Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Ο Μ. Βασίλειος οργανώνει θεολογικά – κανονικά την Αποτείχιση των Ορθοδόξων από τον αιρετικό επίσκοπο...

 


«Ο καιρός πολλήν έχει ροπήν προς καταστροφήν των Εκκλησιών»


(Μ. Βασίλειος – Προς τους εν Ταρσώ Πρεσβυτέρους, Επιστολή 113)

Η επιστολή απευθύνεται (372 μ.Χ) προς τους πρεσβυτέρους της Ταρσού, διότι ο επίσκοπός τους ήτο στην αίρεση του Αρείου.

Ο Μ. Βασίλειος ξεκινάει από την ορθή (εκκλησιολογικά) αντίληψη, ότι ο επίσκοπος της Ταρσού είναι ψευδεπίσκοπος, εκτός της Μυστηριακής Εκκλησίας του Χριστού. Απευθύνεται στους Πρεσβυτέρους, διότι υπό την ηγεσία του Πρεσβυτέρου Κυριακού δεν είχαν παρασυρθεί στην αίρεση του αρειανισμού αλλά διατηρούσαν τις βαθύτερες και πλατύτερες θεολογικές – εκκλησιολογικές συνδέσεις με την Ορθοδοξία στηρίζοντας, έτσι, το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Η παρούσα Επιστολή (113) βρίσκεται σε αμοιβαία σχέση κατανόησης με την Επιστολή (114) προς «Τους εν Ταρσώ περί τον Κυριακόν».

Στην Επιστολή (113) υπογραμμίζει ο Ι. Πατήρ (έμμεσα) την ευθύνη – αποστολή των πρεσβυτέρων, διότι έχουν αναλάβει την τριπλή ενέργεια του Χριστού, δηλ. το έργο της σωτηρίας – απολύτρωσης, της ορθής διδασκαλίας και της ποιμαντορίας. Δίκαια θεωρείται ο Ιερός Κλήρος ως όργανο του Αγίου Πνεύματος.

Στην ίδια Επιστολή (113) εκφράζει την ποιμαντική αγωνία για την αποσυνθετική αποργάνωση του ποιμνίου, ώστε οι Ορθόδοξοι πρεσβύτεροι να κινηθούν θεραπευτικά, μιας και ο αρειανισμός οδηγούσε σταδιακά σε αιρετική αποσάθρωση το ποίμνιο της Ταρσού. Γράφει στην Επιστολή του αυτή: «Ο καιρός πολλήν έχει ροπήν προς καταστροφήν των Εκκλησιών, και τούτο πολύν έχομεν ήδη χρόνον εξου καταμανθάνομεν. Οικοδομή δε Εκκλησίας και σφαλμάτων διόρθωσις και συμπάθεια μεν προς τους ασθενούντας, υπερασπισμός δε προς τους υγιαίνοντας των αδελφών ουδέ εις. Αλλ’ ούτε βοήθημα ή θεραπευτικόν της προκατασχούσης νόσου ή προφυλακτικόν της προσδοκωμένης ουδέν. Και όλως έοικε λοιπόν η της Εκκλησίας κατάστασις (ίνα εναργεί χρήσωμαι τω υποδείγματι, καν ευτελέστερον είναι δοκή) ιματίω παλαιώ υπό της τυχούσης προφάσεως ραδίως καταρρηγνυμένω, ό προς την εξ αρχής ισχύν επανελθείν πάλιν αδυνατεί» (Ε.Π.Ε. 3, Έργα Μ. Βασιλείου, Σελ. 252-253).

Μετάφραση: «οι καιροί παρουσιάζουν την τάσιν προς καταστροφήν των Εκκλησιών, τούτο δε το έχομεν κατανοήσει από πολύν χρόνον. Οικοδομή δε της Εκκλησίας και διόρθωσις σφαλμάτων, συμπάθεια προς τους ασθενείς και υπεράσπισις των υγιών αδελφών δεν φαίνονται πουθενά. Αλλ’ ούτε βοήθεια είτε θεραπευτική της υπαρχούσης νόσου είτε προφυλακτική της αναμενομένης παρουσιάζεται. Φαίνεται λοιπόν η κατάστασις της Εκκλησίας – δια να χρησιμοποιήσω εναργές παράδειγμα, έστω και αν φαίνεται κάπως ευτελές – εντελώς σαν παλαιόν ιμάτιον εύκολα σχιζόμενον από την τυχούσαν αφορμήν, που αδυνατεί να αποκατασταθή πάλιν εις την αρχικήν του δύναμιν».

Σε τούτα τα κράσπεδα των αβύσσων, όπως τα περιγράφει ο Μ. Βασίλειος, φθάσαμε ως σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα.

Μετά την αλλαγή του εορτολογίου, λίγοι μόνο φωτισμένοι – οξυδερκείς θεολογικά, κατάλαβαν το οικουμενιστικό «παιχνίδι» και τις βαθύτερες ιστορικές επιπτώσεις του. Μεγάλες χριστιανικές αδελφότητες, πολυάριθμοι θεολόγοι, κληρικοί και επίσκοποι στήριξαν με τη «Δυνητική» τους τοποθέτηση την οικουμενιστική εισβολή στην Εκκλησία, με σταθμούς την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, την Ουκρανική εκκλησιαστική ανωμαλία και την στάση των Επισκόπων έναντι της πανδημίας του Κορονοϊού.

Για την Επιστολή (114), ο Παν. Χρήστου σχολιάζει:

«Εγράφη την ιδίαν εποχήν με την προηγουμένην Επιστολήν (113). Ο Κυριακός ήτο προφανώς πρεσβύτερος και ηγέτης της Ορθοδόξου μερίδος της Ταρσού. Ο Βασίλειος εδέχθη επίσκεψιν ομάδος Χριστιανών της Ταρσού, οι οποίοι δεν είχαν ξεκαθαρίσει την στάσιν των εις το εκκλησιαστικόν θέμα, γράφει δε τώρα σχετικώς προς τον Κυριακόν, δια να εξασφαλίση την ανεπιφύλακτον προσχώρησίν των εις αυτόν.  Οι Χριστιανοί αυτοί ήσαν αυστηροί Ορθόδοξοι και ήθελαν διευκρίνισιν της περί του πνεύματος διδασκαλίας» (Σελ. 254 – 55).

Να υπογραμμίσουμε, ότι η Επιστολή (113) είναι καθοδογητική ως προς την υποδοχήν των μετριοπαθών πνευματομάχων, ενώ η Επιστολή (114) δίνει οδηγίες για την υποδοχήν των αυστηροτέρων Ορθοδόξων.

Και στις δύο περιπτώσεις ο Ι. Πατήρ θέτει ως όρον υποδοχής το σύμβολο της Νικαίας (αποδοχή του) και να μην λέγουν κτίσμα το Άγιον Πνεύμα.

Στην πραγματικότητα ο Μ. Βασίλειος οργανώνει θεολογικά – κανονικά την Αποτείχιση των Ορθοδόξων από τον αιρετικό επίσκοπο, μη δεχόμενος σε εκκλησιαστική κοινωνία τους αρνητές της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Για να σταματήσει ο Μ. Βασίλειος τις διαδοχικές κατακρημνίσεις της εκκλησιαστικής ειρήνης – ενότητας από τον αρειανισμό, γράφει (Επ. 114):

«Επεί ουν το μέγα τούτο και θαυμαστόν και πάσι περισπούδαστον (της ειρήνης αγαθόν) τοις αγαπώσι τον Κύριον κινδυνεύει λοιπόν εις όνομα ψιλόν περιστήναι, δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγείσης λοιπόν τοις πολλοίς της αγάπης, οίμαι προσήκειν μίαν ταύτην είναι σπουδήν τοις γνησίως και αληθινώς δουλεύουσι των Κυρίω το επαναγαγείν προς ένωσιν τας Εκκλησίας τας πολυμερώς και πολυτρόπως απ’ αλλήλων διατμηθείσας» (Σελ. 254-55).

Μετάφραση: «Επειδή λοιπόν το μέγα τούτο και θαυμαστόν και δι’ όλους όσοι αγαπούν τον Κύριον περισπούδαστον αγαθόν (της Ειρήνης) κινδυνεύει τώρα να καταστεί ψιλόν όνομα, διότι επληθύνθη η ανομία και εψυχράνθη πλέον εις τους πολλούς η αγάπη (Ματθ. 24,12), νομίζω ότι η μοναδική φροντίς των γνησίως και αληθώς δουλευόντων εις τον Κύριον αρμόζει τούτο, το να επαναφέρουν εις ένωσιν τας Εκκλησίας που διεσπάσθησαν πολυμερώς και πολυτρόπως μεταξύ των».

Για την ενότητα των Ορθοδόξων, οι αρχικές συνάξεις σε Γατζέα, Ωραιόκαστρο κ.λ.π. είχαν μία ελπιδοφόρο προσδοκία – εκκίνηση. Οι επιστολές (113, 114) δικαιώνουν ως προς την προαίρεσιν τις συνάξεις αυτές και φράσουν τα στόματα μητροπολιτικών ιερέων του Βόλου (ολίγων ευτυχώς), που τις αποκαλούσαν «παρασυναγωγές». Για να έχουν προοπτική τυχόν νέες συνάξεις, πρέπει να τηρηθεί αυστηρώς η πατερική γραμμή έναντι των αιρέσεων. Τι ασφαλέστερον της γραμμής των Πατέρων; Ο Μ. Βασίλειος είναι σαφής: «αλλ’ ειδέναι ότι τριακόσιοι δέκα και οκτώ, αφιλονίκως συνιόντες, ουκ άνευ της του Αγίου Πνεύματος ενεργείας εφθεγξάντο».

Μετάφραση: «αλλά να γνωρίζετε ότι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες, συνελθόντες χωρίς διχονοίας, δεν ωμίλησαν χωρίς την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος» (Σελ. 257, Επιστολή 114).

Σήμερα είναι ανάλογη η ροπή των καιρών και των Εκκλησιών:

- Η παναίρεση του οικουμενισμού σπέρνει αγκάθια στα όρια του αγρού της Εκκλησίας, όπου καλλιεργείται σιτάρι.

- Οι οικουμενιστές επίσκοποι μετέτρεψαν σε «παράσταση μάσκας» την Θεία Λατρεία.

- Υιοθέτησαν την δαιμονική – νεοταξική αντίληψη, ότι υπάρχει μονοσήμαντος αντιστοιχία φυσικών νόμων εντός του Ι. Ναού, ακολουθούντων των πνευματικών νόμων.

- Υιοθέτησαν, επίσης, ότι η Θεία Λατρεία έχει «Αχίλλειο Πτέρνα» που είναι η μετάδοση του ιού. Ας θυμηθούμε, ότι ο όρος «Αχίλλειος πτέρνα», εννοεί το ασθενές σημείο που λειτουργεί ως πύλη θανάτου.

- Η διάσπαση των Ορθοδόξων (υγιών) δυνάμεων υφίσταται «πολυμερώς και πολυτρόπως». Υπάρχει, όμως, και μια θετικά διαμορφωμένη πλευρά.

Έχει σχηματισθεί ήδη μία ογκώδης «δικογραφία» σε βάρος των οικουμενιστών, μιας και φανερώθηκε το προδοτικό ήθος τους στην πανδημία. Γι’ αυτό ο καιρός είναι λίαν ενθαρρυντικός προς (περί τον Κυριακόν) νέες συνάξεις των Ορθοδόξων προς καταδίκη του οικουμενισμού.

Αυτή τη στιγμή οι οικουμενιστές είναι ηττημένοι, άοπλοι πνευματικά και όμηροι του κράτους. Ακόμη και αυτοί που τους στήριξαν στην αρχή της πανδημίας, σε πολλά, κατάλαβαν ότι οι οικουμενιστές υπάρχουν ως «φιλούντες και ποιούντες το ψεύδος» (Αποκ. Κβ΄, 15).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ