Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Θανάση Ν. Παπαθανασίου: «Συνόδου των Ορθοδόξων οδύνες και ωδίνες» αλλά και κωδεΐνες


«Συνόδου των Ορθοδόξων οδύνες και ωδίνες» αλλά και κωδεΐνες


[ 27 Ιουλ 2016  http://aktines.blogspot.gr/2016/07/blog-post_855.html#more ]. 




Παραθέτομεν ενδιαφέρον άρθρον του κ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου, το οποίον εδημοσιεύθη εις την εφημερίδα «ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» της 9ης Ιουλίου 2016 και ακολούθως θέτομεν προβληματισμούς:
«Η Μεγάλη Σύνοδος των Ορθοδόξων   Εκκλησιών    πρα­γματοποιήθηκε τις μέρες της Πεντηκοστής. Προφανώς ηθελημένα, αφού η Πεντηκοστή παραπέμπει στην έλευση του Αγίου Πνεύματος. Όμως η γιορτή δηλώνει και κάτι άλλο: ότι το «μέσα» και το «έξω» της Εκκλησίας οφείλουν να βρίσκονται σε όσμωση. Το πως λειτουργεί η Εκκλησία στο εσωτερικό της οφείλει να βρίσκεται σε συνάρτηση με το πως νοεί τη σχέση της με τον κόσμο. Στην καθιερωμένη εικόνα της Πεντηκοστής οι μαθητές του Χριστού κάθονται όλοι μαζί, αλλά όχι σε κλειστό κύκλο. Σχηματίζουν ημικύκλιο, πάντα ανοιχτό. Πράγμα που σημαίνει ότι η Πεντηκοστή δεν είναι απλώς ένα φόντο για τη Σύνοδο. Είναι και ο κριτής της.

Διπλό θα έλεγα ότι υπήρξε το στίγμα της Συνόδου. Πρώτον, η τεράστια δυσκολία για την ίδια της τη σύγκληση. Η ορθόδοξη Εκκλησία καυχάται ότι είναι παραδοσιακά η εκκλησία των συνόδων, αλλά στην πράξη ευκολότερα διακρίνονται ανταγωνισμοί για ηγεμονία. Οι παγιωμένες στρεβλώσεις είναι οδυνηρές. Σημειώνω μερικές: την ενδυνάμωση του φονταμενταλισμού (ο οποίος πάσχισε ιδιαίτερα για τη ματαίωση της Συνόδου), τις αβυσσαλέες ρίζες του εθνικισμού, τη μισαλλοδοξία που κομπάζει ως θρησκευτική καθαρότητα, την εξουσιαστική αντίληψη ότι ο φονταμενταλισμός και η μισαλλοδοξία μπορούν να αντιμετωπιστούν γραφειοκρατικά, χωρίς να είναι ενεργοί οι ίδιοι οι πιστοί.
Δεύτερον, τα κείμενα που ψήφισε η Σύνοδος διατυπώνουν γενικές αρχές, στις οποίες οι μη φονταμενταλιστές πάνω-κάτω θα συμφωνήσουν. Σημαντικές αρχές, αλλά χωρίς εμπράγματη αντιμετώπιση πληγών που κακοφορμίζουν. Τα κείμενα βεβαίως θα αξιολογηθούν ενδελεχώς, αλλά το βασικό θετικό είναι κάτι άλλο. Ότι καθαυτή η πορεία προς τη Σύνοδο προκάλεσε έντονη συζήτηση και κινητοποίησε σημαντικές θεολογικές δυνάμεις, οι οποίες κατέδειξαν εκκρεμότητες που δεν μπόρεσαν να μπουν στην ατζέντα της Συνόδου, και αξίωσαν το άνοιγμα στο σήμερα όχι ως τακτική δημοσίων σχέσεων, αλλά ως πραγματική συνάντηση του Ευαγγελίου με τον υπαρκτό άνθρωπο, άνθρωπο μιας εποχής πολύ μετά από τη χριστιανική αυτοκρατορία. Η φωνή αυτή ζήτησε τόλμη, παρρησία και αυτοκριτική διάθεση παντού· και στους χώρους των μη-φονταμενταλιστών.
Κάποια βήματα που έγιναν στη Σύνοδο, όπως η ισχνή παρουσία λαϊκών και η ακόμη ισχνότερη γυναικών, η καταγγελία του φονταμενταλισμού ως νοσηρής θρησκευτικότητας, η πρόταση για μόνιμους συνοδικούς θεσμούς κλπ, πρέπει να χαιρετιστούν ως αφετηρία για ουσιαστικότερες κινήσεις. Αν οι στρεβλώσεις ιδωθούν κατάματα, όπου κι αν βρίσκονται, τότε οι οδύνες μπορεί να μετατραπούν σε ωδίνες, δηλαδή ο σκέτος πόνος να γίνει πόνος γέννας. Αρκεί, αυτό που θα ακολουθήσει να μη είναι οιαδήποτε αυτοδικαιωτική στασιμότητα. Να μη γίνει κύκλος το ημικύκλιο…».
Ο δρ. Θεολογίας κ. Παπαθανασίου αποπειράται μία σύντομον εκτίμησιν της Συνόδου της Κρήτης. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που θέτει είναι κατά πόσον είναι ανοικτή η Σύνοδος αυτή προς τον κόσμον. Δεν θα έπρεπε άρα να απασχολήση όλους τους θεολόγους κατ’ αρχάς κατά πόσον η ιδία η Σύνοδος υπήρξε ανοικτή προς την Εκκλησίαν; Νοείται Σύνοδος να συνεδριάζη κεκλεισμένων των θυρών; Νοείται Σύνοδος να απορρίπτη την συζήτησιν προτάσεων του Αγίου Όρους η και ακόμη του υπομνήματος περί της ιεραποστολής, εις το οποίον είχε περιληφθή και η υπογραφή του κ. Παπαθανασίου; Θεωρούμε πως κριτής της Συνόδου δεν είναι μόνον η Πεντηκοστή αλλά και όλαι αι μεταγενέστεραι Σύνοδοι, με τας οποίας δεν εστοιχήθη…
Εις το πρώτον «στίγμα» ο κ. Παπαθανασίου φαίνεται ότι απευθύνει βολάς προς κάθε κατεύθυνσιν και προς τας παρούσας Εκκλησίας και προς τας απούσας, αλλά και προς τους διαφωνούντας δια την σύγκλησιν της Συνόδου. Δεν θα πρέπη όμως το δίκαιον να αποδίδεται βάσει του αποτελέσματος; Εξηγούμεθα: εφ’ όσον εκ των γεγονότων εφάνη ότι η σύγκλησις της Συνόδου έφερεν εις τα όρια ατύπου σχίσματος τους Ορθοδόξους, διατί είχαν άδικον όσοι επέμεναν εις την ματαίωσίν της; Επίσης, το Πατριαρχείον της Αντιοχείας που δεν είχε υπογράψει τον κανονισμόν συγκλήσεως εκινήθη μόνον από ιδιοτελείς σκοπούς η διέβλεπε και εις τον κανονισμόν αλλοίωσιν της εκκλησιολογίας π.χ. στέρησις ψήφου εις τους Επισκόπους;
Εις το δεύτερον «στίγμα» ο κ. Παπαθανασίου διαπιστώνει ότι τα κείμενα έχουν σωστάς γενικάς αρχάς, αλλά δεν αντιμετωπίζουν επί της ουσίας τα προβλήματα. Θα συμφωνήση πιστεύομε μαζί μας ότι αι αρχαί υπήρχαν εδώ και δύο χιλιάδες έτη. Επομένως αν η Σύνοδος είχε σκοπόν να δώση πρακτικάς λύσεις, ως πιστεύουν κάποιοι, δεν απέτυχε εις το έργον της; Ο κ. Παπαθανασίου θεωρεί ότι επιτυχία ήτο ότι ενεργοποιήθησαν θεολογικαί δυνάμεις. Και μόνον ότι εντοπίζει το «θετικόν» εκτός της κατ’ αυτής Συνόδου θα πρέπη να προβληματίση όλους…Ωστόσο πέραν του ότι δεν εισηκούσθησαν αυταί αι δυνάμεις, απορούμε τι ωθεί εις «πανηγυρισμούς»; Οφείλομε πάντοτε να ενθυμούμεθα ότι η Σύνοδος αυτή προητοιμάζετο πλέον των 50 ετών και αν παραδεχθούμε ότι μόλις προσφάτως εκινητοποιήθησαν θεολογικαί δυνάμεις τότε αυτό μάλλον απαισιόδοξον παρά αισιόδοξον είναι. Ακόμη όμως και να αξιολογηθή ως αισιόδοξον, ως θέλει ο κ. Παπαθανασίου, δεν θα πρέπη να αναστοχασθώμεν σχετικώς με το τι ονομάζει κανείς θεολογικάς δυνάμεις; Δυνάμεις αι οποίαι συμφωνούν με την Σύνοδον και προτείνουν ότι εισήλθομεν εις μεταπατερικήν εποχήν είναι πρόσωπα μη φονταμενταλισταί; Απεναντίας δυνάμεις αι οποίαι εζήτησαν ισοτιμίαν των συμμετεχόντων εις την Σύνοδον, μη αποκλεισμόν των Αυτονόμων Εκκλησιών, χρόνον δια την θεολογικήν δημοσίαν διαβούλευσιν των κειμένων κ.α. είναι φονταμενταλισταί; Αν επιθυμούμε να είμεθα «ανοικτοί» προς τον κόσμον ας είμεθα «ανοικτοί» και προς όσους διαφωνούμε.
Τέλος, θα ήτο καλόν να διευκρινίση εις όλους τι εννοείται υπό την φράσιν «μόνιμοι συνοδικοί θεσμοί»; Μόνιμοι συνοδικοί θεσμοί υπάρχουν εις τας κατά τόπους Εκκλησίας, καθώς αι Μεγάλαι Σύνοδοι και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι ήσαν πάντοτε έκτακτοι. Αν αναζητούμε αναλγητικά (κωδεΐνας) αντί καισαρικής, επειδή φοβούμεθα το νυστέρι τότε δυστυχώς κινδυνεύει όχι μόνον η εγκυμονούσα, αλλά και το τέκνον της.