Σελίδες

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

24 Αυγούστου 2013, Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΝΟΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ "ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ" [δηλ. 3 χρόνια πριν την ιερά αποτείχιση των τριών σύγχρονων γερόντων, ιερέων, μοναχών και λαίκών]



 ΣΧΟΛΙΟ ΠΡΟΣ ΔΟΚΙΜΟΥΣ ΚΑΙ ΑΔΟΚΙΜΟΥΣ-ΒΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ: Άρα γε γινώσκεις α αναγινώσκεις;

«ποία έσται η ευθύνη ημών, αν υποκαταστήσωμεν ημείς την κρίσιν της Εκκλησίας, επειδή νομίζομεν ότι γνωρίζομεν την κρίσιν του Θεού;»

 Ο κ. Κώστας Νούσης, ο λαϊκός είπε ότι,

ΟΙ ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί [ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΤΟΎΝ] αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. ΚΑΙ ΟΤΙ, πρόκειται περί εκούσιας απομάκρυνσης από τα όρια της Εκκλησίας [δηλ. αυτοκαθαιρούνται και αυτοαφορίζονται από μόνοι τους, αυτόματα! χωρίς εξέταση-δική-απολογία-καταδίκη Συνοδική!!!]. 

Αλήθεια, η κρίση αυτή είναι κρίση της Εκκλησίας ή η κρίση του ενός; 

Και πάλι, τα παρακάτω λόγια (προς επίσκοπο Σεραφείμ) δεν είναι λόγια του ενός προσώπου που φέρει το όνομα, Κώστας; Ιδού: «Οὐαὶ τῷ ἑνί» (Εκκλ. 4:10). Βλέπουμε δυστυχώς να (προ)τρέχει μόνον ένας. Για ποιον λόγο; Είμαι σιγουρότατος πως υπάρχουν και άλλοι Επίσκοποι, τουλάχιστον στην καθ’ ημάς Εκκλησία, που είναι του αυτού πνεύματος και των αυτών αγωνιών με τον Σεραφείμ. Αναφέρομαι ενδεικτικά στον Αιτωλίας, στον Κονίτσης, στον Γόρτυνος, στον Σταγών και λοιπούς…     

Αλήθεια, η εν λόγω κρίση είναι κρίση της Εκκλησίας ή η κρίση του ενός, π.χ. του Πειραιώς;
Μήπως υπάρχει κανείς, εννοείται "στην καθ’ ημάς Εκκλησία, που είναι του αυτού πνεύματος και των αυτών αγωνιών με τον Σεραφείμ" που να αγνοεί τα Πορίσματα της ημερίδας με θέμα "15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας" ή πάλι που αγνοεί π.χ. ότι ο πρώτος εισηγητής στην εν λόγω ημερίδα ήταν ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ και ότι το θέμα του ήταν «Η αποτείχιση υπό το φώς της ζωής και των αγώνων του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου»;;;

Αμήν.




Η πλάνη της σύγχρονης Αποτείχισης 
(υπό την αγιοπνευματική ιεροκανονική ερμηνευτική ματιά του γέροντος Επιφανίου Θεοδωρόπουλου)
ΜΕΡΟΣ Α' 
Α. Εν είδει εισαγωγής 
Έγραψε επί λέξει σε πρόσφατο σχόλιό του φρέσκος αποτειχισθείς χριστιανός: «δεν αγωνίζονται οι πλείστοι επίσκοποι απλούστατα διότι οι λιγοστοί αγωνιστές ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΖΟΝΤΑΙ μα κάθονται κι οραματίζονται Σύνοδο. ΥΠΟΘΕΣΗ-ΠΡΟΚΛΗΣΗ: Ας προχωρήσει επιτέλους ο Πειραιώς στην Ευλογημένη Διακοπή της Μνημονεύσεως και την θεάρεστη Αγιοπατερική Αποτείχιση και τότε θα δούμε κυριολεκτικά ΘΑΥΜΑΤΑ!!! ΤΟΤΕ θα λυθεί και Ημερολογιακό Ζήτημα αλλά και το πρόβλημα της Μ. Εσφιγμένου. ΤΟΤΕ ΟΛΑ θα λυθούν και θα γίνουν όπως πριν από το Σχίσμα! Τότε θα αναλάμψει η Ορθοδοξία! Τα δε λοιπά εκ του πονηρού! Ιδού ο Πειραιάς ιδού και το πήδημα! Μόνο που το πήδημα θα είναι εντός και όχι εκτός των τειχών». Για να δούμε, ωστόσο, αν συμφωνεί με αυτήν τη λογική και τούτο το πνεύμα ο γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. 
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση αυτών των ακροτήτων και δαιμονιωδών ορέξεων υπό την αγιοπατερική ιεροκανονική διάκριση του π. Επιφανίου, ας σημειώσουμε παρενθετικά ότι στον ίδιο ακριβώς ιστότοπο που φιλοξενούνται αυτές οι ακραίες από κάθε άποψη και ατεκμηρίωτες θεολογικά θέσεις – μαζί με πλείστες όσες ανεπίτρεπτες και πέρα για πέρα απαράδεκτες υβριστικές και πάσης φύσεως βωμολοχικές εκφράσεις, πράγματα που συμμαρτυρούν για την υποκρυπτόμενη δαιμονική διάσταση, την απαντώμενη συνηθέστατα στον χώρο των αιρέσεων και των σχισμάτων – την ίδια ώρα υβρίζεται ο εν λόγω Επίσκοπος και οι συν αυτώ (oι μέχρι πρότινος επευφημούμενοι και ευλογούμενοι εν των αυτώ ιστολογίω), εφόσον με τον πάροδο του χρόνου φαίνεται να «απογοητεύουν» όσους στήριξαν επ’ αυτοίς όνειρα και οράματα εκκλησιαστικών εξεγέρσεων. 
Αν και μερικά πράγματα φαντάζουν αυτονόητα, όχι μόνον εξ ιεροκανονικής επόψεως, αλλά και εκ της κοινής λογικής, ωστόσο θα πρέπει να επαναδιατυπώνονται, διότι, ως φαίνεται, παρασύρονται στους άκριτους ζηλωτισμούς και σοβαρά και καλοπροαίρετα άτομα και είναι κρίμα να χάνονται και να αδικούνται ψυχές από τη μοχθηρία και πονηρία του αρχεκάκου όφεως, του λάθρα επιμελώς κρυπτομένου όπισθεν πάντων τούτων των εκκλησιολογικών εκτροπών, εκτρόπων και διαστροφών. 
Β. Η ουσία της πλάνης 
Αν θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε γενικώς και περιεκτικώς τα θανάσιμα αμαρτήματα, θα καταλήγαμε στη βασική διαίρεσή τους στα χονδροειδή σαρκικά και στα ανάλογα πνευματικά, τα οποία αμφότερα οδηγούν στον χωρισμό από του Κυρίου. Και τα μεν πρώτα είναι λιγότερο επικίνδυνα, εφόσον είναι ευδιάκριτα και εύκολα οδηγούν στην ταπείνωση, κατά τη σχετική απόφανση και του ίδιου του Χριστού (Ματθ. 21:31), τα δε δεύτερα είναι λίαν επαχθή μέσα στην ύπουλη πνευματικά ιοβόλα αδιαφάνεια και αδυναμία στη συνειδητοποίηση και στον αισθητό εντοπισμό τους. Άλλωστε, κατ’ ουσίαν πρόκειται για την πνευματική πορνεία και μοιχεία μέσα από την άνομη και παράλογη και άθεσμη ηδονή του Εγώ σε βάρος της ενηδόνου άκτιστης κοινωνίας μετά του Κυρίου. Για τους λόγους αυτούς και επειδή ο Κύριος είναι Πνεύμα, πρόκειται για πολύ επαχθέστερα και βδελυρά αμαρτήματα ενώπιον του Θεού, τα οποία μάλιστα, άγοντα συνηθέστατα στη βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, καταγγέλλονται ως ασυγχώρητα από το αψευδές στόμα του ίδιου του Χριστού (Λουκ. 12:10). 
Στο σημείο αυτό παρατηρεί ο γέρων Επιφάνιος αναφερόμενος στην ομόλογη πλάνη των σύγχρονων αντιοικουμενιστών με εκείνη των παλαιοερτολογιτών αναφορικά με την παγκόσμια «μόλυνση» της Εκκλησίας εκ των υποτιθέμενων εκκλησιολογικών αυτών παραχαράξεων: «άρα κατεποντίσθη εις τα πελάγη της αιρέσεως η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, καίτοι Ούτος είπεν ότι ‘καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς’ (Ματθ. 16:18); Μη γένοιτο, αδελφέ μου, να αποδεχθώμεν τοιαύτην βλασφημίαν» (εκ του βιβλίου «Τα Δύο Άκρα» του αρχιμ. Επιφάνιου, εκδ. Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, 2008, σ. 92, από το οποίο και οι υπόλοιπες παραπομπές του άρθρου μας). 
Βλέπουμε σαφέστατα ο π. Επιφάνιος να χαρακτηρίζει ως βλασφημία αυτά τα πράγματα, τις εωσφορικές δηλαδή αυτονομήσεις, αυτοεξαιρέσεις και εγωτικές εξάπαντος αυτοεξάρσεις εκ του Σώματος της Εκκλησίας. Συνεχίζει ο φαεινός αυτός καινός αστήρ της Ορθοδοξίας λίγο πιο κάτω: «ποία έσται η ευθύνη ημών, αν υποκαταστήσωμεν ημείς την κρίσιν της Εκκλησίας, επειδή νομίζομεν ότι γνωρίζομεν την κρίσιν του Θεού; Δεν είνε απείρως προτιμότερον, ως ταπεινότερον και ασφαλέστερον, το να επώμεθα ταις αποφάσεσι της Εκκλησίας; Αδελφέ μου, είνε εσχάτη πλάνη η γνώμη ότι ημείς είμεθα ασφαλείς γνώσται της ψήφου του Θεού. Ουαί, χιλιάκις ουαί, τη Εκκλησία, όταν τα άτομα, και μάλιστα οι λαϊκοί, κηρύττωσιν επαναστάσεις του είδους αυτού […] Εις τα πλάσματα αυτά, τα αναμφιβόλως καλοπροαίρετα, αλλά δεινώς πλανώμενα υπό του επαρθέντος και ισοθεΐαν φαντασθέντος Εωσφόρου, αρμόζουν οι λόγοι του θείου Γρηγορίου, τους οποίους επανέλαβεν ο ξδ’ Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: ‘τί σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; Τί γίνῃ κεφαλή, ποὺς τυγχάνων; Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς τεταγμένος ἐν στρατιώταις;’ Και όμως λαϊκοί τινες εχειροτόνησαν εαυτούς ουχί απλώς Ποιμένας, αλλ’ Οικουμενικάς Συνόδους! Ο Θεός ας φανή ίλεως πάσιν ημίν!» (σ. 93). 
Τωόντι εκπληκτικές και φωτογραφικές της σύγχρονης εκκλησιαστικής πραγματικότητας οι ως άνω αναφορές του π. Επιφανίου. Θα διαφωνήσω τρόπον τινά μόνο στο σημείο που μιλά για «καλοπροαίρετα πλάσματα». Φοβάμαι ότι εδώ δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, τουλάχιστον σε ικανό αριθμό περιπτώσεων. Κατά τα υπόλοιπα συμφωνώ και επαυξάνω. Λίαν χαρακτηριστικές και αξιοπρόσεχτες οι φράσεις του πατρός, που περιγράφουν το κρυπτόμενο αυτό πάθος της υπερηφανείας, που ενίοτε αγγίζει τα ακραία όρια του εωσφορισμού. Πρόκειται σαφέστατα για «εσχάτη πλάνη». Και φυσικά δεν περιορίζεται τούτο μόνο σε λαϊκούς, αλλά και σε ιερείς και μοναχούς. 
Ο Επιφάνιος χαρακτηρίζει τις κληρικολαϊκές αυτές εξεγέρσεις «καθαρούς Προτεσταντισμούς» (σ. 76). Βλέπουμε εν ταυτώ λαϊκούς, αναζητούντες σήμερα εκκλησιαστική εστία και ταυτότητα στους καθαιρεθέντες Επίσκοπο Ράσκας Αρτέμιο και Ιερομόναχο Ευθύμιο Τρικαμηνά, από κοινού «να αποκηρύττουν ουχί ένα ή δύο Επισκόπους, αλλ’ ολόκληρον τοπικήν Εκκλησίαν (σ.σ. το Πατριαρχείο εν προκειμένω), μεθ’ ης πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι ουκ επαύσαντο ουδ’ επί στιγμήν έχουσαι κανονικάς σχέσεις. Ούτως μετεβλήθησαν εις ΥΠΕΡεκκλησίαν» (σ. 77). Η κοφτερή γραφίδα του αρχιμανδρίτη και μέγα κανονολόγου δεν αφήνει πολλά περιθώρια για παρερμηνείες και έτερες αναγνώσεις. Να παρενθέσω απλά εδώ ως υπόμνηση, κυρίως σε άθλιο συκοφάντη ιστολόγο, ο οποίος ακόμα δεν αποκατέστησε πάλαι ποτέ άδικη κατά πάντα και ανυπόστατη λασπολογία του σε βάρος του γράφοντος επί προσωπικού, ότι δεν καταγγέλλω πρόσωπα, αλλά καταστάσεις, όπως επίσης δεν γράφω ποτέ υπέρ του Πατριάρχου ή οιουδήποτε ετέρου χάριν προσωποληψίας ή συμφέροντος, αλλά χάριν της αληθείας, της Αληθείας και της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας. Οπότε οι γραφές μου «σε βάρος» των κατά τα άλλα συμπαθών τούτων ιερωμένων (προφανώς και λίαν ασκητικών) δεν ενέχουν στοιχεία εμπαθείας, αλλά υιικής ταπεινής υποδείξεως σφαλμάτων με βάση την ορθόδοξη θεολογική, πατερική και ασκητική μας παράδοση και γραμματεία. 
Όπως θα έχει διαφανεί περίτρανα, οι εν λόγω κύριοι που απετειχίσθησαν, που σκέφτονται ελαφρά τη καρδία την αποτείχιση, ερωτοτροπούν μετ’ αυτής και προτρέπουν άλλους προς τούτο, λόγοις μόνον τιμούν τον π. Επιφάνιο και τον θεωρούν έναν εκ των σύγχρονων αντιοικουμενιστών πατέρων, στην πράξη όμως (αλλά και στην ιεροκανονική θεωρία και θεολογία τους) πόρρω απέχουν απ’ αυτού. Η επιλεκτική ή και απλά συνθηματική υπ’ αυτών χρήση των Αγίων και των λοιπών εκκλησιαστικών συγγραφέων, αν και καλά κρατεί, φαίνεται όχι απλά να μην πείθει τους εχέφρονας και γνώστας των πραγμάτων, αλλά και να πραγματούται με πονηρό, τουτέστιν δαιμονικό τρόπο, κατά την ανάλογη γνώση της Γραφής από τον κάθε αιρετικό, αλλά και τον ίδιο τον αντικείμενο (Ματθ. 4:6). 
Γ. Πρ. Ράσκας Αρτέμιος, ιερομόναχος Ευθύμιος και Εσφιγμενίτες 
Οι σύγχρονοι αντιοικουμενιστές – δεν αναφέρομαι στους εν Ελλάδι παλαιοημερολογίτες ζηλωτές εντός και εκτός Αγίου Όρους, αλλά στους αποπηδώντας στις μέρες μας του σκάφους της Κανονικής Εκκλησίας – άρχισαν να βρίσκουν, μάλλον να εφευρίσκουν τρόπους εκκλησιολογικής θεραπείας και αλληλοκάλυψης των εκκλησιαστικών τους αταξιών και ακροβασιών μέσα από ενέργειες και ερμηνευτικά τανύσματα των ιερών Kανόνων και της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ίσως δεν έχουν όλοι τους αντιληφθεί - μάλλον δεν το θέλουν – ότι, εφόσον προέρχονται από την ήδη «μιασμένη» εκ του Οικουμενισμού παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία προ ολίγου ανήκαν και εν τη οποία έλαβαν τη Χάρη του Βαπτίσματος, του Μοναχισμού και της Ιερωσύνης τους και καθώς δεν αποκατεστάθη με κάποιον τρόπο αυτή η «μόλυνση» εκ της αιρέσεως, παραμένουν και οι ίδιοι «ρυπαροί» εκ του Οικουμενισμού: «αν Κληρικός τις διστάζη σήμερον να μνημονεύση Επισκόπων κοινωνούντων τω Πατριάρχη Αθηναγόρα, ένεκα του φόβου μη καταστή αιρετικός, πώς δεν διερωτάται μήπως είνε ήδη αιρετικός από του 1919, οπότε εμνημόνευεν Επισκόπων κοινωνούντων τω παρόμοια προς τον Αθηναγόραν φρονούντι και διακηρύσσοντι Καισαρείας Νικολάω; Οπότε… οπότε είμεθα πάντες αιρετικοί, αγαπητέ π. Νικόδημε. Πάντες ανεξαιρέτως. Και αυτοί, επαναλαμβάνω, οι αγαπητοί Παλαιοημερολογίται (σ.σ. οι φίλτατοι σημερινοί αντιοικουμενιστές, θα πρόσθετα με τη σειρά μου)» (σ. 91-92). 
Θα ισχυρισθούν ίσως τινές εξ αυτών ότι σαν αποτειχισθέντες αυτοδικαίως και αυτομάτως αποκαθαίρονται πάσης τοιαύτης αιρετικής νόσου. Αυτό αφενός είναι πλάνη εκκλησιολογική, εφόσον προϋποτίθεται Συνοδική διαγνώμη προς κατοχύρωση και καταδίκη της αίρεσης και των αιρετικών, αφετέρου δε και μεγίστη ψευδαίσθηση, καθόσον υπάρχουν προϋποθέσεις ορθής αποτείχισης, ειδάλλως έχουμε αυθαιρεσία, τουτέστιν ασυδοσία, οπότε και αμαρτία, άγουσα σε πεντακάθαρο Σχίσμα, το οποίο είναι εφάμιλλο της Αίρεσης εξ επόψεως πνευματικής, σύμφωνα πάντοτε με τα «εκκλησιαστικά μαθηματικά», που λένε ότι αίρεση και σχίσμα σε θέτουν εκτός Εκκλησίας και συνιστούν τις δυο όψεις του αυτού νομίσματος. Ως γνωστόν εξάλλου, extra ecclesiam nulla salus. 
Tις προϋποθέσεις ορίζει σαφώς και πάλι ο μακαριστός π. Επιφάνιος. Το ένα σκέλος εντοπίζεται στην λανθασμένη ερμηνεία του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας περί του υποχρεωτικού ή δυνητικού χαρακτήρος του (για το οποίο θα γίνει λόγος λίγο πιο κάτω) και το άλλο στο ορθό και συνετό εκκλησιοκεντρικό φρόνημα, το οποίο δεν επιτρέπει εύκολες, άκοπες, άσκοπες και ανέξοδες αυτονομήσεις, οι οποίες, ωστόσο, εν τέλει δυστυχέστατα κοστίζουν πολλάκις την αιώνια σωτηρία. Γίνομαι πιο συγκεκριμένος και πάλι μέσω του γέροντος Επιφανίου: «αν πιστεύωμεν ότι οι Επίσκοποι ημών δεν είνε προδόται, αλλ’ απλώς ανέχονται, οικονομία χρώμενοι, τότε και ημείς οφείλομεν να μη αποστώμεν απ’ αυτών. Δυνάμεθα βεβαίως να εκδηλώσωμεν πάσαν διαμαρτυρίαν […] Δεν επιτρέπεται όμως ουδαμώς ούτε να υποκαταστήσωμεν ημείς το Σώμα των Ορθοδόξων Επισκόπων και να… αποκηρύξωμεν ημείς τον Πατριάρχην ούτε να αποσπασθώμεν απ’ αυτών, επικαλούμενοι ως λόγον, την υπ’ αυτών επιδεικνυομένην οικονομικώς ανοχήν» (σ. 150). Ας καθρεφτισθεί έκαστος και οι πράξεις του στα λόγια αυτά του αρχιμανδρίτη. Σημειωτέον ενταύθα ότι σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Επιφάνιος λέει για την εποχή του πως υπάρχουν αξιόπιστοι Ιεράρχες, τους οποίους παραδέχεται. Ερωτώ με τη σειρά μου: σήμερα άραγε δεν υπάρχουν «αντιοικουμενιστές» Επίσκοποι; Μήπως ο Γόρτυνος; Ο Αιτωλίας; Ο Κονίτσης; Κάποιος άλλος; Αλλά και κανείς εκ των προαναφερθέντων, δεν τους φτάνει ο Πειραιώς; Οπότε αρχίζουμε να διαισθανόμαστε την ισχύ της γνωστής φράσης «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». 
Ας υποθέσουμε επίσης ότι σφάλλει ο Οικουμενικός με λεκτικές και λειτουργικές αυθαιρεσίες σε επίπεδο δογματικό. Τότε ισχύει σαφώς ο επιφάνειος λόγος αναφορικά με τις αντίστοιχες εγκλήσεις των παλαιοημερολογιτών: «φέρε μοι καταδίκην της Ελλαδικής Εκκλησίας (σ.σ. βάλε εδώ Εκκλησία Κων/πολης) παρά των άλλων Εκκλησιών (έστω και έμμεσον, δηλαδή διακοπήν της κοινωνίας) δια την ημερολογιακήν μεταβολήν (σ.σ. εν προκειμένω οικουμενιστικήν καινοτόμησιν) και τότε εγώ γίνομαι πάραυτα Παλαιοημερολογίτης (σ.σ. εδώ Τρικαμηνίτης ή Αρτεμιακός ή Αποτειχισθείς ή ό,τι άλλο θέλετε). Δεν δύνασθε τούτο υμείς οι Παλαιοημερολογίται (σ.σ. τίθει Αντιοικουμενισταί); Τότε αποδέξασθε, επόμενοι τη πράξει της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, την κανονικήν κοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος (σ.σ. και του Φαναρίου), και τότε γίνομαι και εγώ Παλαιοημερολογίτης. Τούτων μη γενομένων, πώς δύναμαι να διακόψω την μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος κοινωνίαν, αποκοπτόμενος ούτω από της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις κοινωνεί τη Εκκλησία της Ελλάδος; Όχι, αδελφέ! Εγώ δεν διενοήθην να υποκαταστήσω την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν! Ούτε επίστευσά ποτε ότι η ανά την Οικουμένην Ορθόδοξος Εκκλησία κατεπόθη υπό της πλάνης, ώστε να δύνωμαι να αδιαφορήσω δια το τι πράττει αύτη και μετά ποίων κοινωνεί» (σσ. 130-131).
Λίγο παρακάτω ο αυτός πατήρ σημειώνει εμφατικά: «πάσαι αι επί μέρους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αι εμμείνασαι εν τω Παλαιώ Ημερολογίω (σ.σ. αι μη συμμετέχουσαι στο Π.Σ.Ε. και εν γένει μη συμφωνούσαι με τις ενέργειες του Πατριάρχου), ηδύναντο, εάν ήθελον, να διακόψουν πάσαν κοινωνίαν προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος (σ.σ. τίθει συνεχώς Οικουμενικό Θρόνο) και να κηρύξωσιν αυτήν σχισματικήν δια την μονομερώς αποτολμηθείσαν μεταβολήν. Αλλά τούτο δεν εγένετο. Αι άλλαι Εκκλησίαι εσιώπησαν δια το τελεσθέν και συνέχισαν την προς την Ελλαδικήν Εκκλησίαν κανονικήν κοινωνίαν. Κατ’ ακολουθίαν η Ελλαδική Εκκλησία παρέμεινε, παρά την όλως ανόητον και ανωφελή μεταβολήν, τμήμα υγιές κανονικώς της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας» (σ. 133). Αναρωτιέμαι και πάλι από την πλευρά μου αν τα αυτά ισχύουν και για τη σημερινή εκκλησιαστική κανονική πραγματικότητα της Μητρός Εκκλησίας και των μετ’ αυτής κοινωνουσών Τοπικών Εκκλησιών… 
Δ. Ο επίμαχος ΙΕ’ Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου 
Είναι γεγονός ότι αν θέλεις να στηρίξεις μια θέση, μπορείς να εφεύρεις πολλούς τρόπους, μάλιστα να βρεις και αγιογραφικά και πατερικά ερείσματα, με τις κατάλληλες, εννοείται, ερμηνευτικές χειρουργικές επεμβάσεις και τις κατά το δοκούν προσεγγίσεις, χωρίς – όπερ και το χείρον – να νοιάζεσαι πραγματικά για τη θεάρεστη ανάγνωση των πραγμάτων και τη συμμόρφωση στο θείο θέλημα. Ξεκινώ λοιπόν με μια αφοπλιστική ρήση του π. Επιφανίου, ο οποίος είναι αδιαμφισβήτητα μεταξύ των κορυφαίων σύγχρονων ορθόδοξων κανονολόγων: «όσα δήποτε και αν είπης, δεν θα δυνηθής να αποδείξης ότι ο ΙΕ’ Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, είνε υποχρεωτικός και ουχί δυνητικός, ότι δηλαδή επιβάλλει την υποχρέωσιν της παύσεως του μνημοσύνου προ ‘Συνοδικής διαγνώμης’ και ουχί ότι παρέχει απλώς την τοιαύτην δυνατότητα» (σ. 139). 
Η τεράστια φιλολογία περί το ζήτημα, για το οποίο χύνεται νυν τόσο μελάνι σε εκκλησιολογικές αντιδικίες (βλ. π.χ. σύγκρουση π. Ευθυμίου Τρικαμηνά και Μητρόπολης Πειραιώς), αλλά και τόση Χάρη διαχέεται εκτός Εκκλησίας με τις εξ αυτής σχετικές αποπηδήσεις των αναγιγνωσκόντων στρεβλά τον εν λόγω Κανόνα, δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους ή προβαίνοντας σε μια πρόχειρη επ’ αυτού τοποθέτηση. Γράφει ο π. Επιφάνιος εξειδικεύοντας περισσότερο: «είτε υποχρέωσιν καθιεροί ο Κανών είτε δικαίωμα απλώς παρέχει, το βέβαιον είνε ότι ουδαμού λέγει ότι ο παύων το μνημόσυνον του εαυτού Επισκόπου, προσκολλάται εις τον πρώτον τυχόντα Επίσκοπον. Πολλώ μάλλον δεν λέγει ότι προσκολλάται εις Επισκόπους, καθ’ ων εξεγείρονται δεινώς οι ιεροί Κανόνες. Ο παύων το μνημόσυνον του οικείου Επισκόπου Κληρικός, αρκείται εις τούτο, αποφεύγει να μνημονεύση ετέρου και αναμένει εν ηρεμία συνειδήσεως την κρίσιν της Συνόδου. Αυτό, και μόνον αυτό, είνε το νόημα του Κανόνος» (σ. 95-96). 
Για να δούμε, λοιπόν, αν οι σύγχρονοι αποτειχισθέντες και καθαιρεθέντες κληρικοί τηρούν τις ευαίσθητες αυτές προϋποθέσεις, όπως τουλάχιστον αποφαίνεται περί αυτών ο εμβριθέστατος κανονολόγος π. Επιφάνιος. Άρχομαι από τους Εσφιγμενίτες πατέρες. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι καλώς κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος διέκοψαν το μνημόσυνον του Πατριάρχη. Έχουν καταλάβει όμως ότι, προσχωρήσαντες εμμέσως ή αμέσως σε συγκεκριμένη παράταξη των ΓΟΧ, κατέστησαν αυτομάτως σχισματικοί, μάλλον καθίστανται αδιαλείπτως, διότι πλέον διδάσκουν κατά κόρον τον οικουμενιστικό μολυσμό σύμπασας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και το άκυρον των Μυστηρίων της πλην των εν Ελλάδι παλαιοερτολογιτών, στην προσχώρηση των οποίων προτρέπουν άπαντες τους προσκυνητές αδιαλείπτως; Οι δε πνευματικές συνέπειες της πλάνης τους καθίστανται ορατές θεία παραχωρήσει ευκαίρως ακαίρως, όπως φάνηκε πρόσφατα με τη δημοσίευση των θέσεών τους για σύγχρονους στυλοβάτες της Ορθοδοξίας (γέροντες Παΐσιο και Πορφύριο), τους οποίους παρουσιάζουν λίγο πολύ σαν πλανεμένους και μάγους, μόνο και μόνο διότι δεν ασπάζονται τις δικές τους θέσεις! 
Ο πρ. Ράσκας Αρτέμιος, αν και μαθητής του αγίου Ιουστίνου, φαίνεται να μην ακολουθεί επακριβώς το πνεύμα εκείνου: «ο τοιούτος και τοσούτος και τηλικούτος ανήρ δεν διενοήθη να αποσχισθή από της Σερβικής Εκκλησίας, καίτοι αύτη κοινωνεί τω Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ακόμη δε και τρεις υποτακτικοί αυτού, Θεολόγοι Κληρικοί, ευρισκόμενοι κατ’ εντολήν αυτού εν Ελλάδι, μνημονεύουν αδεώς των Επισκόπων της Ελλαδικής Εκκλησίας» (σ. 94). Ακόμη και αν αντείπουν μερικοί ότι κάποια στιγμή διέκοψε το μνημόσυνο του Πατριάρχη Σερβίας, τούτο δεν σημαίνει ότι προσεχώρησε σε άλλη Εκκλησία ούτε το έπραξε γενόμενος Υπερεκκλησία. Απλά ακολούθησε την ορθή δυνητική εφαρμογή του επίμαχου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας. Και φυσικά, δεν τράβηξε στα άκρα τη στάση του, ώστε να καθαιρεθεί επισήμως, ως ο μαθητής αυτού Αρτέμιος, ο οποίος επιτείνει την αντικανονική του συμπεριφορά ιδρύων «Εκκλησία των Κατακομβών εν εξορία» (όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει εμμέσως πλην σαφώς) και περιθάλπων εκκλησιαστικώς καθηρημένο κληρικό της Ελλαδικής Εκκλησίας. 
Ερχόμαστε εν προκειμένω στην περίπτωση του π. Ευθυμίου. Ο ασκητικότατος τωόντι αυτός κληρικός κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος αδικεί εν πολλοίς τον εαυτό του και τους ασκητικούς του αγώνες, χάνοντας εκ δεξιών τον πνευματικό του μισθό. Και αυτός εμβριθής κάτοχος της θεολογικής παιδείας προσποιείται ότι αγνοεί την προέλευση της εκκλησιαστικής του υπόστασης εκ μεμολυσμένων κληρικών της καθ’ ημάς Τοπικής Εκκλησίας. Σημειωτέον επίσης ότι συμφώνησε, εφόσον παρέστη, να κριθεί από «οικουμενιστές» Επισκόπους, πράγμα που δηλοί την, έμμεση έστω, αποδοχή της κανονικότητας της ιερωσύνης τους. Και παρά τη σωρεία των αντιφατικών τούτων εκκλησιολογικών του ενεργημάτων, επιτείνει την προβληματική κατάσταση στην οποία ενέβαλε εαυτόν με τη συλλειτουργία του με τον καθηρημένο (επισήμως εξάπαντος, έστω και αδίκως) πρ. Ράσκας Αρτέμιο. Δηλαδή όχι απλά δεν παραμένει στα όρια της οικείας του Επισκοπής (με τη δυνατότητα που του χορηγεί ο ως άνω Κανών περί διακοπής μνημονεύσεως), αλλά προβαίνει σε υπερόρια τρόπον τινά λειτουργική κοινωνία με έτερο Πατριαρχείο και δη μετά καθηρημένου εξ αυτού Ιεράρχη! Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Νυν δε γυροφέρνει και σε άλλα μέρη της Ελλάδος λειτουργών και, πιθανότατα, μη μνημονεύων ουδενός. Πλήρης καταπάτηση δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Λες και η Ιερωσύνη είναι ένα αναφαίρετο ιδιόκτητο οφίκιο, το οποίο ο καθείς μπορεί να χρήται όπως και όπου βούλεται. 
Μήπως εν τέλει ισχύουν για όλους τους άμεσα προαναφερθέντας τα λόγια του π. Επιφανίου: «δεν είνε δυνατόν να ανέχηται η Εκκλησία ανταρσίας και αναρχίας εν τοις κόλποις αυτής. ‘Ποίος είσαι, κύριε, θα μοι είπη, ο οποίος αποκηρύττεις εκείνους τους οποίους εγώ αναγνωρίζω; Τι είσαι; Είσαι Αρχή ανωτέρα εμού; Είσαι Υπερσύνοδος; Είσαι Υπερεκκλησία; Εγώ κρίνω, εγώ αποφασίζω. Εγώ χειρίζομαι και την ακρίβειαν και την οικονομίαν […] Εγώ έχω την αυθεντίαν και όχι συ» (σ. 75); Και μάλλον θα έκλεινε με την εξής αγαπητική προτροπή προς τους εν λόγω αδελφούς: «ω αδελφέ μου, φοβού και τρέμε δια τας εκ της Εκκλησίας αποπηδήσεις…» (σ. 97). 
Να υποσημειώσω ότι αναφερόμενος ο π. Επιφάνιος (και ημείς συν αυτώ) στην Εκκλησία, εδώ εννοεί το σώμα των κανονικών της Επισκόπων, σύμφωνα άλλωστε και με τη θεολογία του μεγάλου πατρός των ημερών μας Πορφυρίου, αλλά και την κοινή λογική, η οποία απορρίπτει φαντασιώσεις για άμεση δημοκρατική συμμετοχή στις εκκλησιαστικές αποφάσεις του συνόλου των πιστών, το οποίο πλέον είναι και πολυπληθέστατο και εξάπαντος αμφιβόλου ορθόδοξης ταυτότητας, εμπειρίας και στοιχειώδους θεολογικής παιδείας. 
Εις άπαντας, επομένως, τους ανωτέρους αδελφούς θα απευθύνω μια παραινετική έκκληση μετανοίας πάλι δια στόματος Επιφανίου: «είνε σφόδρα επικίνδυνον να πιστεύωμεν ότι μόνοι ημείς καί τινες ακόμη υπελείφθημεν εν όλω τω κόσμω πιστοί εις την Ορθοδοξίαν» (σ. 181). Και ο νοών νοείτω ή, επί το ευαγγελικότερον, ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω. 
Ε. Λίγα για την περίπτωση Σωτηρόπουλου 
Αναφερόμενος προ καιρού στον συμπαθέστατο κατά τα άλλα και δεινό θεολόγο κ. Σωτηρόπουλο, τόνισα τον εν πολλοίς αδιάκριτο ζήλο του, όπως αυτός εμφαίνεται στις πρόσφατες παρεμβάσεις του επί πνευματικών ζητημάτων, πολύ δε περισσότερο στην άκαμπτη και ου κατ’ επίγνωσιν και ταπείνωσιν διαχρονική εκκλησιαστική στάση του, η οποία τον οδήγησε σε αφορισμό υπό Συνόδου Επισκόπων και ουχί απλώς εξ ενός, ως επίσης θα ήτο δυνατό. Το αναφέρω για να υπογραμμίσω τη θεσμική εγκυρότητα της σκληρής τούτης κατ’ εκείνου απόφασης, έστω και αν υπόκειται σε αμφισβητήσεις του κύρους της εξαιτίας της ελεγχόμενης δικαιοσύνης της. Αν δε μάς αντιτείνει ο πολιός θεολόγος ότι αφωρίσθη άνευ απολογίας και εν γένει κανονικής διαδικασίας, ας αναμνησθεί εάν και ο ίδιος ενήργησε κατά πάντα κανονικώς στην αλλοδαπή όπου ενεκλήθη και τι ενέργειες έκαμε εκ των υστέρων, για να αρθεί η «αντικανονικότης» της εις βάρος του διαδικασίας. 
Ο γέρων Επιφάνιος μάς διαφωτίζει και εδώ: «αν λοιπόν γένηται δεκτόν ότι αι τυχόν άδικοι (αλλ’ έγκυροι) αποφάσεις των Συνοδικών Δικαστηρίων της Εκκλησίας δεν υποχρεώνουν εις υπακοήν και επομένως δυνάμεθα να μη αρκώμεθα μόνον εις ανάληψιν αγώνος, έστω και σκληροτάτου, προς τελικήν αποκατάστασιν του αδικηθέντος (τούτο είνε όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον των πιστών), αλλά να ρίπτωμεν την καταδικαστικήν απόφασιν εις το δοχείον των απορριμμάτων, τότε πού θα φθάσωμεν; Απλούστατα, αντί συντεταγμένης Εκκλησίας θα έχωμεν ‘ελευθέραν Κέρκυραν’» (σ. 251). 
Να ενθυμίσω για μια ακόμα φορά στον πολιό συνάδελφο ότι ο γέροντας που αγαπούσε και τιμά ως Άγιο, ο π. Πορφύριος, τόνιζε ότι προτιμά να πλανάται εντός της Εκκλησίας παρά να είναι άγιος εκτός αυτής. Ας το ακούσουν και ο ίδιος και όλοι οι σύγχρονοι αποτειχισθέντες προφάσει δογματικής διολίσθησης ή οιασδήποτε καταλυθείσης δικαιοσύνης και ας κύψουν εν ταπεινώσει τον αυχένα στην εκκλησιαστική τους αρχή, η οποία εκφράζει το θείο θέλημα παρά τις ανθρώπινες ατέλειες, ασθένειες και αμαρτωλότητες. Τούτο εξάπαντος ορίζεται από την (κατά βούλησιν εκάστου, δυστυχέστατα, ερμηνευόμενη σήμερα) Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.
Τέλος Α' Μέρους
ΠΗΓΗ: https://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2013/08/blog-post_24.html