Σελίδες

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Επίσκοπος Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας, Πρέπει να καταλάβουμε ότι για να έχουμε γνώμη πρέπει να έχουμε γνώση.



 Ιερά Πανήγυρις [Εσπερινός] Αγίας Μαρίνης στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Πτολεμαΐδας (επίσκοπος Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας, 16/7/2024)

Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές εν Χριστώ,

Οι Χριστιανοί έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τους αγίους, κι έχουμε ιδιαίτερη σχέση με τους αγίους επειδή αυτοί με τον βίο τους έγιναν άνθρωποι αγάπης και θυσίας. Και ο άνθρωπος που θυσιάζεται και που αγαπά μένει πολύ εύκολα στην ψυχή και στη μνήμη μας. Ιδιαίτερα δε, όταν αυτός αγαπήσει και θυσιάσει την ζωή του και όλη την ανθρώπινη υπόσταση και οντότητά του για τον Ιησού Χριστό. Τότε μένει η μνήμη του εις τους αιώνας των αιώνων. Έτσι λοιπόν, οι Χριστιανοί όλοι μας ακόμη περισσότερο έχουμε και κάποιες σχέσεις ιδιαίτερες με κάποια ξεχωριστά πρόσωπα από τους αγίους, όπως είναι η σήμερα εορταζομένη αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα, η οποία παρότι έζησε 1700 χρόνια πριν από εμάς, η μνήμη της και η παρουσία της στη ζωή μας είναι πολύ δυνατή και ισχυρή μέσα στη καρδιά αλλά και στη σκέψη μας.  Κι αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που προστρέχουμε σήμερα εδώ, στο ναό της, για να την παρακαλέσουμε να μεσιτεύσει στο Χριστό, πρώτον για την σωτηρία της ψυχής μας και δεύτερον για να μας δώσει δύναμη να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες της ζωής μας.

Η αγία γεννήθηκε πριν 1700 χρόνια και περισσότερο, το 270 μ.Χ. στην περιοχή που σήμερα είναι η Πισιδίας, η Αντιόχεια της Πισιδίας, δηλαδή μέσα, σήμερα, στα όρια της Τουρκίας. Η μητέρα της πέθανε μετά την γέννα σε σύντομο χρονικό όριο και έτσι έμεινε με τον πατέρα της που ήταν ειδωλολάτρης (ιερέας) των ειδώλων. Έδωσε λοιπόν τη μικρή του κόρη, τη Μαρίνα, να την παιδαγωγήσει μία γυναίκα που είχε εμπιστοσύνη ο ίδιος αλλά δεν ήξερε ότι αυτή ήταν Χριστιανή. Κι έτσι η παιδαγωγός της, της μετέφερε την χριστιανική της πίστη, της γνώρισε τον Χριστό, την έμαθε να προσεύχεται και κάποια στιγμή όταν ο άρχοντας της περιοχής την κάλεσε επειδή είχε ακούσει φήμες από τον ίδιο τον πατέρα της - μάλιστα αργότερα μαρτυρήθηκε και παραδόθηκε σ’ αυτόν ότι είναι Χριστιανή- την κάλεσε για να την μεταπείσει. Μάλιστα βλέποντας την όμορφη παρουσία και μορφή που είχε, ζήτησε να την παντρευτεί κι εκείνη είπε: «Εγώ είμαι Χριστιανή και το μόνο που αναζητώ στη σύντομη ζωή που έχω - ήταν το πολύ 20 χρονών- είναι το να ενωθώ με τον Χριστό».

Κι έτσι η κακία των ανθρώπων και η απιστία έδωσε τη δυνατότητα σε μας και στην Εκκλησία μας να αποκτήσουμε μία μεγάλη Αγία. Όμως  η σκληρότητα αυτών των ανθρώπων, των ειδωλολατρών, έφτασε σε αποτρόπαιες πράξεις μαρτυρίου, όπου ανάγκασαν ένα μικρό κορίτσι -για να μην αλλάξει την πίστη της - να το γδάρουν στο σώμα, να το καίνε με φωτιές! Και επειδή προσευχόταν και επούλωνε (τις πληγές) και συγχρόνως βλέποντας κόσμος γύρω να γινόταν Χριστιανοί, την αποκεφάλισαν κι έτσι έδωσαν σ’ όλους εμάς την αξία του ιερού της προσώπου, να την έχουμε ως οδοδείκτη στη ζωή μας.   

Δεν είναι μόνο η αγία Μαρίνα, είναι εκατομμύρια των αγίων που πίστεψαν στον Χριστό και επέλεξαν αντί της πρόσκαιρης και ένδοξης ζωής την αιωνιότητα και την ένωσή τους με τον Χριστό. Διότι οι Άγιοι ήταν άνθρωποι έξυπνοι και επέλεξαν το μείζον και όχι το έλασσον. Δεν είδαν τη ζωή τους, που ούτως ή άλλως βιολογικά θα τελείωνε, αλλά είδαν τον Χριστό και τη βασιλεία των ουρανών.  Από τότε λοιπόν, από τις αρχές του 4ου αιώνα μέχρι και σήμερα η Εκκλησία αναδεικνύει αγίους, ο Χριστός μάς ευλογεί με τη ζωή και την παρουσία τους έτσι ώστε να παίρνουμε δύναμη.

Και θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να κάνω μια αναφορά στην Παράδοση και στη ζωή της Εκκλησίας, πώς καθιερώνει κάποιον «άγιο». Επειδή κυρίως τα τελευταία χρόνια ακούμε αποφάσεις Συνόδων, είτε πατριαρχικών είτε τοπικών Εκκλησιών να ανακηρύσσουν αγίους. Τι σημαίνει αυτό στη ζωή της Εκκλησίας; Η Παράδοση της Εκκλησίας μας, μάς διδάσκει ότι για να γίνει κάποιος άγιος πρέπει να έχει κάποια κριτήρια τα οποία θέσπισαν Σύνοδοι και η πράξη της ζωής της Εκκλησίας.

Το πρώτο λοιπόν κριτήριο, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και τον λόγο του αποστόλου Μάρκου είναι, ο άγιος να είναι βαπτισμένος. Να είναι δηλαδή αυτό που λέμε Χριστιανός Ορθόδοξος. Στις περιπτώσεις όμως που οι άγιοι ήταν αβάπτιστοι, διότι τα χρόνια ήταν ειδωλολατρικά, τα δόγματα δεν είχαν οριστικοποιηθεί και η διδασκαλία της Εκκλησίας ή η ίδια η Εκκλησία ήταν κάτω από τον ζυγό της ειδωλολατρίας, η Εκκλησία θεώρησε ισότιμο με το βάπτισμα το μαρτύριο. Όποιος δηλαδή δεν μπορούσε, δεν πρόλαβε να βαπτισθεί στο όνομα της Αγίας Τριάδος η Εκκλησία θεώρησε ότι βαπτίσθηκε από το αίμα του ίδιου του τού μαρτυρίου, αφού αφιέρωσε και την ίδια τη ζωή, η οποία διακόπηκε, στον ίδιο τον Χριστό.

Το δεύτερο κριτήριο ήταν και είναι ο ανεπίληπτος βίος. Δηλαδή να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Να μην μπορεί κάποιος να τον κατηγορήσει  ή πολλές φορές που κατηγορείται, να είναι καθαρός. Επίσης, να ζει μέσα στην Εκκλησία, να κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και να αγωνίζεται καθημερινά με ταπείνωση και κυρίως με μετάνοια να γίνει καλύτερος, διότι ο άγιος δεν είναι αναμάρτητος, ο άγιος είναι μετανοημένος αμαρτωλός. Η Εκκλησία δεν έχει «καθαρούς», έχει μόνο τον Χριστό και την Παναγία, ως πρόσωπα. Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος και η Παναγία άνθρωπος όπως όλοι εμείς. Όλοι οι υπόλοιποι άγιοι, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο είναι αμαρτωλοί, όμως μετανόησαν και δόθηκαν είτε με το αίμα τους είτε με τη συνείδησή τους, σε όλη τους τη ζωή, στη μετάνοια και στην άσκηση για να ενωθούν με τον Χριστό.

Το τρίτο κριτήριο που θέτει η Εκκλησία είναι η ορθή πίστη, το να πιστεύουμε δηλαδή σύμφωνα με όλα όσα η Εκκλησία δίδαξε με τα δόγματά της και σύμφωνα με όσα η Εκκλησία ορίζει συνοδικώς και κηρύσσει.  Διότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, και το βιώνουμε αυτό τα τελευταία χρόνια που η πίστη τους δεν είναι ορθή, αλλά είναι ορθολογιστική, δηλαδή πιστεύουν οι ίδιοι ότι είναι πολύ πιο σωστοί και διδάσκουν καλύτερα τον Χριστό και τον βιώνουν, ακόμη κι απ’ το σώμα της Εκκλησίας. Που το σώμα της Εκκλησίας είναι στη γη, όλοι εμείς οι Χριστιανοί, όπως είμαστε εδώ, και κεφαλή ορατή έχει την ανώτερη εκκλησιαστική αρχή, που σε μας είναι τοπικά ο επίσκοπος και συνολικά οι Σύνοδοι. Αοράτως, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Είναι δε, τόσο σημαντικό οι άνθρωποι να υπακούμε στην Εκκλησία, που ακόμη και θαύματα να κάνουμε, εάν δεν υπακούμε τότε λατρεύουμε τον Διάβολο, όπως λέγει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Μάλιστα αυτούς τους ανθρώπους σήμερα, που νομίζουν ότι έχουν ορθή πίστη και θέτουν τον εαυτό τους πάνω από την Εκκλησία, τους ονομάζουμε αιρετικούς και η Εκκλησία επί αιώνες αγωνίστηκε μ’ αυτούς και πάντα εμφανίζονται με νέες μορφές, όπως είναι σήμερα τα σχίσματα και οι λεγόμενοι αποτειχισμένοι, οι οποίοι είναι αλαζόνες άνθρωποι που οδηγούν και τον εαυτό τους, την ψυχή τους, και άλλους ανθρώπους στην καταστροφή και στον πνευματικό θάνατο.

Υπάρχει στις αποφάσεις της 6ης Οικουμενικής Συνόδου μία ιστορία: Η 6η Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 680 στην Κωνσταντινούπολη, διήρκησε περίπου δύο χρόνια, 680, στις αρχές άρχισε, 681 τελείωσε για να αντιμετωπίσει σοβαρές αιρέσεις της εποχής οι οποίες βέβαια είχαν τις ρίζες τους πίσω, χρονικά. Υπήρχε λοιπόν ένας κληρικός, ένας ιερέας, το όνομά του ήταν Πολυχρόνιος, τον οποίον θεωρούσαν άγιο. Και πράγματι έδινε λύσεις και θεραπείες σε πολλά προβλήματα των ανθρώπων. Όμως επηρεάστηκε από τη διδασκαλία των αιρετικών, βγήκε από το σώμα της Εκκλησίας και θα λέγαμε σήμερα «αποτειχίστηκε». Ζήτησε να δει τους επισκόπους που συγκροτούσαν την 6η Οικ. Σύνοδο και τους είπε πως εγώ μπορώ να προσευχηθώ και να αναστήσω ακόμη και νεκρό. Του είπαν λοιπόν οι επίσκοποι – που πάντα οι Σύνοδοι συγκροτούνται εν Αγίω Πνεύματι, οπότε και ανθρώπινο λάθος να υπάρχει το Άγιο Πνεύμα με την παρουσία Του το διορθώνει - του είπαν λοιπόν, ο Πρόεδρος της Συνόδου. Πολύ ευχαρίστως πάτερ μου, αφού είχες αυτή τη δύναμη, να αναστήσεις όποιον θέλεις. Όμως δεν ήταν μέσα στην Εκκλησία. Είχε πάει με τους αιρετικούς. Και ενώ προκάλεσε τους Συνοδικούς αρχιερείς και τους επισκόπους, εξευτελίστηκε στην ουσία, και ο ίδιος κατάλαβε ότι όταν δεν υπάρχει Εκκλησία και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, που είναι η ενότητα εν τω Σώματι της Εκκλησίας, τότε, ακόμα και «ιεροσύνη», ακόμη και η «αγιότητα» που μπορεί κάποιος να είχε καθίσταται ανενεργή. Διότι μέσα στην Εκκλησία - λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός - μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήσει την αγιότητα.

Ένα τέταρτο κριτήριο, και εδώ σταματώ είναι τα θαύματα και τα χαρίσματα που κάποιοι άγιοι έχουν αλλά τα αξιοποιούν, όχι για τον εαυτό τους, όπως το παράδειγμα που είπαμε αλλά κυρίως για τον Χριστό και τη σωτηρία, κυρίως τη σωτηρία των ανθρώπων.

Και εδώ θέλει πάλι προσοχή! Διότι σήμερα οι άνθρωποι αναζητούμε κάποιους γέροντες. Στα ανατολικά θρησκεύματα τους λένε γκουρού. Και τους αναζητούμε διότι θέλουμε να κερδίσουμε τον Παράδεισο χωρίς να αγωνιστούμε. Νομίζουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να μας οδηγήσουν, να μας ανοίξουν την πόρτα του Παραδείσου, χωρίς εμείς να ιδρώσουμε. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει και είναι πλάνη. Και έτσι και τους ανθρώπους καταστρέφουμε, νομίζοντας ότι είναι χαρισματούχοι, αλλά και εμείς χάνουμε τη ζωή μας και τον χρόνο μας και στην ουσία οδηγούμαστε μακριά από τον Χριστό.

 

Για όλους αυτούς, η Εκκλησία έχει προειδοποιήσει. Ο απόστολος Πέτρος στη δεύτερή του επιστολή, τους ονομάζει ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους και λέγει ότι είναι «δικοί μας», εσωτερικά. Ο απόστολος Παύλος λέει πάλι προς τους Θεσσαλονικείς, στη δεύτερη επιστολή του ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που θα κάνουν σημεία και ψεύδη – σήμερα λέμε «σημεία και τέρατα», από κει προέρχεται. Και τέλος ο μέγας θεολόγος της Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στην πρώτη του επιστολή λέγει ότι όλους αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους δοκιμάζουμε και να τους ελέγξουμε εάν έχουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και θα μου πείτε, πώς μπορούμε εμείς να μην ξεγελαστούμε και να τους ελέγξουμε; Και θα σας πω ένα απλό παράδειγμα για να το κατανοήσετε. Ποιος μπορεί να ελέγξει εάν ένας γιατρός κάνει καλά τη δουλειά του; Αν ένας μηχανικός σχεδιάζει καλά ή αρχιτέκτονας τα κτήριά του; - Κάποιος που έχει γνώσεις. Κάποιος άλλος γιατρός ή κάποιος άλλος μηχανικός. Έτσι όλους αυτούς τους ανθρώπους, και σ’ αυτό θέλω να καταλήξω, τους ελέγχει η Εκκλησία μέσα από τις Συνόδους και μέσα από τη σοφία και την εμπειρία 2000 χρόνων που έχει και κυρίως μέσα από τη ζωή και την ασκητική της Παράδοση. Και τα λέω αυτά για να καταλάβουμε και να σιγουρευτούμε ότι ο πιο ασφαλής τόπος και ο πιο καλός τρόπος για να σωθούμε είναι η ενορία μας, είναι ο παπάς μας, είναι οι εφημέριοι που ξέρουμε, είναι ο επίσκοπός μας που η Εκκλησία τον έστειλε να θυσιαστεί για μας, είναι οι Σύνοδοί μας που ακόμη και να διαφωνούμε, επειδή έχουμε άγνοια και επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουνε γνώμη. Κακώς! Πρέπει να καταλάβουμε ότι για να έχουμε γνώμη πρέπει να έχουμε γνώση. Δεν μπορώ εγώ να μιλώ για τα πράγματα του Δήμου. Βλέπω τον κ. Δήμαρχο, γιατί εκείνος τα αντιμετωπίζει, οι συνεργάτες του. Εκείνος έχει εσάς που του λέτε, του δίνετε πληροφορίες, που λέτε τα παράπονά σας. Εγώ μπορεί να πω τη γνώμη μου, στον ίδιο, πουθενά αλλού. Κι όταν μου απαντήσει κάτι, να είμαι σίγουρος γι’ αυτό που μου λέει. Και να τον στηρίξω με τη δύναμη που έχω. Επιμένω όμως, αγαπητοί μου, και τα κριτήρια είναι μόνο πνευματικά. Η γνώμη θέλει γνώση! Γι’ αυτό λοιπόν είμαστε μέσα στις ενορίες μας, εμπιστευόμαστε τους ιερείς μας, ακούμε τα κηρύγματά τους και προσπαθούμε με την πνευματική προκοπή μας να βελτιώσουμε την ψυχική μας κατάσταση, να αγωνιστούμε για να γίνουμε καλύτεροι, όχι με όνειρα και μεγάλα βήματα. Με μικρά και σταθερά. Αυτό μας λένε οι μεγάλοι άγιοι της Εκκλησίας μας. Δεν καλούμαστε σήμερα όπως η αγία Μαρίνα, να μαρτυρήσουμε με πόνο, να μας πάρουν το κεφάλι, όμως καλούμαστε να είμαστε συνεπείς στο Ευαγγέλιο, καλούμαστε να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας, καλούμαστε να είμαστε ταπεινοί στις σχέσεις μας. Έτσι λοιπόν μπορούμε και εμείς, και μ’ αυτόν τον τρόπο – δεν είναι ο μοναδικός - να γίνουμε άγιοι, διότι η αγιότητα δεν είναι κάτι ανέφικτο. Είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο επειδή τον αγαπά απεριόριστα.

Εύχομαι λοιπόν ολόψυχα αυτές οι σκέψεις να εισακουστούν κι από την αγία Μαρίνα και να ευλογήσει τον καθένα από σας που σήμερα ήρθατε, ήλθαμε όλοι, για να τιμήσουμε τη μνήμη της και να πάρουμε τη νεανικότητά της σ’ ό,τι αφορά την διάθεσή μας να μετανοήσουμε, να πάρουμε την εμπειρία της και τη σιγουριά της για να συναντήσουμε τον Χριστό και κυρίως να την παρακαλέσουμε να μας δώσει την μεγάλη αρετή της μετανοίας για να γίνουμε καλύτεροι. Αμήν.