Σελίδες

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

 

Ἐκκλησιαστικὰ βαρίδια καὶ ὁ ἑπόμενος Ἀρχιεπίσκοπος


Τοῦ κ. Δημητρίου Λαμπροπούλου, θεολόγου

  Προσφάτως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἑώρτασε τὰ ὀνομαστήριά του μὲ τὸν ἱεροκήρυκα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς νὰ σημειώνη εἰς τὸν ἐγκωμιαστικόν του λόγον «Στὸ σεβάσμιο πρόσωπό σας ψηλαφᾶ κάθε καλοπροαίρετος πιστὸς τὴν παρηγορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τί σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος, διάκονος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀνθρώπων». Διερωτᾶται κανεὶς, ἂν τὰ ὀνομαστήρια προσφέρωνται δι’ ἐπαίνους ἢ διὰ περισυλλογὴν καὶ τί σημαίνει τελικῶς «ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος» εἰς τὴν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ λέξεις ἔχουν ἀπολέσει τὸ περιεχόμενόν των;

  Τὸ 2008 ὁ τότε Θηβῶν καὶ Λεβαδείας ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ὀλίγα ἔτη μετέπειτα, σημαῖνον πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἐγεννήθη τὸ ἴδιον ἔτος μὲ τὸν Μακαριώτατον καὶ κάθε ἄλλο παρὰ ὑποστηρικτὴς τοῦ κυροῦ Χριστοδούλου ἦτο, εἶπεν εἰς τὸν γράφοντα τὰ ἑξῆς: «Τί κατάσταση εἶναι αὐτὴ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο; Προσμέναμε πῶς καὶ πῶς νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν Χριστόδουλο καὶ τώρα ἔχουμε πλέον ἀγανακτήσει μὲ τοῦ­τον ἐδῶ, εἶναι τρὶς χειρότερος». Αὐτά μᾶς τὰ ἐξεμυστηρεύθη πολὺ πρὶν συμβοῦν πολὺ μεγαλύτερα γεγονότα. Ἄγνωστον τί θὰ ἔλεγε τώρα, καθὼς εὑρίσκεται ἐν ζωῇ, ἀλλὰ ὁ γράφων δὲν ἔχει ἐπικοινωνίαν μαζί του. Αὐτὴ πάντως ἦτο ἡ ἰδική του ἐκτίμησις καὶ κρίσις. Μήπως ἠστόχησε καὶ ἠδίκησε τὸν… «ἀληθινὸν Ἐπίσκοπον»;

  Ἂν κρίνη κανεὶς ἀπὸ τὸ ἔσχατον εἰς σπουδαιότητα, ἀλλὰ μεῖζον διὰ τὸν ἴδιον τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἱερώνυμον ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, θὰ ἀπογοητευθῆ. Ἀρχικῶς ἡ «συμφωνία Ἱερωνύμου – Τσίπρα», διὰ τὴν ὁποίαν ἐξεγέρθη σύσσωμος ἡ Ἱεραρχία καὶ ὁ κλῆρος, ἔπειτα τὸ «Σχιστό», τὸ ὁποῖον ἐξέθεσε τὴν Ἐκκλησίαν, καθώς, ἐνῶ διεφημίσθη μετὰ «τυμπανοκρουσιῶν», κατέληξεν εἰς «Φαλκονέρα»… Μόνον τὰ Ἡσυχαστήρια «πολιορκεῖ», ὥστε νὰ περάση ὁ ἔλεγχος εἰς χεῖρας αὐτοῦ. Ἂν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀποτελῆ στόχον ζωῆς διὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον κατέληξε «φιάσκο», τί νὰ ἀναμένη κανεὶς εἰς τὰ ὑπόλοιπα;

  Εἰς τὰ ζητήματα μὲ τὴν Πολιτείαν, ὄχι ἁπλῶς πλήρης ὑποταγὴ (παῦσις τῆς θ. λατρείας, υἱοθεσία ὁμοφυλοφίλων), ἀλλὰ καὶ ἀμνήστευσις τῶν Πρωθυπουργῶν («νέο Σαοὺλ» εἶχε χαρακτηρίσει τὸν κ. Τσίπραν, ἐνῶ μὲ τὸν κ. Μητσοτάκην ἐπραγματοποίησαν ἀπὸ κοινοῦ ἐπίσκεψιν εἰς τὸ Δήλεσι). Εἰς τὰ ζητήματα μὲ τὸ Φανάρι, ὄχι ἁπλῶς «κρατᾶ τὴν οὐρὰ» ἀπὸ τὸν μανδύαν τοῦ Κων/λεως (Κολυμβάριον, Οὐκρανικόν, Σκοπιανόν), ἀλλὰ καὶ ἐπιτρέπει τὸν εὐτελισμὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος («ἁλωνίζει» ὁ Ἀμερικῆς…). Εἰς τὰ ζητήματα τῆς Ἱεραρχίας ὄχι μόνον δὲν ὑπάρχει κοινὴ γραμμὴ (ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως ὥρισε καὶ ἐφέτος Ἀνάστασιν ἐνωρίτερον, ὁ Μητρ. Κερκύρας ἠσπάσθη τὸν κ. Τ. Μακμπέθ, ὁ Μητρ. Αἰτωλοακαρνανίας λαμβάνει ὁριζόντια μέτρα κατὰ τοῦ κλήρου, ὁ Μητρ. Περιστερίου ἐκβάλλει τὸν Ἐσταυρωμένον, ὁ Μητρ. Νέας Ἰωνίας ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς δύο ὁμοφυλοφίλους, ὁ Μητρ. Κατερίνης παρευρίσκεται εἰς χειροτονίαν προτεστάντου, ἱ. ναοὶ μετατρέπονται εἰς χώρους συναυλιῶν κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ δρᾶ ἀντικανονικῶς (κατὰ τὸν κορωνοϊὸν δὲν συνεκάλεσε τὴν Ἱεραρχίαν, εἰς τὸ Οὐκρανικὸν δὲν ἐπραγματοποίησε ψηφοφορίαν, τώρα δὲν συγκαλεῖ τὴν Ἱεραρχίαν διὰ τὸν γάμον ὁμοφυλοφίλων). Συνελειτούργησε μὲ τὸν ψευδοκιέβου Ἐπιφάνιον, εἰς ὀλίγον πιθανῶς καὶ μὲ τὴν νέαν διακόνισσαν ἀπὸ τὴν Ζιμπάμπουε… Τὶς οἶδεν;

Ὁ ἑπόμενος Ἀρχιεπίσκοπος

  Ὁ κατάλογος μακρὺς καὶ ἀτελεύτητος. Ἂς τὰ θέση κανεὶς εἰς τὸ ζύγι, διὰ νὰ διαπιστώση εἰς ποῖον μέρος γέρνει αὐτό. Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν εἶναι μόνον ὅτι ταλαιπωρεῖται τώρα ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὅτι αἱ ἀποφάσεις του βαρύνουν  τόν ἑπόμενον, ὡς νὰ ὑπῆρχε πρόθεσις νὰ δυσχεράνη τὸ ἔργον τοῦ διαδόχου. Ἡ συσσώρευσις ἐγκληματικῶν λαθῶν κληρονομεῖ­ται εἰς τὸν ἐπερχόμενον, διὰ τὸν ὁποῖον ἡ Ἱστορία ἐπιφυλάσσει τὴν χειρίστην ὑστεροφημίαν. Δυσ­τυχῶς, αὐτὸ δὲν τὸ ἔχουν ἀντιληφθῆ εἰς τὴν πλήρην ἔκτασίν του οἱ «δελφίνοι», ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πιθανῶς ἔχουν συνείδησιν πλέον ἀμβλυμένην. Ὅταν «σπέρνης ἀνέμους, θὰ θερίσης θύελλες» καὶ μὲ τὴν συνένοχον στάσιν της ἡ Ἱεραρχία ἔχει συμβάλει εἰς τὴν ἐκθεμελίωσιν τῆς πίστεως, τὴν ὁποίαν θὰ συναντήση ἐνώπιόν της εἰς τὸ μέλλον.

  Ὡστόσον, παρὰ τὴν θύελλαν, ἡ ὁποία «ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς», ὑπάρχει πάντοτε καὶ ἡ ἐπιλογὴ νὰ μὴ δεσμευθῆ ἀπὸ τὰς ἀποφάσεις τοῦ παρελθόντος Ἀρχιεπισκόπου. «Τὸ κράτος», λέγουν οἱ πολιτικοὶ, «ἔχει συνέχεια καὶ εἶναι ὑποχρεωμένον νὰ συνεχίζη ὅ,τι παραλαμβάνει». Ὅμως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν δὲν ὑφίσταται αὐτό, καθὼς ὑπερισχύει τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον καὶ οἱ Ἱ. Κανόνες ἑκάστης αὐθαιρεσίας. Ὅλα δύνανται νὰ ἀνατραποῦν, «ἐὰν δὲν ἔχουν θεμέλιον γερόν, τὸν Χριστόν», ἀλλὰ ποῖος Ἱεράρχης θὰ ὑπάρξη νὰ ἔχη ὁραματισμοὺς διὰ τὴν Ἐκκλησίαν; «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν, χωρείτῳ».

Τὸ ἐκκλησιαστικὸν κατεστημένον

  «Ἐνῶ ὅμως εἰργάζοντο διὰ τὴν ἠθικήν μου ἐξόντωσιν, τόσον οἱ παράγοντες τῆς δικτατορίας, ὅσον καὶ οἱ ἀντίπαλοί της, δὲν πρέπει νὰ περιμένη ὁ ἀναγνώστης, ὅτι θὰ ἦταν παρὰ τὸ πλευρόν μου ὅσοι ἐθίγοντο ἀπὸ τὰ ληφθέντα ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἐξυγιαντικὰ μέτρα. Θὰ ἀναφέρω τοὺς κυριωτέρους ἐξ αὐτῶν, πού, ἀτυχῶς δι’ ἐμέ, δὲν ἦσαν ὀλίγοι. Καὶ πρῶτον οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι, πού, λόγῳ τοῦ σκανδαλώδους τρόπου τῆς ζωῆς των, ἐγνώριζαν ὅτι ἡ συμμόρφωσίς μου πρὸς τὸ πανελλήνιον αἴτημα τῆς καθάρσεως τοῦ κλήρου θὰ τοὺς ἔπληττεν ἀργὰ ἢ γρήγορα.

  Ἔπειτα, δεύτερον, ἦσαν ὅσοι εἶχαν ὑπόπτους οἰκονομικάς συναλλαγάς, εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας… τρίτον, ἦσαν οἱ ἰσχυροὶ ἐκεῖνοι παράγοντες εἰς τὴν κρατικὴν μηχανὴν ἢ τὰ συγκροτήματα τῆς οἰκονομικῆς ἢ κοινωνικῆς ζωῆς τοῦ τόπου, ποὺ διὰ λόγους κοσμοθεωριακοὺς θέλουν νὰ βλέπουν τὴν Ἐκκλησίαν πάντοτε ἕρπουσαν, φυτοζωοῦσαν, παραπαίουσαν καὶ πάντοτε ἐξηρτημένην ἀπὸ τὴν… γενναιοφροσύνην των… τέταρτον, καὶ ὅσοι ἔχουν τὰς ἰδίας ἀντιλήψεις καὶ συνηθείας ζωῆς μὲ τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν σκανδαλώδη καὶ ἀνώμαλον βίον. Τί ἐσήμαινε καὶ τί ἐξακολουθεῖ νὰ σημαίνη τοῦ­το, θὰ μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ τὸ διατυπώσω μὲ τὰς λέξεις, ποὺ εἶπε κάποτε ὁ ἀείμνηστος καὶ σεβάσμιος προκάτοχός μου Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων: «Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ πάλαιψα μὲ πολλούς, δὲν φοβήθηκα ποτέ μου καὶ κανένα. Τοὺς κ… ὅμως τοὺς φοβήθηκα».

  …Ὅταν ἀπεδεχόμην τὴν ἐκλογήν μου ὡς Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐγνώριζα ὅτι ἐπεδυόμην εἰς μίαν γιγαντιαίων διαστάσεων μάχην. Ὅτι ὅμως ἡ μάχη αὐτὴ θὰ ἐλάμβανεν αὐτὴν τὴν ἔκτασιν καὶ αὐτὴν τὴν σφοδρότητα, δὲν μοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ προΐδω. Διότι ἡ μάχη αὐτὴ ἦταν κατ’ οὐσίαν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν ἡ ἐπίθεσις κατὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ «κατεστημένου» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν ἡ ἀντεπίθεσις τοῦ «κατεστημένου» ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ ἐπεχείρησαν νὰ διαταράξουν τὴν ἀπόλυτον κυριαρχίαν του.

  Ἀλλὰ διὰ νὰ κατανοήσωμεν ὅλον τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκτασιν τῆς διεξαγομένης μάχης δὲν πρέπει χρονικῶς νὰ τὴν περιορίσωμεν εἰς τὴν περίοδον τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας μου, δηλαδὴ εἰς τὴν ἑξαετίαν 1967-1973. Ἡ μάχη εἶχεν ἀρχίσει περὶ τὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος καὶ δὲν ἔχει λήξει ἀκόμη. Ἡ μάχη ἤρχισε μὲ τὴν ἐμφάνισιν εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν στίβον προσώπων, ὅπως ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, ὁ γνωστὸς ὡς Παπουλάκος καὶ ὁ Ἀπόστολος Μακράκης. Συνεχίσθη δὲ κατόπιν ἐν μέρει ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνον Διαλησμᾶν καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν καὶ τὸν Παναγιώτην Βαρυμποπιώτην, ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων ἀπὸ τὸν Ἀνδρέαν Κεραμίδαν, τὸν Χριστόφορον Καλύβαν, τὸν Αὐγουστῖνον Καντιώτην, τὸν Κωνσταντῖνον Σακελλαρόπουλον κ.ἄ. Τὸ χαρακτηριστικὸν ὅλων αὐτῶν ἦταν ἡ σφοδρὰ πολεμική, τὴν ὁποίαν ἤσκησαν κατὰ τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου».

  Αὐτὸ τὸ «κατεστημένο»  ἔχει τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά: 1) μίαν ἐλευθεριότητα περὶ τὰ γενετήσια, ποὺ φθάνει ὄχι μόνον μέχρι τοῦ νὰ τὴν ἀνέχεται, ἀλλὰ καὶ τοῦ νὰ ὑποθάλπη ἀκόμη τὰς σεξουαλικάς διαστροφάς, 2) τὴν διὰ παντὸς ἐπιδίωξιν ἀποκτήσεως ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων, ἀκόμη καὶ διὰ διαρπαγῆς τῆς ἱερᾶς περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας, 3) ἕνα ἄκρατον δεσποτισμόν, ποὺ ἐκράτει καὶ κρατεῖ τοὺς ὑπολοίπους κληρικοὺς εἰς τὴν θέσιν τῶν μουζίκων καὶ 4) τὴν δημιουργίαν καὶ διατήρησιν ἑνὸς στενοῦ κύκλου προσώπων, ποὺ ἐφρόντιζαν καὶ ἀκόμη καὶ σήμερα φροντίζουν μὲ κάθε μέσον νὰ μὴ διαφύγη ἀπὸ τὰς χεῖρας των ἡ διοίκησις τῆς Ἐκκλησίας».

Ζητεῖται Ἀρχιεπίσκοπος μὲ πίστιν καὶ θάρρος

  Τὰ ἀνωτέρω παραθέματα προέρχονται ἀπὸ τὴν γραφίδα τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου (Κοτσώνη), ὅπως τὰ ἀπετύπωσεν εἰς τὸ βιβλίον του «Τὸ δρᾶμα ἑνὸς Ἀρχιεπισκόπου» (Γ΄ ἔκδοσις, Ὑστέρνια Τήνου, Αὔγουστος 1975, σ. 114-115, 133-134). Προφανῶς δὲν ἦτο ἀλάθητος, ὅμως, ὅσα ἀναφέρει ἀποτελοῦν ἀφ’ ἑνὸς τὸ ἀφανὲς οὐσιαστικὸν πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίση κάθε ἐπίδοξος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ εἰλικρινῶς τὴν Ἐκκλησίαν, σέβεται τὴν ἱερωσύνην καὶ πιστεύει εἰς τὸν Θεόν.

  Μὲ ἀφορμήν, λοιπόν, τὰ ὀνομαστήρια τοῦ νῦν Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὸ ὄνομα αὐτοῦ χάριν τοῦ Ἱερωνύμου (Κοτσώνη), ὀφείλει κανεὶς μὲ πολλὴν περίσκεψιν νὰ ἐξετάση, ἐὰν συνεκρούσθη μὲ τὸ «κατεστημένον» ἢ καθίδρυσεν ἕνα νέον «κατεστημένον» μέσῳ τῶν πράξεων ἀλλὰ καὶ τῶν παραλείψεών του. Μήπως «ἡ Ἱεραρχία μπετὸν ἀρμέ», ὡς γράφουν μέσα ἐνημερώσεως σχολιάζοντας τὴν ἀφοσίωσιν τῶν Ἐπισκόπων εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον, εἶναι μέρος τοῦ προβλήματος καὶ ὄχι ἡ λύσις αὐτοῦ;

  Κάπου εἰς τὰ συρτάρια τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ του γραφείου πρέπει νὰ εὑρίσκεται τὸ πόνημα τοῦ Ἱερωνύμου Α΄ «Σχέδιον Ἀναδιοργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» περὶ τὰς 160 σελίδας. Ποῦ εὑρισκόμεθα σήμερα; Ἀπάντησις: Εἰς τὴν περίοδον «λόγια, λόγια, λόγια»…