ΣΧΟΛΙΟ –ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Παρακαλούμε όλους τους εν Χριστώ αδελφούς εν Ελλάδι να συλλέξουν υπογραφές «κατά Σταμούλη», ώστε ο άνθρωπος αυτός - ως υβριστής της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας της Παρθένου - να δώσει λόγο ενώπιον Συνοδικού οργάνου... [ΓΙΑ ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ: https://docs.google.com/document/d/1xhSEzzos6Ed3OEFpRAIM6bCaARZjf-cW/edit?usp=sharing&ouid=109137526805707205316&rtpof=true&sd=true]
E-mail επικοινωνίας-συντονισμού:
emmadimitris@yahoo.gr
Στο παρόν κείμενο παραθέτουμε(*) αιρετικές, ως προς το Ορθόδοξο δόγμα, διδασκαλίες του καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ και Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ (2021-2024), Χρυσόστομου Σταμούλη, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος του εν λόγω Τμήματος (2011-2013 και 2013-2015).
1) Περί της Γέννησης του Χριστού και από έγγαμη γυναίκα
Ο Χ. Σταμούλης στο βιβλίο του Έρως και Θάνατος, (Ακρίτας, Αθήνα 2009) καθώς και στην ανατύπωσή του (εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2019) γράφει: «αποτελεί κλασική έκφραση μιας νοοτροπίας, που δημιούργησε συγκεκριμένο κλίμα εντός της Ορθόδοξης πνευματικότητας, όπου κυριαρχεί πλέον σχεδόν ολοκληρωτικά, και ως εκ τούτου καταθλιπτικά, η συνήθεια, προκειμένου να μιλήσει κανείς για τη μητέρα του Θεού, να χρησιμοποιεί τον όρο ‘‘Παρθένος’’ [...] πρέπει σήμερα να υπενθυμίσουμε ότι τον αγώνα ο άγιος Κύριλλος και η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου, απέναντι στον Νεστόριο, δεν τον έδωσε για την παρθενία της Παναγίας, αλλά για τη θεομητρότητά της. Και τούτο διότι το όντως μυστήριο, το μέγα μυστήριο δεν είναι η παρθενία, αλλά η θεομητρότητα. [...] Η παρθενία είναι μια δευτερεύουσα πραγματικότητα, που αληθεύει οντολογικά μόνο όταν δείχνει τη θεομητρότητα και συνεπώς τη θεοπρέπεια της σάρκωσης, από την οποία αποκτά και το οποιοδήποτε νόημά της. Θα τολμούσα έτσι να πω, ότι η παρθενία είναι ένα εργαλείο, όπως άλλωστε και η θεολογία των ωδίνων της Μαρίας, προκειμένου να αποδειχθεί, απέναντι στην κάθε δόκηση που αρνιόταν τη θεότητα του Ιησού, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι ο Χριστός δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο σαρκωμένος Υιός του Θεού Πατέρα. Εκείνο το πρόσωπο που λογώνει τόσο την παρθενία όσο και τη θεομητρότητα και αποδεικνύει πως η Μαρία είναι αυτό που είναι, επειδή εκείνος την κάνει να είναι αυτό που είναι. Η δική της συμβολή περιορίζεται στην ελεύθερη κατάφασή της, στην αποδοχή της, δηλαδή, να εκχωρήσει το σύνολο της υπάρξεώς της, προκειμένου να γίνει ο τόπος, η χώρα του αχωρήτου, εξάπαντος όχι ένα απλό κανάλι, όπου θα σαρκωθεί ο Θεός. Και νομίζω, ότι μια τέτοια εξήγηση μας επιτρέπει να πούμε και το κατά τα άλλα ‘‘αιρετικό’’, πως εάν δεν υπήρχε η ανάγκη ενός εξωτερικού ‘‘σήματος’’, ‘ενός εξωτερικού ‘‘συμβόλου’’, που θα απεδείκνυε τη θεοπρέπεια του μυστηρίου –την ανθρωποπρέπεια έτσι κι αλλιώς απεδείκνυε η παρουσία της Μαρίας-, ο Χριστός θα μπορούσε να γεννηθεί και από μια έγγαμη γυναίκα»[1] .