Σελίδες

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Πέμπτο ἀφυπνιστικὸ προσκλητήριο, Μία ἐπιδημία...

"Μία ἐπιδημία· πέμπτο ἀφυπνιστικὸ προσκλητήριο… Καὶ ἐὰν ἐμεῖς οὔτε μὲ τὸ κήρυγμα οὔτε μὲ τὶς μικρὲς θλίψεις οὔτε μὲ τὶς μεγάλες συμφορὲς δὲν μετανοήσουμε, τότε θὰ ἐκδώσῃ τὸ προσκλητήριο ἐκεῖνο ποὺ τρέμω νὰ τὸ πῶ. Εἶ­νε τὸ φοβερώτερο ἀπ᾽ ὅλα· εἶνε ὁ πόλεμος" (π. Αυγουστίνος)


Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2296
Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)
21 Ἰουνίου 2020



Σαλπιζει προσκλητηριο!

«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19)


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΤΥΠΑ ΤΗΝ ΘΥΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ













Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ, ἀγαπητοί μου, ὅπως ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Βηματίζει στὴν ἀκροθαλασσιὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ πλησιάζει τοὺς ψαρᾶδες. Προσ­καλεῖ δύο ἀ­δέρφια, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα· καὶ πιὸ πέρα ἄλλα δύο ἀδέρφια, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Τί ἆραγε σκοπεύει νὰ κάνῃ;
Ἀνοίγει σχολεῖο, ἀρχίζει νὰ συγκεντρώνῃ μα­θητὰς κι αὐτοὶ οἱ τέσσερις εἶνε οἱ πρῶτοι· τοὺς προσ­καλεῖ νὰ τοὺς ἐγγράψῃ στὸ μαθητο­λόγιό του, νὰ τοὺς ἐκ­παι­δεύσῃ, γιὰ νὰ τοὺς ἀναδείξῃ μιὰ μέρα δι­­δασκά­λους καὶ καθηγη­τὰς τῆς οἰκουμένης. Ἔχει νὰ κάνῃ καὶ πόλεμο, χρειάζεται μαχητάς· στρατολογεῖ λοιπὸν αὐ­τοὺς τοὺς τέσσερις ἄνδρες, ποὺ τοὺς βρίσκει κατάλληλους γιὰ τὸ σῶμα ποὺ ἑτοιμάζει.


Καὶ οἱ τέσσερις αὐτοί, μαθηταὶ καὶ ὑποψήφιοι μαχηταί, ὑπακούουν ἀμέσως στὴν πρόσ­κλησι τοῦ Χριστοῦ. Ἀφήνουν τὰ δίχτυα τους, τὰ πλοιάριά τους, τοὺς γονεῖς τους, ὅ,τι πιὸ ἀ­­γαπητὸ εἶχαν σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, καὶ χωρὶς δισταγμὸ ἀκολουθοῦν τὸ Ναζωραῖο. Τὸν ἀκολουθοῦν ὄχι γιὰ λίγο, ὄχι προσωρινά, ἀλλὰ διὰ βίου, γιὰ πάν­τα· θὰ μείνουν πιστοὶ καὶ ἀ­φωσιωμένοι σ᾽ αὐτὸν μέχρι θανάτου.

* * *

Ὁ Κύριος ὅμως, ἀγαπητοί μου, δὲν προσ­κάλεσε κοντά του ἀνθρώπους μόνο τότε· συνέχισε νὰ προσκαλῇ καὶ μετὰ τὴν ἐμφάνισι τῆς Ἐκκλησίας του, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, σὲ κά­θε ἐποχή, σὲ κάθε γενεά. Ἐξ­ακολουθεῖ λοι­­πὸν νὰ προσκαλῇ καὶ σήμερα. Ὅ­πως προσ­κάλεσε τοὺς τέσσερις ἐκείνους μαθητάς, ἔτσι προσκαλεῖ τώρα κ᾽ ἐμᾶς. Μᾶς προσ­­καλεῖ ὄχι βέβαια γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ ἀποστόλους του ὅ­πως ἐκείνους· ἐκείνη ἦταν μία μοναδικὴ πρόσ­κλησι γιὰ κάτι ἰδιαίτερο, κάτι ἐξαιρετικό, γιὰ τὴ σω­τηρία τοῦ κόσμου. Ἐμᾶς μᾶς προσκαλεῖ ὄ­χι γιὰ νὰ σώσουμε ἄλλους, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθοῦ­με οἱ ἴδιοι· μᾶς προσκαλεῖ γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ.
Γι᾽ αὐτὴ τὴν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ λοι­πὸν ἂς μιλήσουμε κ᾽ ἐμεῖς τώρα.
⃝ Τὸ κήρυγμα. Τὸ πρῶτο, τὸ γενικὸ προσκλητήριο ποὺ ἀ­πευθύνει σὲ ὅλους μας, εἶνε τὸ κήρυγμα. Ὁ ἱεροκήρυκας εἶνε ἕνας ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ. Δὲν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μοιράζῃ τὰ προσκλητήρια τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μοιράζει παντοῦ καὶ καλεῖ τοὺς ἁμαρτω­λοὺς νὰ μετανοήσουν. «Δεῦτε ὀ­πίσω μου», λέει (Ματθ. 4,19). Τὴ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀ­κοῦμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, διαβιβάζει ὁ κάθε ἁ­πλὸς κήρυκας –παρὰ τὴ δική του ἀτέλεια– στοὺς Χριστιανοὺς τῆς γενεᾶς του. Ἂς εἶ­νε ὁ ἴδιος ἕνας ἀδύναμος ἄνθρωπος, ἕνας ἁ­μαρτωλὸς ὅπως εἴμαστε ὅλοι· ἂς ἔχῃ ἐλαττώ­ματα καὶ πάθη ὅπως κάθε θνητός. Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ βρί­σκεται ἐπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ ἐφ᾽ ὅ­σον κηρύττει ὅ,τι δίδαξε ὁ Χριστός, ἡ φωνή του – τὸ κήρυγμά του – τὰ λόγια του εἶνε φω­νὴ τοῦ Χριστοῦ. Προσκλητήρια Θεοῦ εἶνε τὰ κηρύ­γματα ποὺ ἀκοῦμε· Μετανοῆστε! ἀφῆ­στε τὴν ἁμαρτία! ἀγαπῆστε τὸ Χριστό! ἀκολουθῆστε τὸ δρόμο τῆς αἰωνίου ζωῆς!… Αὐ­τὸ σαλπίζει ὁ ἄμβωνας. Αὐτὰ διδάσκουν οἱ ἱεροκήρυκες σήμερα, αὐτὰ θὰ διδάξουν αὔριο, αὐτὰ θὰ διδάσκουν πάν­τοτε.
Πόσοι ὅμως ἀκοῦνε μὲ προθυμία τὸ κήρυ­γμα; πόσοι δέχονται τὸν ἔλεγχο τοῦ ἱεροκήρυκα; πόσοι ἐφαρμόζουν καὶ ἐκτελοῦν ὅ,τι δι­δάσκουν οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας; Οἱ περισσότεροι περιφρονοῦν τὴν πρόσκλησι αὐ­τὴ τοῦ Κυρίου. Μὲ τὴ στάσι τους «ξεσχίζουν» τὸ προσκλητήριο καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν τὸν βίο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ τότε τί κάνει ὁ Κύριος· στέλ­νει τὸ δεύτερο προσκλητήριο, ποὺ εἶνε
⃝ Οἱ θλίψεις. Εἶνε προσκλητήριο ὄχι χαρμόσυνο, δὲν εἶνε γραμμένο μὲ χρυσᾶ γράμματα· εἶνε προσκλητήριο πένθιμο. Ἡ θλῖψις (εἴ­τε φτώχεια λέγεται, εἴτε συκοφαντία, εἴτε δι­ωγμός, εἴτε θάνατος προσφιλοῦς προσώπου, εἴτε κάτι ἄλλο), ἡ θλῖψις εἶνε μία σάλπιγγα ποὺ φωνάζει πολὺ δυνατά. Τί σαλπίζει· Ἄν­θρωποι, «δεῦτε ὀπίσω», μετανοῆστε!…
Καὶ μὲ τὶς θλίψεις συχνὰ βλέπουμε ἀ­ποτέλεσμα· πολλὲς φορές, ὅ,τι δὲν κατώρθωσε τὸ κήρυγμα, τὸ κατορθώνει ἡ θλῖψις.
Λὲς π.χ. στὸ φιλάργυρο· Μὴ θησαυρί­ζεις, κάνε ἐλεημοσύνη, δίνε κάτι καὶ στὸ φτωχό… Αὐτὸς τίποτε· ἔχει φραγμένα τ᾽ αὐτιά του, δὲν ἀκούει. Ἔρχεται ὅμως μία θλῖψις (ἢ κατα­στρέφεται ἡ σοδειά, ἢ πέφτουν τὰ ὁμόλογα, ἢ ἀποτυγχάνουν οἱ ἐπιχειρήσεις, ἢ χάνονται τὰ χρήματά του, ἤ…)· καὶ τότε καταλαβαίνει πόσο δίκιο εἶχε ὁ Χριστὸς ὅταν τὸν προσκαλοῦ­σε καὶ τοῦ ἔλεγε «Δεῦτε ὀπίσω μου». Ἀ­ποφα­σίζει τώρα, φτωχὸς πλέον, ν᾽ ἀκολουθή­σῃ τὸ Χριστό. Σώθηκε διὰ τῆς θλίψεως.
Νά κ᾽ ἕνας ἄλλος. Εἶνε νέος. Γλεντάει, δι­ασκεδάζει· δὲν ἀκούει κηρύ­γμα­τα, συμβουλές, ὑποδείξεις· οὔτε θέλει νὰ δεχτῇ καμμία ἄλλη πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ. Ἔρχεται ὅμως καὶ γι᾽ αὐτὸν θλῖψι· εἶνε μιὰ ἀσθένεια. Πέφτει ἄρρωστος στὸ κρεβάτι. Καὶ ἐκεῖ μετανοεῖ ὅ­πως ὁ ἄσωτος. Τώρα βλέπει πόσο δίκιο εἶχε ἡ Ἐκκλησία ὅταν ἔλεγε ὅτι «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Νά κ᾽ ἕνας ἄλλος. Εἶνε γονιός, πατέρας ἢ μάνα. Εἶνε προσκολλημένοι ὑπερβολικὰ στὰ παιδιά τους, τὰ λατρεύουν, τά ᾽χουν κάνει εἴ­δωλο. Θεὸ δὲν σκέπτονται, ἐκκλησία δὲν πατοῦν, προσευ­χὲς δὲν κάμνουν. Ὅλα γιὰ τὰ παι­διά!… Τά ᾽χουν θεοποιήσει… Ἀλλὰ ἔρχεται ἡ θλῖψι· μιὰ μέρα, τὸ παιδὶ ἐκεῖνο ποὺ λάτρευαν, τὸ παίρνει ὁ Θεός! Ταράζονται πολύ. Ἡ καρδιά τους τώρα χτυπάει δυνατά· ἀλλὰ συγχρόνως χτυπάει καὶ ἡ καμπάνα τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό. Πατέρας καὶ μάνα ζητοῦν παρηγοριά, πλησιάζουν τὴν Ἐκκλη­σία, ἀρχίζουν νὰ ζοῦν χριστιανικά. Ποιός τοὺς ἔφε­ρε κοντὰ στὸ Χριστό; Ἡ θλῖψις, ὁ θάνατος.
Ἀλλὰ κάποτε δὲν μετανοοῦμε οὔτε μὲ τὶς θλίψεις αὐτές· μένουμε σκληροί, ἀδιάλλακτοι. Καὶ τότε; Ὤ! τότε ὁ Χριστὸς ἐκδίδει καὶ στέλνει ἄλλα προσκλητήρια. Καὶ εἶνε φοβερὰ τὰ προσκλητήρια αὐτά. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ δὲν θέλου­με νὰ καταλάβουμε μὲ τὸ καλό, τί πρέπει νὰ γίνῃ; Χρησιμοποιεῖ θλίψεις μεγάλες, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ ξυπνήσουμε, νὰ συναισθανθοῦ­με ποῦ βρισκόμαστε. Δηλαδή;
⃝ Οἱ μεγάλες συμφορές. Ἕνας σεισμός· εἶνε ἕνα φοβερὸ προσκλητήριο. Μία πυρκαϊά· ἄλ­λο συν­ταρακτικὸ προσκλητήριο. Μία πλημμύρα· τρίτο δυνατὸ προσκλητήριο. Μία ἄλλη ἐκτεταμένη καταστροφή· τέταρτο συγκλονιστικὸ προσ­κλητήριο. Μία ἐπιδημία· πέμπτο ἀφυπνιστικὸ προσκλητήριο… Ὅλα αὐτὰ εἶνε μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς θέλει νὰ μᾶς ὁ­δηγήσῃ πάλι κοντά του, νὰ μᾶς ἐ­πα­ναφέρῃ στὴν αὐλή του, ἀπ᾽ τὴν ὁποία ἔχουμε ξεμακρύ­νει καὶ περιπλανώμεθα μέσα σὲ δρυμοὺς καὶ σὲ δάση τῆς κακίας.
Καὶ ἐὰν ἐμεῖς οὔτε μὲ τὸ κήρυγμα οὔτε μὲ τὶς μικρὲς θλίψεις οὔτε μὲ τὶς μεγάλες συμφορὲς δὲν μετανοήσουμε, τότε θὰ ἐκδώσῃ τὸ προσκλητήριο ἐκεῖνο ποὺ τρέμω νὰ τὸ πῶ. Εἶ­νε τὸ φοβερώτερο ἀπ᾽ ὅλα· εἶνε ὁ πόλεμος. Ὁ πόλεμος, τοπικὸς ἢ καὶ παγκόσμιος, εἶνε μάστιγα τοῦ Θεοῦ. Τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς τελευ­ταῖο μέσο ἀφυπνίσεως καὶ ἐπιστροφῆς σ᾽ αὐτόν.

* * *

Πόσο εὐτυχεῖς ἦταν, ἀγαπητοί μου, οἱ μαθη­ταὶ τοῦ Κυρίου, ποὺ μόλις ἄκουσαν τὸ «Δεῦ­τε ὀπίσω μου» ἄφησαν τὰ πάν­τα καὶ τὸν ἀκολούθησαν! Τὸ ἴδιο εὐτυχεῖς θὰ εἴμαστε κ᾽ ἐ­μεῖς, ἐὰν δεχτοῦμε τὸ προσκλητήριό του. Μᾶς προσκαλεῖ ὄχι γιὰ θάνατο ἀλλὰ γιὰ ζωή. Μᾶς προσκαλεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσῃ· αὐτὸς εἶ­νε ὁ Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Μᾶς προσ­κα­λεῖ νὰ μᾶς παρηγορήσῃ· αὐτὸς εἶνε ὁ παρή­γορος τῶν καρδιῶν μας. Μᾶς προσκαλεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ· αὐτὸς εἶνε ὁ ἐλευθερωτής. Μᾶς προσκαλεῖ γιὰ νὰ μᾶς χαρίσῃ πλούτη πνευματικὰ καὶ ἄφθαρτα· αὐτὸς εἶνε ὁ βασιλεὺς οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Ἂς σπεύσουμε λοιπόν. Ἂς ἀκούσουμε τὸ κήρυγμά του. Ἂς δεχτοῦμε τὸ προσκλητήριό του. Ἂς μὴ γυρίσουμε πίσω κενοί. Ἂς τεντώσου­με τ᾽ αὐτιά μας ν᾽ ἀκούσουμε τὴ σάλπιγγα, ποὺ σημαίνει τὸ προσκλητήριο «Δεῦτε ὀπίσω μου». Ἂς ἀπαντήσουμε κ᾽ ἐμεῖς· Κύριε Ἰησοῦ, ἔρχομαι, ἐπιστρέφω σ᾽ ἐσένα· δέξου με ποὺ μετανοῶ καὶ σῶσε με· ἀμήν!
Τὸ κήρυγμα εἶνε τὸ σάλπισμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως ὁ στρατιώτης, ὅταν ἀκούσῃ τὴ σάλπιγγα τῆς μονάδος του νὰ χτυπάῃ προσκλητήριο, δὲν ἐξετάζει ἂν ὁ συγκεκριμένος σαλπιγκτὴς εἶνε κοντοχωριανός του ἢ ἀπὸ ἄλλη περιοχή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀκούει τὸ κήρυγμα ἂς μὴν ἐξετάζῃ ἐὰν ὁ ἱεροκήρυκας εἶνε ἅγιος ἢ ἁμαρτωλός, εὐγενὴς ἢ ἀγενής. Μία μόνο ὑποχρέωσι ἔχει· νὰ δεχτῇ καὶ νὰ ἐκ­τελέσῃ ὅποιο παράγγελμα κηρύττει ὁ κήρυκας. Ὅσο γιὰ τὸν κήρυκα, ἂν σαλπίζῃ καλὰ τὸ θεϊκὸ σάλπισμα, αὐτὸ θὰ τὸ κρίνῃ ὁ Θεός.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 30-6-1940. 

Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καὶ μικρὴ ἀναπλήρωσις 6-5-2020.