Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

π. Νικηφόρος Νάσσος, Τί σημαίνει ἡ λέξη «Ἐπίσκοπος»; Σημαίνει αὐτόν πού φυλάει σκοπιά. Δηλώνει αὐτόν πού ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι συνέχεια σέ σκοπιά.

 



Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Στίς πονηρές ἡμέρες μας μπορεῖ νά ἀνιχνευθεῖ -πέραν τῶν ἄλλων κακῶν - ὅτι σέ ζητήματα ἐκκλησιαστικά, εἶναι εὔκολη ἡ παρέκκλιση,  ἡ πτώση, ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ ἀλλοίωση τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μέ ἄλλα λόγια δικαίωση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Τό μέν οὖν τοῦ ὀρθοῦ διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλη διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου τοῦ χείρονος».1
Σέ κάποιες περιπτώσεις διαπιστώνουμε δυστυχῶς ὅτι ὁ  παπισμός δέν κρατεῖ μόνο στή Δύση! Ἐκεῖ εἶναι θεσμικά, μέ ὅλα τά γνωστά, οἰκτρά ἐπακόλουθα. Ἐντούτοις,  δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες συναντοῦμε τόν παπισμό καί στήν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή. Νοοτροπίες πού παραπέμπουν στήν ἐκπεσοῦσα παπωσύνη, ὑπερβάσεις καί παρεκκλίσεις ἀπό τά καλῶς ὁριοθετημένα καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι νομοθετημένα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σκανδαλίζουν τούς πιστούς καί βλάπτουν τό ποιμαντικό ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Παράδειγμα τρανό αὐτῶν τῶν νοσηρῶν παρεκτροπῶν δίδεται ἀπό ἐνίους ἐπισκόπους μέσα στήν δισχιλιετῆ  ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι γίνονται σφετερισταί τῆς ἐξουσίας – διακονίας πού ἔχουν λάβει ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τήν χειροτονία τους. Στό κείμενο αὐτό θά δοῦμε μέ κάθε δυνατή συντομία τί εἶναι ὁ ἐπίσκοπος στήν ὀρθόδοξο Παράδοσή μας, ποιά τά ὅρια τῆς ἐξουσίας του καί πῶς ἐνίοτε ἀλλοιώνεται «ἐν τοῖς πράγμασιν» ἡ διακονία τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. 



Στήν ὑποσημείωση τοῦ Α΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος τοῦ «Πηδαλίου» τῆς Ἐκκλησίας μας διαβάζουμε ὅτι ὁ ἀρχιερεύς ὁ ὁποῖος διαποιμαίνει μία ἐπισκοπή καλεῖται «Μητροπολίτης». Λέγεται ἔτσι, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Φιλαδελφίας Γαβριήλ, εἶναι ὡσάν Μητέρα τῆς πόλεως ἐκείνης καί τῆς τῆς ἐπαρχίας πού τοῦ ἔλαχε. Καί ὀφείλει, λέγει, νά τρέφει τό ποίμνιό του μέ πνευματικές διδαχές καί τήν ἁγία ζωή του. Ἐπίσης ὀφείλει νά ἐπιμελεῖται τούς πτωχούς.2 Καί μόνο λοιπόν ἀπό τόν τίτλο «Μητροπολίτης» ἐννοοῦμε πόσο μεγάλο καί ἱερό, πόσον βαρύ καί ὑπεύθυνο εἶναι τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Μητροπολίτης ὁφείλει νά συμπεριφέρεται στήν ἐπαρχία του ὡς Μητέρα φιλόστοργη.
Τόν ἀρχιερέα τοῦ Ὑψίστου οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «Ἐπίσκοπο», ὅπως γνωρίζουμε. Γιατί ὅμως; Τί σημαίνει ἡ λέξη «Ἐπίσκοπος»; Σημαίνει αὐτόν πού φυλάει σκοπιά.  Δηλώνει αὐτόν πού ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι συνέχεια σέ σκοπιά. Ἐπί-σκοπός: Πάνω στήν σκοπιά. Ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά «προκινδυνεύει τοῦ ποιμνίου», λέγει πάλι στήν ἴδια ὑποσημείωση τοῦ Κανόνος, καί τή λύπη τοῦ ποιμνίου του νά τήν κάνει δική του ὀδύνη, ὅπως ἕνας πατέρας πού συμπάσχει στόν πόνο τοῦ παιδιοῦ του. «Καί τήν ἐκείνων στενοχωρίαν οἰκείαν ὀδύνην ποιεῖσθαι». Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος του! Ὄχι νά ἀδιαφορεῖ. Οὔτε νά ἐπαναπαύεται στίς τιμές, τίς φιλοφρονήσεις καί τίς ὑποκλίσεις, οὔτε νά εἶναι ψυχρός διοικητής, διότι αὐτά ὅλα προσιδιάζουν σέ ἄρχοντες κοσμικούς. 
Εἶναι ἀνάγκη νά κατανοηθεῖ καί νά διακηρυχθεῖ ὅτι οἱ ἐπίσκοποι δέν εἶναι σφετεριστές τῆς ἐξουσίας τους! Οὔτε ἡ ἐξουσία τους τυγχάνει ἀπεριόριστη, αὐθαίρετη καί ἀσύδοτη! Οὔτε πράττουν «ὅτι τούς ἀρέσει», ἐπαναστατικῷ δικαίῳ! Ὡς οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ἐπίσκοποι, πρέπει νὰ ἔχουν βαθεία συνείδηση ὅτι δὲν ἀσκοῦν ἰδίαν ἐξουσίαν, ὅπως χαρακτηριστικά διδάσκει μεταξύ ἄλλων Πατέρων ὁ Οἰκουμενικός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: 
       «Ὁ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ. Τουτέστιν, ἵνα μὴ τὰ δεσποτικὰ σφετερίσηται, ἵνα μὴ ὡς δεσπότης ἑαυτῶ ἐκδικῇ, ἀλλ᾿ ὡς οἰκονόμος διοικῇ. Οἰκονόμου γὰρ τὸ διοικεῖν τὰ ἐγκεχειρισθέντα καλῶς· οὐχ αὐτῷ λέγειν εἶναι τὰ δεσποτικά, ἀλλὰ τουναντίον τοῦ δεσπότου τὰ ἑαυτοῦ». 
Εἶναι πολύ σημαντική ἡ φράση τοῦ χρυσορρήμονος: «ἵνα μή τά δεσποτικά σφετερίσηται»!!! Ἐξ᾿ ἄλλου, κατά τόν ἴδιο Πατέρα, δέν ὑπάρχει καί μεγάλη διαφορά μεταξύ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων,ὅπως κάποιοι ἐπίσκοποι κομπάζοντας λέγουν, ἀναβιβάζοντας τόν ἐπίσκοπο σέ περιωπή Οἰκουμενικῆς Συνόδου!!! Ἄς ἀκούσουμε τόν ἱερό Χρυσόστομο: 
     «Οὐ πολύ τό μέσον τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων. Καί γάρ καί αὐτοί (οἱ πρεσβύτεροι) διδασκαλίαν εἰσίν ἀναδεδεγμένοι καί προστασίαν τῆς Ἐκκλησίας….Τῇ γάρ χειροτονίᾳ μόνῃ ὑπερβεβήκασι καί τούτῳ μόνον δοκοῦσι πλεονεκτεῖν τούς πρεσβυτέρους».3 
 Ἰδού λοιπόν, «οὐ πολύ τό μέσον τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων»! Μόνο στήν χειροτονία πλεονεκτεῖ ὁ ἐπίσκοπος τῶν πρεσβυτέρων, χαρισματικῶς καί ὄχι κατά τήν κοσμική ἀντίληψη τῆς ὑπεροχῆς. Ἀλλά ὁ ἐπίσκοπος  δέν εἶναι καί ὁ «ἄρχοντας» καί ὁ ἀρχηγός μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν κοσμική ἔννοια τοῦ ὅρου. «Ἀρχηγός καί τελειωτής τῆς πίστεως ἡμῶν» εἶναι μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός! «Ἐν τούτοις - ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητής - ἱστορικός π. Γεώργιος Μεταλληνός - μία παρα-παράδοση (καὶ οὐσιαστικὰ ἀντὶ-παράδοση) ἔχει παρασιτικὰ εἰσχωρήσει στὴ ζωή μας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπικρατεῖ ἡ σφαλερὰ ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μία τάξη ἀρχόντων (πριγκήπων) στὴν Ἐκκλησία καὶ μία τάξη ἀρχομένων. Περιττὸ νὰ ποῦμε, ὅτι τέτοιες ἀντιλήψεις φεουδαρχικοῦ χαρακτήρα εἶναι συνέπεια τῶν μακροχρονίων ἐπιρροῶν, ποὺ δεχθήκαμε ὡς ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη ἀπὸ τὴ Φραγκιὰ καὶ τὴν Τουρκιὰ καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες καταταλαιπωρούμεθα ἀκόμη».4 
Πάλι ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννης, ἐλέγχοντας τήν ἀλαζονεία κάποιων ἐπισκόπων πού θεωροῦν δική τους δόξα τήν ἀρχιερατική τάξη, γράφει: «Ἐπί ἀξιώματος ἐγένου μεγάλου καί ἀρχῆς ἐπελάβου ποτέ ἐκκλησιαστικῆς; Μή μέγα φρόνει· οὐ σύ τήν δόξαν ἐκτήσω, ἀλλ᾿ ὁ Θεός σέ ἐνέδυσεν. Ὡς ἀλλοτρίας τοίνυν φείδου, μή καταχρώμενος αὐτῇ…μηδέ φυσώμενος, μηδέ σφετεριζόμενος».5 
Εἶναι φοβερό αὐτό πού λέγει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Χριστός καί μόνο εἶναι Αὐτός πού κρατάει στά «χέρια Του» τούς ἐπισκόπους (κατά ἀνθρωποπρεπῆ ἔκφραση), οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ στήν Ἀποκάλυψη παρομοιάζονται μέ λυχνίες.   «Καί ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί αὐτοῦ ἀστέρας ἐπτά».6  Τί φοβερό, ἀλλά καί ἔνδοθεν παραμυθητικό γιά τόν εὐσυνείδητο ἱεράρχη τό νά σκέπτεται ὅτι τόν «κρατάει στήν παλάμη» Του ὁ Χριστός!

Ὡστόσο, ἡ λειτουργική Παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί αὐτή ἡ διάταξη τῆς Χοροστασίας τοῦ ἐπισκόπου δείχνει καθαρά τόν διακονικό χαρακτῆρα τῆς Ἀρχιερατικῆς τάξεως. Ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, εἰσερχόμενος  στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, γίνεται δεκτός ἀπό τόν Θεό. Τόν ὑποδέχεται ὄχι ὁ ἱερεύς, ὅπως ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται, ἀλλ᾿ Αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ τό Εὐαγγέλιον Αὐτοῦ προσκυνεῖ! Αὐτός εἶναι ὁ «Ἰδιοκτήτης» τοῦ σπιτιοῦ! Ἀνερχόμενος δέ ὁ ἐπίσκοπος  στόν Δεσποτικό θρόνο προκειμένου νά χοροστατήσει, ἀσπάζεται τόν ὅπισθεν αὐτοῦ εὑρισκόμενο ἐν εἰκόνι Ἰησοῦ Χριστό! Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι διάκονος Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ λαοῦ, δέν εἶναι ἄρχοντας ἤ διοικητής, ἤ Καίσαρας, ἤ δικτάτορας.
 Οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι εἶναι διάκονοι Ἰησοῦ Χριστοῦ καί θά πρέπει νά εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό ἀλαζονίες, μικροψυχίες, ἐμπάθειες, τάσεις ἐπιβολῆς, ἐγωϊσμούς καί μικρότητες. Ἄν δέν βρίσκονται στόν βαθμό τῆς θεώσεως, ὅπου πρέπει κατά τούς Πατέρες νά βρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος, ἤ τοῦ φωτισμοῦ, ἄς εἶναι τουλάχιστον κεκαθαρμένοι, ἤ ἀγωνιζόμενοι!    Ἄς ἀκολουθοῦν ἐπ᾿ αὐτοῦ, ταπεινοφρόνως, ἔστω λεκτικά, τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων πού δέν ἐκόμπαζαν γιά τό ἀξίωμά τους! Ὁ Ἁγιώτατος Γρηγόριος, πάπας Ρώμης, ὁ Διάλογος, ἐπίσκοπος ἀληθινός καί ὄχι Δεσπότης, ἐρωτηθείς ἀπό κάποιους τί φρονεῖ ὅτι εἶναι, ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: servus servorum dei = εἶμαι ὑπηρέτης τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ. Ὄχι τύραννος λοιπόν, ἀλλά διάκονος. Καί αὐτό πρέπει να δείχνει συνεχῶς. Καί ὅπως ὀρθά γράφει π. Γεώργιος Καψάνης, ἑρμηνεύοντας τούς ἱερούς Κανόνες περί τῶν καθηκόντων τοῦ ἐπισκόπου «οὕτως ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κυρίως καὶ προεχόντως ποιμὴν καὶ φιλόστοργος πατὴρ τῶν πρεσβυτέρων («οἰκεῖος πατήρ» ιγ´ ΑΒ´) καὶ πάντων τῶν ὑπ᾿ αὐτὸν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ οὐχὶ διοικητής τις καὶ ἄρχων ἀσκῶν ἀπρόσωπον καὶ ψυχρᾶν διοίκησιν, μὴ ἑδραζομένην εἰς τὴν ἀγάπην καὶ μὴ προάγουσαν τὴν κοινωνίαν τῶν προσώπων»7. 
    Ὁ ἴδιος, ἐπίσης, σημειώνει: «Ἐν τῇ ἐνασκήσει τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου οἱ ποιμένες διατρέχουν τὸν κίνδυνον νὰ ἀσκοῦν τοῦτο ἀνθρωποκεντρικῶς, ἤτοι κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτῶν κρίσιν καὶ ὄχι κατὰ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ κινδύνου τούτου οἱ ποιμένες ἐν τῇ διαχειρίσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τῇ διακυβερνήσει τῶν ψυχῶν δέον ὅπως ἀκολουθοῦν τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὴν θεανθρωπίνην βούλησιν τῆς Ἐκκλησίας»8…
 Τά δέ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, πού λέγει ὅτι «….δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον (ἀκατηγόρητον) εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον»9 θά πρέπει σέ ὅλη του τήν πολιτεία νά ἐφαρμόζει κάθε ἐπίσκοπος! Τεράστια εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουν οἱ ἐπίσκοποι ἄν συμβεῖ νά συντηροῦν προσωπολατρικές καταστάσεις μέσα στήν Ἐκκλησία, ἄν θέλουν, ἤ  ἀνέχονται νά τούς τιμοῦν ὡς ἁγίους καί ἀλαθήτους (ἰδού καί πάλι ὁ παπισμός). Ἐπίσης, τεράστια εὐθύνη ὑπέχουν οἱ ἐπίσκοποι ὅταν δέν μετέρχονται τά πάντα θυσιαστικῶς γιά τήν ἑνότητα ἐντός τῆς ἐπαρχίας των,  ὅταν δέν εἶναι ἀγαπητικοί μέ ἔργα καί ἔπειτα μέ λόγια πρός τούς κληρικούς, ὅταν μέ λίγα λόγια ἀποδεικνύονται μόνο στά λόγια «τύποι Χριστοῦ»… 

Κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, οἱ σχέσεις τοῦ ἐπισκόπου μετά τῶν κληρικῶν καί τοῦ ποιμνίου, ὅπως διαγράφεται στίς ἐπιστολές του, εἶναι σχέσεις βαθύτατα πνευματικές καί δέν ἐκπίπτουν ποτέ σέ δομικές ἤ ἱδρυματικές ὑποκαταστάσεις, ὅπως συμβαίνει στόν παπισμόν (ἀλλά καί σέ μᾶς τους ὀρθοδόξους ὅταν στήν πράξη γινόμαστε παπικοί)! Ἄς προσέξουν οἱ ἐπίσκοποι τό πολύ σημαντικό χωρίο τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος:
    «Οἱ ἐπίσκοποι, ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ εἰσίν»10!!! 
Ὁ ἐπίσκοπος, κατά τόν Θεοφόρο Ἰγνάτιο, εἶναι ὁ μαρτυρικῶς καί κενωτικῶς πρῶτος διάκονος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ὄχι ὡς κέντρο μιᾶς «δομῆς» διοικητικῶς, ἀλλά ὡς κενωτικός συσχηματισμός «ἐν γνώμῃ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὁ Ὁποῖος Χριστός μαρτυρικῶς ἐπίσης εὑρίσκεται «ἐν γνώμῃ Θεοῦ Πατρός». Τά διοικητικά καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἀπόρροια τῶν πνευματικῶν του καί ὄχι τό ἀντίθετο! Τό πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου, κατά τόν Θεολόγο τοῦ Εὐχαριστιακοῦ ρεαλισμοῦ ἅγιο  Ἰγνάτιο, εἶναι καθαρῶς ἐσχατολογικό καί κενωτικό, πρωτεῖο σταυρώσεως καί «λεντίῳ ζωννυμένης διακονίας», πρωτεῖο πού ἀποσκοπεῖ στήν θυσιαστική διασφάλιση τῆς ὑπαρκτικῆς ἀληθείας, τῆς ὁμονοίας καί συμφώνου ἀγάπης, διά τῆς ὁποίας «Ἰησοῦς Χριστός ἄδεται», ὅπως θά γράψει πάλι ὁ Θεοφόρος Πατήρ11! Ἐπίσης, πολλοί ἀγνοοῦν τό πνεῦμα ὑπό τό ὁποῖο νοοῦνται ὅλες οἱ ἀναφορές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου στήν ἀνάγκη ὁμοφωνία μέ τόν ἐπίσκοπο.  Αὐτό ἀναλύεται ἀπό τούς εἰδικούς, ἱστορικούς καί πατρολόγους, οἱ ὁποῖοι ἐπισημαίνουν ὡς αἰτίες, μεταξύ ἄλλων 1) τήν ἄρνηση κάποιων Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του να συμμετέχουν στή θεία Εὐχαριστία πού τελοῦσαν τότε οἱ λίγοι ἐπίσκοποι τῶν ἀποστολικῶν χρόνων12, 2)τήν ὕπαρξη αἱρέσεων καί τήν ὡς ἐκ τούτου ἐπιτακτική ἀνάγκη συσπειρώσεως τῶν ὀρθοδόξων γύρω ἀπό τόν ἐπίσκοπο13. Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες, δέν ὁμιλοῦν μόνο, ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω περί ὑπακοῆς στόν ἐπίσκοπο, ἀλλά διαγράφουν ἐναργῶς καί διά πολλῶν «ὁποῖον δεῖ εἶναι τόν ἐπίσκοπον»!

Ἐπιπλέον, γίνεται λόγος καί γιά τούς πρεσβυτέρους μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς παρακαθημένους τοῦ ἐπισκόπου, πρᾶγμα πού κάποιες φορές ἀγνοεῖται ἤ παραβλέπεται. Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἀποκαλοῦν τούς πρεσβυτέρους «συμβούλους τοῦ ἐπισκόπου»14. Σύμβουλοι τοῦ ἐπισκόπου οἱ πρεσβύτεροι νοοῦνται, ὡς οἱ παρακαθήμενοι καί συνδιοικοῦντες τῷ ἐπισκόπῳ. Δηλαδή ὁμιλεῖ γιά τήν ὕπαρξη Μητροπολιτικοῦ συμβουλίου -,μέ τήν σημερινή ὁρολογία -, ἤτοι, τήν ἐν τόπῳ πραγμάτωση τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς τό δοῦν ὅσοι νομίζουν ὅτι ἕνας ἐπίσκοπος κάνει ὅτι θέλει μόνος του στήν ἐπαρχία του, χωρίς νά ρωτάει κανέναν, χωρίς νά ὑπολογίζει τίποτα! Στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, κατά τό Κανονικό Δίκαιο καί τήν ὅλη Παράδοσή μας, οὔτε πατριάρχης, οὔτε ἀρχιεπίσκοπος, οὔτε ἐπίσκοπος, οὔτε ἡγούμενος Μονῆς πράττει κατά τό δοκοῦν, ἀλλά παντοῦ τηρεῖται ἡ συνοδικότητα, σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Ναί μέν, στίς  ἀποστολικές καί κανονικές ἐπιταγές ὑπάρχουν ἀναφορές γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά πράττουν  τίποτε ἐκκλησιαστικό οἱ πρεσβύτεροι λάθρα τοῦ ἐπισκόπου, ἀλλ᾿ ὅμως οἱ Πατέρες παρουσιάζουν καί τό ἄλλο, τό ὅτι καί ὁ ἐπίσκοπος δέν πρέπει νά πράττει τίποτε χωρίς ἄδεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά μήν πράττει κάτι πού δέν εἶναι κατά Θεόν. Ἰδού πόσον ἐναργῶς τό διατυπώνει ὁ  ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ ὁποίος ὡς ἑξῆς συμβούλευε τόν ὁμότροπό του ἅγιο Πολύκαρπο: «Μηδέν ἄνευ γνώμης σου γινέσθω· μηδέ σύ ἄνευ γνώμης Θεοῦ τι πράσσε».15 
  Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχουν αὐθεντίες! Μόνο ἡ Ἐκκλησία κατέχει τήν αὐθεντία, τό ἀλάθητο, τό διαχρονικόν κῦρος καί τήν ἀλήθεια! Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές σφάλλουν καί  πλανῶνται! Μήν λησμονοῦμε τό τρανταχτό παράδειγμα μέσα στό Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ Κύριός μας ἀπεκάλεσε στόμα διαβόλου τόν Πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολό του σέ μία δεδομένη στιγμή! Καί οἱ Ἅγιοι λανθάνουν! Μόνο ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ συνόλῳ της ἐκφραζομένη διά Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατέχει τό ἀλάθητο. Δέν ἐδράζεται, ἑπομένως,  στήν Παράδοσή μας κανένα ἐπισκοπικό ἀλάθητο!
 Ὁ ἀληθής ἐπίσκοπος δέν καταφρονεῖ τούς ἱερούς Κανόνες! Δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα! Δέν δόθηκε στούς ἱεράρχες ἡ ἐξουσία να ἔχουν ἀσυδοσία καταφρονήσεως τῶν Κανόνων καί τῆς ὅλης Παραδόσεως, ἀλλά νά στοιχίζονται στά Ἀποστολικῶς καί Συνοδικῶς καί Πατερικῶς κατοχυρωμένα καί νά ἐπακολουθοῦν στούς προηγουμένους. Αὐτό ὑπογραμμίζει ὁ μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: «Ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πᾶσῃ παραβάσει κανόνος, ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν».16
Ὀφείλει δέ ὁ Ἀρχιερεύς τοῦ Ὑψίστου νά ἔχε ταπεινό φρόνημα καί νά μήν εἶναι ἐγωκεντρικός. Νά μήν εἶναι ὀργίλος, ἀλλά νά διαχειρίζεται τόν θυμό του! Συναφῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει: «Ἄν (ὁ ἐπίσκοπος) ᾖ πλήκτης ἤ καί πάροινος, ἄν ὠμός καί ἀνηλεής, κατηγόρει· ἀνάξια ταῦτα ἐπισκόπου».17 Μέ λίγα λόγια, ὁ ἐπίσκοπος θά πρέπει νά οἰκοδομεῖ καί νά μήν ἀποδομεῖ. Ὀφείλει ἐπίσης ὁ ἱεράρχης νά ἀγαπᾶ ἐμπράκτως ὅλους τούς κληρικούς του καί τόν λαό καί νά τό δείχνει χωρίς ἐξαιρέσεις. Τότε, ἄν ἔτσι πολιτεύεται μέ τά ὡς ἄνω διαγραφόμενα, θά ἐμπνεύσει βεβαίως τήν ὑπακοή, ἡ ὁποία πάντοτε ἐμπνέεται καί ποτέ δέν ἐπιβάλλεται. Καί τότε, ποιός δέν θά ὑπακούσει προθυμότατα σέ ἕναν τέτοιον κεκαθαρμένο ἀπό πάθη καί πνευματικό  ἐπίσκοπο;

Πέραν αὐτῶν, ἐπισημαίνουμε, ὅτι κατά τήν ἐκκλησιολογία, ὁ ἀληθής ἐπίσκοπος δέν καταπνίγει τά χαρίσματα τῶν ἄλλων μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τά ἀναδεικνύει μέσα στήν Ἐκκλησία! Δέν προβάλλει μόνο ὅσους τυχόν ἰδιατέρως ἀγαπᾶ, οὔτε προωθεῖ μόνο τούς «ἡμετέρους», ἀλλά  ἐργάζεται ὡς ποιμήν γιά ὅλους! Αὐτό εἶνα τό δικό του χάρισμα, ὁ συντονισμός καί ἡ ἀνάδειξις ὅλων τῶν ἄλλων χαρισμάτων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. 
Βλέπουμε, λοιπόν, τόν πραγματικό ρόλο τοῦ ἐπισκόπου καί διαπιστώνουμε ὅτι τά ἀνωτέρω θεῖα λόγια τῶν Πατέρων μας δίδουν  ἰσχυρότατη ἀπάντηση στούς κατά καιρούς ἐπικαλουμένους  τόν ἐπισκοποκεντρισμό τῆς Ἐκκλησίας (λ.χ. Ζηζιούλες κ.ἄ. ἀλλά καί κάποιους ἐπισκόπους τῶν ΓΟΧ πού τόν ἐφαρμόζουν στήν πράξη), τόν ὁποῖο ἐπισκοποκεντρισμό θεωροῦν κοσμικῶς καί διοικητικῶς καί ὄχι πνευματικῶς, κενωτικῶς καί ἐσχατολογικῶς, ὅπως ἡ Παράδοσή μας διαγράφει. 
 Ἄς γνωρίζουμε λοιπόν τά ἀνωτέρω Πατερικά λόγια ὅλοι καί κυρίως οἱ τίμιοι και σεβαστοί ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας  (οἱ ὁποῖοι πιστεύουμε ὅτι τά γνωρίζουν και ἁγωνίζονται νά τά ἐφαρμόζουν Χάριτι Θεοῦ). Ἄς σκεπτόμεθα  τί σημαίνει ἐπίσκοπος «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» μέ ἔργα καί λόγια καί ποιά  εἶναι ἡ θέση καί ἡ διακονία τοῦ ἐπισκόπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί ἄς ὑπακούουμε ὅλοι, κλῆρος καί λαός μέ ἔνθεο ζῆλο, θερμή προαίρεση καί ἀγάπη υἱική τούς καλούς ἐπισκόπους, τούς πληροῦντας ὅσο εἶναι δυνατόν τίς ἀνωτέρω προϋποθέσεις, διότι αὐτή ἡ ὑπακοή ἀνάγεται στόν Μέγα Ἀρχιερέα, τόν Κύριό μας  Ἰησοῦ Χριστό.

 Ἄν δέ, συμβαίνει ἐνίοτε νά ἐμφανίζονται στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί κακά παραδείγματα ἱεραρχῶν, ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν  νά εἶναι δεσποτάδες μέ τήν κακή ἔννοια τοῦ ὅρου καί ὄχι ἐπίσκοποι - διάκονοι, νά τυραννοῦν τούς πρεσβυτέρους μέ τόν δεσποτισμό τους καί νά ἐπιχειροῦν νά ἐπαναφέρουν τούς ἄλλους στήν τάξη χωρίς νά διορθώνουν πρῶτα αὐτοί τό «ἔσωθεν» τοῦ ποτηρίου τῆς καρδίας των, νά γνωρίζουν καλῶς ὅτι, κατά τήν  Γραφή, θά ἀποβληθοῦν ἐκ τοῦ θείου ἀμπελώνος τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου, ὅπως τόσο παραστατικά τό ἐξαγγέλει στό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: «ἔρχομαί σοι ταχύ καί κινήσω τήν λυχνίαν σου ἐκ τοῦ τόπου»18!

_____________________________________________________________________________


1) Πρός τόν Πατριάρχην Ἀντιοχείας, βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Παλαμικά, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη (2), σελ. 198.
2) Α΄ Ἀποστ. Καν., ὑποσημείωση, «Πηδάλιον», ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1982, σελ. 3.
3) Εἰς Τιμ. Ὁμιλία 11, 1, MPG. 62, 553.
4) Βλ. πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία καί Ἐκκλησία, ἐκδ. ὀρθοδόξου Κυψέλης.
5) Εἰς Α΄ Κορ. ὁμιλ. 10, 3, MPG. 61, 85.
6) Ἀποκ. 1, 16.
7) Βλ. . Γ. Καψάνη, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, σελ. 100
8) ὅπου π. σελ. 101 -102.
9) Τιμ. Α΄, 7-8.
10) Ἐφεσ. III, 2
11) φεσ. IV
12) Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος « ὡδηγήθηκε στήν θεολογία τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος... διότι πολλοί πιστοί δέ θεωροῦσαν ἀναγκαῖο νά μετέχουν στήν Εὐχαριστία, τήν ὁποία τελοῦσε ὁ ἐπίσκοπος τοῦ τόπου. Ἄρα οἱ πιστοί ἀμφέβαλλαν καί δίσταζαν νά δεχθοῦν τή μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ ἐπισκόπου σέ κάθε τόπο, καί γι' αὐτό εἶχαν προβῆ στή δημιουργία ὁμάδων μέ δική τους φυσικά εὐχαριστία. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος καί τό λειτούργημά του στήν Ἐκκλησία γινόταν ἀξίωμα ἐπιφανειακό, χωρίς θεολογική θεμελίωση καί ἀποκλειστικότητα (=ἦταν τό μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς ἤδη ἀπό τούς χρόνους τοῦ Κλήμεντα Ρώμης). Ὁ Ἰγνάτιος ἀντιμετωπίζει ριζικά-θεολογικά τό πρόβλημα, συνδέοντας τήν ἐγκυρότητα τῆς Εὐχαριστίας μέ τόν ἐπίσκοπο, πού εἶναι "ἐγκεκραμένος" μέ τό Χριστό, ὅπως πρέπει νά εἶναι μέ τόν ἐπίσκοπο καί οἱ πιστοί». Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α΄, ἔκδ. Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 1986, σελ. 174 -175.
13) Βλ. Παν. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες καί Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991 2, σελ, 51: « Ἐπειδή δέ εἶχε προσωπικήν ἀντίληψιν (ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος) περί τοῦ κινδύνου τῶν αἱρέσεων ἐδῶ, ἐφιστᾶ ἐντονωτέραν τήν ἀνάγκην συσπειρώσεως περί τόν ἐπίσκοπον καί προσφέρει μίαν συνοπτικήν ἔκθεσιν τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εἰς ἀντιπαραβολήν μέ τάς αἱρετικάς δοξασίας ».
14) Ἀποστ. Διαταγαί, Β΄, 28, 4, ΒΕΠΕΣ, 2, 36.
15) Πρός Πολύκαρπον, IV, 1.
16) Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 24.
17)Εἰς Τίτον, ὁμιλ. 2, 4, MPG. 62, 670.
18) Ἀποκ. Β΄, 5.