ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(Ἰωάν. ζ΄ 37-52· η΄ 12)
(Ἰωάν. ζ΄ 37-52· η΄ 12)
ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ;
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ἰω. 7,37)
• Ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας
Τὸ εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ διὰ κάποιαν ἑορτήν. Ποία εἶνε αὐτή; Εἶνε μία ἑβραϊκὴ ἑορτή.
Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἑορτάς, ὅπως ἔχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοί. Ἡ κυριωτέρα ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τακτική, ἑβδομαδιαία, εἶνε τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἡμέρα ἀναπαύσεως. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10). Τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν μέχρι σήμερον αὐστηρότατα. Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν οὐδείς ἐργάζεται. Ὅλοι πηγαίνουν εἰς τὰς θρησκευτικάς των συνάξεις, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. Ἐὰν ἐπισκεφθῆτε τὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ἰδῆτε ὅτι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τοὺς δρόμους δὲν κυκλοφοροῦν αὐτοκίνητα, ἐκτὸς μόνον τῶν αὐτοκινήτων τοῦ ἰατροῦ καὶ τῆς ἀστυνομίας.
Ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα μας ἀντίστοιχος ἡμέρα εἶνε ἡ Κυριακή. Καὶ ὅμως κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν τηροῦμεν τὴν ἀργίαν. Οἱ δρόμοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτοκίνητα. Συνωστισμὸς παρατηρεῖται ἐν ἡμέρᾳ ἀναπαύσεως, λατρείας καὶ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἡμέρα ἐκδρομῶν, ἡμέρα διασκεδάσεων, ἡμέρα μέθης, ἡμέρα ὀργίων καὶ ἐγκλημάτων… Οἱ Ἑβραῖοι, συνεπῶς, μᾶς διδάσκουν μὲ τὰς ἑορτάς των πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ἑορτάζωμεν ἡμεῖς τὰς χριστιανικὰς ἑορτάς.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν καὶ ἄλλας ἑορτάς. Μία δὲ ἀπὸ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, ἡ ὁποία τελεῖται καὶ μέχρι σήμερον, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Αὐτὴ δὲ εἶνε ἡ ἑορτὴ διὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
Ποία ἦτο ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας; Ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν ἀπὸ τὸ δημοτικὸν σχολεῖον, οἱ Ἑβραῖοι ὑπεδουλώθησαν ἐπὶ τετρακόσια ἔτη εἰς τὴν τυραννίαν τῶν φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ὁ Θεὸς τοὺς ἠλέησε καὶ ὁ λαός των ἠλευθερώθη διὰ τοῦ προφήτου Μωυσέως, ἐπέστρεψαν δὲ εἰς τὴν γῆν τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (ἔ.ἀ. 3,8,17 κ.ἀ.
Οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν ἑορτάς, ὅπως ἔχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ λαοί. Ἡ κυριωτέρα ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τακτική, ἑβδομαδιαία, εἶνε τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἡμέρα ἀναπαύσεως. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10). Τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν μέχρι σήμερον αὐστηρότατα. Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν οὐδείς ἐργάζεται. Ὅλοι πηγαίνουν εἰς τὰς θρησκευτικάς των συνάξεις, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. Ἐὰν ἐπισκεφθῆτε τὰ Ἰεροσόλυμα τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ἰδῆτε ὅτι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τοὺς δρόμους δὲν κυκλοφοροῦν αὐτοκίνητα, ἐκτὸς μόνον τῶν αὐτοκινήτων τοῦ ἰατροῦ καὶ τῆς ἀστυνομίας.
Ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα μας ἀντίστοιχος ἡμέρα εἶνε ἡ Κυριακή. Καὶ ὅμως κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν τηροῦμεν τὴν ἀργίαν. Οἱ δρόμοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτοκίνητα. Συνωστισμὸς παρατηρεῖται ἐν ἡμέρᾳ ἀναπαύσεως, λατρείας καὶ δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἡμέρα ἐκδρομῶν, ἡμέρα διασκεδάσεων, ἡμέρα μέθης, ἡμέρα ὀργίων καὶ ἐγκλημάτων… Οἱ Ἑβραῖοι, συνεπῶς, μᾶς διδάσκουν μὲ τὰς ἑορτάς των πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ἑορτάζωμεν ἡμεῖς τὰς χριστιανικὰς ἑορτάς.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ Σαββάτου οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν καὶ ἄλλας ἑορτάς. Μία δὲ ἀπὸ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, ἡ ὁποία τελεῖται καὶ μέχρι σήμερον, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Αὐτὴ δὲ εἶνε ἡ ἑορτὴ διὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ἐν ἀρχῇ τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς.
Ποία ἦτο ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας; Ὅπως ὅλοι γνωρίζομεν ἀπὸ τὸ δημοτικὸν σχολεῖον, οἱ Ἑβραῖοι ὑπεδουλώθησαν ἐπὶ τετρακόσια ἔτη εἰς τὴν τυραννίαν τῶν φαραὼ τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους ὁ Θεὸς τοὺς ἠλέησε καὶ ὁ λαός των ἠλευθερώθη διὰ τοῦ προφήτου Μωυσέως, ἐπέστρεψαν δὲ εἰς τὴν γῆν τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (ἔ.ἀ. 3,8,17 κ.ἀ.
Ἕως ὅτου ὅμως ἐπιστρέψουν, διὰ τὰς ἁμαρτίας των περιεπλανήθησαν τεσσαράκοντα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον. Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τῆς περιπλανήσεως αὐτῆς δὲν εἶχον βεβαίως μονίμους ἐγκαταστάσεις, ἀλλ᾿ ὡς στρατιῶται ἔμενον κάτω ἀπὸ σκηνάς. Ἐπὶ σαράντα χρόνια δὲν ἔκτισαν σπίτι οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλ᾿ ἔζησαν σκηνῖται.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας των ἐνθυμοῦνται κατ᾿ ἔτος οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκεῖ ὀκτὼ ἡμέρας. Ἡ ἐπισημοτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶνε ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἀρχιερεύς, ἐνδεδυμένος τὰ ἄμφιά του μεταβαίνει εἰς τὴν περίφημον πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ καὶ μὲ χρυσοῦν δοχεῖον παίρνει νερὸ ἀπὸ τὴν πηγήν, μὲ τὸ ὁποῖον ῥαντίζει κατόπιν τὸ θυσιαστήριον καὶ τὸν ναόν, ἐνῷ αἱ σάλπιγγες σαλπίζουν νικητήρια σαλπίσματα καὶ ὁ λαὸς ψάλλει τὸ ἀλληλούϊα.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας των ἐνθυμοῦνται κατ᾿ ἔτος οἱ Ἑβραῖοι μὲ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ διαρκεῖ ὀκτὼ ἡμέρας. Ἡ ἐπισημοτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶνε ἡ τελευταία, ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Κατ᾿ αὐτὴν ὁ ἀρχιερεύς, ἐνδεδυμένος τὰ ἄμφιά του μεταβαίνει εἰς τὴν περίφημον πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ καὶ μὲ χρυσοῦν δοχεῖον παίρνει νερὸ ἀπὸ τὴν πηγήν, μὲ τὸ ὁποῖον ῥαντίζει κατόπιν τὸ θυσιαστήριον καὶ τὸν ναόν, ἐνῷ αἱ σάλπιγγες σαλπίζουν νικητήρια σαλπίσματα καὶ ὁ λαὸς ψάλλει τὸ ἀλληλούϊα.
• Ἡ δίψα τοῦ ὕδατος
Αὐτὴν δὲ ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ἀρχιερεὺς ἐῥῤάντιζε μὲ τὸ χρυσοῦν δοχεῖον τὸ θυσιαστήριον, ὁ Χριστὸς «ἔκραξε», δηλαδὴ ἐφώναξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του (Ἰω. 7,37).
Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι δυσανασχετοῦν ὅταν ὁ κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου ὑψώνῃ ἐνίοτε τὴν φωνήν. Ὁ Κύριος «ἔκραξε», καὶ ἡμεῖς εἶνε ἀνάγκη πολλὰς φορὰς νὰ κράζωμεν. Εἴδατε τὴν ὄρνιθα; Μὲ ἠπίαν φωνὴν καλεῖ πλησίον τοὺς νεοσσούς της. Ἀλλ᾿ ὅταν ἰδῇ νὰ ὑπερίπταται τὸ γεράκι καὶ τὰ μικρά της νὰ κινδυνεύουν, τότε κράζει, φωνάζει μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία· διὰ τῶν ποιμένων της, ἐπισκόπων καὶ κηρύκων, κραυγάζει ὡς ἡ ὄρνις, ὅταν βλέπῃ κίνδυνον νὰ ἀπειλῇ τὰς ψυχάς. Κραυγάζει, διὰ νὰ ἐξυπνήσουν καὶ οἱ πλέον ῥάθυμοι καὶ ἀμέριμνοι.
Ἔκραξε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τί εἶπεν; Εἶπε λόγια ἀθάνατα· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἁπλᾶ εἶνε τὰ λόγια αὐτά· Ὅποιος διψᾷ, νὰ ἔρχεται εἰς ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ νερό. Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς ἴδωμεν κάπως ἀναλυτικώτερον τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι δυσανασχετοῦν ὅταν ὁ κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου ὑψώνῃ ἐνίοτε τὴν φωνήν. Ὁ Κύριος «ἔκραξε», καὶ ἡμεῖς εἶνε ἀνάγκη πολλὰς φορὰς νὰ κράζωμεν. Εἴδατε τὴν ὄρνιθα; Μὲ ἠπίαν φωνὴν καλεῖ πλησίον τοὺς νεοσσούς της. Ἀλλ᾿ ὅταν ἰδῇ νὰ ὑπερίπταται τὸ γεράκι καὶ τὰ μικρά της νὰ κινδυνεύουν, τότε κράζει, φωνάζει μὲ ὅλην τὴν δύναμίν της. Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία· διὰ τῶν ποιμένων της, ἐπισκόπων καὶ κηρύκων, κραυγάζει ὡς ἡ ὄρνις, ὅταν βλέπῃ κίνδυνον νὰ ἀπειλῇ τὰς ψυχάς. Κραυγάζει, διὰ νὰ ἐξυπνήσουν καὶ οἱ πλέον ῥάθυμοι καὶ ἀμέριμνοι.
Ἔκραξε, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τί εἶπεν; Εἶπε λόγια ἀθάνατα· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ἁπλᾶ εἶνε τὰ λόγια αὐτά· Ὅποιος διψᾷ, νὰ ἔρχεται εἰς ἐμένα καὶ νὰ πίνῃ νερό. Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς ἴδωμεν κάπως ἀναλυτικώτερον τὴν διδασκαλίαν αὐτὴν τοῦ Χριστοῦ μας.
* * *
Ὁ Χριστὸς παίρνει ἀφορμὴν ἀπὸ τὸ νερό, μὲ τὸ ὁποῖον γίνεται ὁ ῥαντισμός. Τί εἶνε τὸ νερό; Δωρεὰ μεγάλη τοῦ Θεοῦ, στοιχεῖον ἀπαραίτητον, ἐκ τῶν ἀναγκαιοτέρων διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ζωήν. Ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς Σελήνης δὲν ὑπάρχει οὐδὲ σταγὼν ὕδατος. Ξηρασία ἐκεῖ, ὅπως εἰς τὴν Σαχάραν. Οἱ ἀστροναῦται δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν, πότε νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν γῆν. Εἰς τὴν γῆν ἄφθονον τὸ νερό. Ἐν τούτοις πόσον ἀχάριστοι εἴμεθα! Τὸ μικρὸ πουλὶ πίνει νερὸ εἰς τὸ ῥυάκι καὶ κατόπιν ὑψώνει τὴν κεφαλὴν μὲ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεόν. Πρέπει νὰ ἔλθῃ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ στειρεύσουν οἱ ποταμοὶ καὶ αἱ λίμναι, διὰ νὰ ἐκτιμήσῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ δῶρον τοῦτο τοῦ Θεοῦ, τὸ τόσον ἀπαραίτητον δι᾿ αὐτόν. Καὶ εἶνε ἀπολύτως ἀπαραίτητον στοιχεῖον διὰ τὸν ἄνθρωπον τὸ νερό, διότι χωρὶς ψωμὶ ἠμπορεῖς νὰ ζήσῃς ἐπὶ ἀρκετὰς ἡμέρας, ἐνῷ χωρὶς νερὸ δὲν ἠμπορεῖς. Καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἀσκηταὶ πίνουν νερό.
Τὸ νερό, ἀκόμη, πλύνει καὶ καθαρίζει. Τὸ νερὸ ποτίζει τὴν γῆν· καὶ ἀλλοῦ μὲν τὸ νερὸ γίνεται τριαντάφυλλον, ἀλλοῦ γίνεται κρίνον, ἀλλοῦ γίνεται βασιλικός, ἀλλοῦ γίνεται δένδρον πελώριον, καὶ ἀλλοῦ γίνεται στάχυς καὶ κάνει τὰς πεδιάδας νὰ κυματίζουν εἰς τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου.
Τὸ νερό, ἀκόμη, πλύνει καὶ καθαρίζει. Τὸ νερὸ ποτίζει τὴν γῆν· καὶ ἀλλοῦ μὲν τὸ νερὸ γίνεται τριαντάφυλλον, ἀλλοῦ γίνεται κρίνον, ἀλλοῦ γίνεται βασιλικός, ἀλλοῦ γίνεται δένδρον πελώριον, καὶ ἀλλοῦ γίνεται στάχυς καὶ κάνει τὰς πεδιάδας νὰ κυματίζουν εἰς τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου.
• Ὁ πόθος τῆς εὐτυχίας
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φυσικὸν καὶ ὑλικὸν αὐτὸ νερὸ ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο νερό, νοητὸν καὶ ὑπερφυσικόν, τὸ ὁποῖον ὀλίγοι γνωρίζουν. Τὸ φυσικὸν νερὸ καὶ τὰς ἰδιότητάς του γνωρίζουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως, τὸ νοητὸν ὅμως καὶ ὑπερφυσικὸν νερὸ εἰς τοὺς χιλίους ἕνας γνωρίζει. Ποῖον εἶνε τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ τί ἰδιότητας ἔχει;
Διψᾷ ὁ ἄνθρωπος, διψᾷ τὸ σῶμα, τὸ στόμα, ἡ γλῶσσα του. Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ τὸ σῶμα διψᾷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τί διψᾷ ἡ ψυχή; Ἕνα πόθον ἔχει εἰς τὰ βάθη του ὁ ἄνθρωπος, πᾶς ἄνθρωπος. Εἴτε κατοικεῖ εἰς τὸν Βόρειον Πόλον ἢ εἰς τὸν Νότιον Πόλον ἢ εἰς τὴν Κίναν καὶ τὴν Ἰαπωνίαν ἤ εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀμερικήν, εἴτε εἶνε λευκὸς ἢ μαῦρος ἢ κίτρινος ἢ οἱουδήποτε χρώματος, εἴτε ζῇ εἰς οἰανδήποτε ἐποχήν, εἴτε εὑρίσκεται εἰς οἱανδήποτε κατάστασιν ὁ ἄνθρωπος, ἕνα πόθον ἔχει ἡ καρδία του· ζητεῖ τὴν εὐτυχίαν, κυνηγᾷ τὴν εὐτυχίαν, διψᾷ τὴν εὐτυχίαν.
Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὸ ἀντικείμενον ποὺ διψοῦν, δηλαδὴ τὴν εὐτυχίαν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν. Ὡς πρὸς τὸ μέσον ὅμως, ποῖον δηλαδὴ εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κάνει τὸν ἄνθρωπον εὐτυχῆ, ἐδῶ διαφωνοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι φωνάζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρήματα· ὅποιος ἔχει λεπτά, λέγουν, κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατώρθωσε ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς ὑψηλὰ καὶ μεγάλα ἀξιώματα καὶ τιμᾶται καὶ δοξάζεται. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κυλίεται εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις. Ἄλλοι δὲ διατείνονται ὅτι τὴν εὐτυχίαν ἐξασφαλίζει ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη, καὶ ἄλλοι ἄλλα. Τί ἔχομεν νὰ ἀπαντήσωμεν;
Διψᾷ ὁ ἄνθρωπος, διψᾷ τὸ σῶμα, τὸ στόμα, ἡ γλῶσσα του. Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ τὸ σῶμα διψᾷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τί διψᾷ ἡ ψυχή; Ἕνα πόθον ἔχει εἰς τὰ βάθη του ὁ ἄνθρωπος, πᾶς ἄνθρωπος. Εἴτε κατοικεῖ εἰς τὸν Βόρειον Πόλον ἢ εἰς τὸν Νότιον Πόλον ἢ εἰς τὴν Κίναν καὶ τὴν Ἰαπωνίαν ἤ εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀμερικήν, εἴτε εἶνε λευκὸς ἢ μαῦρος ἢ κίτρινος ἢ οἱουδήποτε χρώματος, εἴτε ζῇ εἰς οἰανδήποτε ἐποχήν, εἴτε εὑρίσκεται εἰς οἱανδήποτε κατάστασιν ὁ ἄνθρωπος, ἕνα πόθον ἔχει ἡ καρδία του· ζητεῖ τὴν εὐτυχίαν, κυνηγᾷ τὴν εὐτυχίαν, διψᾷ τὴν εὐτυχίαν.
Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὸ ἀντικείμενον ποὺ διψοῦν, δηλαδὴ τὴν εὐτυχίαν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι συμφωνοῦν. Ὡς πρὸς τὸ μέσον ὅμως, ποῖον δηλαδὴ εἶνε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κάνει τὸν ἄνθρωπον εὐτυχῆ, ἐδῶ διαφωνοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι φωνάζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρήματα· ὅποιος ἔχει λεπτά, λέγουν, κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατώρθωσε ν᾿ ἀνέλθῃ εἰς ὑψηλὰ καὶ μεγάλα ἀξιώματα καὶ τιμᾶται καὶ δοξάζεται. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι εὐτυχὴς εἶνε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κυλίεται εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις. Ἄλλοι δὲ διατείνονται ὅτι τὴν εὐτυχίαν ἐξασφαλίζει ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη, καὶ ἄλλοι ἄλλα. Τί ἔχομεν νὰ ἀπαντήσωμεν;
• Ἀνικανοποίητος δίψα
Δὲν περιφρονοῦμεν ὡρισμένα πράγματα, τὰ ὁποῖα ὁ κόσμος ἐκτιμᾷ. Ὡς πρὸς τὸ χρῆμα ἐν πρώτοις, ποὺ σήμερον ἑλκύει ὡς μαγνήτης τὰς καρδίας μικρῶν καὶ μεγάλων, οὐδεὶς ἀσφαλῶς ἀρνεῖται ὅτι εἶνε τοῦτο χρήσιμον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλ᾿ ἔρχονται καὶ περιπτώσεις, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ πλοῦτος ἀποδεικνύεται τελείως ἀνίσχυρος. Ἀποθνῄσκει λ.χ. ἡ μητέρα ἢ ὁ πατέρας. Κλαίει ὁ πτωχός, κλαίει καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ ἑκατομμυριοῦχος. Ποία ἡ διαφορὰ μεταξὺ πτωχοῦ καὶ πλουσίου πρὸ τοῦ θανάτου; Μόνον ὅτι ὁ μὲν πτωχὸς δὲν ἔχει μανδήλι νὰ σφογγίσῃ τὰ δάκρυά του, ἐνῷ ὁ πλούσιος σφογγίζει τὰ δάκρυά του μὲ ἕνα μανδήλι μεταξωτό. Ἀλλ᾿ εἴτε τὰ δάκρυα πίπτουν εἰς τὴν γῆν εἴτε σφογγίζονται μὲ μεταξωτὸν μανδήλι, εἶνε ἐξ ἴσου πικρά, καὶ ἑπομένως τὸ χρῆμα δὲν προσφέρει ἐν προκειμένῳ καμμίαν βοήθειαν. Πέρα τούτου τὸ χρῆμα αὐξάνει διαρκῶς τὴν δίψαν τοῦ ἀνθρώπου δι᾿ ἀπόκτησιν ὁλονὲν καὶ περισσοτέρου πλούτου καὶ τὸν καθιστᾷ ἀνικανοποίητον. Εἶνε ὡσὰν νὰ προσπαθῇς νὰ σβήσῃς τὴν δίψαν μὲ θαλασσινὸν νερό. Ὅπως ὅταν πίῃς νερὸ ἀπὸ τὴν θάλασσαν διψᾷς ἀκόμη περισσότερον, ἔτσι ὅποιος ζητεῖ νὰ σβήσῃ τὴν δίψαν τῆς εὐτυχίας εἰς τὰ πλούτη δὲν ἱκανοποιεῖται ποτέ ἀλλ᾿ αἰσθάνεται δυστυχής. Διὰ τοῦτο καὶ τὸ μεγαλύτερον ποσοστὸν αὐτοκτονιῶν, κατὰ τὰ πορίσματα τῆς στατιστικῆς, παρατηρεῖται εἰς τὰς πλουσιωτέρας χώρας· οἱ περισσότεροι ἐξ ἐκείνων ποὺ αὐτοκτονοῦν εἶνε ὄχι πτωχοὶ ἀλλὰ πλούσιοι.
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν πραγματικὴ εὐτυχία εἰς τὰ πλούτη. Ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὴν δόξαν καὶ τὰ ἀξιώματα ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Διότι οἱ θρόνοι ἔχουν ἀκάνθας ποὺ τρυποῦν, καὶ ὅσον ὑψηλότερον ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος τόσον περισσότερον ὑποφέρει εἰς τὸν κόσμον τοῦτον.
Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἡδονὰς τοῦτο μόνον λέγομεν. Ἐὰν ἐπισκεφθῇς τὰς κλινικάς, τὰ νοσοκομεῖα, τὰ φρενοκομεῖα καὶ τὰ ἄσυλα ἀνιάτων, θὰ ἰδῇς ἐκεῖ ἀνθρώπους εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας των νὰ εἶνε τώρα κατάκοιτοι ἢ καὶ παράλυτοι, νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ βογγοῦν, προσβεβλημένοι ἀπὸ ποικίλας ἀσθενείας, ἡ δὲ αἰτία πλείστων ἐκ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν εἶνε ἡ ἄτακτος καὶ τρυφηλὴ ζωή, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες καὶ αἱ ἄνομοι ἡδοναί, ποὺ κατέστρεψαν τὴν ὑγείαν των.
Οὔτε λοιπὸν εἰς τὰ πλούτη, οὔτε εἰς τὴν ματαίαν δόξαν, οὔτε εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία. Καὶ Κροῖσος ὡς πρὸς τὰ πλούτη, καὶ Μ. Ἀλέξανδρος ὡς πρὸς τὴν δόξαν, καὶ Σαρδανάπαλος ὡς πρὸς τὰς ἡδονὰς ἐὰν γίνῃ κανείς, δὲν θὰ αἰσθανθῇ εὐτυχίαν πραγματικήν. Ἀλλὰ καὶ Σωκράτης καὶ Ἀϊνστάϊν ὡς πρὸς τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν ἐὰν φθάσῃ νὰ γίνῃ, καὶ ἐὰν ἀνέλθῃ εἰς αὐτὰς τὰς κορυφὰς τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης, καὶ πάλιν δὲν θὰ ἔχῃ κατακτήσει τὴν εὐτυχίαν. Διότι τὸ πεδίον τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶνε περιωρισμένον καὶ ὅσον καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσῃ εἰς τὴν σοφίαν καὶ ὅσον καὶ ἂν προοδεύσῃ εἰς τὴν ἐπιστήμην, πάντοτε θὰ μένῃ ἀνεξερεύνητος χῶρος καὶ πάντοτε τὰ ὅσα γνωρίζει θὰ εἶνε σταγὼν ἐνώπιον τοῦ ὠκεανοῦ ἐκείνων ποὺ ἀγνοεῖ. Ἡ δίψα τῆς σοφίας εἶνε ἀκόρεστος, διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐκ τῆς γνώσεως εὐτυχία εἶνε ἀπραγματοποίητος.
Ἐὰν τώρα ἐρευνήσωμεν νὰ εὕρωμεν ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νὰ συνεκέντρωσεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ ἡδονὰς καὶ σοφίαν, τί λέγετε, αὐτὸς τοὐλάχιστον ᾐσθάνθη ἆραγε εὐτυχής; Ὑπῆρξε δὲ πράγματι πρόσωπον, τὸ ὁποῖον συνεκέντρωσεν ὅλας αὐτὰς τὰς προϋποθέσεις. Ποῖος εἶνε αὐτός; Εἶνε ὁ Σολομῶν, πρόσωπον μοναδικὸν εἰς τὴν ἱστορίαν. Καὶ πλούσιος ἦτο, καὶ ἔνδοξος ἦτο, καὶ φιλήδονος ἦτο, καὶ σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἦτο. Τὸ δὲ συμπέρασμα ποῖον; Τί θὰ ἀπήντα, ἐὰν κάποιος τὸν ἠρώτα νὰ εἴπῃ τί ἀπεκόμισεν ἐξ ὅλων ὅσων ἐδοκίμασε; Τὸ ἔγραψεν ὁ ἴδιος· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν πραγματικὴ εὐτυχία εἰς τὰ πλούτη. Ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὴν δόξαν καὶ τὰ ἀξιώματα ὑπάρχει ἡ εὐτυχία. Διότι οἱ θρόνοι ἔχουν ἀκάνθας ποὺ τρυποῦν, καὶ ὅσον ὑψηλότερον ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος τόσον περισσότερον ὑποφέρει εἰς τὸν κόσμον τοῦτον.
Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἡδονὰς τοῦτο μόνον λέγομεν. Ἐὰν ἐπισκεφθῇς τὰς κλινικάς, τὰ νοσοκομεῖα, τὰ φρενοκομεῖα καὶ τὰ ἄσυλα ἀνιάτων, θὰ ἰδῇς ἐκεῖ ἀνθρώπους εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας των νὰ εἶνε τώρα κατάκοιτοι ἢ καὶ παράλυτοι, νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ βογγοῦν, προσβεβλημένοι ἀπὸ ποικίλας ἀσθενείας, ἡ δὲ αἰτία πλείστων ἐκ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν εἶνε ἡ ἄτακτος καὶ τρυφηλὴ ζωή, οἱ αἰσχροὶ ἔρωτες καὶ αἱ ἄνομοι ἡδοναί, ποὺ κατέστρεψαν τὴν ὑγείαν των.
Οὔτε λοιπὸν εἰς τὰ πλούτη, οὔτε εἰς τὴν ματαίαν δόξαν, οὔτε εἰς τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία. Καὶ Κροῖσος ὡς πρὸς τὰ πλούτη, καὶ Μ. Ἀλέξανδρος ὡς πρὸς τὴν δόξαν, καὶ Σαρδανάπαλος ὡς πρὸς τὰς ἡδονὰς ἐὰν γίνῃ κανείς, δὲν θὰ αἰσθανθῇ εὐτυχίαν πραγματικήν. Ἀλλὰ καὶ Σωκράτης καὶ Ἀϊνστάϊν ὡς πρὸς τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν ἐὰν φθάσῃ νὰ γίνῃ, καὶ ἐὰν ἀνέλθῃ εἰς αὐτὰς τὰς κορυφὰς τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιστήμης, καὶ πάλιν δὲν θὰ ἔχῃ κατακτήσει τὴν εὐτυχίαν. Διότι τὸ πεδίον τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶνε περιωρισμένον καὶ ὅσον καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσῃ εἰς τὴν σοφίαν καὶ ὅσον καὶ ἂν προοδεύσῃ εἰς τὴν ἐπιστήμην, πάντοτε θὰ μένῃ ἀνεξερεύνητος χῶρος καὶ πάντοτε τὰ ὅσα γνωρίζει θὰ εἶνε σταγὼν ἐνώπιον τοῦ ὠκεανοῦ ἐκείνων ποὺ ἀγνοεῖ. Ἡ δίψα τῆς σοφίας εἶνε ἀκόρεστος, διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐκ τῆς γνώσεως εὐτυχία εἶνε ἀπραγματοποίητος.
Ἐὰν τώρα ἐρευνήσωμεν νὰ εὕρωμεν ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος νὰ συνεκέντρωσεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν καὶ ἡδονὰς καὶ σοφίαν, τί λέγετε, αὐτὸς τοὐλάχιστον ᾐσθάνθη ἆραγε εὐτυχής; Ὑπῆρξε δὲ πράγματι πρόσωπον, τὸ ὁποῖον συνεκέντρωσεν ὅλας αὐτὰς τὰς προϋποθέσεις. Ποῖος εἶνε αὐτός; Εἶνε ὁ Σολομῶν, πρόσωπον μοναδικὸν εἰς τὴν ἱστορίαν. Καὶ πλούσιος ἦτο, καὶ ἔνδοξος ἦτο, καὶ φιλήδονος ἦτο, καὶ σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἦτο. Τὸ δὲ συμπέρασμα ποῖον; Τί θὰ ἀπήντα, ἐὰν κάποιος τὸν ἠρώτα νὰ εἴπῃ τί ἀπεκόμισεν ἐξ ὅλων ὅσων ἐδοκίμασε; Τὸ ἔγραψεν ὁ ἴδιος· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
• Ἀστείρευτος πηγὴ ὁ Χριστὸς
Εὐτυχία, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου τὴν ζητοῦμεν. Ποῦ τότε ὑπάρχει εὐτυχία; Εἶνε καταδικασμένος ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως νὰ διψᾷ τὴν εὐτυχίαν; Θὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὸν Τάνταλον, τὸν ἥρωα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ ἦτο ἐντὸς τῆς λίμνης, ὅταν ἐδίψα καὶ ἥπλωνε τὰς χεῖρας του, τὰ νερὰ τῆς λίμνης ἔφευγον μακράν του, καὶ αὐτὸς ἔμενε πάντοτε διψασμένος; Τάνταλοι λοιπὸν θὰ εἴμεθα αἰωνίως; Θὰ διψῶμεν αἰωνίως, ὡς νὰ κατοικοῦμεν «ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ»; (Ψαλμ. 62,2).
Ὑπάρχει, ὑπάρχει πηγή, μυστικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πίῃ καὶ νὰ μείνῃ ἱκανοποιημένος. Δὲν τὴν ἀντελήφθη ὁ κόσμος. Καὶ ἐὰν κάποιος τοῦ τὴν ὑποδεικνύῃ, δὲν ἐκδηλώνει οὗτος ἐνδιαφέρον ἀλλ᾿ ἐξακολουθεῖ νὰ χασμᾶται. Ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων εἶνε εἰς τὰ χρήματα, εἰς τὰς θέσεις, εἰς τὰς ἡδονάς, εἰς τὰς γυναῖκας, εἰς τὰ παιδιά, εἰς τὴν γῆν. Μένομεν προσκολλημένοι εἰς τὴν γῆν ὡς τὸ ὄστρακον τοῦ κοχλίου εἰς τὸν βράχον. Χαμηλοὶ καὶ ταπεινοὶ εἰς τὰ ἐνδιαφέροντά μας, εἴμεθα κλεισμένοι εἰς τὰ κελύφη μας καὶ δὲν βλέπομεν τίποτε περισσότερον. Δὲν βλέπομεν τὴν πηγήν, ἡ ὁποία ἀναβλύζει. Ἡ δὲ πηγὴ ἡ ῥέουσα ὕδωρ κρυστάλλινον, νερὸ ἀθάνατον, ποὺ ποτίζει, δροσίζει, ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπον, λύει τὰ προβλήματά του, τὸν μεταφέρει ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν· ἡ ἀθάνατος, ἡ ἀστείρευτος πηγή, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος σαφῶς· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Δὲν πιέζει κανένα. Ἐλευθέρως καλεῖ. Καὶ εἰς ὅλους προσφέρει τὸ ζωογόνον ὕδωρ του. «Ὕδωρ ζῶν», τὸ ὁποῖον προσφέρει ὁ Κύριος, εἶνε ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγιότης του, τὰ μυστήριά του, ἡ Ἐκκλησία του, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθεροι λοιπὸν εἴμεθα νὰ πλησιάσωμεν τὸν ποταμὸν αὐτὸν τῆς χάριτος καὶ νὰ πίωμεν καὶ νὰ ἀναπαυθῇ ἡ καρδία μας. Τὸ «ζῶν ὕδωρ» τοῦ Χριστοῦ ἔχομεν ἀνάγκην ὑπὲρ πᾶν ἄλλο πρᾶγμα.
Κάποιος κάποτε ἐβάδιζεν εἰς τὴν ἔρημον. Ἐδίψασε καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν δίψαν. Αἴφνης ἐκεῖ ποὺ ἐβάδιζε βλέπει ἕνα σωρὸν χρυσᾶ νομίσματα. Τὰ ἤγγισεν; Ὄχι! «Ὦ Θεέ μου», εἶπε, «δὲν θέλω χρυσάφι· νεράκι θέλω!». Τί νὰ τὰ κάνῃ τὰ χρήματα;…
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Εἰς τὴν Σαχάραν τοῦ βίου τούτου ζητοῦμεν τὸ ἀθάνατον νερό. Καὶ τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατον, ὡς εἴπομεν, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θὰ τὸ αἰσθανθῶμεν, θὰ τὸ ἐννοήσωμεν; Δυστυχὴς ἐκεῖνος ποὺ ἀποθνῄσκει δι᾿ ἔλλειψιν ὕδατος εἰς τὴν ἄνυδρον Σαχάραν ἢ εἰς τὴν Σελήνην· ἀλλὰ μυριάκις δυστυχέστερος αὐτὸς ποὺ ἀποθνῄσκει ἐκ δίψης πλησίον ἑνὸς ποταμοῦ. Πλησίον μας λοιπὸν ῥέει ὁ ποταμὸς τῆς χάριτος, ὁ ποταμὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Ἕνα βῆμα ἀρκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐγγίσωμεν καὶ νὰ ξεδιψάσωμεν. Εἶνε τὸ βῆμα τῆς μετανοίας.
Ἂς πιστεύσωμεν, ἂς μετανοήσωμεν, ἂς αἰσθανθῶμεν τὸ μεγαλεῖον τῆς πίστεώς μας, ἂς ζήσωμεν ὡς ἄνθρωποι πνευματικοί, ἂς ποθήσωμεν τὴν ἁγιότητα, καὶ τότε θὰ πεισθῶμεν ὅτι ὑπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, τὸ ὁποῖον νὰ ἱκανοποιῇ τοὺς μεγαλυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, παρὰ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὑπάρχει, ὑπάρχει πηγή, μυστικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ πίῃ καὶ νὰ μείνῃ ἱκανοποιημένος. Δὲν τὴν ἀντελήφθη ὁ κόσμος. Καὶ ἐὰν κάποιος τοῦ τὴν ὑποδεικνύῃ, δὲν ἐκδηλώνει οὗτος ἐνδιαφέρον ἀλλ᾿ ἐξακολουθεῖ νὰ χασμᾶται. Ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων εἶνε εἰς τὰ χρήματα, εἰς τὰς θέσεις, εἰς τὰς ἡδονάς, εἰς τὰς γυναῖκας, εἰς τὰ παιδιά, εἰς τὴν γῆν. Μένομεν προσκολλημένοι εἰς τὴν γῆν ὡς τὸ ὄστρακον τοῦ κοχλίου εἰς τὸν βράχον. Χαμηλοὶ καὶ ταπεινοὶ εἰς τὰ ἐνδιαφέροντά μας, εἴμεθα κλεισμένοι εἰς τὰ κελύφη μας καὶ δὲν βλέπομεν τίποτε περισσότερον. Δὲν βλέπομεν τὴν πηγήν, ἡ ὁποία ἀναβλύζει. Ἡ δὲ πηγὴ ἡ ῥέουσα ὕδωρ κρυστάλλινον, νερὸ ἀθάνατον, ποὺ ποτίζει, δροσίζει, ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπον, λύει τὰ προβλήματά του, τὸν μεταφέρει ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν· ἡ ἀθάνατος, ἡ ἀστείρευτος πηγή, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος σαφῶς· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Δὲν πιέζει κανένα. Ἐλευθέρως καλεῖ. Καὶ εἰς ὅλους προσφέρει τὸ ζωογόνον ὕδωρ του. «Ὕδωρ ζῶν», τὸ ὁποῖον προσφέρει ὁ Κύριος, εἶνε ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγιότης του, τὰ μυστήριά του, ἡ Ἐκκλησία του, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐλεύθεροι λοιπὸν εἴμεθα νὰ πλησιάσωμεν τὸν ποταμὸν αὐτὸν τῆς χάριτος καὶ νὰ πίωμεν καὶ νὰ ἀναπαυθῇ ἡ καρδία μας. Τὸ «ζῶν ὕδωρ» τοῦ Χριστοῦ ἔχομεν ἀνάγκην ὑπὲρ πᾶν ἄλλο πρᾶγμα.
Κάποιος κάποτε ἐβάδιζεν εἰς τὴν ἔρημον. Ἐδίψασε καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν δίψαν. Αἴφνης ἐκεῖ ποὺ ἐβάδιζε βλέπει ἕνα σωρὸν χρυσᾶ νομίσματα. Τὰ ἤγγισεν; Ὄχι! «Ὦ Θεέ μου», εἶπε, «δὲν θέλω χρυσάφι· νεράκι θέλω!». Τί νὰ τὰ κάνῃ τὰ χρήματα;…
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Εἰς τὴν Σαχάραν τοῦ βίου τούτου ζητοῦμεν τὸ ἀθάνατον νερό. Καὶ τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατον, ὡς εἴπομεν, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θὰ τὸ αἰσθανθῶμεν, θὰ τὸ ἐννοήσωμεν; Δυστυχὴς ἐκεῖνος ποὺ ἀποθνῄσκει δι᾿ ἔλλειψιν ὕδατος εἰς τὴν ἄνυδρον Σαχάραν ἢ εἰς τὴν Σελήνην· ἀλλὰ μυριάκις δυστυχέστερος αὐτὸς ποὺ ἀποθνῄσκει ἐκ δίψης πλησίον ἑνὸς ποταμοῦ. Πλησίον μας λοιπὸν ῥέει ὁ ποταμὸς τῆς χάριτος, ὁ ποταμὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Ἕνα βῆμα ἀρκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐγγίσωμεν καὶ νὰ ξεδιψάσωμεν. Εἶνε τὸ βῆμα τῆς μετανοίας.
Ἂς πιστεύσωμεν, ἂς μετανοήσωμεν, ἂς αἰσθανθῶμεν τὸ μεγαλεῖον τῆς πίστεώς μας, ἂς ζήσωμεν ὡς ἄνθρωποι πνευματικοί, ἂς ποθήσωμεν τὴν ἁγιότητα, καὶ τότε θὰ πεισθῶμεν ὅτι ὑπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, τὸ ὁποῖον νὰ ἱκανοποιῇ τοὺς μεγαλυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, παρὰ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
† Ὁ Φλωρίνης ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
(περ. ΣΑΛΠΙΓΞ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1983, σ. 178 κ.ἑ., 26-6-1983)