Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Εἰσήγηση τοῦ κ. Δημητρίου Ἰ. Τσελεγγίδη..... τὴν 30ή Μαΐου 2016

Εἰσήγηση τοῦ κ. Δημητρίου Ἰ. Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς 
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στὸ Ἀντιαιρετικὸ Σεμινάριο 
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ε.Β.Β. & Β., τὴν 30ή Μαΐου 2016


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Γρηγόριος ὁ ΠαλαμᾶςὉ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἕνας ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων καὶ μεγαλυτέρων Πατέρων ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι ὅμως καὶ ὁ πλέον ἐπίκαιρος, ὡς πρὸς τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀνὰ τὴν οἰκουμένη. Τὸ σημαντικότερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ προβλήματα, ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν πρωτογενῆ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὴν συνεπαγόμενη ἐκκοσμίκευση τοῦ φρονήματος μεγάλου μέρους τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, τὸν ΙΔ΄ αἰώνα ἐπιχειρεῖτο, συστηματικά, ἀπὸ τὴν πρὸ πολλοῦ ἐκκοσμικευμένη Χριστιανικὴ Δύση, νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς καὶ στὴν θεανθρωποκεντρικὴ καθ΄ ἠμᾶς Ἀνατολή. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς ὁ κατεξοχὴν ἐκπρόσωπος τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος καὶ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πρόβαλε τότε, λίαν ἐπιτυχῶς, τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία ὡς ἀνυπέρβλητο πνευματικὸ...

«ἀνάχωμα» ἔναντι τῆς αἱρετικῆς Χριστιανικῆς Δύσεως, ἀνάγοντας τὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία σὲ φανέρωση βιουμένου δόγματος, τοῦ δόγματος γιὰ τὸν ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς θείας Χάριτος.

Σήμερα ἔχω κληθεῖ νὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν σας τὸν ΄Ἅγιο Γρηγόριο ὡς ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μέσα ἀπὸ ἕνα Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τὸ Ἰσλάμ,
ὑπὸ καθεστὼς αἰχμαλωσίας καὶ ἀπειλῆς τῆς ζωῆς του. Πρόκειται, ὄντως, γιὰ μία μαρτυρία πίστεως ἐν ἀγάπη.
Ὡς πηγαῖο ἐρευνητικὸ ὑλικὸ θὰ χρησιμοποιήσω τὶς δύο Επιστολές τῆς Αἰχμαλωσίας του Προς τὴν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης καὶ την Διάλεξή του μὲ τοὺς Χιόνες. Στὸ πηγαῖο αὐτὸ ὑλικὸ περιέχονται τρεῖς θεολογικὲς συζητήσεις τοῦ Παλαμᾶ μὲ τοὺς Τούρκους.

Βλέποντας ὁ Παλαμᾶς, κατὰ τὴν αἰχμαλωσία του, νὰ κατοικοῦν οἱ Χριστιανοὶ ἀνάμικτα μὲ τοὺς Τούρκους, ἀπέδωσε αὐτὸ στὴ θεία οἰκονομία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, παρατηρεῖ, φανερώνονται τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ὅλων καὶ σ΄ αὐτοὺς (προφανῶς δι΄ ἠμῶν, ὡς ἀγωγῶν). Ἔτσι, οἱ Τοῦρκοι θὰ εἶναι ἀναπολόγητοι στὴ μέλλουσα Κρίση.
Ἄλλωστε, καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἴδιου καὶ τῆς συνοδείας του τὴν ἀπέδωσε σ΄ αὐτὴ τὴν θεία οἰκονομία, κρίνοντας μάλιστα αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της. Ταυτόχρονα, θεώρησε τὴν αἰχμαλωσία τους αὐτὴ καὶ ὡς μικρὴ ἔκτιση, γιὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες τους ἔναντι τοῦ Θεοῦ.

Κατὰ συνέπεια, κατὰ τὴν θεολογικὴ συνείδηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἡ ἀγαπητικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ «κλειδὶ» ἑρμηνείας τόσο τῆς προσωπικῆς ὅσο καὶ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο – Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φίλο καὶ ὁμόφρονα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου – ὁ σκοπὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ ἀποσταλεῖ δι΄ αἰχμαλωσίας στοὺς Μουσουλμάνους ὁ μεγαλύτερος θεολόγος τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα, γιὰ νὰ ἀπαλλάξει πολλοὺς ἀπὸ τὴ νοητὴ αἰχμαλωσία καὶ δουλεία.

Παράλληλα, ὁ σκοπὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ ἀποσταλεῖ καὶ πρὸς τοὺς κατεχομένους ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς ὑπόδουλους Χριστιανοὺς ὡς εὐαγγελιστὴς καὶ κήρυκας, ὡς μεσίτης καὶ ὡς διαλλάκτης. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶχε συνείδηση τῆς ἱεραποστολῆς του στὴν Ἀσία γιὰ τὸν ἐπανευαγγελισμό της.
Στὴν Λάμψακο, πρῶτο σταθμὸ τῆς αἰχμαλωσίας του, ὁ Παλαμᾶς βρέθηκε σὲ πλῆθος Χριστιανῶν – ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν – ποὺ ἐπιθυμοῦσαν ἄλλοι νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ βροῦν τὴν θεραπεία τῶν ψυχικῶν νοσημάτων τους, ἄλλοι νὰ ἀκούσουν ἀπαντήσεις σχετικὰ μὲ τὴν πίστη, ἐνῶ οἱ περισσότεροι ζητοῦσαν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν αἰτία τῆς τόσο μεγάλης ἐγκαταλείψεως τοῦ γένους μας ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπαντᾶ στὸ θεολογικὸ αὐτὸ ἐρώτημα, μὲ βάση τὴν Βιβλικὴ ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ τὸν ἄνθρωπο, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο Του: «οὐ μὴ σὲ ἄνω, οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω». Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν παράβαση τοῦ θελήματός Του. Τότε, ὁ Θεός, γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀποστάτου ἀνθρώπου, ἀσκεῖ οἰκονομία καὶ σωτήρια παιδαγωγία.
Σὲ σχετικὴ Ὁμιλία του [Η΄, 9, 224], ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ὅτι «τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὰ δυσσεβὴ δόγματα δι΄ ἀλλήλων εἰσάγεται, λαβόντα χώραν ὑπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ δικαίας ἐγκαταλείψεως». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἀλληλοεισαγωγὴ τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τῶν δυσσεβῶν δογμάτων ἔχει ὡς προϋπόθεσή της τὴν δικαία ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Πότε ὅμως ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς νὰ ἐγκαταλείπει δικαίως τοὺς ἀνθρώπους;
Κατὰ τὴν θεολογικὴ ἀποτίμηση τοῦ Παλαμᾶ, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι γνώρισαν τὸν θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ δὲν τὸν πίστεψαν, δὲν τὸν δόξασαν καὶ δὲν τὸν λάτρευσαν ὡς Θεὸν (Ρωμ. 1,21) ἀλλὰ πίστεψαν σὲ ἕναν θνητὸ ἄνθρωπο, τὸν Μωάμεθ, ὁ Θεὸς τοὺς παρέδωσε σὲ ἀδόκιμο νοῦ (Ρωμ. 1,28), σὲ «πάθη ἀτιμίας» (Ρωμ. 1,26,27-32), ὥστε νὰ ζοῦν «αἰσχρῶς καὶ ἀπανθρώπως καὶ θεομισῶς» [7, 168]. Νὰ ζοῦν μὲ μαχαίρια καὶ ἀσωτία, ἐπιδιδόμενοι σὲ αἰχμαλωσίες, φόνους, λεηλασίες, ἁρπαγές, ἀκολασίες, μοιχεῖες καὶ ὁμοφυλοφιλίες. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι θεωροῦν πὼς ὁ Θεὸς τοὺς ἐπιδοκιμάζει [7, 168].
Στὴν θέση ποὺ ὑποστήριξε παραπάνω ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι οἱ Τοῦρκοι γνώρισαν τὸν Χριστό, τὴν θεμελιώνει σὲ ὅσα γράφει τὸ Κοράνιο γιὰ τὸν Χριστό. Στὸ Κοράνιο λέγεται γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πνεῦμα. Λέγεται ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο καὶ ὅτι ἔπραξε καὶ δίδαξε θεϊκῶς, ὅτι ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ὅτι παραμένει ἀθάνατος καὶ ὅτι πρόκειται νὰ ἔλθει γιὰ νὰ κρίνει τοὺς πάντες. Ἔτσι, ἐνῶ γνώρισαν τὸν Χριστό, δὲν τὸν πίστεψαν ὡς Χριστό, ἀλλὰ «ἄλλαξαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος» καὶ πίστεψαν καὶ ἀκολούθησαν ἕναν θνητό, τὸν Μωάμεθ, καὶ ὄχι τὸν Θεάνθρωπο [7, 166-8].
Στην Επιστολή του Προς τὴν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει τοὺς Τούρκους, ὡς «τῶν πάντων βαρβάρων βαρβαρικωτέρους» καὶ τὸ γένος τους ὡς «δυσσεβὲς καὶ θεομισὲς καὶ παμμίαρο» [7, 166-8]. Ὅσα καταθέτει ὁ Ἅγιος τὰ γνωρίζει ἐμπειρικά, ἀπὸ τὴν διαγωγή τους, ὅπως μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος.
Οἱ τρεῖς θεολογικὲς συζητήσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τοὺς Τούρκους εἶχαν ἐπίκεντρο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κινήθηκε θεολογικὰ σὲ τέσσερα ἐπιμέρους θέματα: α) τὴν Τριαδολογία, β) τὴν Χριστολογία, γ) τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ δ) τὴν Εἰκονολογία. Κεντρικὸς ἄξονας ὅλων τῶν συζητήσεων ἦταν ἡ Σωτηριολογία.
Ὁ πρῶτος Θεολογικὸς Διάλογος ἔγινε μὲ τὸν νεαρὸ Ἰσμαήλ, ἐγγονὸ τοῦ ἀνώτατου ἄρχοντα τῶν Τούρκων, τοῦ ἐμίρη Ὀρχᾶν. Ὁ δεύτερος Διάλογος ἔγινε μὲ τοὺς Χιόνες (ἐξισλαμισθέντες Χριστιανούς), μὲ πρακτικογράφο τοῦ Διαλόγου τὸν Ἕλληνα ἰατρὸ Ταρωνείτη. Ὁ τρίτος Διάλογος ἔγινε μὲ ἕνα Μουσουλμάνο θρησκευτικὸ λειτουργό, τασιμάνη.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος – παρὰ τὴν σαφῶς δυσμενῆ θέση του, ὡς πρὸς τὶς προϋποθέσεις τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου ποὺ διεξήγαγε – εἶχε τόση παρρησία, ὥστε οἱ ὑπερασπιστὲς τοῦ Ἰσλὰμ δὲν μπόρεσαν νὰ ἐπικαλεστοῦν τὴν αἰχμαλωσία του ὡς κάποιο σημεῖο ποὺ φανέρωνε τὴν ἀναλήθεια τῆς πίστεώς του ὡς Χριστιανοῦ [7, 166].
Στὴν ἐρώτηση τοῦ Ἰσμαήλ, ἂν οἱ Χριστιανοὶ δέχονται καὶ ἂν ἀγαποῦν τὸν προφήτη τοῦ Θεοῦ, Μωάμεθ, ἡ ἀπάντηση τοῦ Παλαμᾶ ἦταν, κατηγορηματικά, ἀρνητική.
Ὅμως καὶ στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Ἅγιος συνέδεσε ἀμέσως τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐξήρτησε πρωτογενῶς ἀπὸ τὴν πίστη. «Ὅποιος δὲν πιστεύει στοὺς λόγους τοῦ διδασκάλου», εἶπε ἐπιγραμματικά, «δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὸν διδάσκαλο, ὡς διδάσκαλο» [7, 172-4].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκολούθησε ἕνας ἐνδιαφέρων διάλογος μὲ ἑκατέρωθεν ἐπιχειρήματα, ποὺ κατέληξε στὴν ἀπόρριψη τῆς πίστεως στὰ λεγόμενα τοῦ Μωάμεθ, ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἂς παρακολουθήσουμε τὰ ἐπιχειρήματα τῶν διαλεγομένων:
«Πῶς ἐμεῖς δεχόμαστε τὸν Χριστό», εἶπε ὁ Ἰσμαήλ, «τὸν ἀγαποῦμε, τὸν τιμοῦμε καὶ ὑποστηρίζομε, ὅτι αὐτὸς εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πνοή, καὶ ἔχομε τὴν μητέρα του κοντὰ στὸ Θεό, ἐνῶ ἐσεῖς δὲν δέχεσθε τὸν προφήτη μας, οὔτε τὸν ἀγαπᾶτε;».
Στὸ ἐρώτημα αὐτό, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης ἀπάντησε θεολογικώτατα, συνδέοντας καὶ πάλι τὴν ἀποδοχὴ τῶν λεγομένων του ὁποιουδήποτε μὲ τὴν πίστη στὴν ἀπόλυτη ἀξιοπιστία τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ἀπ΄ ὅπου ἀπορρέει καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς αὐτόν.
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει στοὺς λόγους τοῦ διδασκάλου», παρατήρησε, «δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν διδάσκαλο. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς», σημείωσε ἐμφατικά, «δὲν ἀγαπᾶμε τὸν Μωάμεθ». Καὶ συνέχισε τὴν τεκμηρίωση τῆς θέσεώς του: «Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι θὰ ἔρθει πάλι, γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ δεχθοῦμε κανένα ἄλλον, ἕως ὅτου ἔλθει πάλι ἐκεῖνος πρὸς ἐμᾶς. Ἀλλὰ καὶ σ΄ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸν πίστεψαν, ἔλεγε: "Ἐγὼ ἦλθα στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καὶ δὲν μὲ δεχθήκατε· ἐὰν ἔλθει ὅμως κάποιος ἄλλος στὸ δικό του ὄνομα, ἐκεῖνον θὰ τὸν δεχθεῖτε" (Ἰω. 5,43). Γι΄  αὐτὸ καὶ ὁ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ (Παῦλος) γράφει σ΄ ἐμᾶς: "κὰν ἄγγελος εὐαγγελίσηται ὑμὶν παρ΄ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω"» (Γαλ. 1,8), [7, 220].
Ὁ Θεολογικὸς αὐτὸς Διάλογος ἔγινε ἐνώπιον τῶν Τούρκων ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν ἀξίωσαν νὰ γίνει.
Οἱ πραγματικὰ διαλεγόμενοι μὲ τὸν ΄Ἅγιο ἦταν οἱ θεολόγοι τῶν Τούρκων Χιόνες, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πρώτη ἐρώτησή τους κάνουν καὶ τὸν αὐτοπροσδιορισμό τους.
«Ἐμεῖς ἀκούσαμε», εἶπαν οἱ Χιόνες, «γιὰ Δέκα Λόγους, τοὺς ὁποίους κατέβασε ὁ Μωυσῆς, γραμμένους σὲ λίθινες πλάκες, καὶ ξέρουμε ὅτι οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἀποδέχονται. Ἔτσι, ἐμεῖς ἀφήσαμε ὅσα πιστεύαμε πρωτύτερα καὶ ἤρθαμε πρὸς αὐτοὺς καὶ γίναμε κι ἐμεῖς Τοῦρκοι».
Στὴν μομφὴ τῶν Μουσουλμάνων γιὰ Τριθεία καὶ Πολυθεία τῶν Χριστιανῶν, ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρθηκε στὸ μυστήριο τῆς εὐσεβείας μας ὡς ἑξῆς: «Ὅπως τὸ ἀπαύγασμα τοῦ ἥλιου γεννιέται ἀπ΄ αὐτὸν καὶ ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου ἐκπορεύεται ἀπὸ αὐτὸν καὶ κατεβαίνει ἕως ἐμᾶς καὶ ποτὲ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸν δίσκο οὔτε τὸ ἀπαύγασμα οὔτε ἡ ἀκτίνα καί, γι΄  αὐτό, ὅταν αὐτὰ τὰ λέμε ἥλιο, δὲν λέμε ἄλλον ἥλιο, ἀλλὰ τὸν ἕνα, ἔτσι (ἀκριβῶς) λέγοντας Θεὸ καὶ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ὀνομάζομε ἄλλον Θεό, ἀλλὰ τὸν Ἕνα, τὸν θεωρούμενο ἀναρχως καὶ ἀϊδίως μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Λόγο καὶ τὸ ἄναρχο Πνεῦμα». Καὶ κατέληξε, συμπερασματικῶς: «Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ» [7, 214].
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὴ ἡ κατοχύρωση τῆς Τριαδολογίας ποὺ κάνει ὁ Παλαμᾶς στὴν αὐθεντία τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ἀποδέχονται οἱ Μουσουλμάνοι, προκειμένου νὰ τοὺς ἐμφανίσει λογικὰ καὶ θεολογικὰ ἀσυνεπεῖς. Μὲ τὴν ἴδια στρατηγικὴ ἐπιχειρηματολογία περνᾶ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν ὁποία ἐπίσης ἀποδέχονται οἱ συνομιλητές του.
«Ὄχι μόνον ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ ὁ Μωυσῆς στὸν Δεκάλογο», συνεχίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, «τὸν ὁποῖο προβάλλετε ἐσεῖς οἱ Χιόνες, γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο εἶπε: "Κύριος ὁ Θεὸς Κύριος εἷς ἐστὶν" (Δευτ. 6,4), λέγοντας τρεῖς φορὲς τὸν ἕνα (διότι δύο φορὲς εἶπε [τὴν λέξη] Κύριος καὶ μία φορὰ τὸ Θεός), γιὰ νὰ δείξει [ὅτι] τὰ τρία εἶναι ἕνα καὶ τὸ ἕνα τρία. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, θέλοντας νὰ δείξει ὁ Μωυσῆς ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα, καὶ μέσα σ΄ αὐτὰ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ εἶναι ἕνας Θεός, δημιουργὸς ὅλων τῶν κτιστῶν, λέγει: "εἶπε ὁ Θεὸς ἂς γίνει φῶς καὶ ἔγινε φῶς" (Γεν. 1,3) – εἶπε: "ἂς βλαστήσει ἡ γῆ καὶ βλάστησε" (Γεν. 1,12). Καὶ γιὰ νὰ μὴν τὰ διηγοῦμαι ἕνα ἕνα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ: "τὰ πάντα εἶπε καὶ ἔγιναν" (Ψαλμ. 32,9· 148,5). Αὐτό, λοιπόν, τὸ "εἶπε ὁ Θεὸς καὶ ἔγιναν", δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει Λόγο – διότι δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κάποιος δίχως λόγο – καὶ ὅτι δι΄ αὐτοῦ ἔγιναν ὅλα τὰ κτιστά. Κατὰ συνέπεια, αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ εἶναι ἄκτιστος. Ἀφοῦ ὅμως εἶναι ἄκτιστος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πῶς δὲν εἶναι Θεός; Διότι μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος» [7, 214].
«Αὐτὸς ὁ Θεός», παρατηρεῖ ὁ Παλαμᾶς, «δὲν εἶναι ἄλογος…, δὲν εἶναι ἄσοφος. Κατὰ συνέπεια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ Σοφία εἶναι μὲ Λόγο, καὶ χωρὶς Λόγο δὲν ὑπάρχει Σοφία. Ἂν θεωρήσουμε, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχε κάποτε κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ὁ Λόγος ἢ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὑπῆρχε κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἦταν ἄλογος καὶ ἄσοφος, πράγμα ποὺ εἶναι ἀσεβὲς καὶ ἀδύνατο. Ἑπομένως, καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄναρχος καὶ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ δὲν χωρίζεται ποτὲ ἀπὸ Αὐτὸν» [7, 212].
Στὴν συνέχεια περνᾶ ὁ Παλαμᾶς μὲ θεολογικὰ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο, μέσω τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, στὴν Πνευματολογία του, παραπέμποντας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἀποδεκτὸ ἀπὸ τοὺς συνομιλητὲς τοῦ Μωυσῆ.
Ἔτσι, εὔστοχα σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο διδάσκοντάς μας ὁ Μωυσῆς λέγει: "ἐνέπνευσε (ἐνεφύσησε) ὁ Θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν" (Γεν. 2,27). Μὲ τὸ νὰ πεῖ "ἐνέπνευσε ὁ Θεὸς καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος", ἔδειξε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει καὶ Πνεῦμα καὶ ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ εἶναι δημιουργό. Καὶ δημιουργὸς τῶν ψυχῶν εἶναι μόνον ὁ Θεός. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰὼβ λέγει: "Πνεῦμα Κυρίου τὸ ποιῆσαν μὲ" (Ἰὼβ 33,4).
Πραγματευόμενος τὴν Τριαδολογία του ὁ Παλαμᾶς δίνει ἔμφαση καὶ στὴν Πνευματολογία του, ἀξιοποιώντας κατὰ τὸ δυνατὸν τὸ Κοράνιο εἰς βάρος τῶν συνομιλητῶν του. «Ἀλλὰ οὔτε Λόγος βρίσκεται χωρὶς Πνεῦμα», παρατηρεῖ, «πράγμα ποὺ ὁμολογεῖτε καὶ ἐσεῖς οἱ Τοῦρκοι. Γιατί, λέγοντας (ἐσεῖς), ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ, λέτε ὅτι εἶναι καὶ Πνεῦμα Θεοῦ, ἀφοῦ ποτὲ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ ΄Ἅγιο Πνεῦμα. Ἑπομένως, ὁ Θεὸς ἔχει καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα, τὰ ὁποία ὑπάρχουν καὶ παραμένουν μαζί του ἀναρχως καὶ ἀχωρίστως. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ποτέ, οὔτε θὰ εἶναι ἀπνοῦς καὶ ἄλογος» [7, 212-213].
Ἡ παραπάνω θεολογικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Παλαμᾶ, ἄριστα θεμελιωμένη στὴν ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς συνομιλητὲς τοῦ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν Ἁγία Γραφή, ἔγινε πλήρως ἀποδεκτή. Ὅπως σημειώνεται στὰ Πρακτικὰ τοῦ Θεολογικοῦ αὐτοῦ Διαλόγου, ποὺ συνέγραψε ὁ γιατρὸς Ταρωνείτης, «τότε, ὅλοι μαζὶ καὶ οἱ παριστάμενοι εἶπαν (στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Θεσσαλονίκης): Αὐτά, ποὺ λέγεις, εἶναι ἀληθινὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά. Καὶ ὁ Ἅγιος, ἀπευθυνόμενος πρὸς αὐτούς, (πρόσθεσε): Ἑπομένως, ὁ Θεὸς εἶναι τρία καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶναι ἕνας Θεὸς καὶ Δημιουργός.
Ἐκεῖνοι, πάλι, εἴτε κινούμενοι ἀπὸ θεία δύναμη, εἴτε μὴ μπορώντας νὰ προβάλλουν ἀντίρρηση, συμφώνησαν λέγοντας: Ἔτσι φάνηκε, ἔτσι εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἔτσι πιστεύουμε καὶ ἐμεῖς» [7, 216].
Ἀπὸ τὰ παραπάνω εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωσε λόγο καὶ σοφία Θεοῦ στὸν θεοφόρο Ἅγιο, γι΄ αὐτὸ καὶ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ ἀντισταθεῖ.
Ἡ συνέχεια τοῦ Διαλόγου ὁδήγησε στὴν Χριστολογία. Ὁ Ἰσμαήλ, θέλοντας νὰ περιπαίξει καὶ νὰ διασύρει ὡς ἀπρεπῆ τὴν πίστη μας, εἶπε: «Ἐσεῖς (ὡς Χριστιανοὶ) λέτε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει γυναίκα, διότι ἰσχυρίζεσθε ὅτι ὁ Θεὸς γέννησε υἱό».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε στὴν πρόκληση γιὰ τὸν διπλὸ χαρακτήρα τῆς Γεννήσεως τοῦ ἄσαρκου καὶ ἔνσαρκου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πράγμα ποὺ ἄφησε ἄφωνο τὸν Ἰσμαήλ. «Οἱ Τοῦρκοι λέγουν», παρατήρησε ὁ Παλαμᾶς, «ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, τὴν ὁποία ἐμεῖς δοξάζουμε ὡς Θεοτόκο. Ἄν, λοιπόν, ἡ Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Χριστὸ κατὰ σάρκα, δὲν εἶχε ἄνδρα, οὔτε χρειαζότανε ἄνδρα, ἐπειδὴ γέννησε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, πολὺ περισσότερο ὁ Θεός, γεννώντας τὸν Λόγο του ἀσώματο, ἀσωμάτως καὶ θεοπρεπῶς, δὲν εἶχε γυναίκα, οὔτε εἶχε ἀνάγκη γυναικός, ὅπως ἐσεῖς ἐσφαλμένα νομίζετε» [7, 174].
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐντυπωσιάζει στὴν θεολογικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ὅτι συνθέτει τὴν ἐπιχειρηματολογία του πάντοτε σὲ σχέση μὲ τὸν τρόπο ποὺ τίθεται ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὡς γνώστης τῆς θεολογίας τῶν ἀντιπάλων του τὴν χειρίζεται ἄριστα, φέρνοντας σὲ λογικὰ ἀδιέξοδα τούς συνομιλητές του, οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε ἔμμεσα καὶ ἄλλοτε ἄμεσα ἀναγνωρίζουν τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν θεολογικὴ ἥττα τους.
Τὴν Χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, ὅπως καὶ τὴν διδασκαλία γιὰ τὸν Μωάμεθ καὶ τὸ Κοράνιο, ὡς βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τὰ ἀνατρέπει σὲ ἕναν ἄλλο Θεολογικὸ Διάλογο, ποὺ εἶχε μὲ ἕναν θρησκευτικὸ λειτουργὸ τῶν Τούρκων, μὲ ἀφορμὴ τὴν κηδεία ἑνὸς Μουσουλμάνου.
Ἐπωφελούμενος ὁ Παλαμᾶς τὴν ἐκ μέρους τοῦ τασιμάνη – θρησκευτικοῦ λειτουργοῦ τῶν Τούρκων – ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ, ὡς Κριτοῦ ζώντων καὶ νεκρῶν ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν μέλλουσα Παρουσία του, ἔκανε ἀναφορὰ στὸν Ἀβραάμ, ὡς τὸν προπάτορα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ ἀποδείξει στὸν τασιμάνη τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκεῖνος ἀμφισβητοῦσε.
«Ὁ Ἀβραάμ», εἶπε ὁ Παλαμᾶς, «διαβεβαιώνει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κρίνει ὅλον τὸν κόσμο (ὁ κρίνων πάσαν τὴν Γῆν· Γέν. 18,25). Ἑπομένως, ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖο δέχεσθε ὡς Κριτή, δὲν εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα, ὅπως οὔτε τὸ ἡλιακὸ ἀπαύγασμα εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο, κατὰ τὸ φῶς» [7, 182].
Μὴ μπορώντας νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Παλαμᾶ, ὁ τασιμάνης ἔστρεψε τὸν λόγο γύρω ἀπὸ τὴ ἀποδοχὴ τοῦ Μωάμεθ ὡς προφήτου καὶ τοῦ Κορανίου ὡς βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Συγκεκριμένα, ὁ τασιμάνης ὑποστήριξε ὅτι οἱ Τοῦρκοι δέχονται ὅλους τούς Προφῆτες καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὡς βιβλίο ποὺ ἔχει τὴν προέλευσή του ἄνωθεν. «Ἐσεῖς ὅμως», εἶπε, «πῶς δὲν δέχεσθε τὸν προφήτη μας, οὔτε πιστεύετε στὸ βιβλίο του, ποὺ καὶ αὐτὸ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό;».
Ὁ Παλαμᾶς ἐπικαλέστηκε τὸν νόμο τῶν Μουσουλμάνων, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τίποτε δὲν γίνεται ἀποδεκτὸ ὡς ἀληθινὸ χωρὶς μαρτυρίες. Καὶ οἱ μαρτυρίες εἶναι διπλές: ἢ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα ἢ ἀπὸ ἀξιόπιστα πρόσωπα.
Μὲ βάση αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις συνθέτει ὁ Ἅγιος τὴν ἐπιχειρηματολογία του, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ὁ Χριστός, μαζὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα ποὺ ἔκανε, μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Μωυσῆ – ὁ ὁποῖος σημειωτέον θεωρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους ἀξιόπιστος – ἀλλὰ μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ ἄλλους προφῆτες. Ἀλλὰ καὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αὐτὸς λέγεται καὶ ἀπὸ σᾶς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Μόνος αὐτὸς στοὺς αἰῶνες γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο καὶ μόνος αὐτὸς ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, ὅπου διαμένει ἀθάνατος, καὶ μόνος αὐτὸς θὰ ἔρθει ἀπὸ ἐκεῖ πάλι, γιὰ νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκρούς, ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν. Ἀναφέρω – λέγει ὁ Ἅγιος – τόσα γιὰ τὸν Χριστό, ὅσα εἶναι ἀποδεκτὰ καὶ ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς Τούρκους. Γι΄ αὐτό, ἐμεῖς πιστεύομε στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιό του. Τὸν Μωάμεθ ὅμως δὲν τὸν βρίσκουμε νὰ μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἔκανε καὶ κάτι θαυμαστὸ καὶ ἀξιόλογο καὶ ὁδηγητικὸ πρὸς τὴν πίστη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε σ΄ αὐτόν, οὔτε καὶ στὸ βιβλίο ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν» [7, 184].
Ὁ τασιμάνης δυσανασχέτησε καὶ εἶπε: «Ἦταν γραμμένο (σχετικὰ) μὲ τὸν Μωάμεθ στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ἐσεῖς τὸ ἀπαλείψατε (Βλ. Κοράνιο 61, 6). Ἀλλὰ ἐπιπλέον αὐτός, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἄκρα Ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, ὅπως βλέπεις, ἔφθασε νικητὴς ἕως τὴ Δύση του» [7, 184-6].
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου στὴν προκλητικὴ θέση τοῦ τασιμάνη ἔναντι τοῦ Εὐαγγελίου ὑπῆρξε ἐπιστημονικὴ καὶ ἀφοπλιστική. «Στὸ δικό μας Εὐαγγέλιο», εἶπε, «δὲν ἀποκόπηκε ποτὲ τίποτε ἀπὸ κανένα Χριστιανὸ οὔτε τροποποιήθηκε αὐτὸ καθόλου. Καὶ τοῦτο, γιατί στὴν περίπτωση αὐτὴν ὑπάρχουν βαριὲς καὶ φρικωδέστατες κατάρες. Καὶ ὅποιος τολμήσει νὰ ἀποκόψει ἢ νὰ διασκευάσει κάτι, μᾶλλον αὐτὸς ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ (Ἀποκ. 22,19). Κατὰ συνέπεια, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κάνει αὐτὸ κάποιος Χριστιανός; Πῶς, ἀκόμη, θὰ μποροῦσε αὐτὸς νὰ παραμείνει Χριστιανὸς ἢ νὰ εἶναι δεκτὸς ἀπὸ Χριστιανούς, ἂν ἔσβηνε τὰ θεοχάρακτα γράμματα, αὐτὰ ποῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἢ ἐνέγραψε ἢ προεῖπε;
Ἐπιπροσθέτως, εἶναι μάρτυρες οἱ πολλὲς καὶ διάφορες διάλεκτοι στὶς ὁποῖες εὐθὺς ἐξαρχῆς μεταφράστηκε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν γράφτηκε μόνο σὲ μία. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ διαφύγει τὴν προσοχή, ἂν κάτι εἶχε παραποιηθεῖ; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ διατηρηθεῖ ἡ συμφωνία κατὰ τὸ νόημα στὰ διάφορα ἔθνη, ὅπως συμβαίνει μέχρι σήμερα; Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει καὶ σὲ πολλοὺς ἑτεροδόξους, τοὺς ὁποίους ἐμεῖς ὀνομάζουμε αἱρετικούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μερικοὶ συμφωνοῦν μὲ ἐσᾶς σὲ ὁρισμένα θέματα, ὅμως αὐτοὶ δὲν ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν τίποτε τέτοιο στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀντιτάχτηκαν (σὲ μᾶς) ἀπὸ τὴν ἀρχὴ – καὶ εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ – δὲν παρουσιάζεται κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς στὸ Εὐαγγέλιο φανερὰ καὶ τὰ ἀντίθετα (δηλαδὴ μαρτυρίες ἀντίθετες πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ). Πῶς λοιπὸν θὰ ἐπιβεβαίωνε τὸ Εὐαγγέλιο τοὺς ἀντίθετους (λόγους σχετικὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Μωάμεθ); Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μὴν ἔχει προλεχθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς θείους Προφῆτες. Ἑπομένως, ἂν ἦταν γραμμένο στὸ Εὐαγγέλιο κάτι καλὸ γιὰ τὸν Μωάμεθ, θὰ ὑπῆρχε γραμμένο καὶ στοὺς Προφῆτες. Ἀντιθέτως, θὰ βρεῖς στὸ Εὐαγγέλιο γραμμένο καὶ μὴ ἀπαλειμμένο ὅτι θὰ ἔρθουν πολλοὶ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆτες καὶ θὰ παραπλανήσουν πολλοὺς (βλ. Μθ. 24, 5 11· 24 - Μκ. 13, 6, 22 Λκ. 21,8 Α΄ Ἰω. 4,1). Γι΄ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει (τὸ Εὐαγγέλιο) λέγοντας, "μὴ λοιπὸν παραπλανηθεῖτε καὶ τοὺς ἀκολουθήσετε" (Μθ. 24,4· Μκ. 13,5· Λκ. 21,8) [7, 186].
Στὴ συνέχεια, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τεκμηριώνει τὴν θέση του καὶ μὲ ἄλλες ἀναφορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη, μὲ τὶς ὁποῖες πιστοποιεῖται ὄχι μόνο γιατί δὲν δεχόμαστε τὸν Μωάμεθ, ἀλλὰ καὶ γιατί δὲν δεχόμαστε γενικότερα ἄλλη πίστη. Κάτι τέτοιο μᾶς εἶναι ἀπολύτως ἀπηγορευμένο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ὡς πρὸς τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ τασιμάνη γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ Μωάμεθ, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τὶς χαρακτήρισε καθαρὰ κοσμικὲς καὶ ὄχι κατὰ Θεόν.
«Ἔφθασε, βέβαια, ὁ Μωάμεθ, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, νικητὴς ἕως τὴ Δύση τοῦ ἡλίου», παραδέχθηκε ὁ Παλαμᾶς καὶ συνέχισε ἀξιολογώντας, «ἄλλ΄ αὐτὸ τὸ πέτυχε μὲ πόλεμο καὶ μαχαίρι, μὲ λεηλασίες, αἰχμαλωσίες καὶ ἀνθρωποκτονίες. Τίποτε ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεό, ἀλλὰ εἶναι μᾶλλον θέλημα τοῦ ἐξαρχῆς ἀνθρωποκτόνου (Ἰω. 8,44). Γιατί καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ Δύση, δὲν ὑπέταξε ὅλη τὴν Ἀνατολή; Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι – πολλὲς φορὲς – μὲ τὶς ἐκστρατεῖες τοὺς ἐπικράτησαν σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη. Κανένα ὅμως γένος δὲν ἐμπιστεύτηκε τὶς ψυχές του σὲ κάποιον ἀπὸ αὐτούς, ὅπως ἐσεῖς στὸν Μωάμεθ.
Ἂν καὶ αὐτός, παρόλο ποὺ χρησιμοποιοῦσε βία καὶ ὑποσχόταν τὴν ἐπίδοση στὶς ἡδονές, δὲν κατέκτησε ὁλοκληρωμένο κανένα μέρος τῆς Οἰκουμένης. Ἡ διδασκαλία ὅμως τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀποτρέπει ἀπὸ ὅλες σχεδὸν τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, κατέλαβε ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ ἐπικρατεῖ καὶ ἀνάμεσα σ΄ αὐτοὺς ποὺ τὴν πολεμοῦν. Καὶ τοῦτο, χωρὶς νὰ ἐπιβάλλει καμία βία, ἀλλὰ μᾶλλον νικώντας τὴ βία, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ ἡ νίκη νὰ εἶναι ἐκείνη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο (Α΄ Ἰω. 5,4) [7, 188-90].
Σ΄ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος – μιλώντας μὲ πολλὴ παρρησία – προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων. Γι΄ αὐτὸ καὶ οἱ παριστάμενοι Χριστιανοὶ τοῦ ὑπέδειξαν μὲ νοήματα νὰ μετριάσει τὸ λόγο του. Τότε ὁ Παλαμᾶς – στρέφοντας τὸν λόγο πρὸς κάτι εὐχάριστο – εἶπε χαμογελώντας πρὸς αὐτούς: «Βέβαια, ἂν συμφωνούσαμε στὰ λόγια, θὰ ἀνήκαμε σὲ ἕνα δόγμα».
Ἕνας Τοῦρκος τότε εἶπε: «Θὰ ἔρθει κάποτε ὁ καιρός, ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξύ μας». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς φάνηκε ἐξωτερικὰ νὰ συμφωνεῖ, ἐσωτερικὰ ὅμως ἔδωσε πολὺ διαφορετικὴ ἑρμηνεία στὰ λεγόμενά του.
Ἐπ΄ αὐτοῦ, γράφει χαρακτηριστικὰ στην Επιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία του: «Καὶ ἐγὼ συμφώνησα καὶ εὐχήθηκα νὰ ἔρθει τὸ ταχύτερο ἐκεῖνος ὁ καιρός». Καὶ ἀμέσως ἐξηγεῖ: «Ἀλλά, γιατί τὸ εἶπα αὐτὸ πρὸς αὐτοὺς ποὺ τώρα ζοῦν ἐτεροδόξως ἢ πρὸς τοὺς τότε (ὅταν δηλ. θὰ συμφωνήσουμε) ζῶντες; Συμφώνησα, διότι θυμήθηκα τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων, ὅτι "στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο καὶ κάθε γλώσσα θὰ διακηρύξει ὅτι Κύριος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πρὸς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς" (Φιλιπ. 2,10-11. Πρβλ. Ρωμ. 14,11). Καὶ αὐτὸ θὰ συμβεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ [7, 190].
Στὸν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Μουσουλμάνους συζητήθηκε καὶ τὸ θέμα τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ρώτησαν λοιπὸν εὐθέως τὸν Ἅγιο: «Πῶς ἐσεῖς κατασκευάζετε στὶς Ἐκκλησίες σας πολλὰ ὁμοιώματα καὶ τὰ προσκυνεῖτε, ἂν καὶ ἔγραψε ὁ Θεὸς καὶ εἶπε στὸν Μωυσῆ "οὐ ποιήσεις πᾶν ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσση";» (Ἕξ. 20, 4. Δευτ. 5,8).
Τότε ὁ Παλαμᾶς, ἀκολουθώντας τοὺς εἰκονολόγους Πατέρες καὶ εἰδικότερα τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, εἶπε: «Προσκυνοῦν καὶ οἱ φίλοι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἀλλὰ δὲν θεοποιοῦνται μὲ αὐτό. Ὅτι δὲ ἀληθινὰ ἔτσι διδάχθηκε ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δίδαξε τὸν τότε λαό, εἶναι φανερὸ σ΄ ὅλους. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς πάλι τότε δὲν ἄφησε κανένα σχεδὸν ὁμοίωμα, τὸ ὁποῖο δὲν κατασκεύασε. Τὸ ἐσωτερικό του καταπετάσματος τὸ κατασκεύασε σὲ ὁμοίωμα καὶ τύπο τῶν ἐπουρανίων (καὶ ἐπειδὴ τὰ Χερουβὶμ βρίσκονται στὰ ἐπουράνια, ἔκανε εἰκόνες τους ποὺ τὶς ἔστησε ἐκεῖ μέσα στὰ ἄδυτα τοῦ Ναοῦ), ἐνῶ τὸ ἐξωτερικό τοῦ Ναοῦ τὸ κατασκεύασε σὲ τύπο τῶν ἐπιγείων. Ἄν, λοιπόν, ρωτοῦσε τότε κάποιος τὸν Μωυσῆ, πῶς, ἐνῶ ὁ Θεὸς ἀπαγόρευσε τὶς εἰκόνες καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἄνω καὶ κάτω, ἐσὺ πάλι τὰ ἔκανες ἔτσι, θὰ ἔλεγε ἐκεῖνος ὁπωσδήποτε ὅτι ἀπαγορεύτηκαν οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ὁμοιώματα γιὰ νὰ μὴ τὰ λατρεύει κανεὶς ὡς Θεοὺς (βλ. Ἕξ. 20,5·23,-24·Δευτ. 4,19· 5,9). Τὸ νὰ ἀνάγεται ὅμως κανεὶς μὲ αὐτὰ τὰ ὁμοιώματα πρὸς τὸν Θεό, εἶναι καλό. Ἐπαινοῦσαν καὶ οἱ Ἕλληνες τὰ κτίσματα, ἀλλὰ ὡς θεούς. Τὰ ἐπαινοῦμε καὶ ἐμεῖς, ἀλλὰ ἀναγόμαστε μέσω αὐτῶν στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».
Τότε εἶπαν οἱ Τοῦρκοι: «Ἀλήθεια, τὰ κατασκεύασε (αὐτὰ) τότε ὁ Μωυσῆς;». Καὶ πολλοί τούς διαβεβαίωσαν ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους: «Ναί, ὅλα αὐτὰ τὰ κατασκεύασε» [7, 224].
Σὲ ἀνάλογο ἐρώτημα τοῦ Ἰσμαὴλ κατὰ τὸν πρῶτο Θεολογικὸ Διάλογο, ποὺ ἀναφερόταν στὴν τιμὴ καὶ προσκύνηση τοῦ σταυροῦ, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μέσα στὸ παραπάνω πνεῦμα, ἀπάντησε διευκρινίζοντας ὅτι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τρόπαιο καὶ σημαία, γιατί δι΄ αὐτοῦ νίκησε ὁ Χριστὸς τὸν διάβολο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο [7, 174].
Μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Χιόνες, ποὺ τελείωσε μὲ τὴν εἰκονολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες σηκώθηκαν καὶ ἀποχαιρέτησαν μὲ εὐλάβεια τὸν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ ἔφυγαν.
Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς Χιόνες ἔμεινε πίσω καὶ ὕβρισε μὲ αἰσχρότητα τὸν μεγάλο ἀρχιερέα καὶ ὁρμώντας ἐναντίον του τὸν χτύπησε στὸ πρόσωπο. Τότε, οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι τὸν κράτησαν, τὸν κατηγόρησαν ἐπίμονα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγέτη τῶν Τούρκων, ἀμηρᾶ.
Ὁ πρακτικογράφος τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Τούρκους, ἰατρὸς Ταρωνείτης, κατακλείει τὰ γραφόμενά του, ὡς ἑξῆς: «Αὐτά, ποὺ γράψαμε, ἤμασταν αὐτήκοοι καὶ γράψαμε ὅσα εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι μᾶς βλέπει ὁ Θεὸς» [7, 224].

(Πηγή: Ἀντιαιρετικὸ σεμινάριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας Ε.Β.Β. & Β., πού ἔγινε τὴν Δευτέρα 30-5-2016)