Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, Ο θάνατος του αμετανόητου
«Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη» (Λουκ. 16,22)
Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου; Τί βάθος, τί ὕψος νοημάτων! Ἑπτὰ λόγους ἐξεφώνησε ἐπάνω σ᾽ αὐτὴν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἕνας βαθύπλουτος ζοῦσε μὲ κάθε πολυτέλεια. Κατοικοῦσε σὲ μέγαρο μὲ πλῆθος ὑπηρέτες. Ξόδευε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅσα θὰ ἔφταναν νὰ ζήσῃ μιὰ κωμόπολις. Ἀλλ᾿ αὐτός ―ὅπως καὶ οἱ σημερινοὶ ὅμοιοί του– δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ φτωχούς, «καρφὶ δὲν τοῦ καιγόταν».
Πόσα χρόνια κράτησε ἡ ζωή του; Δὲ μᾶς λέει ἡ παραβολή. Ἀλλ᾿ ὅσο κι ἂν κράτησε, ἦρθε τέλος ὁ κακὸς ἐπισκέπτης, ὁ θάνατος. Σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκε γυμνός, τρέμοντας σὰν φύλλο, στὸν ἄλλο κόσμο, ποὺ δὲν τὸν εἶχε καθόλου σκεφτῆ. «Πόσο πλανήθηκα!», θὰ εἶπε. Καὶ τί δὲν θά ᾽δινε νὰ γυρίσῃ πάλι στὴ γῆ καὶ νὰ ζήσῃ διαφορετικά! Πλάστηκε γιὰ νὰ ζήσῃ σὰν ἄνθρωπος, κι αὐτὸς ἔζησε σὰν ζῷο, σὰν ἕνας χοῖρος.
«Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη» (Λουκ. 16,22). Ἡ παραβολὴ μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ ποῦμε λίγες λέξεις γιὰ τὸ θάνατο, καὶ μάλιστα τὸ θάνατο ἐκείνων ποὺ ὄχι μόνο ζοῦν ἁμαρτωλὰ ἀλλὰ καὶ μένουν ἀμετανόητοι μέχρι τέλους.
* * *
Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἀγαπητοί μου, ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ συμβίωσι ψυχῆς καὶ σώματος διακόπτεται καὶ ἡ ψυχὴ ἀποχωρίζεται καὶ πηγαίνει στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητος, μοιάζει μὲ τὴν ὥρα ποὺ συγγενεῖς καὶ φίλοι ἀποχαιρετοῦν στὴν προκυμαία κάποιον δικό τους ποὺ ταξιδεύει γιὰ χώρα μακρινή. Σὲ λίγο καὶ τὸ ὑπερωκεάνιο θὰ φαίνεται σὰν μιὰ τελεία στὸν ὁρίζοντα, ποὺ κι αὐτὴ τέλος θὰ σβήσῃ. Κανείς ὅμως δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι ὁ φίλος ποὺ ἔφυγε ζῇ· ζῇ καὶ ταξιδεύει, γιὰ νὰ φθάσῃ στὴ νέα γῆ.
Ἡ σκέψι τοῦ ταξιδιώτη τώρα συγκεντρώνεται ἀλλοῦ. Τί ἆραγε θὰ συναντήσῃ ἐκεῖ; Ποιοί θὰ βγοῦν νὰ τὸν προϋπαντήσουν; Θὰ βρῇ εὐχάριστη διαμονή; Ἢ μήπως μόλις ἀποβιβασθῇ θ᾿ ἁπλωθῇ γύρω του ἐρημιὰ καὶ ἀπομόνωσι; Κάπως ἔτσι νιώθει κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ φεύγει γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ταράζεται μόλις φανῇ ὁ θάνατος. Φόβος συνέχει τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ ὁσίου καὶ δικαίου ἀκόμη, μήπως κατὰ τὴν λεπτομερῆ ἔρευνα τοῦ βίου του δὲν βρεθῇ ἐν τάξει.
Νά ἕνας ἅγιος, ὁ ἅγιος Ἱλαρίων. Ἀπὸ 15 χρονῶν ἦταν στὴν ἔρημο. Ἔζησε μὲ μετάνοια 6 δεκαετίες καὶ πλέον. Νηστεύοντας, προσευχόμενος, μελετώντας, σκληραγωγώντας τὴ σάρκα, ἤλπιζε στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Κι ὅμως, ὅταν ἔφθασε ἡ στιγμὴ νὰ κλείσῃ τὰ μάτια, φώναξε· «Βγές, ψυχή μου· τί φοβᾶσαι; γιατί διστάζεις; Σχεδὸν ἑβδομήντα χρόνια ὑπηρετεῖς τὸν Κύριο· ἀκόμη ἔχεις λόγο νὰ φοβᾶσαι;».
Κι ἂν ὁ δίκαιος καὶ ὅσιος αἰσθανόταν ἔτσι, ποιά ἆραγε νὰ εἶνε ἡ ψυχολογικὴ κατάστασι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ποὺ πεθαίνει, ἐκείνου ποὺ ἔζησε μὲ φαυλότητα καὶ δὲν μετανόησε; Ἐὰν ὁ δίκαιος «μόλις σῴζεται, ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ποῦ φανεῖται;» (Παρ. 11,31. Α΄ Πέτρ. 4,18). Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, γιὰ ὅποιον στὴ ζωὴ πάτησε ἐπὶ πτωμάτων, εἶνε τρομερή. Ὁ θάνατος μοιάζει μὲ καταιγίδα, ποὺ ἔρχεται καὶ ξερριζώνει ἕνα ὑπερήφανο δέντρο ποὺ ἅπλωνε τὰ κλαδιά του παντοῦ.
Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα τέτοιο θάνατο. Ἀνοίγουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἔτος 538 π.Χ.. Στὴ Βαβυλῶνα, τὴ μεγάλη πόλι, βασίλευε ὁ Βαλτάσαρ. Αὐτὸς κάποτε ἔκανε συμπόσιο στοὺς ἀξιωματούχους του. Ἡ μουσικὴ ἔπαιζε, ὅλοι ἔτρωγαν κ᾽ ἔπιναν, τὸ κρασὶ ἔτρεχε ἄφθονο. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Βαλτάσαρ διατάζει νὰ φέρουν τὰ ἱερὰ σκεύη, ποὺ εἶχε ἁρπάξει ὁ πατέρας του ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπὸ τὸ Ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων. Καὶ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ ἐκεῖνα ποτήρια, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένα στὸ Θεὸ γιὰ τὴ λατρεία του, τώρα βεβηλώνονται, γίνονται κρασοπότηρα, ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα πίνουν ὅλοι, ἐνῷ ἀντηχοῦν πορνικὰ τραγούδια, γέλια καὶ καγχασμοί.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ κεραυνός! Ὅλα ἀλλάζουν. Ὁ Βαλτάσαρ τρέμει, τοῦ πέφτουν τὰ ποτήρια, τὰ γόνατά του παραλύουν, τὸ πρόσωπό του γίνεται ὠχρό. Κάτι τρομακτικὸ εἶδε. Στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἀπέναντι τοίχου ἕνα χέρι κινήθηκε ἀστραπιαῖα, ἔγραψε τρεῖς ἄγνωστες λέξεις κ᾽ ἐξαφανίστηκε. Ὁ Βαλτάσαρ ἀγωνιᾷ. Ζητάει τὴν ἐξήγησι τοῦ φαινομένου καὶ ὑπόσχεται μεγάλες ἀμοιβές. Ἀλλὰ κανένας μάγος καὶ σοφὸς δὲν μπορεῖ νὰ λύσῃ τὸ μυστήριο.
Τέλος ἔρχεται ὁ προφήτης Δανιὴλ καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει· «Βασιλιᾶ, ὁ πατέρας σου ἵδρυσε ἀπέραντη αὐτοκρατορία κι ὅλοι τὸν ἔτρεμαν. Μὰ δὲν ἐδόξασε τὸ Θεό. Ὑπερηφανεύτηκε, γι᾿ αὐτὸ ἔπεσε. Κ᾽ ἐσύ, ἀντὶ νὰ σωφρονισθῇς ἀπ᾽ αὐτό, ἀκολούθησες τὰ ἴχνη του, καὶ ἡ ἀσέβειά σου προχώρησε πιὸ πέρα. Βεβήλωσες τὰ ἱερὰ σκεύη. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε πάνω σου ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου. Τὸ χέρι ποὺ εἶδες ἦταν ἀπ᾽ τὸ Θεό. Οἱ 3 λέξεις ἦταν ἡ καταδικαστική σου ἀπόφασι· «μανή, θεκέλ, φάρες» (Δαν. 5,25-28). Δηλαδή· μετρήθηκες, ζυγίστηκες, καὶ βρέθηκες λειψός. Δὲν σῴζεσαι πιά. Τὸ βασίλειό σου θὰ διαλυθῇ. Ἀπόψε θὰ σκοτωθῇς». Κι ὅπως εἶπε ὁ Δανιὴλ ἔτσι καὶ ἔγινε. «Ἐν αὐτῇ τῇ νυκτί», λέει ἡ Γραφή, «ἀνῃρέθη Βαλτάσαρ ὁ βασιλεὺς ὁ Χαλδαίων» (ἔ.ἀ. 5,30).
* * *
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ εἰκόνα τοῦ ἀσεβοῦς ποὺ πεθαίνει. Καὶ αὐτὴ τὴν τραγικότητα παρουσιάζουν μὲ μικρὲς παραλλαγὲς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ὅλοι οἱ διῶκτες τῆς πίστεως. Ἂν θέλετε παραδείγματα, ἀνοῖξτε τὴν Ἱστορία. Ἐκεῖ θὰ δῆτε πῶς πέθανε ὁ Ἡρῴδης ποὺ σκότωσε τὰ νήπια· πῶς ὁ Νέρων, ποὺ ἄλειφε τὰ σώματα τῶν Χριστιανῶν μὲ εὔφλεκτες ὗλες καὶ τοὺς ἔκαιγε σὰν λαμπάδες. Διαβάστε ἐπίσης πῶς πέθαναν ὁ Δέκιος, ὁ Δομετιανός, ὁ Αὐρήλιος, ὁ Μαξιμιανός, ὁ Γαλέριος, ὁ Μαξέντιος, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ποὺ πεθαίνοντας φώναξε «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε!». Ὁ Λακτάντιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ἔγραψε βιβλίο, στὸ ὁποῖο περιγράφει τὸ τραγικὸ τέλος τῶν διωκτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Πόσο δίκιο ἔχει ἡ Γραφὴ ποὺ λέει «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός» (Ψαλμ. 33,22)! Ναί, κακὸς ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὄχι τόσο γιατὶ σκοτώνονται ἄγρια –κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «Πάντες οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται» (Ματθ. 26,52)–, ὅσο γιατὶ ἡ ἀνάμνησις τῶν κακουργημάτων τους, ποὺ περνοῦν σὰν ταινία ἀστραπιαῖα ἀπὸ τὸ νοῦ τῶν ἑτοιμοθανάτων, εἶνε σκορπιὸς ποὺ κεντᾷ, φλόγα ποὺ καίει.
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ ἀσεβὴς κι ἀμετανόητος ἁμαρτωλὸς πεθάνῃ μέσα σὲ πλούτη καὶ εὐτυχία, μὴ βλέπετε τὸ πρόσωπό του· παρὰ τὴ φαινομενικὴ ἠρεμία, τρικυμία ταράζει τὸ ἐσωτερικό του. Δὲν μπορεῖ τότε πιὰ νὰ γελάσῃ καὶ νὰ εἰρωνευθῇ ὅποιον θὰ πῇ τὶς λέξεις «Θεός», «αἰωνιότης», «κρίσις», «ἀνταπόδοσις».
Ἐμπρὸς στὸ θάνατο κι ὁ μεγαλύτερος ἄπιστος συγκλονίζεται καὶ διερωτᾶται· «Μήπως ἐκεῖνα ποὺ κορόιδευα εἶνε πραγματικότητες;». Μοιάζει μ᾽ ἐκεῖνον ποὺ κοιμήθηκε τὴ νύχτα σὲ προεξοχὴ ἀπόκρημνου βράχου καὶ μόλις ξημέρωσε εἶδε ἔντρομος τὸ βάραθρο, στὸ ὁποῖο μὲ μιὰ μικρὴ μετακίνησι θὰ γκρεμιζόταν…
Γιὰ τὸν περιβόητο Βολταῖρο, ποὺ σατίριζε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, λένε ὅτι οἱ τελευταῖες στιγμές του ἦταν τραγικές. Φώναζε συνεχῶς, ἀπευθυνόμενος σὲ ἀόρατους ἐχθρούς· «Φύγετε μακριά μου, φύγετε· ἐσεῖς εἶστε ἡ αἰτία τῆς καταστάσεως ποὺ βρίσκομαι τώρα…. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός!…». Σηκωνόταν ἀπ᾽ τὸ κρεβάτι καὶ ἔτρεμε σὰ νά ᾽ταν ἕτοιμος νὰ πέσῃ στὸ χάος. Ὁ γιατρός του ἔλεγε, ὅτι ὅλοι οἱ ἄπιστοι θά ᾽πρεπε νὰ βρίσκωνται ἐκεῖ, νὰ δοῦν πῶς βγαίνει ἀπ᾽ τὸ σῶμα μία ψυχὴ ποὺ ἀσέβησε στὴν Θεότητα.
* * *
Ζητῶ συγγνώμη, ἀγαπητοί μου, ποὺ σᾶς ἐνώχλησα μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, καθῆκον ἐκτέλεσα. Ὡς ὑπηρέτης τοῦ βασιλέως Χριστοῦ, σᾶς ὑπενθύμισα ἐκεῖνο ποὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Φιλίππου ὑπενθύμιζε σ᾽ αὐτὸν κάθε πρωί· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ», νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι θνητός – κι ὁ Φίλιππος δὲν εἶχε φωτισθῆ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.
Σὲ κάθε στιγμὴ νὰ θυμᾶστε, πὼς εἶστε θνητοί. Τὰ μνήματα σᾶς φωνάζουν· «Ἐκεῖ ποὺ εἶστε σήμερα ἐσεῖς, ἤμασταν κάποτε κ᾽ ἐμεῖς. Κι ὅπου εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς, θά ᾽ρθετε αὔριο κ᾽ ἐσεῖς». Συμβουλευθῆτε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἑτοιμάστε τὰ ἐφόδια, τὶς ἀποσκευές σας.
Καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ρωτήσω· εἶστε ἐν τάξει ἀπέναντι τοῦ Κυρίου; Θέλετε νὰ πεθάνετε ὅπως εἶστε σήμερα; Τί λέτε; δὲν ἔχετε κρυφὰ ἁμαρτήματα, ποὺ πρέπει νὰ τὰ ἐξομολογηθῆτε; Δὲν ἔχετε κάνει ἀδικίες, ποὺ πρέπει νὰ ἐπανορθώσετε; Δὲν ἔχετε παραλείψεις, ποὺ πρέπει τὸ συντομώτερο νὰ ἐκτελέσετε;
Θέλω ἀπόψε νὰ κατακλιθῆτε ἀνήσυχοι, ἐρευνώντας τὰ ἐρωτήματα αὐτά. Ἡ ἀνησυχία αὐτὴ εἶνε ἁγία. Γιατὶ θὰ ὁδηγήσῃ στὴ σωτηρία. Ἔτσι θὰ πραγματοποιηθῇ καὶ σ᾽ ἐσᾶς ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας· «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα» (θ. Λειτ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949