Σελίδες

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024 τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ Μηνύματος. – Β΄ μέρος

 

Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024 τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ Μηνύματος. – Β΄ μέρος

Ἐκτὸς τοῦ λεγομένου «ἐσχατολογικοῦ σημείου τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τῆς παράδοξης ἑρμηνείας του, ποὺ ἐξετάσαμε στὸ Α΄ Μέρος, δεύτερος βασικὸς πυλῶνας πάνω στὸν ὁποῖο βασίζεται ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς ἀποβολῆς εἶναι ἡ καταγγελλόμενη «αὐθαίρετη προσθήκη» τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴ Θ.Λειτουργία, ὑπὸ τὴν περιεκτικὴ κατηγορία: «ὁ “Ἐσταυρωμένος τῆς Μ.Παρασκευῆς” ἀποτελεῖ προσθήκη στὸ κείμενο καὶ στὴν πραγμάτωση τῆς Θ.Λειτουργίας».[1] Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς ἀναιρεῖται ἀργότερα στὴν ἴδια Ἐγκύκλιο μὲ τὴν παραδοχή, ὅτι «ἀντίστοιχες εὐχὲς καὶ λειτουργικὲς προσφωνήσεις καὶ ἀνάλογες λειτουργικὲς συμπεριφορὲς δὲν ὑπάρχουν»[2]. Παρατηρεῖται δηλ. ἀντίφαση ἐπιχειρημάτων ποὺ προκαλοῦν σύγχυση στὸ ποίμνιο καὶ ἀπορία.

Ἐφαρμόζεται καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ λογικὴ πλάνη τῶν συνεχῶν ἐπαναλήψεων σὲ σημεῖο «ναυτίας»: [«προβήκαμε σὲ μία ἄστοχη καὶ ἀτελέσφορη παρέμβαση, δηλ. προβήκαμε αὐθαίρετα σὲ μία προσθήκη στὴν Θεία Εὐχαριστία», «αὐθαίρετη καὶ ἀλλόκοτη ἐνέργεια», «λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση»][3][«ἐντελῶς ἄστοχη καὶ αὐθαίρετη τοποθέτηση», «ὁ ὁρατὸς αὐθαίρετα τοποθετηθεὶς ἐκεῖ 2ος Ἐσταυρωμένος», «θεολογικά, μυσταγωγικὰ καὶ λειτουργικὰ λανθασμένη τοποθέτηση», «γιὰ τὸν αὐθαιρέτως ἐκεῖ τοποθετηθέντα “Ἐσταυρωμένο τῆς Μ’. Παρασκευῆς”», «ἄτοπη τοποθέτηση», «θέτουμε ἐκεῖ ἀλόγιστα καὶ αὐθαίρετα», «τοποθετεῖται ἀπολύτως λανθασμένα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὸ βάθος τῆς κόγχης», «αὐθαίρετη καὶ ἀνυπόστατη καινοτομία τῶν τελευταίων 100 χρόνων»].[4] 

Ὑποστηρίζεται, δηλαδή, ὅτι μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, «τοποθετώντας Τον ἐκεῖ, δημιουργεῖται μία σοβαρὴ ἀλλοίωση καὶ σύγχυση στὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς πίστεως μας, στὴν πραγμάτωση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία»[5]ὅτι δημιουργεῖ «σοβαρὲς ἀλλοιώσεις στὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ στὴν πραγμάτωση καὶ πορεία τοῦ Ἐκκλησιακοῦ Σώματος καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀνθρωπότητας πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ τὴν Βασιλεία»[6], «δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἀπορία»,[7] ὅτι ἡ διπλὴ «σύγχυση» (ποὺ ἐξετάζουμε ἀργότερα) κάποιων πιστῶν«διαιωνίζεται σὲ βάρος τῆς πραγμάτωσης τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ ἀλλοιώσεις καὶ ἀπώλειες τῆς λειτουργικῆς πίστης»[9] καὶ ἑπομένως ὁ σκοπὸς τῆς «ἀποκατάστασης τῆς λειτουργικῆς ὀρθότητας»[9], διὰ τῆς ἀφαιρέσεως Του, καθίσταται αὐτομάτως δίκαιος.

Ὁπωσδήποτε καὶ αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς ὄχι μόνο στερεῖται κάθε ἀποδεικτικοῦ στοιχείου, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀποβαίνει καὶ συκοφαντικός. Πρωτίστως ἄς ὑπογραμμίσουμε ὅτι ταλαιπωρία ὑφίσταται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς τὶς καινοτομίες, τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις. Τέτοια αἱρετικὴ καινοτομία εἶναι ἡ ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀφοῦ συνοδεύεται ἀπὸ αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ ὄχι φυσικὰ ἡ ὑιοθέτησή Του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Σὲ παλαιότερο μελέτημα[10] παρουσιάστηκε ἡ κρυστάλλινη θέση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καταδικάζει ρητῶς τὴν ἀποβολὴ κάθε ἱερὰς εἰκόνος ἢ Σταυροῦ ἀλλὰ καὶ ὅσες διδασκαλίες ἐπινοοῦνται «σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», μαζὶ μὲ τοὺς φορεῖς τους.

Ἂς ἐξετάσουμε ὅμως καὶ τὸ παρὸν ἐπιχείρημα.

Σαφέστατα, δὲν ὑπάρχει κανένας ἱερατικὸς λόγος, εὐχὴ ἢ ἱεροπραξία ποὺ ἔχει εἰσαχθῆ στὰ κείμενα τῶν Θείων Λειτουργιῶν καὶ ἀφοροῦν τὸν Ἐσταυρωμένο, ὥστε νὰ θεωρεῖται προσθήκη ποὺ βλάπτει τὴν λειτουργικὴ ὀρθότητα καὶ πραγμάτωση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅπως ἀκριβῶς ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία πρὶν τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα, τὸ ἴδιο συνεχίζει νὰ τελεῖται καὶ μετὰ τὴν τοποθέτηση. Ὅλη ἡ ἱερουργία τῆς μυσταγωγίας της, εἶναι ἡ ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη μὲ αὐτὴν ποὺ τελεῖται σὲ ὅλες τὶς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ὑφηλίου καὶ προφανῶς σὲ ἐκεῖνες ἀκόμα ποὺ δὲν ἔχουν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. (Στὸ Γ΄ Μέρος θὰ παρατεθεῖ σχετικὸ φωτογραφικὸ παράρτημα).

 Πρὸς ὑποστήριξη τοῦ ἐπιχειρήματος διδάσκεται μία καινοφανής, σχολαστική, ὀρθολογιστικὴ ἑρμηνεία τῆς μυσταγωγίας, ξένη κι αὐτὴ στὴν Πατερικὴ διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία στὴ Θ.Λειτουργία ἀκολουθεῖται μία αὐστηρὰ διάταξη, «γραμμικὴ πορεία»[11], κατὰ χρονολογικὴ – ἱστορικὴ σειρὰ  τῶν γεγονότων τῆς Θείας Οἰκονομίας. Κάθε σημαινόμενο γεγονὸς διαδέχεται τὸ προηγούμενο, ἀποτελεῖ «ἱστορικὸ παρελθὸν», ὅπου «δὲν ξαναγυρίζουμε πίσω», ἀπομονώνεται ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, ἀπεικονίζεται ἀποσυνδεδεμένο θεολογικὰ καὶ ὄχι σὲ ἑνότητα μὲ τὰ ἄλλα -ὅπως ἑρμηνεύει ἡ Ἐκκλησία- ἐνῶ ὁλοκληρώνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς κινήσεις καὶ τούς λόγους ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ ἱερέας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄμεση λειτουργικὴ ἐπίδραση τῶν χώρων καὶ τῶν εἰκόνων τοῦ ναοῦ.

Στὸ Προσκλητικό Μήνυμα διδάσκεται: «Μετὰ τὴν Σταύρωση καὶ τὸν Θάνατο τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρό, προβαίνουμε στὴν Ἀποκαθήλωση καὶ στὸν Ἐνταφιασμὸ Του ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ Σταύρωση ἀποτελεῖ ἱστορικὸ παρελθόν, ἐνῶ προχωροῦμε πρὸς τὴν Ἀνάσταση ποὺ παραμένει ὡς γεγονὸς πάντοτε παρόν!… Στήν συνέχεια, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πλέον ποτὲ πια ξανὰ Ἐσταυρωμένοςγιὰ νὰ παραμένει ὅλον τὸν χρόνο “Ἐσταυρωμένος” καὶ κρεμασμένος ἐπάνω στὸν Σταυρό, γιατὶ ἀκριβῶς ἀκολούθησε χρονικὰ ἡ Ἀνάστασή Του καὶ ἡ Ἀνάληψη Του, ἡ ἄνοδος Του στὴν Βασιλεία…Έτσι, ἡ Ἀνάσταση Του γίνεται πλέον τὸ τελικό, τὸ κύριο καὶ τὸ κορυφαῖο γεγονός, ἡ “βασιλὶς καὶ κυρία”, τῆς πίστης μας, τῆς λατρείας μας καὶ ὁλόκληρης τῆς ζωῆς μας, καὶ δὲν ξαναγυρίζουμε πίσω, στὴν Σταύρωση τῆς μιᾶς μέρας! Ἂν ξαναγυρίζουμε πίσω, καὶ μάλιστα σὲ μόνιμη κατάσταση λατρείας, δὲν εἶναι αὐτὸ ἀνόητο καὶ αὐθαίρετο;».

Ἡ ἰδιότυπη αὐτὴ θεώρηση, ἀποκύημα τῆς δυτικότροπης θέασης τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας[12] ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ σχετικὴ διδασκαλία περὶ ἀλλοιώσεως τῆς πίστεως, τῆς μυσταγωγίας καὶ τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν τοποθέτηση καὶ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, καταρρίπτεται μὲ ἄρτια θεολογικὴ τεκμηρίωση ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο, στὸ ἄρθρο:  «Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ στὸ φῶς τῆς ὀρθοδόξου ἐσχατολογίας»[13]ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει : «Ἡ ἀπομόνωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δηλώνει μιὰ ἀντιησυχαστικὴ ζωή, συνιστᾶ ἄγνοια ἢ παραθεώρηση τῶν προϋποθέσεων τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ποὺ εἶναι ἡ ἀσκητικὴ – ἡσυχαστικὴ παράδοσή της».

Στὴν Ἐγκύκλιο γίνεται λόγος γιὰ «χωροταξικὴ λειτουργικὴ διάταξη»,[14]κατὰ τὴν ὁποία ἡ Γέννηση ἀναπαριστᾶται στὴν Πρόθεση, ὁ τριετὴς δημόσιος βίος καὶ ἡ πορεία πρὸς τὸ Πάθος ἀναπαριστᾶται στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, ἀκολουθεῖ ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος καὶ -ὅπως σημειώνεται στὴν Ἐγκύκλιο ἀκολουθεῖ «[μετὰ] Σταύρωση (πάνω στὴν Ὡραία Πύλη)».[15]

Τίθεται ἀσφαλῶς τὸ εὔλογο ἐρώτημα: Τελεῖται ἀναίμακτος θυσία ἢ ἔχουμε μόνο ἀπεικόνιση τῆς Σταυρώσεως; Μὲ ποιὰ λειτουργικὴ πράξη καὶ λόγο, ἔστω ἀναπαριστᾶ, ὁ ἱερέας τὸ γεγονὸς τῆς Σταύρωσης καὶ μάλιστα πάνω στὴν Ὡραία Πύλη; Ἡ ἀπάντηση δυστυχῶς εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

«Τὴν Σταύρωση ποὺ ἀκολουθεῖ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ μετὰ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀπεικονίζουμε μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο ἁγιογραφημένο Χριστό, ὁ Ὁποῖος τίθεται πάντοτε ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη».[16] Ἑρμηνεύεται ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Σταυρώσεως, δηλ. ἡ Σταυρικὴ θυσία, μόνο ἀναπαριστᾶται (δὲν ἀναφέρεται ὅτι τελεῖται) ἁπλὰ μὲ τὴν ὕπαρξη ἁγιογραφημένου Ἐσταυρωμένου πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου.

Κατὰ συνέπεια γεννιοῦνται πάλι εὔλογα ἐρωτήματα:

Kατά ποῖον τρόπον σημαίνεται, ἀναπαριστᾶται, τελεῖται ἡ Σταύρωση ὅταν ὁ ναὸς δὲν ἔχει Ἐσταυρωμένο πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, ἀλλὰ μόνον Σταυρό; Ἂν μόνο μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη σημαίνεται ἡ Σταύρωση, τότε ἡ ἀναίμακτη θυσία πάνω στὸ θυσιαστήριο τί ἀκριβῶς εἶναι; Μὲ ποιὸ γεγονὸς τῆς Θείας Οἰκονομίας συνδέεται;

Παρατίθεται κατόπιν, σὲ ἕνα διάγραμμα («Δ3»)[17], τὸ δῆθεν «θεολογικά, μυσταγωγικὰ καὶ λειτουργικὰ ὀρθὸν», ὅπου ἡ Σταυρικὴ θυσία (Σταύρωση) ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν σήμανση «Ἐσταυρωμένος», ἀκολουθοῦν «Ἐνταφιασμὸς καὶ Ἀνάσταση» ποὺ τοποθετούνται χωροταξικὰ πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, ἡ «Βασιλεία» πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἐνῶ τὸ κυρίως λειτουργικὸ γεγονός, ἡ ἀναίμακτος θυσία ἀπουσιάζει παντελῶς καὶ ἀντὶ αὐτῆς ἀναφέρεται ἁπλὰ μόνο «Ἐσταυρωμένος», «πρὶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα – Ὡραία Πύλη».

Ὑποστηρίζεται μάλιστα, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος τοποθετεῖται πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη διότι «ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση Του στὴν ἱστορικὴ πορεία»[18], ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται στὴ μυσταγωγία, καὶ «μετὰ ἀκολουθοῦν τὰ ὑπόλοιπα γεγονότα».

Ὑπὸ αὐτὰ τὰ δεδομένα, ἐφόσον ἡ Σταύρωση σημάνθηκε κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο  -ἁπλὰ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἁγιογραφημένος Ἐσταυρωμένος πάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη- ἡ συνάντηση ἑνὸς δεύτερου Ἐσταυρωμένου, ἐκείνου ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἑρμηνεύεται ὡς «ἐπανάληψη, στατικότητα καὶ χρονικὸ πάγωμα τοῦ γεγονότος τῆς Σταύρωσης»,[19] ἀκόμα καὶ «διπλασιασμὸς» της, ἐνῶ -κατὰ τὴν δοθεῖσα ἑρμηνεία- ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδο στὸ ἱερὸ καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα ἐπακολουθοῦν, ὅπως ἀναφέρεται, ἡ Ἀποκαθήλωση, ὁ Ἐνταφιασμός, ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἀνάληψη. Λειτουργικὴ ἑρμηνεία, ποὺ βεβαίως δὲν ἀπαντᾶται στὰ ἀντίστοιχα ὀρθόδοξα συγγραφικὰ ἔργα.

Ἂν ὁ Ἐσταυρωμένος, καθιστᾶ «κρεμασμένον» τὸν Χριστὸ «ὅλον τὸν χρόνο» καὶ μᾶς ξαναγυρίζει «πίσω στὴν Σταύρωση τῆς μιᾶς μέρας» (Συνοδ.Προσκλ.Μήνυμα), τότε κατὰ συνέπεια καὶ ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως καθιστᾶ τὸν Χριστὸ μονίμως, ὅλο τὸν χρόνο στὴν πρώτη βρεφικὴ Του κατάσταση, πάντοτε βρέφος∙ σὰν νὰ σημαίνει πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἀνδρώθηκε, δὲν σταυρώθηκε, δὲν ἀναστήθηκε, ἐφόσον παραμένει μονίμως…γεννημένος, κατὰ τὴν ἕωλη τούτη συλλογιστικὴ ποὺ ἀναγινώσκουμε στὸ Συνοδευτικὸ Μήνυμα.

Ἀφοῦ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο «δίνουμε ἔτσι ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ τὴν ἀρνητικὴ μαρτυρία μας πὼς τὰ γεγονότα σταματοῦν στὴν Σταύρωση» (Συνοδ.Προσκλ.Μήνυμα), μήπως, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως δίνουμε ἔτσι ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ τὴν ἀρνητικὴ μαρτυρία μας πὼς τὰ γεγονότα σταματοῦν στὴν… Γέννηση καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει πλέον συνέχεια οὔτε προσδοκία Σταύρωσης, Ἀνάστασης καὶ Βασιλείας; Θέτουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅμοιο φιλοσοφικὸ ἐρώτημα μὲ αὐτὸ τοῦ Προσκλητικοῦ Μηνύματος: Μετὰ ὅμως; Τί γίνεται μετά; Ἐὰν παραμένει καὶ μετὰ τὴν Σταύρωσή Του ἀκόμη… Γεννημένος; Προφανὲς λοιπὸν τὸ ἄτοπον τοῦ ἐπιχειρήματος.

Με θλίψη διαπιστώνεται ἡ διαρκὴς διατύπωση ἀθεμελίωτων κρίσεων: «Ἑπομένως, εἶναι μέγα ἱστορικό, θεολογικὸ καὶ λειτουργικὸ λάθος νὰ ἔχουμε Σταύρωση – Ἀνάσταση – Ἀνάληψη καὶ ξανὰ Σταύρωση ἐσαεί…» ἢ ὅπως παρουσιάζεται σὲ διάγραμμα:  «Σταύρωση →Ανάσταση →Ανάληψη →”Εσταυρωμένος” ἐσαεὶ»,[20] «ἔχουμε μία σοβαρὴ θεολογικὴ καὶ λειτουργικὴ διολίσθηση, ἡ ὁποία καταργεῖ παντελῶς τὴν φανέρωση καὶ παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία»,[21] «δημιουργεῖται μία σοβαρὴ ἀλλοίωση καὶ σύγχυση»,[22] «ξαναγυρίζουμε “ἀνοήτως” στὴν Ἱστορία»,[23] «καταργοῦνται τὰ ἑξῆς: Ἀνάληψη καὶ Βασιλεία (πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα)…»[24], «καταργεῖται καὶ χάνεται ἡ Ἀνάσταση καί, κατ’ ἐπέκταση, καὶ ἡ Βασιλεία»,[25] «ἐγκλωβίζει τὴν Θεία Λειτουργία ὁλοκληρωτικὰ μέσα στὴν Ἱστορία»[26] κ.α.

Πέραν τῶν θεολογικὰ προβληματικῶν, συνεχῶν ἀναφορῶν σὲ «Ἱστορία» καὶ «Βασιλεία», ἐρανισμένων ἀπὸ τὴν ἐσχατολογία Ζηζιούλα, χαρακτηριστικὴ εἶναι ὅπως προαναφέρθη, ἡ παντελὴς ἀπουσία ἀναφορᾶς στὸ κυριώτατο, κεντρικὸ καὶ σημαντικώτατο στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας: Τὴν ἐπιτέλεση τῆς θυσίας, τὸν καθαγιασμὸ τῶν Δώρων, «τοῦ ἄρτου μεταβαλλομένου εἰς τὸν σφαγέντα Ἀμνόν».[27]Τῆς πραγματικῆς θυσίας ποὺ ἐπιτελεῖται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἡ ὁποία «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει». Ἡ αἰτία εἶναι προφανὴς: Ἡ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τελουμένη θυσία διακηρύσσει (σὺν τοῖς ἄλλοις) τὴν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ σφαγὴν τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ δὲν ἐξυπηρετεῖ τὴν Ζηζιούλια διδασκαλία τῆς Ἐγκυκλίου, ὅπου ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Σταύρωση παύει νὰ εἶναι ἐσφαγμένος, ἀλλὰ μόνο ἀναστημένος∙ ὅπου ἡ Σταύρωση στὴν θεία ἱερουργία «περνάει στὰ γρήγορα» γιὰ νὰ μὴν ἐπικεντρωθοῦμε στὸν «μόνιμα “Ἐσταυρωμένο” καὶ πεθαμένο…, καὶ μάλιστα μόνιμα πεθαμένο ἐκεῖ ὅλο τὸν χρόνο»[28], νοιώσουμε «ἀπελπισία» βρισκόμενοι μπροστὰ Του ὅπως οἱ «δυτικοὶ Ἐσταυρωμενολάτρες»«ἀπολέσουμε τὴν Ἀνάσταση» καὶ φθάσουμε σὲ «ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα» καὶ «ψυχολογικὰ προβλήματα».[29]

Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων ὅμως, ὁ Χριστὸς παρὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη Του παραμένει πάντα ἐσφαγμένος καὶ διὰ τοῦτο ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου στὸ σφαγιασμένο Σῶμα εἶναι θυσία πραγματικὴ.[30] Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρός, τὸ ὄργανο τῆς θυσίας, βρίσκεται στὸ θυσιαστήριο. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπισημαίνει τὴν ὕπαρξη τοῦ Σταυροῦ στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν συνύπαρξή του μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ Σταυρὸς ὑπάρχει στὴν ἱερὴ Τράπεζα, αὐτὸς στὶς χειροτονίες τῶν ἱερέων, αὐτὸς πάλι διαλάμπει στὴ Θεία Εὐχαριστία μαζὶ μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ».[31]

Παρατηρεῖται ἐπίσης στὴ σύνολη λειτουργικὴ θεώρηση τῆς Ἐγκυκλίου, τελεία ἔλλειψη ἀναφορᾶς στὰ σημαινόμενα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν «τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπιδημία».[32]

Ἀνάγκη λοιπὸν κι’ ἐδῶ, νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία δὲν ἐγκλωβίζεται σὲ σχολαστικὰ σχήματα, ἔχει πλοῦτο συμβολισμῶν ἀκόμα καὶ σὲ ἕνα μόνο ὁρατὸ της στοιχεῖο, εἶναι βιωματική καὶ ἡ κορωνίδα της, ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ «τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων». Γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἕνα περαστικὸ γεγονὸς μιᾶς μέρας, ὅπως λανθασμένα κηρύττεται, δὲν εἶναι ἕνα καταθλιπτικὸ γεγονὸς ποὺ προκαλεῖ ψυχοπαθολογικὲς ἀλλοιώσεις καὶ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα ἀλλὰ συνεχὲς πνευματικὸ βίωμα, ἀρραγῶς ἑνωμένο μὲ τὴν Ἀνάσταση, τὴν ἐμπειρία τῶν ὁποίων λαμβάνουν χαρισματικῶς στὴν θεία λατρεία καὶ τὴν ζωὴ τους.

Ὅπως πολὺ εὔστοχα τονίζει ὁ Μητροπολίτης Κυθήρων κ.Σεραφείμ: «ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν εἶναι ὑπόθεσις μιᾶς ἡμέρας, τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀλλὰ ἡ ὑπόθεσις τῆς ζωῆς ἑνὸς ἑκάστου Χριστιανοῦ, ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος».[33]

 Παραθέτοντας σύντομα στοιχεῖα ὀρθοδόξου θεωρήσεως τῆς Θ.Εὐχαριστίας, ἀναφέρουμε τὴν διάκριση τῆς Θείας Οἰκονομίας σὲ τρεῖς φάσεις, μὲ κεντρική, τὴν θυσία ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Τὸ σπουδαιότερο σημεῖο ὅλης τῆς μυσταγωγίας εἶναι ἡ ἴδια ἡ θυσία, ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου στὸν σφαγιασμένο Ἀμνό. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος διέταξε «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμήν ἀνάμνησιν», «διέταξε νὰ ἐνεργοῦμε τὴν ἀνάμνησί του σὲ γεγονότα ποὺ σημαίνουν ἀσθένεια, τὸ σταυρὸ δηλαδή, τὸ πάθος, τὸ θάνατο».[34]

Ὁ ἁγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατό Του καὶ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη, γιατὶ μεταβάλλει τὰ τίμια αὐτὰ δῶρα στὸ ἴδιο τὸ Κυριάκο Σῶμα, τὸ σταυρωθέν, τὸ ἀναστάν, τὸ ἀνελθὸν στὸν οὐρανό. Τὰ ἐνεργούμενα πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία διακηρύσσουν τὰ πρὸ τοῦ θανάτου γεγονότα, τὴν ἔλευση στὴ γῆ, τὴν πρώτη ἐμφάνιση, τὴν τελεία φανέρωση. Τὰ δὲ ἔπειτα ἀπὸ τὴ θυσία, διακηρύσσουν «τὴν ἐπαγγελία τοῦ Πατρός», ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος, τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ καὶ μετοχὴ τῶν ἐθνῶν στὸν Θεὸ διὰ τοῦ ἔργου ἐκείνων. Ὅλη ἡ ἱερουργία εἶναι σὰν μία ἑνιαία εἰκόνα ἑνὸς σώματος, τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος δηλαδή, ποὺ φέρει ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλα τὰ μέρη της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία.[35]

Ἔτσι, τὰ τελούμενα στὴν ἱερὰ μυσταγωγία δὲν ἔχουν «στεγανά», δὲν αὐτονομοῦνται, δὲν ἀπομονώνονται ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, δὲν περιορίζονται στὴ διαδοχικὴ χρονικὴ σειρὰ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλὰ ἐνῶ εἰκονίζουν ἐξαίροντας ἕνα γεγονός, παραμένουν ταυτόχρονα σὲ ἄρρηκτη ἑνότητα μὲ τὰ ἱστορικῶς προηγούμενα καὶ τὰ ἑπόμενα,  ἐγκρύπτοντας ἐντὸς αὐτῶν τὸ ἑνιαῖον ὅλης τῆς Θείας Οἰκονομίας. Γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ στὴν Πρόθεση, ἡ Προσκομιδὴ καὶ τὰ τελούμενα σ’ αὐτὴν ἐκτυπώνουν τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ τὰ κατ’ αὐτήν, ταυτόχρονα εἰκονίζεται μαζὶ καὶ τὸ σωτήριον Πάθος -μάλιστα δέ, σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ τὴν Γέννηση.[36]

Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἑρμηνεύει σχετικὰ: «Ὁ μὲν Δίσκος λοιπὸν εἰκονίζει τὸν Οὐρανόν, καὶ διὰ τοῦτο εἶναι καὶ στρογγυλός, καὶ κρατεῖ τὸν Δεσπότην τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ δὲ λεγόμενος Ἀστερίσκος, εἰκονίζει καὶ τοὺς ἀστέρας, καὶ ἐκεῖνον τὸν ἀστέρα ὀποῦ ἐφάνη εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ τὰ καλύμματα σημαίνουν τὸ στερέωμα, τὰ σπάργανα καὶ τὴν σινδόνα τοῦ τάφου, καὶ τὰ σάβανα∙ διότι εἰκονίζουν εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν καὶ τὰ τῆς σαρκώσεως καὶ τὰ τοῦ θανάτου∙ ὅτι διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη, διὰ νὰ σφαγιασθῆ δηλαδὴ διὰ ἡμᾶς».[37]

Ἢ ἄκομα, μποροῦμε καὶ ψάλλουμε κατὰ τῇ Μικρὰ Εἴσοδο, ποὺ κατὰ κύριο λόγο συμβολίζει τὴν πρώτη ἐμφάνιση καὶ δράση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, τὸ «Ἡ Γέννησή Σου Χριστὲ ὁ Θεὸς» ἢ τὸ «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς» κ.α. ποὺ δέν ταυτίζονται «χρονογραφικὰ» μὲ τὸ σημαινόμενο ἐκείνη τὴν ὥρα (τὴν πρώτη ἐπίσημη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο), ἀκριβῶς γιατί «ἐστὶν ἡ πᾶσα μυσταγωγία καθάπερ τὶς εἰκὼν μία ἑνὸς σώματος, τῆς τοῦ Σωτῆρος πολιτείας».[38]

Περὶ τῆς καταγγελίας γιὰ τὸ «αὐθαίρετον» τῆς τοποθέτησης τοῦ Ἐσταυρωμένου, εἶναι προφανὲς ὅτι στερεῖται ἐρείσματος, ἀφοῦ ἀρκεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) γιὰ τὴν τοποθέτηση τῶν εἰκόνων «ἐν πάσαις ταῖς ἁγιωτάταις τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίαις καὶ ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ»[39], χωρὶς κάποια ἀπαγορευτικὴ «χωροταξικὴ» διάκριση, ἀλλὰ καὶ τῆς Συνόδου τοῦ 843 περὶ ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων. Ἡ διδασκαλία αὐτῶν τῶν Συνόδων, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολογικὸς καὶ δογματικὸς λόγος ποὺ δικαιώνει ἐν πρώτοις τὴν τοποθέτηση Σταυροῦ καὶ Ἐσταυρωμένου στὸ Ἱερὸ Βῆμα.

Ἄν, κατὰ τὴν Ἐγκύκλιο, ἀναζητεῖται Σύνοδος ποὺ νὰ θέσπισε συγκεκριμένα τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὥστε νὰ μὴν εἶναι «αὐθαίρετη», τότε κατὰ συνέπεια, πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἡ ἀντίστοιχη Σύνοδος ποὺ Τὸν τοποθέτησε ἀρχικὰ στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου. Ἀσφαλῶς ὅμως, δὲν ὑπάρχουν τέτοιες συνοδικὲς ἀποφάσεις, ὅπως ὁμοίως δὲν ὑπάρχουν συγκεκριμένες συνοδικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν εἰσαγωγή, ἐπὶ παραδείγματι, τῶν πασχαλίων ὕμνων καὶ κοντακίων ποὺ ἔχουν καὶ λειτουργικὴ σκοπιμότητα.

Πολλοὶ ἀπὸ ὅσους θεωροῦν λειτουργικὰ λάθος τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, φτάνουν νὰ ἰσχυρίζονται τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Σταυρὸ λιτανειῶν ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ ἀνέκαθεν, ὡς παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας (τέτοιος Σταυρὸς τοῦ 6ου αἱ. σώζεται στὸ Βυζαντινὸ & Χριστιανικὸ Μουσεῖο). Ἄλλοι δὲ ἰσχυρίζονται τὸ ἴδιο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν Σταυρὸ εὐλογίας ποὺ ὑπάρχει συνεχῶς πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, δίπλα στο Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὸν ὁποῖο εὐλογεῖ ὁ ἐπίσκοπος (καὶ αὐτὴ ἀρχαιοτάτη πρακτική). Ὡστόσο, οἱ Σταυροὶ αὐτοὶ (λιτανειῶν καὶ εὐλογίας) εἶναι ἐπίσης «Ἐσταυρωμένοι» μικροτέρων διαστάσεων, καθὼς ἔχουν ζωγραφισμένο ἢ ἀνάγλυφο τὸν Χριστὸ σταυρωθέντα.

Συνεπῶς, δὲν ὑφίσταται καμμία ἀπολύτως «μεγάλη σύγχυση στὸν τρόπο τῆς πίστης καὶ στὸν τρόπο λατρείας» (Συν.Προσκ.Μήν.), ὅπως ἀτυχῶς δηλώνεται, οὔτε βεβαίως ἀνάγκη «ἀποκατάστασης τῆς λειτουργικῆς ὀρθότητας»[40] ἀποβάλλοντας τὸν Ἐσταυρωμένο, ἀφοῦ ἡ λατρεία δὲν ἔχει προσβληθεῖ ἢ μεταβληθεῖ στὸ ἐλάχιστο μὲ τὴν τοποθέτησή Του. Ἀντιθέτως. Ὑφίσταται πλέον θέμα ἀποκατάστασης τῆς τιμῆς τῆς εἰκόνας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα.

Στὴν Ἐγκύκλιο διδασκόμεθα ὅτι ὑπάρχει μία «εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τοῦ “περιεχομένου τοῦ Ἐσταυρωμένου” καὶ τῆς “χωροταξικῆς τοποθέτησής του”».[41] Διδάσκεται, μὲ ἄλλα λόγια, ὅτι διαφορετικὸ πρᾶγμα εἶναι τὸ τί εἰκονίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου –[ἐλλειπῶς καὶ ἁπλούστατα ἀποκαλεῖται ὡς «γεγονὸς ἱστορικὸ καὶ πίστεως»]- καὶ ἄλλο ἡ ἁρμόζουσα τοποθέτησή της, «ὡς τοποθέτηση λατρείας καὶ στάση μέσα στὴν Ἐκκλησία».[42] Ἄλλο, δηλαδή, τὸ τί πιστεύεται γιὰ Τὸν εἰκονιζόμενο Χριστὸ καὶ ἄλλο ἡ θέση τῆς εἰκόνας Του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ γίνει περισσότερο ἀντιληπτό, δίνεται κατόπιν τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθοδοχείου μὲ περιεχόμενο τριαντάφυλλα: «Κανεὶς δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι τὸ περιεχόμενό του εἶναι τριαντάφυλλα καὶ ὅτι τὰ τριαντάφυλλα εἶναι ὄμορφα. Ἡ συζήτηση γίνεται γιὰ τὸ ποιὰ θὰ εἶναι ἡ θέση του, ποῦ δηλ. θὰ τοποθετήσουμε αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀνθοδοχεῖο μὲ τὰ τριαντάφυλλα μέσα στὸ ὡραῖο σαλόνι. Κανεὶς λοιπὸν δὲν διαφωνεῖ καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διαφωνήσει γιὰ τὸ περιεχόμενο ποὺ εἶναι τριαντάφυλλα… Ὁ προβληματισμὸς ὑπάρχει γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀνθοδοχείου μέσα στὸν χῶρο».

Παραβάλλοντας ὅμως τὸ παράδειγμα αὐτὸ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι κανεὶς δὲν διαφωνεῖ ὅτι Αὐτὸ ποὺ βλέπουμε εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ὅτι τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστὸς (ὄμορφο ἀνθοδοχεῖο μὲ τριαντάφυλλα), ἀλλὰ ὁ προβληματισμὸς ὑπάρχει γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου μέσα στὸ ναό, (τοποθέτηση τοῦ ἀνθοδοχείου μέσα στὸν χῶρο).

Βεβαίως, τέτοιος προβληματισμὸς δὲν ἀπασχόλησε ποτὲ τοὺς ἁγίους ποὺ λειτουργοῦσαν μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνας καὶ μάλιστα τοῦ Χριστοῦ εἶναι δεδομένη στοὺς ὀρθοδόξους καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαχωρίσουμε τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό. «Μία γὰρ εἶναι ἡ τῆς εἰκόνος καὶ τοῦ πρωτοτύπου ὑπόστασις, καθ’ ὃ τὸ μὲν πρωτότυπον ὁρᾶται ἐν τῇ εἰκόνι, ἡ δὲ εἰκὼν ὑφίσταται ἐν τῷ πρωτοτύπῳ, ὥσπερ ἡ σκιὰ ἐν τῷ σώματι, καὶ ἀπ’ αὐτὸ νᾷ χωρισθῇ εἶναι ἀδύνατον».[43] Ἔτσι, τοποθετώντας τὴν εἰκόνα Του -καὶ μάλιστα τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ- στὸν ἱερώτερο τόπο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, συνιστᾶ ἄμεση ἀπόδοση τιμῆς στὸ Πρόσωπό Του καὶ ἀναγνώριση τῆς κυριαρχικῆς Του θέσης ὡς Θεία Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Προφανῶς, μὲ τὴν διάκριση μεταξὺ περιεχομένου καὶ θέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἐπιχειρεῖται νὰ ἀπενοχοποιηθῆ ἡ βαριὰ ὑποτίμηση τῆς εἰκόνας Του ποὺ ἐνεργεῖται καθ’ ὅλο τὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου, παρέχοντας ὡς ἄλλοθι τὴν παραδοχὴ «πίστεως» στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Σταυρώσεως. Μία παραδοχὴ ὅμως χωρὶς ἀντίκρισμα. Διότι δὲν πιστεύουμε ἁπλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε κάποια στιγμὴ στὴν ἱστορία, δέν ἔχουμε κάποια ἀόριστη πίστη, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι σταυρώθηκε «διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔχουμε ἀνάγκη νὰ βλέπουμε, νὰ θαυμάζουμε, νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα Του, γιὰ νὰ μὴ γίνουμε ἀγνώμονες καὶ ἐπιλήσμονες τῆς Θυσίας Του.

Ἡ διάκριση περιεχομένου καὶ θέσεως παραπέμπει ἐπίσης, στὴν διάκριση ποὺ ἔκανε μερίδα τῶν μετριοπαθῶν εἰκονομάχων μεταξὺ τοῦ «περιεχομένου» τῶν εἰκόνων καὶ τῆς ὀφειλόμενης τιμῆς σὲ αὐτές. Ἀποδέχονταν ἐκεῖνοι, δηλαδή, ὅτι εἰκονίζεται σὲ αὐτὲς ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι εἶναι περιγραπτός, δὲν δέχονταν ὅμως τὴν τιμὴ καὶ προσκύνησή τους.[44]

Ὁπωσδήποτε πάλι, στὴν ὀρθόδοξη θεώρηση δὲν ὑφίσταται τέτοια διάκριση, ἀλλὰ ἰσχύει ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων: «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτὴ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν…Κύριος Βασιλεὺς ἐν μέσω σοῦ, οὐκ ὄψει κακὰ οὐκέτι».[45] Ὅπως προανεφέρθη, τιμώντας τὴν εἰκόνα, τιμοῦμε τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἀρνούμενοι, ὑποτιμώντας μία εἰκόνα, ἡ ἀσέβεια διαβαίνει ἐπίσης στὸ πρωτότυπο. «Ἐὰν λοιπὸν μὲ τὴν ἄρνηση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μὲ κάθε ἀλήθεια, τότε εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ μὲ τὴν ἄρνηση τῆς προσκύνησης τῆς εἰκόνας Του, ἀρνούμαστε τὴν προσκύνηση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ».[46]

Συνεπῶς, ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, στὸ κεντρικώτερο σημεῖο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, «ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», συνιστᾶ τιμὴ καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἡ ἀκριβῶς ἀντίθετη κίνηση, ἡ ἀποβολὴ Του ἀπὸ ἐκεῖ ὡς βλαπτικὸς συνιστᾶ, δυστυχῶς, ὕβρι καὶ βλασφημία.

(συνεχίζεται)


[1]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου, «Ἡ λανθασμένη θεολογικά καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ.Παρασκευῆς” μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα», σελ. 20Οἱ ἐπισημάνσεις μὲ ἔντονα γράμματα καὶ ὑπογραμμίσεις στὰ ἀποσπάσματα τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι δικὲς μας.

[2]. ὅ.π. σελ.31.

[3]. ὅ.π. σελ.8.

[4]. ὅ.π. σελ.10, 11, 12, 14, 15, 17, 21, 31 ἀντίστοιχα.

[5]. ὅ.π. σελ. 25.

[6]. ὅ.π. σελ.13.

[7]. ὅ.π. σελ.13.

[8]. ὅ.π. σελ.11.

[9]. ὅ.π. σελ.10.

[10]. Βλ. ΛΙΤΙΝΑ Ι. «Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα – μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του».  Κεφ.7. Ἱεροκανονικὸς ἔλεγχος τῆς ἀποβολῆς τοῡ Ἐσταυρωμένου.

[11]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου…σελ. 9.

[12]. Πρβλ. σχετική ἑρμηνεία ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας».

[13]. Περ. «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση». Τεύχος 335, σελ. 6- Ιούνιος 2024 και https://www.parembasis.gr

[14]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου, «Ἡ λανθασμένη θεολογικά καί αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση τοῦ “Ἐσταυρωμένου τῆς Μ.Παρασκευῆς” μέσα στό Ἱερό Βῆμα καί πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα» σελ.13.

[15]. ὅ.π. σελ.14. Σχετικὴ ἀναφορὰ κάνουμε ἐπίσης καὶ στὸ μελέτημα «Λόγος ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὸν Ἐσταυρωμένο στὸ Ἱερὸ Βῆμα» ὅπου σημειώνεται: «Συνεπακόλουθα, ἡ ὅλη ἐπιχειρηματολογία προχωρεῖ σὲ ἀνορθόδοξη θεώρηση τῆς λατρείας. Διασπᾶται τὸ «ἑνιαῖον» τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὑπερτονίζεται ἡ Ἀνάσταση καὶ κατ’ ἀνάγκην τὰ  ὑπόλοιπα θεῖα γεγονότα ὑποβαθμίζονται. Ἡ Ἐσχατολογία ἀποκτᾶ δυσανάλογα μεγαλύτερη θεολογικὴ βαρύτητα ἀπὸ σύνολη τὴν θεολογία, ὅπως αὐτὴ ἀντικατοπτρίζεται στὴν λατρευτικὴ πράξη, ἐνῶ ἡ Θεία Λειτουργία ἑρμηνεύεται ὡς ἕνα εἶδος ἱερᾶς παραστάσεως τῆς ὁποίας ἡ ὑπόθεση εἶναι ἡ διαδοχικὴ ἱστορικὰ ἀναπαράσταση τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, παραβλέποντας τὸ πολυσήμαντο τῶν ἱερῶν πράξεων καθὼς καὶ τὸ «ἱστορικὸ πρωθύστερο» ὁρισμένων συμβολισμῶν».

[16]. ὅ.π. σελ.8.

[17]. ὅ.π. σελ.13.

[18]. ὅ.π. σελ.8.

[19]. ὅ.π. σελ.8.

[20]. ὅ.π. σελ.8.

[21]. ὅ.π. σελ.14.

[22]. ὅ.π. σελ.25.

[23]. ὅ.π. σελ.14.

[24]. ὅ.π. σελ.14.

[25]. ὅ.π. σελ.15.

[26]. ὅ.π. σελ.15.

[27]. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Φιλοκαλία, Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ΕΠΕ 22,168.

[28]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου…σελ.20.

[29]. ὅ.π. σελ..20.

[30]. ὅ.π. σελ.168. «Μεταβάλλει γὰρ ἀπὸ τοῦ ἄρτου μὴ ἐσφαγμένου εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τὸ σφαγὲν ἀληθῶς. Ὅθεν καθάπερ ἐπὶ τοῦ προβάτου ἡ μεταβολὴ θυσίαν ἀληθῶς ἐργάζεται, οὕτω καὶ ἐνταῦθα διὰ τὴν μεταβολὴν ταύτην θυσία τὸ τελούμενον ἀληθὴς μεταβάλλει γὰρ οὐκ εἰς τύπον, ἀλλ’ εἰς πρᾶγμα σφαγῆς, εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τὸ τεθυμένον».

[31]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Πρός Ἰουδαίους καί Ἕλληνας, Ἀπόδειξις ὅτι ἐστί Θεός ὁ Χριστός, ΕΠΕ 34,57.

[32]. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Φιλοκαλία, Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ΕΠΕ 22,188.

[33]. Ἐπιστολή Μητρ.Κυθήρων πρός Μητρ.Περιστερίου ἀρ.πρ. 341/14-9-2024.

[34]. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Φιλοκαλία, Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ΕΠΕ 22,59.

[35]. Πρβλ. ὅ.π. σελ.36.

[36].  Τὸ ὑπὸ τοῦ ἱερέως λεγόμενο τροπάριο στὴν Προσκομιδὴ ποὺ ἀφορᾶ τὴν Γέννηση εἶναι μόνο ἕνα : τὸ «Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ…». Τὰ ἀντίστοιχα λεγόμενα καὶ πραττόμενα ποὺ ἀφοροῦν τὸ Πάθος, στὴν ἴδια ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, εἶναι πολλὰ περισσότερα: «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ Σου Αίματι…»«Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη», «Ἔπαρον Δέσποτα, «Θῦσον Δέσποτα», «Σταύρωσον Δέσποτα», «Νύξον Δέσποτα», «Εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχη τὴν πλευρὰν αὐτοῦ ἔνυξε…».

[37]. ΣΥΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ, Ἰωσήφ μοναχοῦ.., ὅ.π. σελ.96 και πρβλ. PG.155,264.

[38]. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Φιλοκαλία, Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, ΕΠΕ 22,36.

[39]. ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ  Δογματικά καί Συμβολικά  Μνημεῖα  τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Τόμος I, σελ.243.

[40]. Ἐγκύκλιος Ι.Μ.Περιστερίου…σελ.10.

[41]. ὅ.π. σελ.11.

[42]. ὅ.π. σελ.12.

[43]. Πηδάλιον. Προλεγόμενα Περί τῆς Ἁγίας Καί Οἰκουμενικῆς Ἑβδόμης Συνόδου, Ὑποσημείωσις (2) στό «ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὑτῇ τοῦ εἰκονιζομένου τήν ὑπόστασιν».

[44]. Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Λόγοι Ἀντιρρητικοί Κατά Εἰκονομάχων, Εἰσαγωγή-Ἐπιμέλεια-Σχόλια Κ.ΔΑΛΚΟΣ, 2006, Ἐκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ σελ.106-107 & 289.

[45]. ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ  Δογματικά καί Συμβολικά  Μνημεῖα  τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Τόμος I, σελ.240.

[46]. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, Φιλοκαλία, Ἐπιστολή ΞΑ’, Μιχαἠλ, αὐτοκράτορι βασιλεῖ. ΕΠΕ 18Γ, 61.


ΠΗΓΗ:https://orthodoxostypos.gr/%e1%bc%94%ce%bb%ce%b5%ce%b3%cf%87%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%e1%bd%b6-%e1%bc%80%ce%bd%ce%b1%ce%af%cf%81%ce%b5%cf%83%ce%b7-%e1%bc%90%cf%80%ce%b9%cf%87%ce%b5%ce%b9%cf%81%ce%b7%ce%bc%ce%ac%cf%84%cf%89-2/