To επικίνδυνο σημείο της νέας συμφωνίας κράτους-Εκκλησίας
Το πλέον επικίνδυνο σημείο της νέας συμφωνίας κράτους-Εκκλησίας: Η εμπλοκή στα γρανάζια του ευρωπαϊκού δικαίου περί απαγορεύσεως κρατικών ενισχύσεων
Μελλοντική δυνητική παγίδα επιφυλάσσει ο χαρακτηρισμός του μισθού των κληρικών ως επιδόματος. Δυστυχώς, όταν ασχολείται κανείς με τα νομικά και ειδικότερα με το δημοσιονομικό δίκαιο , το δίκαιο του ιδιωτικού τομέα αλλά και την εμπλοκή αυτών των δύο με το δίκαιο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, πρέπει να είναι προσεκτικός. Λέξεις και πρακτικές που φαίνονται στον κοινό νου ότι δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία στον χώρο της νομικής και των δικαστηρίων, μπορεί να τινάξουν στον αέρα και την καλύτερη συμφωνία. Μία βασική παγίδα την οποία πρέπει να αποφεύγει κάθε διαπραγματευόμενος με το κράτος και τις ευρωπαϊκές κοινότητες. είναι να μην εμπλακεί στις διατάξεις που απαγορεύουν τις λεγόμενες κρατικές ενισχύσεις. Είναι τόσο επικίνδυνος αυτός ο τομέας που ακόμα και καταβληθείσες κρατικές ενισχύσεις εάν θεωρηθούν ότι υπόκεινται στους περιορισμούς των ευρωπαϊκών συνθηκών, ανακαλούνται και επιστρέφονται.
Το Τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέτασε μια ανάλογη περίπτωση στην απόφαση της 27-6-2017 (C- 74/16) που αφορούσε στην Αδελφότητα υπό το όνομα Congregacion de Escuelas Pias Provincia Betania η οποία αξιοποίησε τη συμφωνία σχετικά με οικονομικά ζητήματα που συνήφθη μεταξύ του ισπανικού κράτους και του Βατικανού στις 3 -1- 1999 . Το δημοσιονομικό καθεστώς της αδελφότητας προσέκρουσε στο προδικαστικό ερώτημα εάν η φορολογική απαλλαγή που είχε συμφωνηθεί υπέρ των ακινήτων των καθολικών συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 107 παρ. 1, των συνθηκων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Το δικαστήριο στο σημείο 40 της απόφάσεώς του διερευνά τη δυνατότητα η αδελφότητα να χαρακτηρίζεται ως επιχείρηση οπότε απαγορεύονται οι κρατικές ενισχύσεις. Στο σημείο 43 το δικαστήριο έθεσε την αρχή ότι το γεγονός ότι ασκείται από θρησκευτική κοινότητα « οικονομική» δραστηριότητα, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των κανόνων της συνθήκης που διέπουν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Το δικαστήριο αποφαίνεται στο σημείο 45 ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά. Προσθέτει δε στο σημείο 46 πως το γεγονός ότι η παροχή υπηρεσιών δεν έχει σκοπό το κέρδος δεν σημαίνει οτι ο φορέας που διενεργεί αυτές τις πράξεις δεν πρέπει να θεωρείται επιχείρηση εφόσον με την προσφορά αυτή ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν φιλανθρωπικό σκοπό.
Η εμπλοκή του ελληνικού δημοσιονομικού δικαίου, του νομικού καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων κατά τον Ν.4301/2014 και του δικαίου της Εκλησίας της Ελλάδος σε καθεστώς δύο ταχυτήτων μισθοδοτουμένων αρχιερέων και επιδοτουμένων κατωτέρων κληρικών και η συμβατότης του με το ευρωπαίκό νεοφιλελεύθερο δίκαιο της απαγόρευσης των ευρωπαϊκών κρατικών επιδοτήσεων συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα με απρόβλεπτες και εν πάση περιπτώσει καταστρεπτικές μελλοντικές συνέπειες .
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι τόσο το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού όσο και το καθεστώς των ουδετεροθρησκειών πήγασαν από την κοινή ρίζα του δυτικού φιλευθερισμού ο οποίος με τη χείρονα εκδοχη του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, έχει γίνει ασύδοτος. Προβάλλοντας μια αρχή εξίσωσης των πάντων κινδυνεύει να ποινικοποιήσει την έκφραση οιουδήποτε βαθέος νοήματος που υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητος και να τα εξισώσει όλα με τα καθεστώτα ανταγωνισμού εμπορικών επιχειρήσεων. Το ελληνικό ήθος είναι συνεργατικό και το μόνο που ανταγωνίζεται είναι τα έργα του διαβόλου. Η Εκκλησία, εάν εισέλθει στη λογική του εμπορικού ανταγωνισμού μάλλον θα πρέπει να αλλάξει το όνομα της, εάν δεν θέλει να γελοιοποιήσει το παρελθόν της και να υπονομεύσει το μέλλον της. Η προσπάθεια μέσω του νόμου 4301/2014 να «τσουβαλιαστούν» σε ένα καθεστώς όλες οι θρησκευτικές κοινότητες και πιθανόν στο μέλλον να ενταχθεί και η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος, ίσως δημιουργεί την υποψία ότι βρισκόμαστε προ μιας προσπαθείας κάθε πίστη να καταντήσει αγοραίο μέγεθος που θα αντιμετωπίζεται όπως τα απορρυπαντικά στο σούπερ-μαρκετ τα οποία η καταναλωτική λογική επιλέγει συνήθως με βάση το εξωτερικό περιτύλιγμα. Αν αυτό συνεπάγεται ευγενή κατάληξη πέντε τουλάχιστον χιλιάδων χρόνων ιστορίας ελληνικού ήθους, τότε οι λέξεις έχουν απωλέσει το νόημά τους . Προς τούτο οι άγιοι αρχιερείς ας προσέξουν σε ποιο καθεστώς εντάσσουν τις συμφωνίες τους διότι η έκδηλη νομική ανεπάρκεια της προταθείσης συμφωνίας θίγει όχι μόνο την αξιοπιστία των φορέων και προσώπων που εμπλέκονται σε αυτή αλλά και συνιστά δείγμα αφελείας και χονδροειδέστατης άγνοιας κινδύνου.
ΕΡΗΜΟΠΟΛΙΤΗΣ