Γιατί ο Αρχάγγελος του Θεού φανέρωσε τη γέννηση του Χριστού πρωταρχικά στους ποιμένες;
Καθώς μελετά κάθε Χριστιανός τα αναφερόμενα στη Γέννηση του Χριστού στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, βλέπει ότι το πιο μεγάλο κοσμοϊστορικό γεγονός έγινε από έναν Αρχάγγελο του Θεού, φανερό πρωταρχικά σε κάποιους απλοϊκούς ποιμένες που φύλαγαν λίγο πιο πέρα από τη Βηθλεέμ τα ποίμνιά τους «αγραυλούντες» (γλ. Λουκ. 2,8).
Χωρίς δε να το θέλει, θα διερωτάται ίσως το γιατί αξιώθηκαν οι απλοϊκοί εκείνοι ποιμένες να αντικρίσουν με τα μάτια τους το εξαίσιο εκείνο όραμα, κατά το οποίο τους περιέλαμψε «δόξα Κυρίου», δηλ. ένα φως θεϊκό, ενώ ταυτόχρονα ο Αρχάγγελος τους ευαγγελίσθηκε το πιο χαρμόσυνο γεγονός των αιώνων, την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, δηλ. τη Γέννηση του Χριστού - Σωτήρα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται, κατά τη γνώμη μας, με τα όσα αναφέρονται από τον ιερό Ευαγγελιστή στη συνέχεια (στην οποία γίνονται φανεροί ξεκάθαρα οι πιο κάτω λόγοι:
- Εξαιτίας της προθυμίας που έδειξαν να γνωρίσουν ευθύς αμέσως τον νεογέννητο Χριστό - Μεσσία.
Μόλις εξαφανίσθηκε από τα μάτια τους το θέαμα του Αρχαγγέλου και των Αγγέλων, που ανεβοκατέβαιναν στην κλίμακα, που είχε ενώσει τον ουρανό με τη γη, ψάλλοντας το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, επί γης ειρήνη, εν ανθρώπoις ευδοκία» (Λουκά 2,14), οι ποιμένες εκείνοι στράφηκαν ο ένας προς τον άλλο και είπαν: «Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο Κύριος εγνώρισε ημίν» (Λουκά 2,15). Ας πάμε δηλαδή γρήγορα στη Βηθλεέμ, για να ιδούμε από κοντά το μεγάλο θαύμα, που έγινε αυτό το βράδυ και που μας φανέρωσε ο ίδιος ο Θεός με τους Αγγέλους του. Αυτή δε ακριβώς η προθυμία τους να σπεύσουν στη Βηθλεέμ, για να ιδούν από κοντά τον νεογέννητο Χριστό και να εισδύσουν βαθύτερα στα όσα τους είχε φανερώσει ο Θεός, φανερώνει, κατά τη γνώμη μας, το βάθος της πίστης των ποιμένων και της καθαρής τους καρδιάς. Για τον λόγο αυτό είναι ασφαλώς και ένας από τους λόγους, για τους οποίους αξιώθηκαν να προσκυνήσουν πρώτοι τον Χριστό, ενώ έγιναν πρότυπα προθυμίας και πίστης μέσα στους αιώνες.