Σελίδες

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Ο Ορθόδοξος Θεολόγος σήμερα (Μοναχός Νεόφυτος Γρηγοριάτης)

                        Image result for ΜΟΝΑΧΟΣ

ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
Μένοντας στήν ἄκρη τοῦ κόσμου, στήν ἀπομόνωση τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κοινωνοῦμε ἐν Χριστῷ μέ τόν Τριαδικό Θεό, τούς Ἀγγέλους, τούς Ἁγίους, τήν Παναγία καί  συναντοῦμε συγχρόνως τούς ἀδελφούς συνανθρώπους μας ἐν Χριστῷ προσωπικά, εἰλικρινά, ἐκστατικά. «Ὁ μοναχός εἶναι φίλος μέ ὅλους καί ξένος πρός ὅλους» (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής).

Ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι μία τέλεια χριστιανική κοινωνία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τελείως «ἀποτυχημένους», ὅπως λέει ὁ κόσμος, μοναχούς. Ἰδίως ὁ Ἁγιορείτης μοναχός εἶναι τρία πράγματα : α) εἶναι τρελλός, β) παιδί καί γ) γλεντζές. α) Εἶναι τρελλός, («ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν»[1]). β) Εἶναι παιδί, («ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν των Οὐρανῶν», δηλ. ἐάν δέν μετανοήσετε καί δέν γίνετε σάν τά παιδιά, δέν θά μπῆτε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν[2]«Ἀδελφοί, μή παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλά τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δέ φρεσί τέλειοι γίνεσθε»,  δηλ. Ἀδελφοί, μή γίνεσθε παιδιά κατά τόν νοῦν, ἀλλά νά εἶσθε νήπια κατά τήν κακία, κατά δέ τόν νοῦν νά γίνεσθε τέλειοι[3]). γ) Εἶναι γλεντζές, («ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω», δηλ. θά ψάλλω συνέχεια στόν Θεό μου ὅσο ὑπάρχω σέ αὐτή τη ζωή καί θά συνεχίσω μετά καί στήν αἰώνιο ζωή νά ψάλλω. Ἡ ζωή του μοναχοῦ εἶναι μία συνεχής θυσιαστική δοξολογία καί εὐχαριστία πρός τόν Τριαδικό Θεό).
Τό Ἅγιον Ὄρος πάντοτε ἦταν καί εἶναι ἕνας τόπος ἕλξεως καί ἁγίων καί ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Οἱ ἅγιοι, λόγῳ τῆς ἁγιότητος, ἀσκητικότητος καί Θείου ἔρωτος, ἔρχονταν καί ἔρχονται ἐδῶ, γιά νά ἀπολαύσουν τήν ἄρρητη θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ προσώπου τοῦ  Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Οἱ ἄγγελοι ἔρχονται ἐδῶ, γιά νά ἐνισχύσουν καί φυλάξουν τούς ἀγωνιζομένους μοναχούς στήν πνευματική τους πάλη μέ τόν Θεό, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἐχθρεύεται τούς μοναχούς, ἀλλά παλεύει μαζί τους, γιά νά τούς προπονήση, νά τούς ἐνισχύση στήν πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό Του καί τούς συνανθρώπους τῶν μοναχῶν. Ὁ Θεός δέν ἐπάλεψε μέ τόν Ἰακώβ στόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται ἐδῶ γιά τρεῖς λόγους : Πρῶτον, γιά νά σωθοῦν, γιά νά ἁγιάσουν, γιά νά κερδίσουν τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιά νά δείξουν τήν καθαρή ἀγάπη τους πρός τόν Θεό εἴτε ὡς μοναχοί, εἴτε ὡς λαϊκοί χριστιανοί. Δεύτερον, ἄλλοι ἔρχονται γιά περιέργεια, γιά τουρισμό, γιά διασκέδαση. Καί τρίτον, ἄλλοι ἔρχονται, γιά νά ἐκμεταλλευθοῦν μέ κακό τρόπο τό Ἅγιον Ὄρος καί τούς ἑκάστοτε Ἁγιορεῖτες εἴτε οἰκονομικά, εἴτε πολιτικά, εἴτε ἐκκλησιαστικά, εἴτε γιά ἡδονή, χρῆμα καί δόξα. Οἱ δαίμονες ἔρχονται ἐδῶ, γιατί φθονοῦν τό ἀνθρώπινο γένος γενικά καί εἰδικά τούς Ἁγιορεῖτες. Δέν θέλουν τό Ἅγιον Ὄρος νά σώζη, νά ἁγιάζη τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίση, ἀλλά θέλουν νά μετατρέψουν τό Ἅγιον Ὄρος σέ κακώνυμο, δαιμονικό καί μισάνθρωπο Ὄρος. Γι' αὐτό τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι καί λέγεται «Περιβόλι τῆς Παναγίας», διότι ἡ Παναγία ὡς Βασίλισσα, Ἡγουμένη, Ἔφορος καί Ἰατρός τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπιτρέπει σέ ὅλους ὅσοι θέλουν νά ἔρχονται ἐδῶ γιά ὁποιοδήποτε λόγο. Δέν ἐπιτρέπει μόνο ἕνα πράγμα : Νά καταστραφῆ τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό ὁποιονδήποτε.
Μερικοί, λοιπόν, νέοι ἄνθρωποι, ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας, ἀγάπης, ἐλευθερίας, ἑνότητος, ἁγιασμοῦ καί θεώσεως, ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος, μή ἔχοντας ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶνε, γιά νά ἀνακαλύψουν αὐτό, πού ποθοῦν ὑπαρξιακῶς, προσωπικῶς καί διακαῶς. Ἔτσι, ἦλθα καί ἐγώ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1976 στό Ἅγιον Ὄρος μαζί μέ τρεῖς συμφοιτητές μου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐγώ ἔμεινα ἐδῶ καί ἐλπίζω νά μείνω μέχρι τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου. Οἱ δύο ἔγιναν ἔγγαμοι ἱερεῖς καί ὁ τρίτος ἔγγαμος καθηγητής θρησκευτικῶν στή Μέση Ἐκπαίδευση.
Ὁ πρῶτος μοναχός, πού συναντήσαμε τότε, ἦταν ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος Καππαδόκης Ἁγιορείτης. Πρός τό τέλος τῆς παρούσης μελέτης θά ἐκθέσω τίς ἀρχές ὀρθοδόξου θεολογίας, πού μᾶς εἶπε μέ ἁπλό καί συγχρόνως βαθύ τρόπο. Τώρα θά γράψω μόνο τήν ἑξῆς στιχομυθία μεταξύ ἐμοῦ καί τοῦ Γερο-Παϊσίου :
Γερο-Παΐσιος : - Πόσων χρονῶν εἶσαι;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἴκοσι χρονῶν, Γέροντα.
Γερο-Παΐσιος : - Ἀπό πού εἶσαι καί τί σπουδάζεις;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἶμαι ἀπό τήν Κύπρο καί σπουδάζω στήν Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Γερο-Παΐσιος : - Σέ ποιό ἔτος εἶσαι;
Κυριακός (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἶμαι στό δεύτερο ἔτος.
Γερο-Παΐσιος : - Ἀκόμη εἶσαι ἐκεῖ στήν Θεολογική Σχολή;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Γιατί Γέροντα μέ ἐρωτᾶτε ἔτσι;
Γερο-Παΐσιος : - Διότι, παιδί μου εὐλογημένο, στίς Θεολογικές Σχολές μπαίνεις 90% εὐσεβής καί βγαίνεις 90% ἀσεβής.
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Γέροντα Παΐσιε, αὐτό, πού λέτε, τό ζῶ αὐτή τήν στιγμή, τό αἰσθάνομαι, τό διεπίστωσα προσωπικά. Ἔχω ἀμφιβολίες γιά τό τί εἶναι ἐπιτέλους θεολογία ὀρθόδοξη καί πώς θά τήν σπουδάσω μέ σωστό τρόπο.
Γερο-Παΐσιος : - Θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτός, πού βλέπει τόν Θεό, αὐτός καί γράφει καί κηρύττει τόν Θεό, αὐτός δηλαδή πού αἰσθάνεται ἐμπειρικά τόν Θεό ἤ ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες ἁγίους ἀνθρώπους, πατέρες παλαιούς καί νέους, αὐτός εἶναι σωστός ὀρθόδοξος θεολόγος.
Μοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά. Συνεζητήσαμε τρεῖς ὧρες. Δέν ἔχει σημασία γιά ὅλους ὅλα ὅσα εἴπαμε. Σημασία ἔχει ὅτι ἐγώ, δι' εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου, ἐπῆρα τήν ἀπόφαση νά μείνω γιά πάντα στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά σώσω τήν ψυχή μου, νά μελετήσω καί ζήσω τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί ἐκθέσω μέ ταπείνωση καί ἀγάπη αὐτά, πού εἶδα, ἔμαθα καί ἔζησα στό Περιβόλι τῆς παναγίας.
Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι μιά τέλεια χριστιανική κοινωνία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τελείως «ἀποτυχημένους», ὅπως λέει ὁ κόσμος, μοναχούς. Δηλαδή ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου εἶναι ζωντανή, ἐνῶ ἡ ἔρημος τῶν πόλεων, τοῦ κόσμου, εἶναι νεκρή (ὡς ἐπί τό πλεῖστον. Ὑπάρχουν καί ἐξαιρέσεις, πού ὅμως ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα). Ἡ τέλεια αὐτή χριστιανική κοινωνία, γιά νά ἐκπληρώνει τόν σκοπό της, δηλαδή τήν ἐπικοινωνία καί μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, πρέπει νά ἔχει τίς τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις :
α) Πρέπει νά ἔχη «κοινό λόγο», δηλαδή νά ἔχουμε κοινή συνείδηση, λόγο, σκέψη, γραφή καί πράξη μέ τήν Θεολογία καί πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς καταπίεση, ἐξαναγκασμό καί πλύση ἐγκεφάλου.
β) Πρέπει νά ἔχη «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι», δηλαδή νά σκεφτώμαστε ἐν Χριστῷ ὀρθά, λογικά, ὅταν θέλουμε νά ὀργανώσουμε τόν προσωπικό καί πνευματικό μας βίο, ὅπως καί τήν κοινωνία μας. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο νοῦς, ἤ μόνο ψυχή, ἤ μόνο σῶμα, ἤ μόνο ἐπιστήμη, ἤ μόνο οἰκονομικές σχέσεις, ἤ μόνο οἰκολόγος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον θεούμενον, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος :
«Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον˙ καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ' ἑαυτοῦ δέ πνοήν ἐνθείς, …οἷόν τινα κόσμον ἕτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν… ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[4].Μετάφραση : «Αὐτό σκεπτόμενος, θέλοντας βέβαια νά δείξει, νά φανερώση ὁ τεχνίτης Θεός Λόγος, δηλαδή θέλει νά δημιουργήση ἔτσι τόν ἄνθρωπο ὡς ζῶον ἕνα, τό ὁποῖον νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τά δύο, δηλαδή καί ἀπό ἀόρατη καί ἀπό ὁρατή φύση. Καί παίρνοντας ἀπό τήν ἤδη προϋπάρχουσα ὕλη τό σῶμα καί ἐμφυσῶντας, βάζοντας μέσα στό σῶμα ἀπό τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός Λόγος, πνοήν ζωῆς, καθιστᾶ, τοποθετεῖ κατά κάποιον τρόπον ἕνα ἄλλο κόσμο ἐν μικρῷ μέγα ἐπάνω στήν γῆ, ἄλλον ἄγγελον, μικτόν προσκυνητή, ἐπόπτη, βασιλέα διαχειριστή, ὄχι καταχραστή, τῆς ὁρατῆς φύσεως, μυσταγωγό, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης φύσεως, ὅσον εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, βασιλέα τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί δημιουργημάτων, πού ἐπιτροπεύεται, ἐλέγχεται ἀπό ἄνω, ἀπό τόν Θεό… ζῶο πού ἐδῶ στήν γῆ οἰκονομεῖται, δηλαδή παρηγορεῖται, τρέφεται, σωματικά καί ψυχικά, ἀγωνίζεται νά ἔχη θεῖον ἔρωτα καί γιά ἄλλο μέρος προορίζεται, μετατίθεται ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα, δηλαδή στόν Παράδεισο (Ὁ Θεός ἔπλασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο. Ὅμως, ὁρισμένοι διαλέγουν νά πᾶνε στήν Κόλαση μόνοι τους, χωρίς νά τούς ἀναγκάζη πρός τοῦτο ὁ Θεός), καί στό τέλος τό ἀτέλεστον του μυστηρίου, μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ μεταβαίνει πρός τόν Θεό συνέχεια ὡς ζῶον θεούμενον, δηλαδή ὡς Θεός κατά χάριν…».
Μέσα, λοιπόν, στά προαναφερθέντα πλαίσια πρέπει νά ἔχουμε «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (δηλαδή σκοταδισμοῦ) : «Σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω»(λογικοκρατία), οὔτε στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ ὑπαρξισμοῦ : «Ὑπάρχω, ἄρα σκέφτομαι», οὔτε στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ». Ὅλα αὐτά μᾶς ἦλθαν ἀπό τήν ἀφελληνισμένη καί ἀντίχριστη Εὐρώπη καί κατατρώγουν ὕπουλα, ὑποδόρεια, ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος, τά σπλάχνα τῆς καθ' ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί συγχρόνως ὅλης τῆς γῆς.
γ«Τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή κοινωνία, μέθεξη ζωῆς, μετοχή στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς»[5](Νά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώση)
«Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι' ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ μέ, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν»[6] (Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός (ὁ δρόμος) καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Κανείς δέν ἔρχεται στόν Πατέρα παρά δι' ἐμοῦ. Ἐάν μέ ἐγνωρίζατε, θά ἐγνωρίζατε καί τόν Πατέρα μου), λέγει ὁ θεάνθρωπος Χριστός.
Ἀπό τά παραπάνω ἀναφερθέντα συμπεραίνουμε ὅτι, ἄν ἀληθεύουμε θεωρητικά καί πρακτικά, θά γνωρίσουμε διά τοῦ Χριστοῦ τόν Τριαδικό Θεό, θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τά πάθη, τόν διάβολο, θά ἀπαλλαγοῦμε μιά γιά πάντα ἀπό τήν φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία καί τήν ραθυμία, ἄγνοια, λήθη, ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη καί ἀσυνειδησία. Μετά θά κοινωνήσουμε, θά μεθέξουμε, θά πλησιάσουμε στό θεῖον ἄκτιστον φῶς, θά ἐλλαμφθοῦμε, θά ἁρπαγῆ ὁ νοῦς μας καί θά εἰσέλθη στόν θεῖον γνόφον τῆς ἀγνωσίας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερτέρα πάσης γνώσεως[7]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ, ἐν Πατρί καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή ἐν Θεῷ κοινωνία.
Οἱ τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐν Θεῷ κοινωνία, δηλαδή ὁ κοινός λόγος, τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι καί τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν, ἐχαρακτήριζαν πάντοτε τόν ἀγώνα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν γιά τήν θέωσή τους μέσα στήν κοινωνία θεώσεως, τήν εὐχαριστιακή κοινότητα, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανῷ, δηλαδή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἡ πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία τῶν διωγμῶν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλληνορθοδόξου  Ρωμηοσύνης ἐπί Βυζαντίου καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Τουρκοκρατίας καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Νεοτέρων Χρόνων ἕως σήμερα ἐδιατήρησε καί διατηρεῖ ἀκόμη αὐτές τίς τρεῖς προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, χάρις στήν θεία ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Θεοτόκο Μαρία : «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό κατά χάριν»[8].
Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί περίοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί θεολογία, ἰδίως ἀπό τόν (14ο) δέκατο τέταρτο αἰῶνα καί μετά, πού ὁ δυτικός οὑμανιστικός σχολαστικισμός καί ἀριστοτελική φιλοσοφία ἐπηρέασαν δυσμενῶς τήν πορεία τῆς θεολογίας καί φιλοσοφίας στήν καθ' ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τήν Ρωσία καί Πολωνία μέχρι τήν Αἴγυπτο καί ἀπό τήν Ἤπειρο μέχρι τήν Παλαιστίνη, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τήν Πελοπόννησο.
Εἶναι γνωστοί οἱ ἡσυχαστικοί θεολογικοί ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ λατινόφρονος ἀριστοτελίζοντος αἱρετικοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, οἱ ἐδικαιώθησαν ἀπό τήν Θ' Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 μ.Χ., πού συνεκλήθη τότε σέ τρεῖς φάσεις στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀπό τότε ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχαστική, ἀσκητική, εὐχαριστιακή καί καρδιακή θεολογία καί φιλοσοφία συγκρούεται, ἀντιπαλεύει, διαλέγεται ἀντιθετικά μέ τήν λατινόφρονα σχολαστική, φιλοσοφική, ἀριστοτελίζουσα θεολογία, ἡ ὁποία διαποτίζει ἔκτοτε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Τόσο ὁ Παπισμός, ὅσο καί ὁ Προτεσταντισμός ἔχουν κοινό πατέρα καί μητέρα : Τόν ὑπεράνθρωπο, λογικοκρατούμενο  ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος βασίζεται σέ ἀρχαιοελληνικές φιλοσοφίες. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅτι : «σήκωσε ὅλες τίς φορεσιές τῶν αἱρέσεων καί ἀπό κάτω θά ἀνακαλύψεις τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές φιλοσοφίες καί δόγματα».
Αὐτά, μέ δικά του λόγια καί συμπεράσματα διαπιστώνει καί στήν πορεία τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας νά ἔχουν συμβεῖ, δυστυχῶς, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ (20οῦ) εἰκοστοῦ αἰῶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἡ Ρωσσική θεολογία ἐπέρασε ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί μετά στήν δυτική αἰχμαλωσία, πρῶτα τοῦ παπικοῦ θεολογικοῦ συστήματος καί μετά τῆς προτεσταντικῆς γερμανικῆς θεολογίας :
«Ἀπό τήν προηγηθεῖσα σύντομη καί πρόχειρη ἐπισκόπηση τῶν δυτικῶν ἐπιδράσεων στήν Ρωσσική θεολογία τό ἀκόλουθο ἀνησυχητικό καί ἀπελπιστικό συμπέρασμα φαίνεται ἀναπόφευκτο : δέν ἦταν καί δέν εἶναι ἡ ρωσσική θεολογία, κατά την ἀνάπτυξη της – ὅπως ἐδήλωσε εὐφυῶς ἕνας κριτικός – πάντοτε μιά «περιπλανώμενη θεολογία»; Δέν ἦταν ἰδιαίτερα εὐμετακίνητη, εὐμετάβολη, ἀσυνεπής καί ἀκατανόητη; Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῶν ξένων – ἰδιαίτερα τῶν παπικῶν – θεολόγων, πού συνήθως ἀπό τήν ἀνάγνωση ρωσσικῶν θεολογικῶν ἔργων παίρνουν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή εἶναι κάτι τό ἀβέβαιο, κάτι πού δέν μπορεῖ νά καθορισθεῖ. Ἐντυπώσεις καί συμπεράσματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι στήν πραγματικότητα τά ἀποτελέσματα μιᾶς πολύ ἐπικίνδυνης παρεξηγήσεως, ἑνός εἴδους ὀφθαλμαπάτης. Κάτι πολύ τραγικό, ἐν τούτοις, βρίσκεται πίσω ἀπό μιά τέτοια ἑρμηνεία – ἕνα καταστρεπτικό σχίσμα, ἕνας διχασμός στήν ὀρθόδοξη συνείδηση, πού μποροῦμε νά τά βροῦμε στήν ἱστορία τῆς ρωσσικῆς θεολογίας σάν μιά κάποια δημιουργική σύγχυση, σάν ἔλλειψη ἀκριβοῦς γνώσεως γιά τόν δρόμο, πού πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ. Τό πιό θλιβερό ἀπό ὅλα ἦταν ὅτι αὐτός ὁ ἰδιάζων διχασμός ἦταν μεταξύ εὐσεβείας καί θεολογίας, μεταξύ θεολογικῆς πολυμαθείας καί πνευματικότητος, μεταξύ θεολογικῶν σχολῶν καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Αὐτή ἡ νέα θεολογική ἀκαδημαϊκή ἐπιστημοσύνη (scholarship) ἦρθε στήν Ρωσσία ἀπό τήν Δύση. Παρέμεινε μία ξένη προσθήκη στήν Ρωσσία γιά πολύ χρονικό διάστημα. Συνέχισε νά χρησιμοποιεῖ μία εἰδική γλῶσσα, ξένη στό λαό, μία γλῶσσα, πού δέν ἦταν οὔτε τῆς καθημερινῆς ζωῆς, οὔτε τῆς προσευχῆς. Παρέμεινε σάν ξένο σῶμα στήν δομή τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτυσσομένη σέ τεχνητές καί ἐξ ὁλοκλήρου ἀποξενωμένες μορφές. Ἦταν καί παρέμεινε «σχολική πολυμάθεια». Σάν τέτοια μεταμορφώθηκε σέ κείμενο γιά διδασκαλία καί πολύ συχνά ἔπαυσε νά ἀναζητεῖ  τήν ἀλήθεια καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἡ θεολογική σκέψη σιγά-σιγά παρεξέκλινε καί ἀπομακρύνθηκε, δέν ἄκουε τόν ρυθμό τῆς καρδιᾶς τῆς Ἐκκλησίας καί γι' αὐτό ἔχασε τήν «ὁδό», πού ὁδηγοῦσε σέ αὐτή τήν καρδιά. Δέν ἔνοιωθε τήν ἀνάγκη νά ἀφυπνισθεῖ καί νά πλησιάσει τούς εὐρύτερους κύκλους τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος καί τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τόν λαό καί τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα μᾶλλον μέ δυσπιστία, ζηλοτυπία καί ἐχθρότητα. Ὑπῆρχαν, βέβαια, λόγοι γι' αὐτό. Καί αὐτοί βρίσκονταν στήν προκατάληψη, πού ἔδειχνε ὁ λαός ἐναντίον μιᾶς ἀκαδημαϊκῆς γνώσεως, πού ἦλθε ἀπ' ἔξω καί ἦταν αὐτάρκης, πού δέν εἶχε κἄν ριζώσει στήν πραγματικότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας ἤ στήν ζωή, στήν προκατάληψη ἐναντίον μιᾶς θεολογίας, πού ἔπαυσε νά ἐκφράζει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποτελεῖ μαρτυρία της. Μ' αὐτήν τήν ἔννοια ἡ θεολογία ἐκείνη μπορεῖ σωστά νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «περιπλανώμενη θεολογία». Ἐδῶ βρίσκεται ὅλο τό πρόβλημα τῆς ρωσσικῆς θρησκευτικῆς ὑπάρξεως : στά βάθη καί στήν ἐσωτερικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἡ πίστη διατηρεῖται καί διαφυλάσσεται ἀδιάφθορη. Στήν σιωπηλή προσέγγιση πρός τόν Θεό, στήν μορφή τῆς προσευχῆς, στόν μοναχισμό της ἡ ρωσσική ψυχή διατηροῦσε τό παλιό, αὐστηρό, πατερικό ἦθος· ἐζοῦσε σέ μία τελείως ἀδιατάραχτη καί ἀδιάσπαστη πληρότητα τοῦ sobornost (καθολικότητος) καί τῆς παραδόσεως.
Σ' αὐτήν τήν πνευματικότητα καί σ' αὐτό τό βάθος τῆς προσευχῆς, ἡ ἀρχαία πίστη παρέμεινε ἀκόμα «ἡ ἀποστολική, πατερική πίστη» - ἡ πίστη τῆς ἀρχαίας, ἀνατολικῆς καί βυζαντινῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλ’ ἡ σκέψη εἶχε ἀποχωρισθεῖ, εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτά τά πνευματικά βάθη καί μόνο πολύ ἀργά κατάλαβε τήν ἀνίερη πλάνη της. Οἱ περιπλανήσεις τῆς σκέψεως, ὅμως, δέν μποροῦσαν νά καταστρέψουν καί δέν κατέστρεψαν τήν αὐθεντικότητα τῆς πίστεως : Ἡ Ὀρθοδοξία παρέμεινε, παρά ταῦτα, ἀμετάβλητη. Ἕνας σοβαρός κίνδυνος ὑπάρχει, ἐν τούτοις, σ' ἐκείνη τήν θεολογική ψευδομόρφωση, ὅταν ἡ φυσική γλῶσσα χάνεται καί ἡ θεολογία γίνεται ξένη καί ἀλλόκοτη. Πιό ἐπικίνδυνο ἦταν τό γεγονός ὅτι ἡ θεολογική προβληματική ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τήν ζωή καί ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἔγινε μία σχολική ἄσκηση, πού περιορίστηκε στούς εἰδικούς καί στούς λόγῳ ἐπαγγέλματος ἀσχολουμένους μέ αὐτά τά θέματα»[9].
Πῶς, ὅμως, σήμερα σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο χῶρο, ἰδίως στόν θεολογικό πνευματικό κόσμο, στούς θεολόγους καί πιστούς χριστιανούς, θά γίνει μία εἰρηνική ἐπανάσταση, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἡ θεολογία ἀπό τήν δυτική αἰχμαλωσία καί νά ἐπανεύρει τήν γνήσια, αὐθεντική, πηγαία ἰδιοπροσωπία καί αὐτοσυνειδησία της; Διότι, ἄν δέν γίνει αὐτό, τότε θά χάσουμε τήν ψυχή μας, θά βυθισθοῦμε στόν μεσαιωνικό σκοταδισμό καί ὁπισθοδρομική ἀρτηριοσκλήρωση τοῦ Δυτικοῦ θεολογικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Οὔτε θά βοηθήσουμε καί τούς Εὐρωπαίους, Ἀμερικανούς, Ἀφρικανούς, Αὐστραλούς καί Ἀσιάτες καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους νά βροῦν τήν ἀλήθεια, ὁδό, ζωή καί τοῦ φῶς τοῦ κόσμου, πού εἶναι ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νά τί λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ :
«Οἱ δυτικές ἐπιδράσεις στήν ρωσσική θεολογία πρέπει νά ὑπερνικηθοῦν. Αὐτό ἀναφέρεται, πρῶτα ἀπ' ὅλα, στό μή ὀργανικό «δυτικό ἦθος (style. Αὐτή ἡ διαδικασία πράγματι ἄρχισε πρίν ἀπό πολύ στίς ρωσσικές σχολές – ἀκριβῶς τήν ἐποχή τοῦ Φιλαρέτου καί σέ συνδυασμό μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀσκητισμοῦ στά ρωσσικά μοναστήρια. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τήν σχολή τοῦ στάρετς Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (Velichkovskii) καί ἰδιαίτερα τό ἐρημητήριο τοῦ Ὄπτινο (Optino). Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ τελικά νά ἐπανακτήσει τήν ἀνεξαρτησία ἀπό τίς δυτικές ἐπιδράσεις μόνο μέσῳ μιᾶς πνευματικῆς ἐπιστροφῆς στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια. Ἐπιστροφή στούς πατέρες δέν σημαίνει φυγή ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τήν ἱστορία· δέν εἶναι φυγή ἀπό τήν σύγχρονη ἐποχή ἤ ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης. Σημαίνει πολύ περισσότερα – δέν εἶναι μόνο διαφύλαξη καί προστασία τῆς πατερικῆς ἐμπειρίας, ἀλλ’ ἀκόμα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνακάλυψη αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί ἡ ἐπαναφορά αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας στήν ζωή. Ἀφ' ἑτέρου, ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν Δύση δέν πρέπει νά ἐκφυλίζεται σέ μιά ἀποξένωση, πού γίνεται ἁπλῶς ἀντίθεση πρός τήν Δύση. Γιατί, μία πλήρης διάσταση μέ τήν Δύση δέν δίνει αὐθεντική καί ἀληθινή ἀπελευθέρωση. Πρός τό παρόν, ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει παραγνωρίζει ἤ νά ἀποσιωπᾶ τό θέμα. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν Δύση δημιουργικά καί πνευματικά. Ἡ ἐξάρτηση καί μίμηση, πού συνέβαιναν στό παρελθόν, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν συνάντηση. Μόνο μέσα σέ ἐλευθερία καί ἀμοιβαιότητα ἀγάπης εἶναι δυνατή μία ἀληθινή συνάντηση. Δέν ἀρκεῖ νά ἐπαναλαμβάνει κανείς ἁπλῶς δυτικές ἀπαντήσεις, νά ἐπιστρατεύει μιά δυτική ἀπάντηση ἐναντίον μιᾶς ἄλλης. Ἀλλά, πρέπει μᾶλλον μέ ἀκρίβεια νά ἀναγνωρίζουμε, νά βιώνουμε αὐτά τά δυτικά προβλήματα καί νά διεισδύουμε σ' αὐτά, πρέπει νά ἐξοικειωνόμαστε μέ ὅλη τήν δραματική προβληματική τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς σκέψεως.
Ὁ δρόμος, πού πρέπει νά ἀκολουθήσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, γιά νά ὑπερνικήσει τό δυτικό «σκάνδαλο», δέν βρίσκεται στήν ἀπόρριψη ἤ ἀκόμα στήν ἀνατροπή τῶν δυτικῶν θέσεων. Ὁ δρόμος, μᾶλλον, βρίσκεται στήν ὑπερνίκηση καί ὑπέρβασή τους μέ μιά νέα δημιουργική δραστηριότητα. Μόνο μιά δημιουργική ἐπιστροφή στά μοναδικά καί ἀρχαῖα βάθη θά χρησιμεύσει στήν ὀρθόδοξη σκέψη σάν τό αὐθεντικό «ἀντίδοτο» κατά τῶν φανερῶν καί κρυφῶν – ἤ ἀκόμα ἀγνώστων ὡς τώρα – πλευρῶν τῆς «δυτικῆς δηλητηριάσεως». Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καλεῖται νά ἀπαντήσει στά δυτικά ἐρωτήματα ἀπό τά βάθη τῆς ἀδιάσπαστης ὀρθόδοξης ἐμπειρίας καί νά ἀντιμετωπίσει τίς κινήσεις τῆς δυτικῆς σκέψεως μέ τήν ἀμετάβλητη ἀλήθεια τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας»[10].
Ἡ πνευματική ἐπιστροφή στίς πατερικές πηγές δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει σήμερα τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους ἁγίους Πατέρες τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόσο οἱ Δυτικοί, ὅσο καί οἱ Ἀνατολικοί σύγχρονοι ἄνθρωποι καί ἡ θεολογία τους ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἰδίως σήμερα, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες καί μάλιστα τούς Ἕλληνες Πατέρες, λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Δέν θά ἦταν σωστό νά ποῦμε ὅτι ἡ ρωσσική θεολογία, στήν δημιουργική της ἀνάπτυξη, εἶχε καταλάβει καί ἀφομοιώσει πλήρως ἤ ἀρκετά σέ βάθος τούς Πατέρες καί τό Βυζάντιο. Αὐτό πρέπει ἀκόμα νά τό κάνει. Πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τό αὐστηρό σχολεῖο τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτήρα στήν Ἐκκλησία· ἔχει ἐνσωματωθεῖ σ' αὐτήν τήν δομή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία (ἀξία) τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Φυσικά ἐδῶ δέν ἐννοεῖται ὁ Ἐθνικός Ἑλληνισμός τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς, οὔτε ὁ ἑλληνικός φυλετισμός, πού εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί χωρίς δικαίωση. Ἀσχολούμεθα μέ τήν χριστιανική ἀρχαιότητα, μέ τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς Εἰκόνος. Στήν λειτουργία, τό ἑλληνικό style τῆς «εὐσεβείας τῶν μυστηρίων» μπῆκε μέσα στόν ρυθμό τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, χωρίς νά ὑποστεῖ κάποιο εἶδος μυστικοῦ «ἐπανεξελληνισμοῦ». Θά μποροῦσε κανείς, πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε αὐθαίρετα νά «ἀφελληνίσει» τίς λειτουργίες καί νά τίς μεταφέρει σ' ἕνα πιό «μοντέρνο» style; Ἐπιπλέον, ὁ Ἑλληνισμός εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα προσωρινό σταθμό στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίσει νά σκέφτεται ὅτι οἱ «ἑλληνικές κατηγορίες (ἀξίες)» εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτό ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτός ἔχει βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δέν μπορεῖ ἴσως νά εἶναι καθολική παρά μόνο μέσα στόν Ἑλληνισμό. Βέβαια, ὁ Ἑλληνισμός ἔχει διπλή σημασία. Ἕνα ἀντιχριστιανικό στοιχεῖο κυριαρχοῦσε στό ἀρχαῖο πνεῦμα. Μέχρι τώρα ὑπῆρξαν πολλοί, πού κατέφυγαν στόν Ἑλληνισμό, μέ ὁλοφάνερο σκοπό νά σηκωθοῦν καί νά πολεμήσουν τόν Χριστιανισμό (ἁπλῶς θυμηθεῖτε τόν Νίτσε!). Ἀλλά, ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία· τέτοια εἶναι ἡ ἱστορική σημασία τῆς πατερικῆς θεολογίας. Αὐτή ἡ «ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνεπήγετο μιά ἀνελέητη διάσπαση, τό κριτήριο, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός, μεταμορφωμένος καθώς ἦταν, εἶναι τελείως ἱστορικός. Ἡ πατερική θεολογία εἶναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ γεγονότα, τά γεγονότα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὅλα τά σφάλματα καί οἱ πειρασμοί ἑνός ἐξελληνισμοῦ, πού ἐπιδιώχθηκε ἀπερίσκεπτα – συνέβησαν ἐπανειλημμένα στόν ροῦ τῆς ἱστορίας – δέν μποροῦν ἴσως νά μειώσουν τήν σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ θεμελιώδους γεγονότος : τό «Εὐαγγέλιο» καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητα καί Ἑλληνισμός εἶναι διάφορες ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαιρέτου δεδομένου»[11].
Τούς προηγουμένους αἰῶνες στήν Ρωσσία, ἀντί νά στηριχθοῦν στούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους Πατέρες, γιά νά διασώσουν καί αὐξήσουν τόν πολιτισμό, τήν ἱστορία, ἀκόμη καί τήν γλῶσσα τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσσίας, προτίμησαν νά υἱοθετήσουν τό παπικό θεολογικό σύστημα καί γλῶσσα, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό καί τόν δεισιδαιμονικό σλαβικό λαϊκισμό, ὁ ὁποῖος λαϊκισμός ἐπίστευε ὅτι «ὅ,τι ἦταν Ἑλληνικό τό ὑποψιάζονταν ὡς νοησιαρχικό καί συνεπῶς τό ἐχαρακτήριζαν ὡς περιττό καί ξένο πρός τίς ἀνάγκες τῆς ρωσσικῆς καρδιᾶς». Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ σχετικά :
«Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Χριστιανικό Ἑλληνισμό δέν εἶναι καθόλου πρόοδος, ἀλλά ὀπισθοδρόμηση, ἐπιστροφή πρός τά ἀδιέξοδα καί τίς ἀμηχανίες τοῦ ἄλλου Ἑλληνισμοῦ, ἐκείνου πού δέν εἶχε μεταμορφωθεῖ καί ἀπό τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε καμμία διέξοδος, παρά μόνον μέσῳ τῆς πατερικῆς ὁλοκληρώσεως. Ὁ ἴδιος ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός δέν ἦταν τίποτα ἄλλο παρά μιά ὀπισθοδρόμηση πρός τόν προχριστιανικόν ἰδεαλισμό. Ὅποιος εἶναι ἀπρόθυμος νά μείνει κοντά στούς Πατέρες, ὅποιος φοβᾶται νά ἀφεθεῖ νά σύρεται πίσω ἀπό τόν «πατερικό σχολαστικισμό», ὅποιος ἀγωνίζεται γιά πρόοδο καί προσπαθεῖ νά προχωρήσει πάνω στό κοσμικό ἐπίπεδο χωρίς ἀποτέλεσμα,ρίχνεται μοιραῖα πρός τά πίσω ἀπό τήν ἴδια τήν λογική τῶν πραγμάτων καί βρίσκει τόν ἑαυτό του ἀνάμεσα στήν συντροφιά τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλωτίνου καί τοῦ Φίλωνος, δηλαδή πρό Χριστοῦ. Τό ταξίδι του εἶναι μία μάταιη, ξεπερασμένη διαδρομή ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πρός τήν Ἀθήνα.
Ἄλλες ἀντιρρήσεις κατά τῆς «ἀπολογίας ὑπέρ τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἔρχονται ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά, ὄχι ἀπό τήν δυτική φιλοσοφία, ἀλλά ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἴδιου τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ. Δέν θά ἦταν σωστό νά μεταγράψουμε τήν Ὀρθοδοξία στό σλαβικό κλειδί, σύμφωνα μέ τόν ρυθμό αὐτῆς τῆς «σλαβικῆς ψυχῆς», πού πρόσφατα κερδήθηκε γιά τόν Χριστό; Μερικοί σλαβόφιλοι (π.χ. Orest - Miller) καί μετά ἀπό αὐτούς μερικοί λαϊκιστές σκέφτηκαν τέτοιες προσπάθειες. Ὅ,τι ἦταν ἑλληνικό τό ὑποψιάζονταν ὡς νοησιαρχικό καί συνεπῶς τό ἐχαρακτήριζαν ὡς περιττό καί ξένο πρός τίς ἀνάγκες τῆς ρωσσικῆς καρδιᾶς. «Ὁ λαός μας ἀφομοίωσε τόν Χριστιανισμό, ἀρχίζοντας, ὄχι τυχαία, ἀπό τόν πρόλογο, καί ὄχι ἀπό τό Εὐαγγέλιο· κατηχήθηκε, ὄχι μέ κήρυγμα, ἀλλά μέ τήν λειτουργία, ὄχι μέ τήν θεολογία, ἀλλά μέ τήν λατρεία, τήν προσκύνηση καί τόν σεβασμό τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων». Ὁ Tareiev τελευταῖα ἀμφισβήτησε τήν ἑλληνική «παράδοση» ἤ ἐπίδραση πιό φανερά ἀπό κάθε ἄλλον. Πολύ λογικά ἐπεκτείνει στήν πατερική παράδοση τήν ἀπόρριψη, πού κάνει γιά ὅλα τά εἴδη του Ἑλληνισμοῦ. «Ἡ πατερική διδασκαλία εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος ἕνα γνωστικισμός», ἐπίστευε. Εἶναι σωστό ἑπομένως ὅτι ἡ θεολογία πρέπει νά ἀκολουθεῖ τόν δικό της δρόμο, γιά νά ἀποφύγει τόν «βυζαντινό γνωστικισμό». Εἶναι ἀνάγκη νά δημιουργήσει μιά «φιλοσοφία τῆς καρδιᾶς»…
…«Ἡ ρωσσική θεολογία δέν ὑπέφερε ἀπό ἑλληνική καταπίεση. Ὑπέφερε, ἀντίθετα, ἀπό τήν ἀφροσύνη καί τήν ἐλαφρότητα, πού ἔδειξε, διακόπτοντας τήν συνέχιση τῶν ἑλληνικῶν καί βυζαντινῶν παραδόσεων. Τό γεγονός ὅτι ἀπέκλεισε τόν ἑαυτό της ἀπό αὐτήν τήν συνέχιση ἐπέδρασε γιά πολύ χρόνο κατά μαγικό τρόπο πάνω στήν ρωσσική ψυχή καί τήν κατέστησε στείρα, γιατί ἡ δημιουργία εἶναι ἀδύνατη χωρίς ζωντανές παραδόσεις. Ἡ ἀποκήρυξη τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς κληρονομιᾶς ἰσοδυναμεῖ πραγματικά μέ ἐκκλησιαστική αὐτοκτονία»[12].
Μετά ἀπό μιά τέτοια αὐτογνωσία, αὐτοκριτική θαρραλέα καί τολμηρά πρέπει νά διαλεχθοῦμε μέ τήν πατερική θεολογία καί συγχρόνως νά δώσουμε βάσει αὐτῆς «ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό ἔσχατο βάθος τῆς συνεχοῦς καθολικῆς ἐμπειρίας της καί νά προσφέρει στή δυτική ἐτεροδοξία, ὄχι μιά ἀνασκευή, ἀλλά μία μαρτυρία καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἰσότητα τῆς ἀγάπης». Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Ἡ Θεολογία μας, μιμούμενη ξένα πρότυπα, ἐπέρασε ἀπό τά κύρια στάδια τῆς θρησκευτικῆς σκέψεως τῆς σύγχρονης Εὐρώπης»…
…«Ἡ ἐξάρτηση καί ἡ μίμηση, ὅμως, δέν ἐσήμαινε ἀκόμα ἐσωτερική συνάντηση. Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἰσότητα τῆς ἀγάπης. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἐπαναλαμβάνουμε τίς ἕτοιμες ἀπαντήσεις τῆς Δύσεως· πρέπει μᾶλλον νά τίς ἀναλύουμε καί νά τίς βιώνουμε προσωπικά, νά διεισδύουμε καί νά κάνουμε κτῆμα μας ὅλη τήν προβληματική καί τό δρᾶμα τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς σκέψεως, νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἑρμηνεύουμε τόν πολύ δύσκολο καί γεμάτο στροφές δρόμο, πού ἀρχίζει ἀπό τό σχίσμα. Κανείς δέν μπορεῖ ἴσως νά καταλάβει πῶς δημιουργήθηκε μιά ζωή, παρά μόνο μέσα ἀπό τό μονοπάτι τῆς προβληματικῆς της, καί πρέπει κανείς νά τήν αἰσθάνεται καί νά τήν καταλαμβαίνει ἀκριβῶς στήν προβληματική της ἄποψη σάν μιά ζήτηση καί σάν μιά ἀσίγαστη ὁρμή πρός ἔρευνα. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μπορέσει νά ἐπιτύχει νά στερεώσει τήν ἀνεξαρτησία της ἀπό τίς δυτικές ἐπιδράσεις, παρά μόνον ἄν ἐπιστρέψει στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια. Αὐτό δέν σημαίνει πώς πρέπει νά παραβλέψουμε τήν ἐποχή μας, νά ἀποσυρθοῦμε ἀπό τήν ἱστορία, νά λιποτακτήσουμε ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης, Πρέπει, ὄχι μόνο νά κρατήσουμε τήν ἐμπειρία τῶν πατέρων, ἀλλά ἀκόμα νά τήν ἀναπτύσσουμε, καθώς θά τήν ἀνακαλύπτουμε, καί νά τήν χρησιμοποιοῦμε, γιά νά δημιουργήσουμε ἕνα σύγχρονο ἔργο. Ἐπίσης, ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν ἑτερόδοξη Δύση δέν πρέπει νά ἐκφυλισθεῖ σέ ἀποξένωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Δύση δέν συνεπάγεται καμμιά ἀληθινή ἀπελευθέρωση. Ἡ ὀρθόδοξη σκέψη πρέπει νά καταλαβαίνει τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς Δύσης καί νά εἶναι ἐπιεικής μαζί τους· δέν πρέπει νά νομίσει πώς ἔχει τό δικαίωμα νά τά προσπεράσει ἤ μέ αὐθάδεια νά τά ἀγνοήσει. Πρέπει, μέ δημιουργική σκέψη, νά ἐπαναλάβουμε καί νά ἀφομοιώσουμε ὅλην αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς Δύσεως, τίς ἀγωνίες της καί τίς ἀμφιβολίες της·  πρέπει νά πάρουμε ἐπάνω μας, ὅπως συνήθιζε νά λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, «τήν ἀγωνία τῆς Εὐρώπης», πού συσσωρεύθηκε μέσα ἀπό αἰώνων ἱστορία. Μόνο μέσῳ μιᾶς τέτοιας συμπάθειας, μιᾶς τέτοιας ἔμπρακτης συμπόνοιας, ὁ διηρημένος Χριστιανικός κόσμος μπορεῖ ἴσως νά βρεῖ τόν δρόμο πρός τήν ἕνωση, νά καταδεχθεῖ τούς ἀποχωρισμένους ἀδελφούς καί νά γίνει μάρτυρας τῆς ἐπιστροφῆς τους στήν ἑνότητα. Δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἀποδοκιμάζουμε καί νά ἀπορρίπτουμε τίς γνῶμες καί τά λάθη τῆς Δύσεως, ἀλλά μᾶλλον νά τά ὑπερνικήσουμε μέ μιά καινούργια δημιουργική δραστηριότητα. Αὐτό θά ἀποτελέσει γιά τήν ὀρθόδοξη σκέψη τό πρακτικῶς καλύτερο ἀντίδοτο κατά τῶν κρυφῶν καί ἀγνώστων δηλητηρίων, πού ἐπιδροῦν ἐπάνω της. Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται νά δώσει ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό ἔσχατο βάθος τῆς συνεχοῦς καθολικῆς ἐμπειρίας της καί νά προσφέρει στήν δυτική ἑτεροδοξία, ὄχι μιά ἀνασκευή ἀλλά μιά μαρτυρία καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας»…
…«Ἡ παλιά «πολεμική» θεολογία εἶχε πρό πολλοῦ χάσει ὅλη τήν ἐσωτερική σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Δέν ἦταν τίποτα περισσότερο ἀπό μιά σχολική διδασκαλία, πού στηριζόταν σέ παρόμοια δυτικά «ἐγχειρίδια». Ἡ νέα θεολογία, γιά νά ἀνασκευάσει λάθη, πρέπει νά ἐνημερωθεῖ ἀπό μίιά ἐμπεριστατωμένη ἱστορική ἑρμηνεία (historiosophic exegesis) γιά τήν θρησκευτική τραγωδία τῆς Δύσεως. Ὁπωσδήποτε, μίιά τέτοια ἑρμηνεία πρέπει νά δοκιμασθεῖ· πρέπει νά τήν κάνουμε δική μας καί νά δείξουμε ὅτι μπορεῖ νά ὑποστεῖ κάθαρση στήν πληρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως»[13].
Καί καταλήγει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ στό συμπέρασμα, πού εἶναι καί χρέος μαζί ὅλων μας, ὅτι «ἡ θεολογία γίνεται καί πάλιν κάτι τό κοινό, μιά παγκόσμια καθολική ἀποστολή». Αὐτή ἡ γνώμη μοῦ θυμίζει τήν προφητεία τοῦ μακαριστοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου Καππαδόκη Ἁγιορείτη, πού λέει : «Κάποτε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ἐδημιούργησε τό Ἅγιον Ὄρος ὡς μοναστικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τώρα ἦλθε ὁ καιρός, ἡ ὥρα, τό Ἅγιον Ὄρος νά δημιουργήσει ξανά τό Βυζάντιο μέ βάση κυρίως τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία». Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Ἑλληνορθόδοξοι Ρωμηοί τοῦ Βυζαντίου ἐθεολογοῦσαν, ὄχι μόνο διανοητικά, ὄχι μόνο πρακτικά, ὄχι μόνο στά μοναστήρια, ἀλλά μέ ὅλο τους τό φρόνημα, τήν ζωή, τήν ἐπιστήμη, τήν ἱστορία, τόν πολιτισμό, τήν τέχνη, τήν πολιτική, τήν φιλοσοφία, τήν παιδεία, τήν γλῶσσα, ἀκόμη καί μέ τήν οἰκονομία, διατηρώντας μιά ἰσορροπία ὕλης καί πνεύματος, μέ τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου, ἰδίως μέσα στήν λατρευτική κοινότητα, ὅπου ὁ κόσμος ἐγινότανε Ἐκκλησία, λαός τοῦ Θεοῦ, ἔθνος ἅγιον, βασίλειον ἱεράτευμα, προφήτης καί βασιλεύς καί ἱερεύς. Νά τί λέει ἐπ' αὐτοῦ ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Τώρα εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογία παύει νά εἶναι μία «ἰδιωτική ὑπόθεση», στήν ὁποία καθένας μπορεῖ ἐλεύθερα νά προσέξει ἤ νά μή δείξει κανένα σεβασμό, ἀνάλογα μέ τίς κλίσεις, τίς τάσεις ἤ τίς διαθέσεις του. Σ' αὐτόν τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς κρίσεως, ἡ θεολογία γίνεται καί πάλιν κάτι τό κοινό (a public thing), μιά παγκόσμια καθολική ἀποστολή. Πρέπει ὅλοι νά πάρουν τά πνευματικά ὅπλα. Τώρα πλέον εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογική σιωπή, ἡ ἀμφιβολία, ἡ μή δοθεῖσα μαρτυρία, ἰσοδυναμοῦν μέ προδοσία καί φυγή πρό τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ σιωπή μπορεῖ νά προκαλέσει σύγχυση, ὅπως καί μιά ἀλόγιστη σοφιστική ἀπάντηση. Ἐπιπλέον, σέ αὐτόν, πού μένει σιωπηλός, ἡ σιωπή του μπορεῖ νά εἶναι δηλητήριο καί νά σημαίνει τήν πτώση του καί αὐτός γίνεται συνένοχος, σάν νά ἦταν ἡ πίστη «κάτι τό ἐπουσιῶδες, καί ὄχι τόσο σίγουρο»[14].
Ἕνας ἄλλος κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος, ὁ Ρουμᾶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, στό βιβλίο του «Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος»[15], διαπραγματεύεται τό θέμα : «Ἡ θεολογία ὡς ἐκκλησιαστική διακονία ἐξήγησης καί ἐμβάθυνσης τῶν δογμάτων ἤ τοῦ λυτρωτικοῦ σχεδίου, καί ὡς ἀναζωογόνηση τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας». Θά παραθέσουμε ἐδῶ ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό τό κεφάλαιο αὐτό, γιά νά ἀποδείξουμε πώς τόσο ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅσο καί ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε ἔχουν κοινό θεολογικό ὀρθόδοξο φρόνημα, κοινή πολιτιστική καί πνευματική παράδοση, κοινή ζωή καί κοινή πιστή, τήν πίστη καί ζωή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς μόνης Ἐκκλησίας, πού εἶναι συνέχεια, πιστή καί ζωντανή, τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε βλέπει κάτι διαφορετικό, μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἴδιας ἀλήθειας, ἡ ὁποία δέν ἀναιρεῖ, ἀλλά συμπληρώνει, διασαφηνίζει καί φωτίζει τό θέμα, πού διαπραγματευόμαστε, δηλαδή «Ὁ Ὀρθόδοξος θεολόγος σήμερα». Ἴσως ἐμακρυγορήσαμε στό θέμα μας, ἀλλά νομίζουμε πώς ὅσα ἀναφέρονται ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητα, γιά νά δοῦμε στό ὅλο βάθος καί ὕψος, πλάτος καί μῆκος τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τόν ρόλο τοῦ ὀρθόδοξου θεολόγου σήμερα. Νά, τί λέει, λοιπόν, ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε :
«Ἡ θεολογία, ὅμως, μέ τήν σειρά της, πρέπει νά παραμένει στά πλαίσια τῶν γενικῶν καί ὅμως ἐπακριβῶν τύπων τῶν δογμάτων, ἀκριβῶς γιά νά τά διατηρεῖ σάν ἀντικείμενο ἔκφρασης βιωμάτων καί ἀνεξάντλητης ἐμβάθυνσης. Ἡ θεία φύση καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἰδιαίτερα ἑνωμένες κατά μέγιστο, ἀλλά ἀσύγχυτο τρόπο στό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, περικλείουν καί προσφέρουν πρός ἔκφραση ἕνα ἀπέραντο περιεχόμενο. Ποτέ δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθεῖ ἡ ἐξήγηση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὡς πρός τό δικό τους πλοῦτο ζωῆς καί ταυτόχρονα ὅσον ἀφορᾶ τόν ἀναλλοίωτο χαρακτήρα τους, ὅπως δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθεῖ ἡ περιγραφή τοῦ βάθους καί τοῦ σύνθετου τῆς ἕνωσής τους σ' ἕνα Πρόσωπο, πού εἶναι Αὐτό το ἴδιο ἕνα ἀνεξάντλητο μυστήριο, πάντα καινούργιο καί ὅμως ἀναλλοίωτο…
…Ἡ θεολογία εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης, πού κληροδοτήθηκε ἀπό τήν ἀρχική μαρτυρία καί βίωση τῆς Ἀποκάλυψης, πού τήν ἔχουμε στήν Γραφή καί στήν Ἀποστολική Παράδοση, μέ σκοπό νά τό κάνει καίριο ὡς παράγοντα σωτηρίας γιά κάθε γενεά πιστῶν. Θεολογία μ' αὐτήν τήν ἔννοια ἔγινε ἀπ' ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε. Θεολογία ἔκαναν καί οἱ Ἀπόστολοι, πού, ὄχι μόνο δέχτηκαν καί μετέδωσαν τήν Ἀποκάλυψη, ἀλλά τήν ἐβίωσαν καί τήν ἐξέθεσαν ὡς βίωμά τους, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο κατανόησης τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους. Θεολογία ἔκαναν καί οἱ Πατέρες, θεολογία κάνει καί κάθε ἱερέας, ὅταν ἑρμηνεύει τήν Ἀποκάλυψη, μέ σκοπό νά βιώνεται ἀπό τούς πιστούς του.
Ὡστόσο, δέν γίνεται ὅλη ἡ θεολογία ἐκκλησιαστική διδασκαλία, ἀλλά μόνο ἐκείνη, πού ἡ Ἐκκλησία τήν ἀφομοιώνει μέ τό ὁμόφωνό της ἐν χρόνῳ καί χώρῳ. Καί ἡ Ἐκκλησία ἀφομοιώνει μόνο ἐκείνη τήν θεολογία, πού ὁ χρόνος ἀποδεικνύει ὅτι ἦταν ὀργανικά ἀφομοιωμένη στήν προηγούμενη χριστιανική βίωση τοῦ περιεχομένου, πού ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ· μόνο ἐκείνη την θεολογία, πού μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀποδεικνύεται ὅτι ἑρμήνευσε τήν ἴδια βίωση τῆς ἴδιας Ἀποκάλυψης συγκεντρωμένης ἐν Χριστῷ. Ἀκόμη καί ἀπό τήν θεολογία, πού κάνουν οἱ θεολόγοι, πολλά πράγματα παραμένουν, χωρίς νά ἀφομοιωθοῦν ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔτσι ἀποδεικνύονται ἀνερμάτιστα…».
Τό χρέος τῶν θεολόγων
«…Οἱ θεολόγοι πρέπει νά ἐντάσσουν τήν διακονία τους σ' αὐτό τό ἔργο γιά τήν σωτηρία τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς κάθε ἐποχῆς. Γι' αὐτό ἡ προσωπική θεολογική ἔκφραση πρέπει νά ἐμφορεῖται, ὄχι ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά πρωτοτυπία πάσῃ θυσίᾳ, ἀλλά ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἐξήγηση αὐτοῦ, πού εἶναι κοινή κληρονομιά, καί πού διακονεῖ τήν σωτηρία τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀντίστοιχης ἐποχῆς· αὐτή πρέπει νά εἶναι πολύ οἰκεία μέ τήν ζωή προσευχῆς καί διακονίας τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ἐμβαθύνει καί ἀναζωογονεῖ αὐτή ἡ διακονία. Διαφορετικά ἡ Ἐκκλησία γίνεται τυπομανής στήν διακονία καί ἡ θεολογία ψυχρή καί ἀτομιστική…
…Ὁ θεολόγος πρέπει νά συμμετέχει σ' αὐτήν τήν προσευχή στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἡ θεολογία ἀποσκοπεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του πάνω στούς ἀνθρώπους…».
Τό μυστήριον τῆς θεολογίας
«…Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός λέει : «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ καί τῆς θεότητος ἄξιος; Τάς ἐντολάς φύλασσε· διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· διά πολιτείας ἄνελθε· διά καθάρσεως, κτῆσαι τό καθαρόν». (Θέλεις κάποτε νά γίνεις θεολόγος καί ἀξιωθεῖς νά μετάσχεις στήν θεότητα, στόν Θεό; Νά φυλάσσεις, νά τηρεῖς πιστά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά πορευθεῖς στήν ζωή σου, τηρώντας τά προστάγματα, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά ἀνέλθεις σέ πνευματικά ὕψη μέ σωστό τρόπο ζωῆς, φρονήματος, σκέψεως καί πράξεως. Νά καθαρισθεῖς ἀπό τά πάθη σου καί μέ αὐτό τόν τρόπο θά καταστήσεις δυνατήν τήν ἕνωση μέ τόν καθαρό Θεό)[16].
Γι' αὐτό οἱ Καππαδόκες πατέρες μιλᾶνε περί «τοῦ μυστηρίου τῆς θεολογίας». Ἐνῶ, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει : «Ὄρος ἐστίν ἄναντες ὡς ἀληθῶς καί δυσπρόσιτον ἡ θεολογία, ἧς μόλις ὁ πολύς λεώς τήν ὑπώρειαν φθάνει».(Ἡ θεολογία εἶναι βουνό ἀνηφορικό, ἀπότομο, δύσκολο καί δυσκολοδιάβατο ἀληθινά, στήν ὁποία ὁ πολύς λαός μόλις φθάνει πολύ λίγο, στούς πρόποδες τῆς θεολογίας δηλαδή)[17].
Ἡ πρόοδος τῆς θεολογίας
«…Ἡ πρόοδος τῆς θεολογίας ἐξηγεῖται καί ἀπό τήν πνευματική πρόοδο τῆς ἀνθρωπότητας, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, καθώς καί ἀπό τά καινούργια προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπό τά ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ πραγμάτωση αὐτῆς τῆς προόδου. Κοντολογίς, ἡ πραγματική πρόοδος τῆς θεολογίας καί μέ αὐτήν ἡ δικαίωσή της ὡς ζωντανή θεολογία – ἐπειδή χωρίς μιά τέτοια πρόοδο ἡ θεολογία δέν δικαιώνεται, παραμένοντας μιά ἀνεπαρκής ἐπανάληψη τῶν παλαιῶν τύπων – ἐξαρτᾶται ἀπό τούς ἑξῆς τρεῖς ὅρους : Ἀπό τήν πιστότητά της ἀπέναντι στήν ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη, ὅπως ἀποδίδεται στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά Παράδοση καί βιώνεται ἀδιάκοπα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας· ἀπό τήν εὐθύνη της ἀπέναντι στούς πιστούς τῆς ἀντίστοιχης ἐποχῆς· καί ἀπό τό ἄνοιγμά της πρός τό ἐσχατολογικό μέλλον, δηλαδή ἀπό τήν ὑποχρέωση νά καθοδηγήσει τούς πιστούς πρός τήν ἀληθινή τελείωσή τους σέ ἐκεῖνο τό μέλλον. Χωρίς τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς ὅρους, γεννᾶται μία ἀνεπαρκής καί σέ μεγάλο βαθμό ἄχρηστη θεολογία, μερικές δέ φορές ἀκόμη καί ἐπιβλαβής γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τούς πιστούς…».
Ὁ Ὀρθόδοξος θεολόγος σήμερα
«…Ἐμεῖς οἱ θεολόγοι τοῦ σήμερα μποροῦμε καί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά προβάλλουμε περισσότερο ἀπό τό παρελθόν τήν ἀνθρωπιστική χριστιανική συμβολή τῶν κυριοτέρων πράξεων τῆς θείας Ἀποκάλυψης, πού κορυφώθηκε ἐν Χριστῷ – ὅπως ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ θυσία Του πάνω στόν Σταυρό, ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ἀνάληψή Του ὡς ἀνθρώπου – καί τίς συνέπειες, πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτές, γιά τήν διακονία τῆς προόδου καί τῆς πνευματοποίησης γενικά. Αὐτή εἶναι ἡ θετική ἔννοια τοῦ ἀνοίγματος τῆς θεολογίας πρός τόν κόσμο, παραμένοντας πιστή στόν ἑαυτό της : Νά δώσει ὅλη τήν προσοχή στόν κόσμο, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναγνώρισης τῆς οὐσίας καί τῆς ἀξίας τοῦ κόσμου καί μέ τήν ἔννοια τῆς βοηθείας, πού πρέπει νά τοῦ προσφέρει, γιά μία ὀρθή ἀνάπτυξη τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ ἀληθινή χριστιανική ἀνθρωπότητα. Τά δόγματα τῆς ἐνσάρκωσης, τῆς ἀνάστασης καί τῆς θέωσης προσφέρουν μία μεγάλη συμβολή σέ αὐτή τήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπινου στήν αὐθεντικότητά του.
Ἡ ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, ἀντίθετα πρός τόν δοκητισμό (ἡ θεωρία περί μιᾶς φαινομενικῆς μόνο ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ), δέν εἶναι παρά ἡ αἰώνια ἐνίσχυση τοῦ σχετικοῦ διά τοῦ ἀπολύτου, ἑπομένως τοῦ κτιστοῦ.
Ὅσο ἐπιβλαβής εἶναι ἡ κλεισμένη στούς τύπους τοῦ παρελθόντος θεολογία, τόσο ἀνεπαρκής εἶναι ἡ ἀποκλειστικά προσκολλημένη στό παρόν θεολογία.
Ἐξίσου, ὅμως, ἐπιβλαβής καί προκαλούσα ἀταξία εἶναι ἡ θεολογία, πού δίνει προσοχή μόνο στό μέλλον, μία θεολογία, πού κυριαρχεῖται ἀπό ἕνα πνεῦμα οὐσιαστικά ἐσχατολογικό, πού παραμελεῖ τήν πραγματικότητα τῆς παρούσας ζωῆς καί τήν βοήθεια, πού πρέπει νά προσφέρει σέ αὐτήν. Αὐτό τό χαρακτηριστικό ἐκδηλώνεται συχνά στήν προτεσταντική θεολογία, πού ὑποτιμᾶ τό παρόν καί τό καθῆκον της γιά τήν ἐν χρόνῳ πνευματοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Καί γιά τό κάλεσμά του νά ἐκπληρώσει τά καθήκοντά του ἀπέναντι στούς συνανθρώπους του σήμερα, ὄντας ἀπασχολημένη ἀποκλειστικά μέ τήν ἐσχατολογική ἐλπίδα. Ἡ τεταμένη ἀναμονή τῆς μετά τό τέλος τοῦ κόσμου ζωῆς τονίζεται σχεδόν ἀποκλειστικά, ἰδιαίτερα σέ ὁρισμένες νεοπροτεσταντικές ὁμολογίες.
Μία χριστιανική θεολογία ὁλοκληρωμένη καί ἀνοικτή σέ μία ἀληθινή πρόοδο πρέπει βέβαια νά ἐμψυχωθεῖ ἀπό τήν ἐλπίδα καί τήν προοπτική τοῦ ἐσχατολογικοῦ μέλλοντος, ἀλλά ἡ ἐλπίδα καί ἡ προοπτική αὐτή ὑποστηρίζονται ἀπό τήν παρούσα ἐμπειρία μιᾶς συνεχοῦς προόδου στήν πνευματοποίηση καί στήν βελτίωση τῶν ἀγαπητικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Πρός αὐτό τό μέλλον προχωρεῖ κανείς μέ τήν βοήθεια τῆς παρούσης πνευματικῆς προόδου, βασική πηγή τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀποκορυφωμένη ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη, πού πραγματοποιεῖται ἐδῶ καί δύο χιλιάδες χρόνια, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνουν οἱ βιβλικές μαρτυρίες αὐτῆς τῆς Ἀποκάλυψης καί ἡ μαρτυρία τῶν χριστιανικῶν αἰώνων μέχρι σήμερα.
Ἀκόμη καί μέ τήν πιστότητά της ἀπέναντι στίς πράξεις καί τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, πού γνωρίσαμε ἀπό τό ἀποστολικό κήρυγμα, ἡ θεολογία μπορεῖ ὡστόσο νά προοδεύει σέ κατανόηση, χωρίς νά ξεπεράσει τό περιεχόμενο τῆς Ἀποκάλυψης.
Ἡ θεολογία πρέπει νά εἶναι, ὅπως καί ἡ Ἐκκλησία, ἀποστολική, σύγχρονη μέ κάθε ἐποχή καί προφητο-ἐσχατολογική. Στήν πορεία τῆς προόδου της, ὅμως, δέν πρέπει νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά προχωρεῖ μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, πού καθοδηγεῖται ἀπό τό Πνεῦμα, πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν…».
Θεολογία τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος
«…Ἡ χριστιανική θεολογία, πού ἀπαντᾶ σέ ὅλους τούς ὅρους, πού ἀναφέραμε, συμβάλλει στήν πρόοδο καί ἑπομένως διευκολύνει τήν ἀδιάκοπη καρποφορία τῆς Ἀποκάλυψης. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, αὐτή ἡ θεολογία εἶναι μία θεολογία τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδας. Μέ τήν πίστη ἐκδηλώνει τήν βεβαιότητά της ὡς πρός τήν πραγματική Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Μέ τήν ἐλπίδα ἀνοίγει στούς πιστούς τήν προοπτική γιά τήν πλήρη ἀφομοίωση τῶν ἀγαθῶν τοῦ ἀποκεκαλυμμένου Χριστοῦ. Μέ τήν ἀγάπη τούς βοηθάει νά ἑνώνονται ἀπό τώρα κιόλας μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Μέ τήν πίστη, ἡ θεολογία εἶναι πιστή στήν πραγματοποιημένη στό παρελθόν ἀποκάλυψη. Μέ τήν ἐλπίδα εἶναι ἀνοιχτή πρός τό μέλλον γιά τήν πλήρη συμμετοχή στά ἀγαθά τοῦ Χριστοῦ καί καθοδηγεῖ τήν πρόοδο πρός Αὐτόν, καί μέ τήν ἀγάπη καλλιεργεῖ τήν συμμετοχή ἀπό τώρα κιόλας σέ αὐτά τά ἀγαθά μέ μιά συνεχῶς αὐξανόμενη κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς συνανθρώπους μας. Μέ αὐτά τά τρία γνωρίσματα ἡ θεολογία εἶναι παραδοσιακή, ἀλλά ταυτόχρονα σύγχρονη καί προφητο-ἐσχατολογική…».
Θεολογία καί πρόοδος
«…Ἡ θεολογία καλλιεργεῖ τήν πρόοδο, βοηθώντας τήν πνευματική πρόοδο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπότητας πρός τήν καθολική καί τέλεια ἐσχατολογική κοινωνία. Ἡ ἴδια ἀποτελεῖ μέρος τῆς κίνησης τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος πρός τήν πλήρη ἕνωση μέ τόν Θεό, ἔχοντας ἕναν ἰδιαίτερα ἀποφασιστικό ρόλο σέ αὐτή τήν κίνηση μέ τήν ἰδιότητα τοῦ ἑρμηνευτοῦ τῆς κίνησης αὐτῆς.
Τήν κίνηση αὐτή τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος ὑποστήριξε ἀνεπιφύλακτα ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής κατά τοῦ ὠριγενισμοῦ, πού θεωροῦσε τήν κίνηση ὡς προϊόν τῆς πτώσης τῶν πνευμάτων ἀπό τήν πρωταρχική ἑνότητα[18]. Ἄν μέ τό πνευματικό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας αὐτή ἡ κίνηση πραγματοποιεῖται πρακτικά κατά τόν πιό ἀποφασιστικό τρόπο, ἡ θεολογία, πού ἐκπληρώνει ἰδιαίτερα τήν διακονία νά ἐξηγεῖ αὐτήν τήν κίνηση καί ἑπομένως νά τήν βοηθᾶ, καλεῖται νά βοηθᾶ γενικά ὅλη τήν κίνηση τῆς δημιουργίας πρός τόν Θεό…».
Θά ἔλθουμε τώρα στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά δοῦμε τί ὁ μακαριστός Ἅγιος Γέρων Παΐσιος Καππαδόκης Ἁγιορείτης μοῦ εἶπε σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τό ἔργο τοῦ ὀρθόδοξου θεολόγου σήμερα. Τονίζει, ὅπως θά διαπιστώσουμε, μία ἄλλη πλευρά τῆς ἴδιας ἀλήθειας, χωρίς νά διαφωνεῖ μέ τούς πατέρες Γεώργιο Φλωρόφσκυ καί Δημήτριο Στανιλοάε. Μᾶλλον συμπληρώνει καί φωτίζει καί ἐπικυρώνει ὅσα αὐτοί ἔγραψαν καί εἶπαν:
Ἀρχές Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Συμβουλές πνευματικές τοῦ μακαριστοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου Καππαδόκη Ἁγιορείτη
α) «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ· εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ». (Ἐάν εἶσαι θεολόγος, νά προσεύχεσαι ἀληθινά· ἐάν ἀληθινά προσεύχεσαι, εἶσαι θεολόγος) Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος καί Εὐάγριος.
β) «Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἤ  οἰκεῖν μέ ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν». (Ἐδιάλεξα νά εἶμαι παραπεταμένος μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον, την Ἐκκλησία, παρά νά κατοικῶ στά σκηνώματα, στά σπίτια τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν) Προφητάναξ Δαυίδ.
γ) «Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης». (Ἐκκλησιαστῆς).
δ) «Ἐκεῖνον (τόν Χριστόν) καί ἐκείνους (τούς ἀνθρώπους) δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι»[19]. (Ἐκεῖνος, ὁ Χριστός δηλαδή, καί ἐκεῖνοι, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, πρέπει νά αὐξάνονται ὡς πρός τήν δόξα καί τιμή, ἐγώ νά ἐλαττώνομαι δέ, δηλαδή νά ταπεινώνομαι)  Ἅγιος Ἰωάννης Πρόδρομος.
ε) «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». (Ἄς δοξάζεται ὁ Θεός γιά ὅλα ὅσα συμβαίνουν, εἴτε καλά εἴτε κακά) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. «Εἴτε οὖν ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποεῖτε»[20]. (Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὁ,τιδήποτε, ὅλα νά τά κάνετε πρός δόξαν Θεοῦ) Ἀπόστολος Παῦλος.
στ) «Πρῶτον ἁγιασθῆναι, εἶτα ἁγιάσαι. Πρῶτον φωτισθῆναι, εἶτα φωτίσαι. Πρῶτον σοφισθῆναι, εἶτα σοφίσαι. Πρῶτον σωθῆναι, εἶτα σῶσαι. Πρῶτον καθαρθῆναι, εἶτα καθάραι. Πρῶτον ποιεῖτε, εἶτα διδάξετε. Πρῶτον διδαχθῆναι, εἶτα διδάξαι. Πρῶτον ἁρπᾶσαι ἐκ τοῦ διαβόλου καί εἶτα δοῦναι Θεῷ τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων». (Πρῶτα νά ἁγιασθεῖς καί ἔπειτα νά ἁγιάσεις ἄλλους. Πρῶτα νά φωτισθεῖς καί μετά νά φωτίσεις ἄλλους. Πρῶτα νά γίνεις σοφός καί μετά νά κάνεις ἄλλους σοφούς. Πρῶτα νά σωθεῖς καί μετά νά σώσεις ἄλλους. Πρῶτα νά καθαρισθεῖς ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τόν θάνατο καί ἔπειτα νά καθαρίσεις ἄλλους. Πρῶτα νά πράττεις τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί μετά νά διδάξεις σέ ἄλλους. Πρῶτα νά ἁρπάξεις τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν διάβολο καί μετά νά τίς παραδώσεις στόν Θεό) Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος.
ζ) Ἄν θέλεις νά ἐπιτύχεις ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος, νά κάνεις τά ἑξῆς δύο : 1) Νά συνδέσεις τήν θεολογία μέ τήν θεία Λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 2) Νά συνδέσεις τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, πού πηγάζει ἀπό τήν θεία Λατρεία, μέ τά ὑπαρξιακά, προσωπικά, οἰκογενειακά, κοινωνικά, ἐθνικά καί παγκόσμια προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
ηἘρώτηση : Γέροντα Παΐσιε, τί εἶναι θεολογία;
Γέρων Παΐσιος : Θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτός πού βλέπει τόν Θεό, αὐτός καί γράφει καί κηρύττει τόν Θεό, αὐτός δηλαδή πού αἰσθάνεται ἐμπειρικά τόν Θεό ἤ ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες ἁγίους ἀνθρώπους, πατέρες παλαιούς καί νέους, αὐτός εἶναι σωστός ὀρθόδοξος θεολόγος.
θἘρώτηση : Ποιές εἶναι οἱ ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις, γιά νά ἀσκοῦμε τήν νοερά καρδιακή μονολόγιστη εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλόν», χωρίς κίνδυνο νά πλανεθοῦμε, νά παρασυρθοῦμε ἀπό τόν διάβολο;
Γέρων Παΐσιος : Οἱ πνευματικές προϋποθέσεις της εὐχῆς εἶναι :
1)     Ἐνθύμηση τῶν ἁμαρτιῶν μας (5’ λεπτά).
2) Αὐτομεμψία, αὐτοκατάκριση, αὐτοκατηγορία γιά τίς ἁμαρτίες μας (5’ λεπτά).
3) Μνήμη θανάτου, Κρίσεως καί Κολάσεως (5’ λεπτά).
4) Συχνή συμμετοχή στά θεῖα Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κυρίως μετάνοια, ἐξομολόγηση, θεία Κοινωνία.
5) Νά ἔχουμε ταπείνωση, πού ἑλκύει τήν θεία ἄκτιστη Χάρη.
Ἄν κάνουμε αὐτά, τότε μποροῦμε νά ἀσκοῦμε τήν νοερά καρδιακή, χωρίς κίνδυνο νά πλανεθοῦμε, νά παρασυρθοῦμε ἀπό τόν διάβολο.
ι) «Τό ὀρθοδοξεῖν ἐστίν τό ἀεί σχοινοβατεῖν». «Θεολόγει ἁλιευτικῶς, οὐχί δέ ἀριστοτελικώς». (Ἡ Ὀρθοδοξία καί ὀρθοπραξία εἶναι μία συνεχής σχοινοβασία. Νά θεολογεῖς ἁλιευτικῶς, δηλαδή ἀποστολικῶς καί πατερικῶς, ἐκφράζοντας τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία, θεογνωσία, θεοπτία μέ σκέψη, λόγο, γραφή καί πράξη, ὄχι δέ φιλοσοφικῶς, ἀριστοτελικῶς, σχολαστικῶς) Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος.
ια) Νά εἶσαι πάντοτε θεόκλητος καί ὄχι αὐτόκλητος θεολόγος. Λέει ὁ Χριστός μας στούς Μαθητές καί Ἀποστόλους : «Καθώς ἀπέσταλκέ μέ ὁ Πατήρ, καγώ πέμπω ὑμᾶς»[21] (Καθώς μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας καί ἐγώ στέλλω ἐσᾶς.) «Ἰδού ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων. Γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί»[22] (Νά, ἐγώ σᾶς ἀποστέλλω σάν πρόβατα ἀνάμεσα σέ λύκους. Νά εἶσθε, λοιπόν, φρόνιμοι σάν τά φίδια καί ἄκακοι ὅπως τά περιστέρια).
Θά καταθέσω τώρα τίς προσωπικές μου ἀπόψεις καί ἐμπειρίες σχετικά μέ τό θέμα «Ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος καί ἡ δημοσιογραφία»ποιές εἶναι οἱ ἀπαραίτητες προτεραιότητες, τίς ὁποῖες πρέπει ἕνας ὀρθόδοξος θεολόγος νά ἔχει ἱεραρχήσει μέσα του, γιά νά πετύχει στό ἔργο του σήμερα, καί θά τελειώσω μέ τήν «ἐξομολόγηση ἑνός ἀποτυχημένου θεολόγου», ἐμοῦ δηλαδή. Οἱ τρεῖς αὐτές μικρές ἑνότητες σκέψεων καί ἐμπειριῶν ἀκολουθοῦν κατά πόδας τίς θέσεις καί ἐμπειρίες τῶν προαναφερθέντων θεολόγων πατέρων Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημητρίου Στανιλοάε καί Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου, χωρίς νά ἔχω τήν ἐντύπωση καί τήν ἀπαίτηση ὅτι οἱ δικές μου ἐμπειρίες καί θέσεις ἰσοβαθμοῦν μέ ἐκεῖνες τῶν προαναφερθέντων πατέρων. Εἶμαι ἁπλῶς ἕνας ταπεινός μαθητής καί ὑποτακτικός τους, ἁμαρτωλός καί θνητός, ἀνάξιος καί ἐγωϊστής. Συγχωρέστε με…
α) Ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος καί ἡ δημοσιογραφία
Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί δημοσιογράφοι, πού ἔχουν αἴσθηση πνευματική, θεολογική κατάρτιση στιβαρή, ἀγωνιστικότητα ἀσυμβίβαστη πρός κάθε κατεστημένο, τό ὁποῖο προωθεῖ τήν λήθη, ἄγνοια καί ραθυμία παγκοσμίως, πρέπει νά ὑψώσουν φωνή διαμαρτυρίας, νά πᾶνε ἀντίθετα στόν μονόδρομο τῆς πολτοποιήσεως τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, ἡ ὁποία πολτοποίηση προωθεῖται ἀπό τό σύνολο σχεδόν τῶν Μέσων Εὐρείας Ἐπικοινωνίας (Μ.Μ.Ε.). Τά περισσότερα αὐτά μέσα, κάνουν δύο πράγματα :
Πρῶτον, ἀποκρύπτουν ὅσο μποροῦν τήν ἀλήθεια ἀπό τόν πολύ κόσμο. Κάποιος Ἕλληνας πολιτικός εἶπε πρίν λίγα χρόνια τό ἑξῆς ἀξιοσημείωτο, σέ στιγμές εἰλικρίνειας εὑρισκόμενος : «Στήν πολιτική καί δημοσιογραφία ἄλλα γίνονται καί δέν λέγονται, καί ἄλλα λέγονται καί δέν γίνονται».
Καί δεύτερον, γίνεται παραπληροφόρηση, διαστρέβλωση τῆς ἀληθείας, ὅταν γίνεται γνωστή, καί πλύση ἐγκεφάλου, τηλεκατευθύνοντας τήν κοινή γνώμη ἐκεῖ, πού ἐπιθυμοῦν οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Τύπου, τῆς Τέταρτης Ἐξουσίας, μέσα στήν δυτικοῦ τύπου ἰσχύουσα σήμερα Δημοκρατία.
Γιά νά ἀνατρέψουμε τό λανθασμένο αὐτό κλῖμα καί ἀπελπιστική κατάσταση, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί δημοσιογράφοι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τόν οἰκουμενικό, ὄχι οἰκουμενιστικό, Ἑλληνισμό (ἤ ὁ κάθε θεολόγος καί δημοσιογράφος νά ἀγωνίζεται γιά τήν δική του πατρίδα ἀπαθῶς, διακριτικῶς, ἀγαπητικῶς, ἀλληλοπεριχωρούμενος μέ τούς συναδέλφους του των ἄλλων ἐθνῶν, ἐννοεῖται ὀρθοδόξων ἐθνῶν. Ὅταν λέμε διακριτικῶς, ἐννοοῦμε πώς πνευματική διάκριση σημαίνει ἐπίγνωση ἀκριβής τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλάνθαστη αἴσθηση τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ καί ἱκανότητα νά φωτίζεις τά σκοτεινά σημεῖα καί καταστάσεις τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, διά τῆς ἀκτίστου θείας χάριτος[23].
Πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε τόν θεῖο φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά δημοσιογραφοῦμε καί νά θεολογοῦμε εἰλικρινῶς, εὐθέως, ἁγιοπνευματικῶς, ἁγιοπατερικῶς, παραδοσιακῶς, δηλαδή ὄχι συντηρητικῶς, ὄχι προοδευτικῶς, ὄχι αὐτοθεούμενοι, ὄχι εἰδωλοποιούμενοι, ὄχι αὐτονοούμενοι, ἀλλά σταυρικῶς καί ἀναστασίμως, ἀσκητικῶς καί προσευχητικῶς, νοοκαρδιακῶς καί εὐχαριστιακῶς, νηπτικῶς καί φιλοκαλλικῶς, μέ θεῖον ἔρωτα καί μετάνοια, μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, εἰρηνεύοντας μέ τόν Τριαδικό Θεό, τόν ἑαυτό μας ὁ καθένας καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἄν τά κάνουμε αὐτά, πιστεύω ὅτι θά δοξασθοῦμε αἰωνίως, ἀπολαμβάνοντας ὅσα αὐτί δέν ἄκουσε καί μάτι δέν εἶδε καί καρδία δέν ἐγνώρισε ἐμπειρικά ἐδῶ στήν γῆ, ἀπό αὐτά τά ἀγαθά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ὅσους τόν ἀγάπησαν, τόν ἀγαποῦν καί θά τόν ἀγαπήσουν μέχρι τήν συντέλεια τῶν αἰώνων[24].
Σκοπός τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί δημοσιογραφίας εἶναι νά συμβάλει στήν ἀντικειμενική ἐνημέρωση, στήν συνειδητοποίηση τῶν ἐλλοχευόντων κινδύνων, ἐθνικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν καί παγκοσμίων, στήν ἀνάπτυξη ἑνός ὑγιοῦς καί γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καί πατριωτισμοῦ, ὄχι ἐθνικισμοῦ, ὄχι ξενοφοβίας, ὄχι ρατσισμοῦ, ὄχι σωβινισμοῦ, νά ἐμπεδώσει τήν πεποίθηση καί ἐμπιστοσύνη στήν Οἰκουμενική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στόν Οἰκουμενικό Ἑλληνισμό, ὄχι στόν παναιρετικό Οἰκουμενισμό, ὄχι στόν διεθνιστικό κοσμοπολίτικο παγκοσμιοποιημένο ἐξαμερικανισμό καί ἐξευρωπαϊσμό.
Γιά νά γίνουν αὐτά, ὅμως, πρέπει νά πάρουμε γενναῖες ἀποφάσεις, νά ἀψηφήσουμε πρόσκαιρες ἀπειλές καί πιέσεις συμβιβασμοῦ καί νά ἀποβάλουμε τό νοσηρό ὑπαλληλικό βόλεμα καί θεσιθηρία καί τό σύνδρομο τοῦ ὑποψηφίου συνταξιούχου καί τοῦ πολιτικοποιημένου συνδικαλιστικοῦ κομματοστελέχους.
       β) Οἱ γενναῖες ἀποφάσεις αὐτές συγκεκριμενοποιοῦνται στίς κάτωθι ἱεραρχημένες προτεραιότητες : 
Ἱεραρχημένες προτεραιότητες τοῦ ὀρθόδοξου θεολόγου σήμερα μέσα του
α) Πρώτη προτεραιότητα θά θέσουμε τόν θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
β) Δεύτερη προτεραιότητα θά θέσουμε τό Ἅγιον Ὄρος ὡς Οἰκουμενική (ὄχι οἰκουμενιστική) Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή, Πολιτισμό, Θεολογία, Πνευματικότητα.
γ) Τρίτη προτεραιότητα θά θέσουμε τόν Οἰκουμενικό Ἑλληνισμό ὡς γλῶσσα, παιδεία, ἱστορία, ἤθη καί ἔθιμα, πολιτισμό, τέχνη καί ἐπιστήμη. Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ : «Πνευματικά ὅλοι εἴμαστε Ἕλληνες»[25]. Βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ὀρθόδοξος θεολόγος, ὁποιασδήποτε ἐθνικότητας, δέν πρέπει νά θέσει ὡς προτεραιότητα καί τήν ἰδιαίτερή του πατρίδα καί τόν πολιτισμό της. Οἱ Ἕλληνες ποτέ δέν ἔκαναν ἰμπεριαλισμό, ἐπεκτατισμό γιά νά ἐπιβάλουν τόν πολιτισμό καί τήν θρησκεία τους δυναστικά στούς ἄλλους λαούς καί ἔθνη. Αὐτό παρατηρήθηκε, ὄχι μόνο τόν καιρό τῆς συζεύξεως Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά καί στήν περίοδο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ἐδῶ ἁπλῶς θέλουμε νά τονίσουμε ἀπαθῶς ὅτι ὁ οἰκουμενικός Ἑλληνισμός εἶναι ἡ βάση καί τοῦ παγκόσμιου ἀνθρώπινου σημερινοῦ κόσμου καί πολιτισμοῦ.
δ) Τέταρτη προτεραιότητα θά θέσουμε τίς προσωπικές μας φιλοδοξίες, σχέδια καί ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες θά στηρίζονται καί ἀκολουθοῦν τίς πιό πάνω ἀναφερθεῖσες προτεραιότητες. Ὅμως, οἱ προσωπικές μας φιλοδοξίες πρέπει νά ἐπιδιώκονται μέ ἀγάπη, ἀλήθεια, δικαιοσύνη, ἑνότητα, ἁγιασμό καί ταπείνωση, γιά νά εἶναι κατά Θεόν, σύμφωνες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
ε) Πέμπτη προτεραιότητα θά θέσουμε ὁποιοδήποτε πρόσωπο ἤ ἰδέα ἤ κόμμα ἤ φιλοσοφία ἤ πολιτική ἤ ἐπιστήμη ἤ κράτος ἤ σωματεῖο ἤ ὀργάνωση (τοπική, ἐθνική, παγκόσμια), τά ὁποῖα, φυσικά, θά ὑπακούουν στίς πιό πάνω ἀναφερθεῖσες προτεραιότητες.
Ποτέ δέν πρέπει ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος νά γίνει προσωπολήπτης ἤ ἰδεοκράτης ἤ κομματόσκυλο ἤ εὐρωπαϊστής ἤ ἐθνικόφρων ἤ σοσιαλιστής ἤ κεφαλαιοκράτης. Πρέπει νά ἀγωνίζεται νά εἶναι πάντοτε ὀρθόδοξος θεολόγος, ταπεινός καί πρᾶος, μάρτυρας καί ὁμολογητής, διδάσκαλος καί πρακτικός ἐφαρμοστής τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του. Νά ἀκολουθεῖ ταπεινά τούς ἁγίους θεόπτες ἀνθρώπους, πατέρες, θεολόγους, παλαιούς καί νέους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν θά ἔλθει ἡ εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή μας, πρέπει νά εἴμαστε στό πνευματικό ἐκεῖνο ἐπίπεδο νά καυχώμεθα ἐν Κυρίῳ, γενόμενοι ἄφρονες, καί νά μποροῦμε νά ποῦμε : «Διά τούς λόγους τῶν χειλέων σου, Κύριε, ἐγώ ἐφύλαξα ὁδούς σκληράς» (Ἐγώ, Κύριε, ἐβίασα τήν ἀνθρώπινή μου φύση (ὄχι ἄλλους ἀνθρώπους), γιά νά τηρήσει τά λόγια τῶν χειλιῶν σου, δηλαδή τίς ἐντολές σου). Ὁπωσδήποτε, λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τῆς ἄγνοιας, λήθης καί ραθυμίας μας, δέν ἐπετύχαμε πλήρως  αὐτά, πού ὁ Θεός ἐζήτησε μέχρι σήμερα καί ζητάει ἀκόμη ἀπό ἐμᾶς νά κάνουμε. Πιστεύουμε, ὅμως, ὅτι, χάριτι Χριστοῦ καί δι' εὐχῶν τῶν ἁγίων Ἁγιορειτῶν Γερόντων μας, στό μέλλον θά τά ἐπιτύχουμε.
Τώρα, ἁπλῶς, ἀρκούμεθα νά ἐξομολογηθοῦμε δημοσίως καί νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό ὅλους, συγχωρώντας καί ἐμεῖς μέ τήν σειρά μας ὅλους, μισοῦντας καί ἀγαπῶντας ἡμᾶς, μισουμένους καί ἀγαπωμένους ὑφ' ἡμῶν, ζῶντας καί κεκοιμημένους, κολασμένους καί σεσωσμένους.
Ἐξομολόγηση ἀποτυχημένου θεολόγου
Δωδέκατη βυζαντινή ὥρα. Κρούουν (κτυποῦν) ὁ κόπανος, τό σιδεράκι, οἱ ἑφτά καμπάνες, πλῆθος δαιμόνων περικυκλώνουν τό Καθολικό (Κεντρικό Ναό τῆς Μονῆς) τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μύρων τῆς Λυκίας. Σκοπεύουν νά πολεμήσουν τούς μαυροφόρους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπόψε θά ἀγρυπνήσουν προσευχόμενοι. Φαίνονται ἀποτυχημένοι οἱ μοναχοί. Ποιός τούς ὑπολογίζει παγκόσμια, εὐρωπαϊκά, πανεθνικά, κοινωνικά, πολιτικά, φιλοσοφικά, μορφωτικά, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικά;
Σταυρός καί Ἀνάσταση ἡ ζωή τους. Δάκρυ, πόνος, σιωπή. Ὑπακοή, ἀκτημοσύνη, παρθενία. Κάθαρση, φωτισμός, ἔλλαμψη. Λογισμοί ἀπό δεξιά καί ἀπό ἀριστερά, ἀπό τά ἔσω καί ἀπό τά ἔξω, ἀπό πάνω κι ἀπό κάτω, ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, ἀπό Βορρᾶ καί Νότο. Ποιός μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό τίς χιλιάδες παγίδες τοῦ διαβόλου;
«Ἡ  ταπείνωση»[26]. Ἀποτυγχάνεις κάθε μέρα νά πετύχεις τήν παραμικρή νίκη κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός, τοῦ κόσμου, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου.
«Κράτησε τόν νοῦ σου στόν Ἄδη καί μήν ἀπελπίζεσαι»[27]. Ἴσως ἀπόψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μέ τήν ποιμαντορική ράβδο σπάσει στό ξύλο τούς δαίμονες καί δώσει κάποια πνευματική ἀνάσα στούς πατέρες.
Ἐγώ πάντως σαράντα ἕνα (41) χρόνια τώρα στήν Μονή Γρηγορίου ἀπέτυχα νά ζήσω ἐν Χριστῷ, ἔστω καί ἕνα κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου. Τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνο αὐτό : Δέν θέλω νά μετανοήσω. (Δηλαδή, ἡ ἄρρωστη ἀνθρώπινή μου φύση, συνδυαζομένη μέ ἀδιαφορία, ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία, πώρωση καί ἀναισθησία δέν ἀφήνει τήν ἄκτιστη θεία χάρη νά ἐνεργήσει μέσα μου τά ἔργα ἁγιότητος, πού μόνο αὐτή γνωρίζει νά κάνει ἀρρήτως, μυστικῶς, παραδόξως – Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής). Ὁ ἅγιος Γέροντάς μας τό βλέπει αὐτό, ἀλλά δέν λέει τίποτα. Κάποιος ἀποστολικός πατήρ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔγραψε περίπου τά ἑξῆς : «Νά μήν φοβᾶστε τόν ἐπίσκοπο, ὅταν ὁμιλεῖ εἴτε ἐλέγχοντας εἴτε νουθετώντας, ἀλλά νά φοβᾶστε τήν σιωπή του. Διότι, ἡ σιωπή τοῦ ἐπισκόπου σημαίνει πώς δέν ὑπάρχει πλέον ἄλλο περιθώριο σωτηρίας καί μετανοίας. Περιμένει πώς ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά ἀναλάβει νά νουθετήσει τούς χριστιανούς, πού δέν ἀγωνίζονται».
Ἀρχίζει τό Ἀπόδειπνο. «Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου». Θεέ μου, δέν μᾶς ἀκοῦς καί δέν μᾶς βλέπεις; Σήμερα τό πρωί κατέκρινα τόν προϊστάμενο τοῦ διακονήματος, γιατί δέν ἔκανε, κατά τήν ἐγωϊστική μου γνώμη, τό καθῆκον του. Τί νά πεῖς καί Ἐσύ μέ τά χάλια μου; Θά μιλήσεις σέ ἕνα ἀνυπάκουο μοναχό; Θά φανερώσεις τό ἅγιο θέλημά σου σέ μένα τόν τυφλό πνευματικά; Ἀφοῦ δέν θά τό κάνω. Κατά τά ἄλλα ἔχω τήν ἐντύπωση, Θεέ μου, πώς εἶσαι ὑπόχρεος νά μέ σώσεις, νά μέ δοξάσεις καί ἐπί γῆς καί στόν οὐρανό, νά μοῦ δώσεις ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Σου. Τί πλάνη, τί τρέλλα, τί ἀποτυχία πράγματι!
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό, τόν πλανεμένο, τόν ἀποτυχημένο, τόν αὐτοειδωλοποιημένο». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει κάπου πώς, ἄν δέν ἀπελπισθοῦμε τελείως ἀπό τόν ἑαυτό μας καί δέν ἐλπίσουμε τελείως στόν Θεό, δέν μποροῦμε νά βάλουμε ἀρχή στήν πνευματική ζωή. Γι' αὐτό σοῦ λέω, Θεέ μου, πώς ἀπέτυχα ὡς ἄνθρωπος, ὡς χριστιανός, ὡς μεγαλόσχημος μοναχός, ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος, ὡς Ἁγιορείτης, ὡς Ἑλληνοκύπριος, ὡς νήπιο, ὡς παιδί, ὡς ἔφηβος, ὡς νέος, ὡς ἄνδρας. Πάρε τίς ἀποτυχίες μου αὐτές. Δέν ἔχω τίποτα ἄλλο νά σοῦ προσφέρω. Ξέρω ὅτι εἶπες : «Οὐαί δι' οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται»[28]. (Ἀλλά ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο, διά τοῦ ὁποίου ἔρχεται τό σκάνδαλο). Ἀλλά, εἶπες ἐπίσης : «Ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[29]. (Ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά λάβουν γνώση, νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια, τόν Χριστό). Ἄν θέλεις, ὅποτε θέλεις, σῶσε με, εἴτε τό θέλω εἴτε δέν τό θέλω. Μή κοιτᾶς τήν ἐξωτερική ὑποκριτική μου εὐγένεια καί ἐπιπλαστή ἁγιότητα. Ἡ καρδία μου εἶναι γεμάτη φαρμακερά φίδια θανατηφόρα. Σκορπιοί καί πεινασμένα λιοντάρια τά πάθη μου, ζητοῦν ποιόν νά καταπιοῦν. «Βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος· τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου»[30]; (Βλέπω ἄλλον νόμο στά μέλη μου, ὁ ὁποῖος ἀντιστρατεύεται στόν νόμο τοῦ λογικοῦ μου καί μέ αἰχμαλωτίζει διά τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, πού ὑπάρχει στά μέλη μου. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Ποιός θά μέ ἐλευθερώσει ἀπό τό σῶμα αὐτό, πού εἶναι καταδικασμένο εἰς θάνατον;)
Χριστέ βοήθει! Ἀλλοιῶς δέν γίνεται τίποτα. Ὑπεραγία Θεοτόκε Παρθένε Μαρία, Κυρία καί Ἡγουμένη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τήρησε τίς ὑποσχέσεις, πού ἔδωσες στόν Ἅγιο Πέτρο  τόν Ἀθωνίτη καί σέ ὅλους τούς Ἁγιορεῖτες :
«Σύ ὑπέσχου, Παρθένε, προπολεμεῖν πάντοτε, πάντων τῶν ἐν τῷδε τῷ Ὄρει ἀράντων πόλεμον, πρός τόν πολέμιον, τόν τοῖς βροτοῖς πολεμοῦντα. Ὅθεν πλήρου, Δέσποινα, τήν σήν ὑπόσχεσιν. Ἀμήν». (Ἐσύ, Παρθένε Μαρία Θεοτόκε, ὑποσχέθηκες νά προπολεμεῖς, νά μᾶς προασπίζεσαι στόν πόλεμο τόν νοητό ὅλους τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς, πού ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος ἐξεσήκωσαν πόλεμο ἐναντίον τοῦ πολεμοῦντος αὐτούς διαβόλου. Γι' αὐτό, Δέσποινα Παναγία, νά τηρήσεις μέχρι τέλους ἀδιαψεύστως τήν ὑπόσχεση, πού ἔδωσες στούς Ἁγιορεῖτες, ὅτι θά τούς βοηθᾶς πάντοτε στίς δυσκολίες τους).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – « Ὁ Θεός εἶναι ἀδυσώπητος»
Θά τελειώσουμε μέ τήν κραυγή τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ἑνός ἀπό τούς τελευταῖα ἐμφανισθέντας ἁγίους τοῦ (20οῦ) εἰκοστοῦ αἰῶνος, ὁ ὁποῖος ἦταν θεόπτης θεολόγος θεοδίδακτος :
«Οἱ μῆνες ἐπερνοῦσαν καί τό μαρτύριο τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν ἐγινόταν ὁλοένα πιό καταθλιπτικό. Οἱ ψυχικές δυνάμεις τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ ἄρχισαν νά κάμπτωνται, τό θάρρος του ἀφανιζόταν. Ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας καί ἡ φρίκη τῆς ἀπελπισίας ἐκυρίευε σιγά-σιγά ὅλη του τήν ψυχή. Ὅποιος ἔζησε κάτι παρόμοιο, αὐτός ξέρει πώς καμμιά ἀνθρώπινη ἀνδρεία, καμμιά ἀνθρώπινη δύναμη δέν μπορεῖ νά ἀντέξει τέτοιο πνευματικό ἀγῶνα. Κάμφθηκε καί ὁ ἀδελφός Συμεών (Ἅγιος Σιλουανός μετά). Ἔφτασε ὡς τήν ἔσχατη ἀπόγνωση καί μία μέρα, πρίν ἀπό τόν ἑσπερινό, καθισμένος στό κελλί του, σκέφτηκε : «Ὁ Θεός εἶναι ἀδυσώπητος». Μέ αὐτόν τόν λογισμό ἔνοιωσε τελεία ἐγκατάλειψη καί ἡ ψυχή του γιά μιά περίπου ὥρα βυθίστηκε στό σκοτάδι μιᾶς ἀπερίγραπτης ἀγωνίας.
Ὅταν ἐπῆγε γιά τόν ἑσπερινό στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Προφήτη Ἠλία, πού εἶναι κοντά στόν μύλο, εἶδε στά δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης, στόν τόπο τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος, τόν ζῶντα Χριστό.
Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μέ ἀκατάληπτο τρόπο στόν νεαρό δόκιμο καί ὅλη του ἡ ὕπαρξη, ἀκόμη καί τό σῶμα του ἐγέμισαν ἀπό τήν φωτιά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό ἐκείνη τήν φωτιά, πού κατέβασε ὁ Κύριος μέ τόν ἐρχομό Του στήν γῆ[31].
Ἀπό τό ὅραμα ἔπεσε σέ ἐξάντληση ὁ Συμεών καί ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος ἀπό αὐτόν.
Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψουμε τήν κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόταν αὐτός ἐκείνη τήν ὥρα. Ξέρουμε ἀπό τό στόμα καί τά γραφόμενα τοῦ Γέροντα πώς τότε τόν περιέλαμψε τό μέγα Θεϊκό Φῶς· πώς ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο καί ἀνέβηκε μέ τό πνεῦμα στόν οὐρανό, ὅπου ἄκουσε ἄρρητα ρήματα. Πώς ἐκείνη τήν στιγμή ἐγεννήθηκε ἄνωθεν[32]. Τό γαλήνιο βλέμμα τοῦ Χριστοῦ, πού συγχωρεῖ τά πάντα, πού ἀγαπᾶ ἀπείρως, πού εἶναι γεμάτο ἀπό ἀνείπωτη χαρά, προσέλκυσε ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Καί ὅταν ἔγινε ἄφαντος, ἡ ψυχή του ἀπό τήν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀνηρπάγη στήν θεωρία τῆς θεότητος, ἔξω πλέον ἀπό τά σχήματα τοῦ κόσμου»[33].
Πολλές ψυχές ἀνθρώπων στήν ἐποχή μας ἔχουν πεῖ την κραυγή : «Ὁ Θεός εἶναι ἀδυσώπητος». Πολλές ἀπελπισμένες ψυχές ποθοῦν νά νοιώσουν τήν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μετά ἀπό τήν θέα τοῦ Προσώπου τοῦ ἀγαπημένου Νυμφίου Χριστοῦ. Ποιά ψυχή, ὅμως, ἀπό αὐτές εἶχε καί ἔχει τίς προϋποθέσεις τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες περιγράψαμε στήν παροῦσα μελέτη; Δυστυχῶς, ἐλάχιστες.
Χρέος, ἑπομένως, τοῦ ὀρθόδοξου θεολόγου σήμερα εἶναι νά βοηθήσει καί τόν ἑαυτό του καί τούς συνανθρώπους του νά ἀνακαλύψουν μέσα τους καί γύρω τους τίς προϋποθέσεις αὐτές, πού θά τούς εἶναι ἀπαραίτητες νά δοῦν τό Πρόσωπο τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, νά ἁρπαγοῦν στόν οὐρανό, νά δοῦν ἄρρητα ρήματα, νά γίνουν ὅλοι φῶς μέσα στό Φῶς, νά γίνουν ὅλοι ὀφθαλμός, ὅλοι μία θεία αἴσθηση, ὅλοι μία κοινότητα εὐχαριστιακή, νηπτική, νοοκαρδιακή ἑνότητα καί πληρότητα, νά ἐκκλησιοποιηθοῦν δηλαδή, νά γίνουν ζωντανά μέλη στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Εὐχόμαστε ἡ παροῦσα μελέτη νά γίνει ἀφορμή μετανοίας, πνευματικοῦ ἀγῶνος, αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας, γόνιμου καί δημιουργικοῦ διαλόγου, προβληματισμοῦ καί ἀρχή μιᾶς νέας πορείας μέσα στήν χιλιετία, πού διανύουμε, στόν χῶρο τῆς καθ' ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)        Καινή Διαθήκη
2)        ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ, Ζῶον θεούμενον, ἐκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979.
3)        ΑΓΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, Ἀσκητικά, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1976.
4)        ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἔκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσ/κη 1972, μτφρ. Παναγιώτης Κ. Πάλλης.
5)        Τοῦ ἰδίου, Σταθμοί τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας, Μέρος πρῶτο, μτφρ. Εὐτυχία Β. Γιούλτση, ἔκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσ/κη 1986.
6)        ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ὀρθοδοξία καί Δύση στήν Νεώτερη Ἑλλάδα, ἔκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.
7)        ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος˙ εἰσαγωγή στήν ὀρθόδοξη δογματική θεολογία, μτφρ. π. Κων/νος Comman καί Γιώργος Παπαευθυμίου, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα, Μάρτιος 1995.
8)        Τοῦ ἰδίου, Θεολογία καί Ἐκκλησία, ἔκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1989, μτφρ. Νῖκος Τσιρώνης.
9)        ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Κλῖμαξ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, μτφρ. Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978.
10)   ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WAREἩ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μτφρ. Ἰωσήφ Ρολίδης, ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 1996.
11)   ΘΕΟΔΩΡΑ ΧΑΜΠΑΚΗ, Ἡγουμένη Ἱ. Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου, Γεροντικόν, ἔκδ. Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἀδελφότητα «Λυδία», ἔκδ. 7η, Θεσ/κη 1989.
12)   ΑΡΧΙΜ. ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἔκδ. Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, τέταρτη ἔκδοση, 1988.
13)   ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς˙ διδάσκαλος τῆς θεώσεως, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000.
14)   ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Κείμενα ἀπό τό ἀρχεῖο θεολογικῶν μελετῶν τοῦ συγγραφέως τῶν ἐτῶν 1992-2001.    



[1] Α' Κορ. 4, 10.
[2] Ματθ. 18, 3.
[3] Α' Κορ. 14, 20.
[4] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος 45, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, 7, PG 36, 632ΑΒ. Καί ἐν ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ, Ζῶον Θεούμενον, ἐκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 29.
[5] Ἰω. 8, 32.
[6] Ἰω. 14, 6-7.
[7] ΟΣΙΟΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, Ἀσκητικά.
[8] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΚΣΥ, Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, ἐκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1979, Κεφάλαιο «Δυτικές ἐπιδράσεις στήν Ρωσσική Θεολογία», σσ. 206 – 208.
[10] Ὅ. π., σσ. 210-211.
[11] Ὅ. π., σσ. 226 - 228.
[12] Ὅ. π., σσ. 230-232.
[13] Ὅ. π., σσ. 232-235.
[14] Ὅ. π., σ. 239.
[15] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Ὁ Θεός, ὁ κόσμος και ὁ ἄνθρωπος˙ εἰσαγωγή στήν ὀρθόδοξη δογματική θεολογία, μετάφραση π. Κωνσταντίνος Coman καί Γιῶργος Παπαευθυμίου, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα Μάρτιος 1995, σσ. 133-154.
[16] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Λόγος Κ12, PG 35, 080.
[17] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί τοῦ βίου Μωϋσέως, PG 44, 373.
[18] ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί διαφόρων ἀποριῶνPG 91, 1031, 1418.
[19] Ἰω. 3, 30.
[20] Α' Κορ. 10, 31.
[21] Ἰω. 20, 21.
[22] Ματθ. 10, 16.
[23] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ' (26ος) περί διακρίσεως, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978, σσ. 281-333.
[24] Α' Κορ. 2, 9.
[25] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ WAREἩ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα Ἀπρίλιος 1996, σ. 11.
[26] ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, μετάφραση : Θεοδώρα Χαμπάκη, ἐκδ. Λυδία, Θεσ/νίκη 1989, σ. 260.
[27] ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, τέταρτη ἔκδοση 1988, σσ. 42 καί 237-243.
[28] Ματθ. 18, 7.
[29] Α' Τιμ. 2, 4.
[30] Ρωμ. 7, 23-24.
[31] Λουκᾶς 12, 49.
[32] Ἰω. 1, 13 καί 3, 3.
[33] ΑΡΧΙΜ. ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ, ἔνθ’ἀνωτ., σσ. 23-24.