ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΙΝΑΙ «ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ»
ΚΑΘΗΡΗΜΕΝΟΣ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
Στὴν περίπτωσι αὐτή, πού «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει καὶ εἶχα ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη
Πως φθασαμε στην διακοπη τοῦ μνημοσύνου του πατριαρχου Αθηναγορα το 1970
Τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου στὴν θ. λειτουργία, τὸ «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, … ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, δὲν ἔχει τὴν ἔννοια βεβαιώσεως ὅλων αὐτῶν· ἐκφράζει εὐχή, ὁ Κύριος νὰ χαρίζῃ στὸν ἐπίσκοπο ἢ στὸν πατριάρχη ψυχικὴ εἰρήνη, σωματικὴ ὑγεία, ἀγαθὴ φήμη, καὶ διδασκαλία κατὰ πάντα ὀρθόδοξη.
Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας χωρὶς ἀμφιβολία εἶχε προβῆ σὲ ἐνέργειες, ποὺ τὸν ἔφεραν μακριὰ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα· μοῦ ζητοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν κηρύξω γι᾿ αὐτὲς αἱρετικό, νὰ τὸν διαγράψω ἀπὸ τὰ δίπτυχα καὶ νὰ παύσω τὸ μνημόσυνό του.
Τοὺς ἀπήντησα, ὅτι ὡρισμένες ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου ἦταν παραβάσεις ἱ. κανόνων πού, ἂν ἀποδειχθοῦν ἀληθινές, συνεπάγονται καθαίρεσι. Ἀλλὰ ποιός θὰ τοῦ ἐπιβάλῃ τὴν καθαίρεσι; Τὸ ἁρμόδιο ὄργανο γιὰ κληρικοὺς εἶνε ἡ Σύνοδος, καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν κατέστη ὑπόδικος ἐνώπιον αὐτῆς, καὶ ἔτσι παρέμενε στὸ θρόνο.
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἡ καθαίρεσι καὶ ὁ ἀφορισμὸς διακρίνονται σὲ «δυνάμει» καὶ σὲ «ἐνεργείᾳ». Κληρικὸς ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθῇ ἀπὸ Σύνοδο, μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δυνάμει καθῃρημένος· ἐνεργείᾳ καθῃρημένος καθίσταται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίσι. Τὸ ίδιο λέει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Πηδάλιο (Ἀθῆναι 19829, σ. 4-5).
Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου. Γιὰ παραβάσεις δηλαδὴ ἱ. κανόνων ἐθεωρεῖτο δυνάμει καθῃρημένος, δὲν ἦταν ὅμως καὶ ἐνεργείᾳ. Ἀλλ᾿ ὑπῆρχαν καὶ ἐνέργειές του ποὺ ἔθιγαν δόγματα. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει καὶ εἶχα ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη.
Γιατί τώρα, μὲ ρωτοῦσαν, ποὺ γίνατε ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, δὲν ἐφαρμόζετε ὁ ίδιος τὸν κανόνα καὶ δὲν διακόπτετε τὴν πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν πατριάρχη;
Ἀπάντησις. Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω ὅμως ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἱ. κανόνων. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, τρέμω καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἐρευνῶ λοιπὸν καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας. Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Είθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Είθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας (Ἡ κανονικότης τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας μου, Ἀθῆναι 1990, σσ. 144-151).
Ἀπάντησις. Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω ὅμως ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἱ. κανόνων. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, τρέμω καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἐρευνῶ λοιπὸν καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας. Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Είθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Είθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας (Ἡ κανονικότης τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας μου, Ἀθῆναι 1990, σσ. 144-151).
* * *
Ἡ παῦσις ἔγινε πλέον (Μάρτιο 1970). Ἐπικροτῶ τὴν πρᾶξι τοῦ μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ποὺ ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἐξ αἰτίας καὶ νεωτέρων δηλώσεών του περὶ κοινοῦ ποτηρίου, πρωτείου, ἀλαθήτου καὶ φιλιόκβε. Ἡ παῦσις ὁπωσδήποτε θὰ ἐπεκταθῇ. Καὶ ἄλλοι ἱεράρχαι ἑτοιμάζονται νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Ἡ κατάστασι ἐκτραχύνεται. Τὸ σκάνδαλο παίρνει διαστάσεις. Τὸ γόητρο τοῦ Πατριαρχείου πέφτει. Πλησιάζει κάποια τρομακτικὴ διάσπασις τῆς ἑνότητος τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου· θὰ ἐπακολουθήσῃ πνευματικὸς ὄλεθρος. Νά τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ διαλόγου ποὺ ἄρχισαν πάπας καὶ πατριάρχης. Ὁ διάλογος εἶνε πονηρὴ παγίδα τοῦ παπισμοῦ γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ὅπως παρετήρησαν καὶ ἄλλοι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὴν κατάστασι. Εἶνε ἀνάγκη νὰ συγκληθῇ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία στὸ κεφαλαιῶδες τοῦτο ζήτημα εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα θὰ στηλιτεύσῃ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θ᾿ ἀπευθύνῃ διάγγελμα πρὸς ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ποὺ εἶνε ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ἀντικανονικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἴσως ὁ πατριάρχης, πρὸ τοῦ κινδύνου καταδίκης του ἀπὸ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, ν᾿ ἀνανήψῃ.
Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευσι τῶν φρικωδῶν δηλώσεων τοῦ πατριάρχου περὶ πρωτείου, ἀλαθήτου τοῦ πάπα καὶ φιλιόκβε, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκληθῇ σὲ ἔκτακτη συνεδρίασι, ν᾿ ἀπευθύνῃ ἐρώτημα στὸν πατριάρχη ἂν εἶνε ἀκριβεῖς ἢ ὄχι οἱ δηλώσεις, καὶ νὰ καθησυχάσῃ τὸν ὀρθοδόξου λαοῦ. Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο, ὄχι μόνο ἀπαλλάσσονται ἀπὸ εὐθύνη, ἀλλὰ εἶνε καὶ ἄξιοι ἐπαίνου, διότι ἑρμήνευσαν ὀρθὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Δημιουργήθηκε σοβαρὸ ζήτημα πίστεως καὶ κρίσεως τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ. Τὶς τυχὸν ἐναντίον διαμαρτυρομένων ἱεραρχῶν φωνὲς ἀπίστων, ἀθέων, πνευματιστῶν, μασόνων, οἱ ὁποῖοι εἶνε ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ληξιαρχικῶς μόνο ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νὰ περιφρονήσουμε σὰν γαυγίσματα μικρῶν σκύλων, ὅπως διδάσκουν ἀείμνηστοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς ἀκούσουμε τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς Ἑλλάδος στρέφουν ἐναγωνίως τὰ βλέμματά τους πρὸς τοὺς ποιμένας, ζητώντας ῥωμαλέα ὑπεράσπισι τῆς πατροπαραδότου εὐσεβείας (Ἀπολογισμὸς μιᾶς 4ετίας, Ἀθῆναι 1971, σσ. 123-125).
Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευσι τῶν φρικωδῶν δηλώσεων τοῦ πατριάρχου περὶ πρωτείου, ἀλαθήτου τοῦ πάπα καὶ φιλιόκβε, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκληθῇ σὲ ἔκτακτη συνεδρίασι, ν᾿ ἀπευθύνῃ ἐρώτημα στὸν πατριάρχη ἂν εἶνε ἀκριβεῖς ἢ ὄχι οἱ δηλώσεις, καὶ νὰ καθησυχάσῃ τὸν ὀρθοδόξου λαοῦ. Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο, ὄχι μόνο ἀπαλλάσσονται ἀπὸ εὐθύνη, ἀλλὰ εἶνε καὶ ἄξιοι ἐπαίνου, διότι ἑρμήνευσαν ὀρθὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Δημιουργήθηκε σοβαρὸ ζήτημα πίστεως καὶ κρίσεως τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ. Τὶς τυχὸν ἐναντίον διαμαρτυρομένων ἱεραρχῶν φωνὲς ἀπίστων, ἀθέων, πνευματιστῶν, μασόνων, οἱ ὁποῖοι εἶνε ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ληξιαρχικῶς μόνο ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νὰ περιφρονήσουμε σὰν γαυγίσματα μικρῶν σκύλων, ὅπως διδάσκουν ἀείμνηστοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς ἀκούσουμε τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς Ἑλλάδος στρέφουν ἐναγωνίως τὰ βλέμματά τους πρὸς τοὺς ποιμένας, ζητώντας ῥωμαλέα ὑπεράσπισι τῆς πατροπαραδότου εὐσεβείας (Ἀπολογισμὸς μιᾶς 4ετίας, Ἀθῆναι 1971, σσ. 123-125).
* * *
Μετὰ τὴν διακοπή (Φεβρ. 1973). Μᾶς κατηγοροῦν, ὅτι δὲν σεβόμεθα τὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὅλως αὐθαιρέτως διεκόψαμε τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου.
Ὄχι, ἀδικοῦν τὴν ἀλήθεια ὅταν λένε «ὅλως αὐθαιρέτως». Τὸ ἀληθὲς εἶνε τὸ τελείως ἀντίθετο. Ἐὰν ἀνοίξετε τὸ Πηδάλιο καὶ μελετήσετε τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θὰ δῆτε ὅτι ὄχι «ὅλως αὐθαιρέτως» ἀλλὰ «ὅλως κανονικῶς» διεκόψαμε τὴ μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Τὴν διεκόψαμε μετὰ ἀπὸ φρικώδεις δηλώσεις του περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, περὶ φιλιόκβε κ.λπ.. «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διεκηρύσσοντο, σὲ παγκόσμιο κλίμακα, ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, ποὺ ἔχουν καταδικασθῆ ἀπὸ πλῆθος Συνόδους. Οἱ δὲ τρεῖς μητροπολῖται τῆς Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς προχωρήσαμε στὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, μὲ ἔγγραφο πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο δηλώσαμε ὅτι, ἐὰν ὁ πατριάρχης διέψευδε τὶς σχετικὲς δηλώσεις, ἐμεῖς θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὸ μνημόσυνο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐκεῖνος ἐπέμεινε στὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις του. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος, παρ᾿ ὅλες τὶς πιέσεις ποὺ δέχθηκε, δὲν προχώρησε νὰ ἐπιβάλῃ κυρώσεις ἐναντίον μας, δείχνει ὅτι κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν ὀρθότητα τῆς ἐνεργείας μας. Προσέφερε δὲ ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ ὑψίστη ὑπηρεσία στὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὑπῆρξε ἕνα φρένο στὸν πατριάρχη, ποὺ ἔσπευδε πυραυλοκινήτως πρὸς ἄκαιρον ἕνωσιν μὲ τοὺς παπικούς (Ἀπαντήσεις ἐπὶ ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, Ἀθῆναι 1973, σσ. 49-50).
Ὄχι, ἀδικοῦν τὴν ἀλήθεια ὅταν λένε «ὅλως αὐθαιρέτως». Τὸ ἀληθὲς εἶνε τὸ τελείως ἀντίθετο. Ἐὰν ἀνοίξετε τὸ Πηδάλιο καὶ μελετήσετε τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θὰ δῆτε ὅτι ὄχι «ὅλως αὐθαιρέτως» ἀλλὰ «ὅλως κανονικῶς» διεκόψαμε τὴ μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Τὴν διεκόψαμε μετὰ ἀπὸ φρικώδεις δηλώσεις του περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, περὶ φιλιόκβε κ.λπ.. «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διεκηρύσσοντο, σὲ παγκόσμιο κλίμακα, ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, ποὺ ἔχουν καταδικασθῆ ἀπὸ πλῆθος Συνόδους. Οἱ δὲ τρεῖς μητροπολῖται τῆς Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς προχωρήσαμε στὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, μὲ ἔγγραφο πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο δηλώσαμε ὅτι, ἐὰν ὁ πατριάρχης διέψευδε τὶς σχετικὲς δηλώσεις, ἐμεῖς θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὸ μνημόσυνο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐκεῖνος ἐπέμεινε στὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις του. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος, παρ᾿ ὅλες τὶς πιέσεις ποὺ δέχθηκε, δὲν προχώρησε νὰ ἐπιβάλῃ κυρώσεις ἐναντίον μας, δείχνει ὅτι κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν ὀρθότητα τῆς ἐνεργείας μας. Προσέφερε δὲ ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ ὑψίστη ὑπηρεσία στὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὑπῆρξε ἕνα φρένο στὸν πατριάρχη, ποὺ ἔσπευδε πυραυλοκινήτως πρὸς ἄκαιρον ἕνωσιν μὲ τοὺς παπικούς (Ἀπαντήσεις ἐπὶ ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, Ἀθῆναι 1973, σσ. 49-50).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος