦΕΛΗ ΘΕΜΑΤΑ (ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ)»

(Επιμέλεια-Εκτύπωση: Δημ. Β. Δημητρόπουλος)