Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024 τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ Μηνύματος. – Β΄ μέρος

 

Ἔλεγχος καὶ ἀναίρεση ἐπιχειρημάτων Ἐγκυκλίου 1-2024 τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου καὶ τοῦ Συνοδευτικοῦ Μηνύματος. – Β΄ μέρος

Ἐκτὸς τοῦ λεγομένου «ἐσχατολογικοῦ σημείου τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τῆς παράδοξης ἑρμηνείας του, ποὺ ἐξετάσαμε στὸ Α΄ Μέρος, δεύτερος βασικὸς πυλῶνας πάνω στὸν ὁποῖο βασίζεται ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς ἀποβολῆς εἶναι ἡ καταγγελλόμενη «αὐθαίρετη προσθήκη» τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴ Θ.Λειτουργία, ὑπὸ τὴν περιεκτικὴ κατηγορία: «ὁ “Ἐσταυρωμένος τῆς Μ.Παρασκευῆς” ἀποτελεῖ προσθήκη στὸ κείμενο καὶ στὴν πραγμάτωση τῆς Θ.Λειτουργίας».[1] Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτὸς ἀναιρεῖται ἀργότερα στὴν ἴδια Ἐγκύκλιο μὲ τὴν παραδοχή, ὅτι «ἀντίστοιχες εὐχὲς καὶ λειτουργικὲς προσφωνήσεις καὶ ἀνάλογες λειτουργικὲς συμπεριφορὲς δὲν ὑπάρχουν»[2]. Παρατηρεῖται δηλ. ἀντίφαση ἐπιχειρημάτων ποὺ προκαλοῦν σύγχυση στὸ ποίμνιο καὶ ἀπορία.

Ἐφαρμόζεται καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ λογικὴ πλάνη τῶν συνεχῶν ἐπαναλήψεων σὲ σημεῖο «ναυτίας»: [«προβήκαμε σὲ μία ἄστοχη καὶ ἀτελέσφορη παρέμβαση, δηλ. προβήκαμε αὐθαίρετα σὲ μία προσθήκη στὴν Θεία Εὐχαριστία», «αὐθαίρετη καὶ ἀλλόκοτη ἐνέργεια», «λανθασμένη θεολογικὰ καὶ αὐθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση»][3][«ἐντελῶς ἄστοχη καὶ αὐθαίρετη τοποθέτηση», «ὁ ὁρατὸς αὐθαίρετα τοποθετηθεὶς ἐκεῖ 2ος Ἐσταυρωμένος», «θεολογικά, μυσταγωγικὰ καὶ λειτουργικὰ λανθασμένη τοποθέτηση», «γιὰ τὸν αὐθαιρέτως ἐκεῖ τοποθετηθέντα “Ἐσταυρωμένο τῆς Μ’. Παρασκευῆς”», «ἄτοπη τοποθέτηση», «θέτουμε ἐκεῖ ἀλόγιστα καὶ αὐθαίρετα», «τοποθετεῖται ἀπολύτως λανθασμένα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα στὸ βάθος τῆς κόγχης», «αὐθαίρετη καὶ ἀνυπόστατη καινοτομία τῶν τελευταίων 100 χρόνων»].[4] 

Ὑποστηρίζεται, δηλαδή, ὅτι μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, «τοποθετώντας Τον ἐκεῖ, δημιουργεῖται μία σοβαρὴ ἀλλοίωση καὶ σύγχυση στὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς πίστεως μας, στὴν πραγμάτωση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τὴν φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία»[5]ὅτι δημιουργεῖ «σοβαρὲς ἀλλοιώσεις στὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ στὴν πραγμάτωση καὶ πορεία τοῦ Ἐκκλησιακοῦ Σώματος καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀνθρωπότητας πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ τὴν Βασιλεία»[6], «δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἀπορία»,[7] ὅτι ἡ διπλὴ «σύγχυση» (ποὺ ἐξετάζουμε ἀργότερα) κάποιων πιστῶν«διαιωνίζεται σὲ βάρος τῆς πραγμάτωσης τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ ἀλλοιώσεις καὶ ἀπώλειες τῆς λειτουργικῆς πίστης»[9] καὶ ἑπομένως ὁ σκοπὸς τῆς «ἀποκατάστασης τῆς λειτουργικῆς ὀρθότητας»[9], διὰ τῆς ἀφαιρέσεως Του, καθίσταται αὐτομάτως δίκαιος.

Ὁπωσδήποτε καὶ αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς ὄχι μόνο στερεῖται κάθε ἀποδεικτικοῦ στοιχείου, ἀλλὰ δυστυχῶς ἀποβαίνει καὶ συκοφαντικός. Πρωτίστως ἄς ὑπογραμμίσουμε ὅτι ταλαιπωρία ὑφίσταται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς τὶς καινοτομίες, τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις. Τέτοια αἱρετικὴ καινοτομία εἶναι ἡ ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀφοῦ συνοδεύεται ἀπὸ αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ ὄχι φυσικὰ ἡ ὑιοθέτησή Του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Σὲ παλαιότερο μελέτημα[10] παρουσιάστηκε ἡ κρυστάλλινη θέση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καταδικάζει ρητῶς τὴν ἀποβολὴ κάθε ἱερὰς εἰκόνος ἢ Σταυροῦ ἀλλὰ καὶ ὅσες διδασκαλίες ἐπινοοῦνται «σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», μαζὶ μὲ τοὺς φορεῖς τους.