Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Χάριν τῆς ἑνότητος»
«Χάριν τῆς ἑνότητος»
τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Πολλές φορές στίς διάφορες συναντήσεις ἀνθρώπων, ἀκόμη καί σέ ἐκκλησιαστικά Συνοδικά Ὄργανα, διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι πρέπει νά συμφωνήσουμε σέ ἕνα θέμα, ἔστω καί ἄν ἔχουμε διαφορετική γνώμη, «χάριν τῆς ἑνότητος». Καί συμβαίνει τά ἴδια τά Συνοδικά Ὄργανα, στά ὁποῖα συμμετέχουν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, νά ἀποφασίζουν διαφορετικά, πράγμα τό ὁποῖο δικαιολογεῖται ὅτι γίνεται «χάριν τῆς ἑνότητος» ἤ «γιά τήν ἑνότητα».
Ὑπάρχουν δέ καί ἄνθρωποι, πολιτικοί, ἐκκλησιαστικοί, οἱ ὁποῖοι διατείνονται ὅτι ἀγωνίζονται γιά τήν ἑνότητα τοῦ σώματος στό ὁποῖο συμμετέχουν, ὡσάν κάποιοι ἄλλοι νά μή ἐνδιαφέρωνται γιά τήν ἑνότητα.
Ἀπό τήν ἀρχή, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἑνότητα στήν κοινωνία καί τήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἀπώτερος στόχος στόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπουμε. Ἰδίως στήν Ἐκκλησία αὐτό εἶναι σκοπός ὅλων, ἀφοῦ αὐτό ἐπιτεύχθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, σύμφωνα μέ τό Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς: «Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος∙ ὅτε τοῦ πυρός τά γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε». Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐνεργεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, γι’ αὐτό ὑπάρχει ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων στήν θεολογία.
Ὅμως, εἶναι ἀπαραίτητο νά σημειωθῆ ὅτι ἑνότητα μποροῦν νά ἔχουν καί ὅσοι ἐργάζονται τό κακό καί ὅσοι ἀπαρτίζουν μιά ἐγκληματική ὀργάνωση, πού ἀποβλέπουν στήν διαίρεση καί τήν κακοδαιμονία τῆς κοινωνίας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἑνότητά τους, ὥστε νά διαπράττουν τό κακό καί νά μή ἀποκαλυφθοῦν. Ὁπότε, δέν εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός ἡ ἑνότητα, ἀλλά ὁ συνδυασμός τῆς ἑνότητας μέ τήν ἀλήθεια.
Στήν θεία Λειτουργία προτρέπονται οἱ πιστοί μέ τούς λόγους: «Τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν, Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἡ ἑνότητα στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα δέν εἶναι ἀφηρημένη καί ἀπροϋπόθετη, ἀλλά συνδέεται μέ τήν πίστη, εἶναι ἑνότητα τῆς πίστεως, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό στούς ἁγίους καί συνδέεται σαφέστατα μέ «τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί βεβαίως προϋποθέτει τήν ἐγκατάλειψη ὅλης τῆς ζωῆς μας στόν Χριστό. Μιά τέτοια ἑνότητα εἶναι εὐλογημένη ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἡ ἑνότητα πού μπορεῖ νά ἔχουν καί οἱ αἱρετικοί μεταξύ τους, πού στηρίζονται στόν στοχαστικό λόγο καί πολεμοῦν τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά ἀγωνίζονται νά τηρήσουν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, πού συνδέεται μέ τόν ἕνα Κύριο Θεό, μέ τήν μία πίστη καί τό ἕνα βάπτισμα. Γράφει: «σπουδάζοντες τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν∙ εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα, εἷς Θεός καί πατήρ πάντων, ὁ ἐπί πάντων, καί διά πάντων, καί ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. δ΄, 3-6). Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως συνδέεται μέ τόν ἕναν Κύριο, τήν μία πίστη, τό ἕνα βάπτισμα, τό ἕνα σῶμα, τό ἕνα Πνεῦμα.
Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος σέ ἕναν ἑπόμενο στίχο ὁμιλεῖ γιά τήν ἑνότητα στήν θέωση: «καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄, 11-13). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως συνδέεται μέ τήν ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἔχει σκοπό τήν τελειότητα, νά ἀποκτήση ὁ ἄνθρωπος τό μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στήν θέωση.
Στήν ἴδια προοπτική κινοῦνται καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά διατηρήσουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη, ἀποδιώκοντες ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μέ τίς αἱρετικές διδασκαλίες διασποῦσαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἵρεση διασπᾶ τήν ἑνότητα καί ὄχι ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν γινόταν γιά τήν διασφάλιση τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως καί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες ὅταν ἀπομάκρυναν τούς αἱρετικούς ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν διασποῦσαν τήν ἑνότητα, ἀλλά τήν προάσπιζαν. Μιά διαφορετική ἑρμηνεία ἀποτελεῖ παραχάραξη τῆς λειτουργίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος συνδέει τήν ἕνωση τῶν Χριστιανῶν μεταξύ τους μέ τήν ἴδια φρόνηση. «Οὐδέ οὕτω ποιεῖ ἕνωσιν, ὡς τό τοῖς αὐτοῖς χαίρειν καί τά αὐτά φρονεῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ!». Αὐτός ὁ λόγος συνδέεται μέ πολλά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Γιά παράδειγμα, στούς Χριστιανούς τῆς Ρώμης γράφει: «Ὁ δέ Θεός τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τό αὐτό φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατά Χριστόν Ἰησοῦν, ἵνα ὁμοθυμαδόν ἐν ἑνί στόματι δοξάζητε τόν Θεόν καί πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. ιε΄, 5-6). Ἐπίσης, στούς Χριστιανούς τῶν Φιλίππων γράφει: «Εἴ τις οὖν παράκλησις ἐν Χριστῷ, εἴ τι παραμύθιον ἀγάπης, εἴ τις κοινωνία Πνεύματος, εἴ τις σπλάγχνα καί οἰκτιρμοί, πληρώσατέ μου τήν χαράν, ἵνα τό αὐτό φρονῆτε, τήν αὐτήν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. β΄, 1-2).
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος προσδιορίζει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ πνευματική ἕνωση. Γράφει: «Ἡ ἕνωσις ἡ πνευματική ἐστι μνήμη ἀσφράγιστος∙ ἥτις ἐν διαπύρῳ πόθῳ ἀδιαστάτως ἐν τῇ καρδίᾳ πυρσεύεται, ἐκ τῆς διαμονῆς τῆς πρός τάς ἐντολάς δύναμιν λαμβάνουσα πρός τόν δεσμόν οὐ καταχρηστικῶς, οὐδέ φυσικῶς». Ἡ πνευματική ἕνωση γίνεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἀνάπτει τόν θεῖο πόθο στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων.
Στήν κοινωνία γίνεται λόγος γιά ἑνότητα παρά τίς ὑπάρχουσες διαφορετικές ἀπόψεις καί σέ αὐτό ἀποβλέπει τό δημοκρατικό πολίτευμα. Οἱ διαφορετικές ἀρχές καί τά διαφορετικά προγράμματα μεταξύ τῶν κομμάτων, οἱ διαφορετικές θέσεις καί μέσα στίς ἐνδοκομματικές ἐργασίες, πού ἀποδεικνύονται ἀπό τίς ψηφοφορίες, ὅταν ἐκφράζωνται μέ δημοκρατικό τρόπο, θεωροῦνται ὡς στοιχεῖο ἑνότητας.
Ὅμως, στήν Ἐκκλησία τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Ἡ ἑνότητα δέν εἶναι μιά ἐξωτερική συμφωνία ἀπόψεων, καί μάλιστα διαφοροποιημένων ἀπό τήν παραδοθεῖσα πίστη καί τήν ἀποκαλυφθεῖσα παράδοση, ἀλλά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἑνότητα πίστεως.
Ἑπομένως, στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν «χάριν τῆς ἑνότητος» νά ἀναιρεῖται ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί τελικά νά ὑπονομεύεται ὅλη ἡ ἀποκαλυφθεῖσα πίστη. Ὅταν ἐπικρατῆ ἀπόκλιση ἀπό τήν πίστη δέν εἶναι ἐπαινετή ἡ ἑνότητα, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού διαφυλάσσει τήν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη διαφυλάσσει τήν ἑνότητα. Ἐπίσης, στά ἐκκλησιαστικά θέματα δέν μπορεῖ κανείς νά ἀκολουθῆ τήν διπλωματία καί νά παλινωδῆ, νά ἀλλάση κάθε φορά ἀπόψεις καί νά χαρακτηρίζη αὐτήν τήν νοοτροπία ὡς συμβολή στήν ἑνότητα.
Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποδομοῦνται καί οἱ ἴδιες οἱ λέξεις, ἰδιαιτέρως τό νόημα τῆς λέξεως τῆς ἑνότητας, χάριν μιᾶς ἐξωτερικῆς ἐπίπλαστης καί μεταβαλλόμενης διπλωματικῆς νοοτροπίας, ἡ ὁποία κρύπτει στοιχεῖα σκοπιμότητας καί ὠφελιμισμοῦ.
Φεβρουάριος 2017
Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου