Ο ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Ἡ «δεξιὰ» καὶ ἡ «ἀριστερά» δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μόνο μὲ τὴν θέση
τῶν κομμάτων στὸ Κοινοβούλιο. Χρησιμοποιήθηκαν γιὰ νὰ ὁρίσουν δύο
κατηγορίες πειρασμῶν στὴν πνευματικὴ ζωή. Μάλιστα, ὁ «δεξιὸς» πειρασμός,
ὡς πιὸ ἀδιόρατος, θεωρήθηκε καὶ ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος!
Πότε ἕνας πειρασμὸς ἔρχεται «ἐκ δεξιῶν» καὶ πότε «ἐξ ἀριστερῶν»; Ἂς
δώσουμε ἕνα παράδειγμα. Ὅταν ὁ πονηρὸς σοῦ ὑποβάλλει τὴ σκέψη νὰ
ἐξαπατήσεις τὸν συνεργάτη σου γιὰ τὸ ἀτομικό σου ὄφελος, αὐτὸ εἶναι ἕνας
«ἐξ ἀριστερῶν» πειρασμός. Γνωρίζεις ἀπὸ ποῦ προέρχεται, καὶ εἴτε τὸν
δέχεσαι, εἴτε τὸν ἀπορρίπτεις. Ἐάν, ὅμως, τὸ πονηρὸ πνεῦμα σοῦ ψιθυρίσει
ὅτι, τώρα ἀδελφέ μου εἴμαστε σὲ κρίση, ὁ συνεργάτης σου δὲν ἔχει
οἰκογένεια, ἄρα ἐσύ δικαιολογεῖσαι νὰ τὸν ἐξαπατήσεις, χάριν τῶν παιδιῶν
σου, τότε αὐτὸς εἶναι ἕνας «ἐκ δεξιῶν» πειρασμός, παρουσιάζεται δηλαδὴ
μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀγαθοῦ σκοποῦ, ἢ ἔστω καὶ ὡς ἀναγκαῖο κακό.
Κατασκευάζει προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις.
Ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμη πιὸ …ἅγιος! Ἐμφανίζεται ὡς ἄγγελος φωτός, μὲ εὐλαβικὲς σκέψεις καὶ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Παρουσιάζει στὸν νοῦ ἕνα ψέμα μὲ προσωπεῖο ἀληθείας. Προβάλλει μιὰ ἀρετή, ποὺ ὅμως εἶναι κακία μασκαρεμένη. Ἔτσι, μπορεῖ νὰ προσάγει στὴν ψυχὴ τὴν ἐμπάθεια μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπεράσπισης τῆς πίστεως. Καὶ νομίζει τότε ὁ ἐγωιστὴς καὶ μισαλλόδοξος πὼς εἶναι ὁ ζηλωτὴς τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ καλλιεργεῖ τὴ χαλαρότητα καὶ ἀδιαφορία μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς πραότητας. Καὶ ὁ ἀδιάφορος καὶ νωθρὸς παρουσιάζεται ὡς εἰρηνικὸς καὶ πρᾶος. Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ καλύπτει τὴ σκληρότητα μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀκρίβειας ἢ τῆς εἰλικρίνειας. Καὶ ὁ ἀνελεήμων προβάλλει ὡς ἀκέραιος καὶ ἀκριβολόγος. Κι ἄλλοτε παίρνει ἄλλες μορφές, γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀληθινή του μορφή, νὰ μπεῖ σὰν κλέφτης καὶ νὰ συλήσει τὴν καρδιά.
Οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου γνωρίζουν τὶς μεθόδους τοῦ διαβόλου, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς προειδοποιοῦν γιὰ ἕναν ἀκόμη λεπτότατο ἐκ δεξιῶν πειρασμό. Ὅταν ὁ νοῦς φθάσει στὸ σημεῖο νὰ προσεύχεται μὲ θερμότητα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἥσυχος καὶ ὀχυρωμένος, τότε οἱ δαίμονες, ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ἀποπροσανατολίσουν, ἔρχονται ἀπὸ τὰ δεξιά, δὲν δηλώνουν ποιοί εἶναι, ἀλλὰ σχηματίζουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλων ἀγαπητῶν πραγμάτων. Τότε νομίζει ὁ νοῦς ὅτι πέτυχε τὸ σκοπὸ τῆς προσευχῆς. Ἔτσι ὁ πονηρὸς σπείρει στὸν ἐγκέφαλο τοὺς σπόρους τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανίας.
Πολὺ συχνὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα χρησιμοποιεῖ ἀλήθειες. Ἀληθεύει στὰ μικρά, προκειμένου νὰ μᾶς ἐξαπατήσει στὰ μεγάλα. Ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἕνας μάγος μπορεῖ νὰ φανερώνει τὰ κρυμμένα ἢ νὰ «προφητεύει», καὶ ὑποστηρίζει ὅτι ἀντλεῖ δύναμη ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅμως εἶναι μπερδεμένος μὲ τὸ κακό, καὶ προφητεύει αὐτὰ ποὺ σχεδιάζει ὁ ἴδιος ὁ πονηρός. Τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο στὴν ἐποχή μας, διότι ἡ δεισιδαιμονία πιάνει ρίζες στὶς ὑλιστικὲς κοινωνίες, καὶ σήμερα εἰσχωρεῖ ἀνεπαίσθητα στὴ ζωὴ ἀκόμη καὶ Χριστιανῶν. Καὶ ὁ ἅγιος καὶ ὁ μάγος μποροῦν νὰ γνωρίζουν τὸ ὄνομά μας ἤ τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Κριτήριο τῆς ἁγιότητας, ὅμως, εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ ἀναδίδει ὁ ἄνθρωπος ὡς φυσικό, εὐῶδες θυμίαμα.
Πῶς ἀναγνωρίζουμε τὸν ἐκ δεξιῶν πειρασμό; Πρῶτον, ἰσχύει μιὰ γενικὴ ἀρχή: Ἄν ἕνα γεγονὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ διάβολος φέρει λογισμοὺς ὑπερήφανους. Δεύτερον, πρέπει νὰ ἐμπεδώσουμε ὅτι πολύ συχνὰ αὐτὸ ποὺ μᾶς φαίνεται ἀπόλυτα σωστὸ καὶ ἀληθινὸ καὶ δίκαιο εἶναι ἁπλὰ ἀντανάκλαση τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος.
Εἶδε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες στὴ γῆ, καὶ θαύμασε καὶ ἀναρωτήθηκε, ποιός μπορεῖ νὰ τὶς νικήσει; Καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἀληθινὴ καὶ γνήσια ταπείνωση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποκαλύπτει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Καὶ ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἁπλῶς λογισμοὶ ταπεινώσεως οὔτε βέβαια λόγοι ταπεινόσχημοι καὶ σχήματα εὐσεβείας. Εἶναι ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς πραγματικῆς καταστάσεώς μας, πώς εἴμαστε σκιᾶς ἀσθενέστεροι, πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνουμε κι ἂν ἔχουμε, δὲν εἶναι δικό μας.
Ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ, ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως, τὴ συνάντηση τοῦ ἁγίου Ζωσιμᾶ μὲ τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Ὁ πρῶτος ἦταν ἕνας ἐνάρετος ἀββᾶς, ποὺ ἔφερε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Ἡ δεύτερη ἦταν μιὰ πρώην πόρνη, ποὺ ὅμως εἶχε ζήσει ὁλόκληρη ζωὴ στὴν ἔρημο καὶ εἶχε φθάσει σὲ ὕψιστα μέτρα ἁγιότητας. Στὸ ἀπρόσμενο συναπάντημά τους στὴν ἔρημο κανεὶς ἀπ’ τοὺς δυὸ δὲν φαίνεται ὅτι γνωρίζει τὴν ἀξία ἤ τὰ μέτρα του. Ἀντιθέτως, καὶ οἱ δύο ἀκουμποῦν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ, προσκυνοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ζητοῦν ὁ ἕνας τὴν εὐλογία τοῦ ἄλλου. Εἶναι μιὰ ταπείνωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἁπλῆ καρδιά. Καὶ ἡ ἁπλῆ καρδιὰ πάντοτε συγκρίνει τὸν ἑαυτό της ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄπειρη καθαρότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὴν προσκύνησή της φωτίζεται, τότε διακρίνει πόθεν προέρχεται ἡ σκέψη, τὸ αἴσθημα ἤ ἡ διάθεσή της.
Οὐσιαστικὰ ἡ ταπείνωση ἐκφράζεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας. Μαθητὴ διὰ βίου ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ὀνομάσθηκε θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Καππαδόκης. Καὶ οἱ γέροντες τῆς ἐρήμου ποτὲ δὲν δέχονταν κάποια ἀποκάλυψη, χωρὶς προηγουμένως νὰ τὴν θέσουν στὴν κρίση ἄλλων (πιὸ ἔμπειρων) ἀδελφῶν. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὴν διὰ βίου μαθητεία καὶ τὴν ἀγάπη.
Κάποιοι νομίζουν ὅτι τὰ ἐξωτερικά ἔργα ἤ ἡ ἐξωτερικὴ ἡσυχία ἤ ἕνας ὑποτυπώδης (ἤ ὑποτιθέμενος) ἀγώνας γιὰ τὴν πίστη, τοὺς καθιστοῦν διδασκάλους, εἰσαγγελεῖς, κριτὲς τῆς οἰκουμένης. Κι ἂς λένε «συγχωρῆστε με ἀδελφοί», κι ἂς λένε «ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός», δὲν τὸ ἐννοοῦν. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πειρασμός, ἀπὸ τὸ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἀγώνας καὶ ἡ πίστη μᾶς παρέχουν τὸ δικαίωμα νὰ φερόμεθα ὡς κριτήριο ὀρθοδοξίας ἤ ὡς ἱεροεξεταστές, εἶναι ὅμως παράδοξο καὶ θαυμαστὸ τὸ πόσο ἡ αἴσθηση ὅτι ὁμολογοῦμε τὴν πίστη ἤ ὅτι ὑπερασπιζόμεθα τὴν παράδοση μπορεῖ συχνὰ νὰ ἀγκιστρώνεται στὸν πιὸ ἀσυμβίβαστο ἐγωισμό. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἡ καρδιὰ γίνεται σκληρὴ σὰν πέτρα, βυθίζεται στὴν ἄβυσσο τῆς ἀμετάπειστης γνώμης, κάποτε καὶ τῆς ἀγνωμοσύνης. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζουμε πλάνη.
Ἱερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία)
Ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμη πιὸ …ἅγιος! Ἐμφανίζεται ὡς ἄγγελος φωτός, μὲ εὐλαβικὲς σκέψεις καὶ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Παρουσιάζει στὸν νοῦ ἕνα ψέμα μὲ προσωπεῖο ἀληθείας. Προβάλλει μιὰ ἀρετή, ποὺ ὅμως εἶναι κακία μασκαρεμένη. Ἔτσι, μπορεῖ νὰ προσάγει στὴν ψυχὴ τὴν ἐμπάθεια μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπεράσπισης τῆς πίστεως. Καὶ νομίζει τότε ὁ ἐγωιστὴς καὶ μισαλλόδοξος πὼς εἶναι ὁ ζηλωτὴς τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ καλλιεργεῖ τὴ χαλαρότητα καὶ ἀδιαφορία μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς πραότητας. Καὶ ὁ ἀδιάφορος καὶ νωθρὸς παρουσιάζεται ὡς εἰρηνικὸς καὶ πρᾶος. Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ καλύπτει τὴ σκληρότητα μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀκρίβειας ἢ τῆς εἰλικρίνειας. Καὶ ὁ ἀνελεήμων προβάλλει ὡς ἀκέραιος καὶ ἀκριβολόγος. Κι ἄλλοτε παίρνει ἄλλες μορφές, γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀληθινή του μορφή, νὰ μπεῖ σὰν κλέφτης καὶ νὰ συλήσει τὴν καρδιά.
Οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου γνωρίζουν τὶς μεθόδους τοῦ διαβόλου, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς προειδοποιοῦν γιὰ ἕναν ἀκόμη λεπτότατο ἐκ δεξιῶν πειρασμό. Ὅταν ὁ νοῦς φθάσει στὸ σημεῖο νὰ προσεύχεται μὲ θερμότητα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἥσυχος καὶ ὀχυρωμένος, τότε οἱ δαίμονες, ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ἀποπροσανατολίσουν, ἔρχονται ἀπὸ τὰ δεξιά, δὲν δηλώνουν ποιοί εἶναι, ἀλλὰ σχηματίζουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλων ἀγαπητῶν πραγμάτων. Τότε νομίζει ὁ νοῦς ὅτι πέτυχε τὸ σκοπὸ τῆς προσευχῆς. Ἔτσι ὁ πονηρὸς σπείρει στὸν ἐγκέφαλο τοὺς σπόρους τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανίας.
Πολὺ συχνὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα χρησιμοποιεῖ ἀλήθειες. Ἀληθεύει στὰ μικρά, προκειμένου νὰ μᾶς ἐξαπατήσει στὰ μεγάλα. Ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἕνας μάγος μπορεῖ νὰ φανερώνει τὰ κρυμμένα ἢ νὰ «προφητεύει», καὶ ὑποστηρίζει ὅτι ἀντλεῖ δύναμη ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅμως εἶναι μπερδεμένος μὲ τὸ κακό, καὶ προφητεύει αὐτὰ ποὺ σχεδιάζει ὁ ἴδιος ὁ πονηρός. Τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο στὴν ἐποχή μας, διότι ἡ δεισιδαιμονία πιάνει ρίζες στὶς ὑλιστικὲς κοινωνίες, καὶ σήμερα εἰσχωρεῖ ἀνεπαίσθητα στὴ ζωὴ ἀκόμη καὶ Χριστιανῶν. Καὶ ὁ ἅγιος καὶ ὁ μάγος μποροῦν νὰ γνωρίζουν τὸ ὄνομά μας ἤ τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Κριτήριο τῆς ἁγιότητας, ὅμως, εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ ἀναδίδει ὁ ἄνθρωπος ὡς φυσικό, εὐῶδες θυμίαμα.
Πῶς ἀναγνωρίζουμε τὸν ἐκ δεξιῶν πειρασμό; Πρῶτον, ἰσχύει μιὰ γενικὴ ἀρχή: Ἄν ἕνα γεγονὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ διάβολος φέρει λογισμοὺς ὑπερήφανους. Δεύτερον, πρέπει νὰ ἐμπεδώσουμε ὅτι πολύ συχνὰ αὐτὸ ποὺ μᾶς φαίνεται ἀπόλυτα σωστὸ καὶ ἀληθινὸ καὶ δίκαιο εἶναι ἁπλὰ ἀντανάκλαση τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος.
Εἶδε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες στὴ γῆ, καὶ θαύμασε καὶ ἀναρωτήθηκε, ποιός μπορεῖ νὰ τὶς νικήσει; Καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἀληθινὴ καὶ γνήσια ταπείνωση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποκαλύπτει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Καὶ ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἁπλῶς λογισμοὶ ταπεινώσεως οὔτε βέβαια λόγοι ταπεινόσχημοι καὶ σχήματα εὐσεβείας. Εἶναι ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς πραγματικῆς καταστάσεώς μας, πώς εἴμαστε σκιᾶς ἀσθενέστεροι, πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνουμε κι ἂν ἔχουμε, δὲν εἶναι δικό μας.
Ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ, ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως, τὴ συνάντηση τοῦ ἁγίου Ζωσιμᾶ μὲ τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Ὁ πρῶτος ἦταν ἕνας ἐνάρετος ἀββᾶς, ποὺ ἔφερε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Ἡ δεύτερη ἦταν μιὰ πρώην πόρνη, ποὺ ὅμως εἶχε ζήσει ὁλόκληρη ζωὴ στὴν ἔρημο καὶ εἶχε φθάσει σὲ ὕψιστα μέτρα ἁγιότητας. Στὸ ἀπρόσμενο συναπάντημά τους στὴν ἔρημο κανεὶς ἀπ’ τοὺς δυὸ δὲν φαίνεται ὅτι γνωρίζει τὴν ἀξία ἤ τὰ μέτρα του. Ἀντιθέτως, καὶ οἱ δύο ἀκουμποῦν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ, προσκυνοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ζητοῦν ὁ ἕνας τὴν εὐλογία τοῦ ἄλλου. Εἶναι μιὰ ταπείνωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἁπλῆ καρδιά. Καὶ ἡ ἁπλῆ καρδιὰ πάντοτε συγκρίνει τὸν ἑαυτό της ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄπειρη καθαρότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὴν προσκύνησή της φωτίζεται, τότε διακρίνει πόθεν προέρχεται ἡ σκέψη, τὸ αἴσθημα ἤ ἡ διάθεσή της.
Οὐσιαστικὰ ἡ ταπείνωση ἐκφράζεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας. Μαθητὴ διὰ βίου ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ὀνομάσθηκε θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Καππαδόκης. Καὶ οἱ γέροντες τῆς ἐρήμου ποτὲ δὲν δέχονταν κάποια ἀποκάλυψη, χωρὶς προηγουμένως νὰ τὴν θέσουν στὴν κρίση ἄλλων (πιὸ ἔμπειρων) ἀδελφῶν. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὴν διὰ βίου μαθητεία καὶ τὴν ἀγάπη.
Κάποιοι νομίζουν ὅτι τὰ ἐξωτερικά ἔργα ἤ ἡ ἐξωτερικὴ ἡσυχία ἤ ἕνας ὑποτυπώδης (ἤ ὑποτιθέμενος) ἀγώνας γιὰ τὴν πίστη, τοὺς καθιστοῦν διδασκάλους, εἰσαγγελεῖς, κριτὲς τῆς οἰκουμένης. Κι ἂς λένε «συγχωρῆστε με ἀδελφοί», κι ἂς λένε «ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός», δὲν τὸ ἐννοοῦν. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πειρασμός, ἀπὸ τὸ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἀγώνας καὶ ἡ πίστη μᾶς παρέχουν τὸ δικαίωμα νὰ φερόμεθα ὡς κριτήριο ὀρθοδοξίας ἤ ὡς ἱεροεξεταστές, εἶναι ὅμως παράδοξο καὶ θαυμαστὸ τὸ πόσο ἡ αἴσθηση ὅτι ὁμολογοῦμε τὴν πίστη ἤ ὅτι ὑπερασπιζόμεθα τὴν παράδοση μπορεῖ συχνὰ νὰ ἀγκιστρώνεται στὸν πιὸ ἀσυμβίβαστο ἐγωισμό. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἡ καρδιὰ γίνεται σκληρὴ σὰν πέτρα, βυθίζεται στὴν ἄβυσσο τῆς ἀμετάπειστης γνώμης, κάποτε καὶ τῆς ἀγνωμοσύνης. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζουμε πλάνη.
Ἱερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία)