ΠΡΟΣΟΧΗ! "...Ὅποιος ὀνομάζει τήν ἀποτείχιση «Ἐκκλησία», ὡς ἰδιαίτερη κοινότητα, δίδει «λαβή» καί ἔδαφος στούς αἱρετικούς νά τήν «τοποθετήσουν» προπαγανδιστικῶς στήν περιοχή τῶν αἱρέσεων καί σχισμάτων."
Δέν ὑπάρχει «Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων»
Ἐκκλησιολογικές διασαφήσεις
Πρίν ἀπό ὀλίγες ἑβδομάδες ἀκούσθηκε ἀπό τό στόμα ἀποτειχισμένου Κληρικοῦ ἡ ἀτυχής φράση «ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων», ἡ ὁποία φέρει εἰδικούς ἀρνητικούς ἱστορικούς συνειρμούς καί ὁμοίως ἀντορθόδοξο ἐκκλησιολογικό βάρος.
Ἐπειδή, ὡς εἶναι σύνηθες, οἱ ὑπεναντίοι τῆς ἀποτειχίσεως, εἴτε αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, εἴτε ἐλλειμματικοί Ὀρθόδοξοι – ἐπικριτές τῆς ἀποτειχίσεως τῆς θεσπισμένης καί ἐφαρμοσμένης ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες-, πρόκειται νά χρησιμοποιήσουν αὐτήν τήν ἀτυχῆ καί ἐσφαλμένη δογματικῶς φράση πρός ὄφελος τῶν ἀπόψεών τους καί πρός μομφή κατά τῆς ἀποτειχίσεως· καί ἐπειδή ἐξ ἀντιθέτου στούς Ὀρθοδόξους ἡ προπέτεια, ἡ βιασύνη [1], ἡ ὁποία ἐπενδύεται τόν μανδύα τοῦ ζήλου δέν εἶναι ἀπαλλαγμένη μομφῆς, «τό ἐν τούτοις προπετές οὐκ ἔξω μώμου κεῖται» [2],προβαίνουμε στίς παρακάτω ἐκκλησιολογικές διασαφήσεις :
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία
Ὁ Ὄρος «Ἐκκλησία» εἶναι μονοσήμαντος καί σημαίνει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἑνιαῖο καί ὁμολογεῖται καί πιστεύεται ἔτσι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως («Πιστεύω … εἰς Μίαν … Ἐκκλησίαν»), διέπεται δέ παγκοσμίως ἀπό ἑνότητα Δογματικῆς Πίστεως, Διοικήσεως καί Λατρείας, δηλ. λατρευτικῆς (δια)κοινωνίας, σύμφωνα μέ ὅλες τά δογματικά συγγράμματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας· στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή ὁμολογεῖται «εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἕν Βάπτισμα» [3]. Ἡ Ἐκκλησία καθορίζεται καί σημαίνεται κυρίως ἀπό τήν Πίστη Της· ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μέν (προτεσταντικῶς) ἀόρατη, ἀλλ’ οὔτε καί ὁρίζεται μόνον ἐξωτερικά, πολύ περισσότερο δέν ἐξαντλεῖται σέ δικαιοδοσίες καί οἰκοδομές, ἀλλ’ ἐντοπίζεται πρωτίστως στό ὀρθόν φρόνημα, τήν Ὀρθή Πίστη (Ὀρθοδοξία) καί ὀρθοπραξία, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἐκκλησίαν δέ λέγω οὐ τόπον μόνον, ἀλλά καί τρόπον· οὐ τοίχους Ἐκκλησίας, ἀλλά νόμους Ἐκκλησίας. Ὅταν καταφεύγῃς ἐν ἐκκλησίᾳ, μή τόπῳ καταφύγῃς, ἀλλά γνώμῃ. Ἐκκλησία γάρ οὐ τοῖχος καί ὄροφος, ἀλλά Πίστις καί βίος» [4]· παρομοίως διαπιστώνει ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης: «Ὅτι γάρ τό ἄθροισμα τῶν ἁγίων τό ἐξ ὀρθῆς Πίστεως καί πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον Ἐκκλησία ἐστί, δῆλόν ἐστι τοῖς σοφίας γευσαμένοις […] ἄλλο ἐστίν Ἐκκλησία καί ἄλλο ἐκκλησιαστήριον· ἡ μέν γάρ ἐξ ἀμώμων ψυχῶν συνέστηκε, τό δ’ ἀπό λίθων καί ξύλων οἰκοδομεῖται […] Οὐ γάρ τοίχων ἕνεκεν, ἀλλά ψυχῶν, δεῦρ’ ἐπεφοίτησεν ὁ τῶν οὐρανῶν Βασιλεύς» [5].
Ἐκφορά τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» στόν πληθυντικό ἀριθμό («Ἐκκλησίες»), ὅπως στήν Καινή Διαθήκη [6], νοεῖται ὀρθοδόξως μόνον ὑπό τήν ἔννοια τῶν κατά τόπους, τῶν Τοπικῶν, Ἐκκλησιῶν, αὐτοκεφάλων (καί μή αὐτοκεφάλων, ὡς λ.χ. «Ἐκκλησία Θεσσαλονίκης»), δηλαδή πρωτίστως τῶν τεσσάρων Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων καί τῶν μεταγενεστέρων Πατριαρχείων καί Ἀρχιεπισκοπῶν, ἐν συνόλῳ δεκατεσσάρων Ἐκκλησιῶν. Διά τοῦτο ἔχουμε ἐπί παραδείγματι Ἐκκλησία (Πατριαρχεῖον) Σερβίας, Ἐκκλησία Ἑλλάδος, Ἐκκλησία Κύπρου, κ.λπ. Αὐτές δέν νοοῦνται ὡς συμπληρωματικά τμήματα ἑνός συνόλου, ἀλλ’ ἑκάστη αὐτῶν πιστεύεται ὡς διακεκριμένη τοπικῶς, ὅμως ἰσότιμη καί πλήρης, ὁλόκληρη, φανέρωση τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας· διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ [7], κατά δέν τόν Ἅγιον Ἀθανάσιον τόν Πάριον «διαιρεῖται δέ ἡ καθόλου Ἐκκλησία εἰς μερικωτέρας, τάς ὑπό τῶν ἐγκρίτων καί μεγίστων πόλεων τοῦ Κόσμου ἐμφαινομένας, πάλαι μέν πέντε ἀριθμουμένων […] καί ταύτας δή τάς μερικάς Ἐκκλησίας αἱ τοπικαί σύνοδοι παριστῶσιν, ὥσπερ τήν Καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος παρίστησιν» [8].
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀταξίας τῆς «Διασπορᾶς», δηλαδή τῆς ταυτοχρόνου συν-ὑπάρξεως πολλῶν ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν στόν ἴδιο τόπο, στόν Νέο Κόσμο καί στίς ἀποικίες τῶν τελευταίων αἰώνων (π.χ. Αὐστραλία) ἤ καί τήν Εὐρώπη, ὅπου μετανάστευσαν ὀρθόδοξοι πληθυσμοί ποικίλης ἐθνικῆς προελεύσεως, ὑπάρχουν – μέ παράβαση τῶν ἱερῶν Κανόνων (8ος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, 12ος τῆς Δ΄) – καί πολλές ἐθνικές Ἐκκλησίες (καί οἱ Ἐπίσκοποί τους) παραλλήλως στήν ἴδια περιοχή.
Ὑπό ἐντελῶς εἰδικές συνθῆκες, πρίν ἀπό ἕνα αἰῶνα, μέρος τῆς κανονικῆς Ρωσσικῆς Ἱεραρχίας καί Ἐκκλησίας, Ἐπίσκοποι ἀλλά καί Κληρικοί καί λαϊκοί, πού διέφυγαν τοῦ σοβιετικοῦ διωγμοῦ καί μετανάστευσαν δυτικῶς, ὀργανώθηκαν πρῶτα στή Σερβία («Σύνοδος τοῦ Καρλοβικίου», ἱδρ. 1921) καί ἔπειτα στίς ΗΠΑ καί ἀλλοῦ, καί συναπετελέσαν τήν «Ρωσσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτός Ρωσσίας», τήν γνωστή ROCOR (Russian Orthodox Church Outside Russia) ἤ ἀλλιῶς «Ἐκκλησία τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς». Ἡ ROCOR ὑπῆρξε λοιπόν μέρος τοπικῆς Ἐκκλησίας «μεταφυτευμένο» στούς τόπους ἐξορίας του. Αὐτή, ἡ «Ρωσσική Διασπορά», ἀποτειχισμένη ἀργότερα – ἐν Συνόδῳ καί ὑπό Ἐπισκόπους, κανονικούς Ἐπισκόπους – ἀπό τούς περισσοτέρους λοιπούς Ὀρθοδόξους (ὄχι ὅμως ὅλους), γιά λόγους τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί τοῦ «Σεργιανισμοῦ» τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (τῆς ὑποδουλώσεως τῆς Ἐκκλησίας στήν ἄθεη πολιτική ἐξουσία τῶν Σοβιέτ), δέν ἀπετέλεσε σχίσμα [9]· ἀντιθέτως, παρήγαγε Ἁγίους καί θαυμασίους Γέροντες, ὅπως τόν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς καί τόν Γέροντα Σεραφείμ Ρόουζ. Αὐτῶν τά συγγράμματα κυκλοφοροῦνται, ἀναγινώσκονται καί θαυμάζονται ἐδῶ καί δεκαετίες ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους. Ἀντιθέτως, τό σχίσμα ὁρίζεται, κατά τόν Μ. Βασίλειο, ὡς ἐπίμεμπτη ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐκκλησία ὀφειλόμενη σέ θεραπεύσιμα, μή δογματικά, ζητήματα: «Σχίσματα δέ [ὠνόμασαν], τούς δι’ αἰτίας τινάς ἐκκλησιαστικάς καί ζητήματα ἰάσιμα πρός ἀλλήλους διενεχθέντας» [10]. Δυστυχῶς, δεκαετίες οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας στίς θεολογικές σχολές καί ἀλλοῦ, διαμόρφωσαν στόν νοῦ πάντων σχεδόν τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὅτι κάθε ἀκοινωνησία (συνεπῶς καί ἡ ἀποτείχιση) συνιστᾷ ἐξ ὁρισμοῦ σχίσμα (!) …
Οἱ λεγόμενες «ἐκκλησίες»
«Ἐκκλησίες» ὀνομάζουν τόν ἑαυτό τους καί πλεῖστες αἱρετικές καί σχισματικές («χριστιανικές») κοινότητες, ὡς οἱ προτεσταντικές, ἤ καί ἄλλες, ἐμφανέστατα ἐξω-εκκλησιαστικές, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀρνηθεῖ βασικά δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ (ὡς ἡ ἀντιτριαδική, ἀρειανόφρων, «Ἐκκλησία τῶν Μορμόνων»), ἀλλά καί ὁμάδες ἀποκρυφιστικές, ἀκόμη δέ καί σατανιστικές («Γνωστική Ἐκκλησία» κ.ἄ.). Οἱ Προτεστάντες, ὡς αἱρετικοί καί ἔχοντες ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογία, δέν ἔχουν πρόβλημα νά ὀνομάζουν τόν ἐσμό τους «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», μολονότι οἱ ἑκατοντάδες «ἐκκλησίες» τους δέν διέπονται ἀπό κοινή καί ἑνοποιό θεολογική πίστη, διοίκηση ἤ λατρευτική κοινωνία. Ὀρθοδόξως, εἶναι παντελῶς ἐσφαλμένος καί ἀπορριπτέος ὁ χαρακτηρισμός τῶν αἱρέσεων ἤ σεκτῶν ὡς «ἐκκλησιῶν», ἀκόμη καί καταχρηστικῶς ἤ συμβατικῶς, ἀποτελεῖ τοῦτο πάντως πραγματικότητα στήν γενική γνωσιολογία, ἐκτός ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, στό πλαίσιο τοῦ … «ἀνθρωπίνου δικαιώματος τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ (self-identification)». Δυστυχῶς, τήν αἱρετική καί διάτρητη ἐκκλησιολογία αὐτή τῶν Προτεσταντῶν ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου (2016) τήν ἐνστερνίστηκε θλιβερά, ὀνομάζοντας ἀπροϋπόθετα – σέ ἕνα τόσο κεφαλαιώδους σημασίας κείμενο – τίς αἱρετικές κοινότητες «ἐκκλησίες».
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει «Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων»
«Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων» δέν μπορεῖ, λοιπόν, νά ὑφίσταται ἤ νά κατονομάζεται κατ’ οὐδένα τρόπον, οὔτε ὡς κανονική Τοπική Ἐκκλησία, οὔτε βεβαίως ὡς κρατικῶς ἀναγνωρισμένη ἑτερόδοξη ἤ ἑτερόθρησκη κοινότητα, οὔτε ὡς «διασπορά» στό ἐξωτερικό μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἔχουσα Σύνοδο Ἐπισκόπων. Ὅποιος ὀνομάζει τήν ἀποτείχιση «Ἐκκλησία», ὡς ἰδιαίτερη κοινότητα, δίδει «λαβή» καί ἔδαφος στούς αἱρετικούς νά τήν «τοποθετήσουν» προπαγανδιστικῶς στήν περιοχή τῶν αἱρέσεων καί σχισμάτων.
Οἱ ἀποτειχισμένοι Κληρικοί καί λαϊκοί εἶναι διεσπαρμένοι σέ ὅλη τήν Ὀρθοδοξία καί δέν ἐντοπίζονται σέ μία Τοπική Ἐκκλησία, ἀλλά σέ πολλές. Ἐπίσης, οἱ ἀποτειχισμένοι Κληρικοί καί λαϊκοί, κατά τίς προβλέψεις καί τούς ἐπαίνους τῶν ἱερῶν Κανόνων, τοῦ 15ου τῆς Πρωτοδευτέρας (ἔτους 861), τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ, τοῦ 11ου τῆς Καρθαγένης (ἔτους 419) καί τοῦ 2ου τῆς Ἀντιοχείας (ἔτους 431) [11], ἔχουν πλήρη συνείδηση ὅτι μάχονται ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας στήν Ὁποίαν ἀνήκουν, τήν Τοπική καί τήν Καθόλου, ἀκόμη δέ καί ὑπέρ ὅσων Πιστῶν δέν ἀποτειχίζονται, φυλάσσοντες ταυτόχρονα τήν ἰδίαν συνείδηση, «μή ἀδικηθῶσιν εἰς Πίστιν» [12]· ἐπίσης, ὅτι δέν «ὑποκαθιστοῦν» ἤ «ἀντικαθιστοῦν» τήν Ἐκκλησία κατ΄ οὐδένα τρόπο. Ἀντιθέτως – ὅπως προβλέπει ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας, τοῦ ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου – «ἐφρόντισαν νά διασώσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις» («οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι») [13]. Γι΄ αὐτό ὅσοι ἀποτειχίζονται εἶναι ἐπαινετοί ἀπό τήν Ἐκκλησία, τῆς Ὁποίας ἀποτελοῦν μέλη. Μόνον πρόσωπα μειωμένης διανοητικῆς ἐπαρκείας καί γνώσεως ἤ ἐπηυξημένης διαστρεβλωτικῆς πονηρίας θά μποροῦσαν νά ἰσχυρισθοῦν, ὅτι ὅσοι ἐφαρμόζουν ἱερούς Κανόνες «βγαίνουν (διά τῆς ἀποτειχίσεως) ἐκτός Ἐκκλησίας» καί συνεπῶς συνιστοῦν ἰδιαίτερη «κοινότητα» ἤ «ἐκκλησία». Πῶς εἶναι Κανόνες ἱεροί καί θεόπνευστοι ἐκεῖνοι, τούς ὁποίους ἐφαρμόζοντας «βγαίνεις ἐκτός Ἐκκλησίας» ;; !! Καί πῶς εἶναι, λοιπόν, νοήμων ἤ ἐπιγνώμων ἤ ἀπόνηρος ἤ (τό κυριότερον) Ὀρθόδοξος, ὅποιος ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἀποτείχιση «θέτει ἐκτός Ἐκκλησίας» ;
Ὅσοι Κληρικοί ἀποτειχίσθηκαν ὑγιῶς καί ἀνιδιοτελῶς τά τελευταῖα ἔτη, καί τό Ποίμνιο πού τούς ἀκολουθεῖ, μνημονεύουν «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς Σῆς ἀληθείας», ὅπως ἄλλωστε μνημονεύει (μυστικῶς) καί κάθε Ὀρθόδοξος Ἱερεύς κατ΄ ἰδίαν σέ κάθε Θεία Λειτουργία, στήν εὐχή τοῦ καθαγιασμοῦ, μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου…» [14]. Δέν μνημονεύεται ὁ τοπικός αἱρετίζων Ἐπίσκοπος, διότι κατά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως αὐτή διατυπώνεται ἀπό τόν Θεόδωρο Ἐπίσκοπο Ἀνδίδων καί ἐπαναλαμβάνεται καί ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες τό 1275 μετά τήν αἱρετική Σύνοδο τῆς Λυών, ἡ μνημόνευση ἑνός Ἐπισκόπου ἀποτελεῖ ὀμολογία τῆς θεολογικῆς συμφωνίας μέ αὐτόν: « … ἀφ’ ἧς [μνημονεύσεως] δείκνυται ὑποταγή ἡ πρός τό ὑπερέχον· καί ὅτι τούτου μνημονευομένου ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καί ὁ προσφέρων [ὁ λειτουργός] τῆς Πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῶν Μυστηρίων διάδοχος» [15]. Ἔτσι καί οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁμολογητές βάσει τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων διαπιστώνουν: «Ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν καί τό μή ὄν ὡς ὄν ὑποκρινώμεθα; […] Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τούτῳ» [16]. Βεβαίως, κατά τήν διαπίστωση τοῦ Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, εὐλόγως δέν ὑπάρχει κοινωνία τῶν ἀποτειχισμένων Ὀρθοδόξων οὔτε καί πρός ὁποιονδήποτε ἄλλον Ἐπίσκοπο ὁμόφρονα τοῦ αἱρετίζοντος τοπικοῦ Ἐπισκόπου [17].
Παραμένουμε πιστοί στήν Ἐκκλησία
Παρά τόν πόλεμο πού δέχεται, ἡ ἀποτείχιση δέν πρόκειται οὔτε νά δημιουργήσει … «ἀπό τοῦ μηδενός» Ἐπισκόπους καί Σύνοδο (ὅπως ἔπραξε ὁ παναιρεσιάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἀπό τούς Οὐκρανούς αὐτοχειροτόνητους καί σχισματικούς), ὥστε νά συστήσει «Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων». Οὔτε βεβαίως θά προσφύγει ἡ ἀποτείχιση σέ «ἐπισκόπους» ὑφισταμένων σχισμάτων, ὥστε νά εὕρει εἴτε κάλυψη λειτουργικῶν ἀναγκῶν (ἱ. Χειροτονιῶν νέων Ἱερέων, Βαπτίσεων κ.λπ.). εἴτε νομική κάλυψη ἔναντι τοῦ Κράτους! Δυστυχῶς, κάποιοι ἀποτειχισμένοι ἐκπειράσθηκαν ἀπό τέτοιες ὀλέθριες παγῖδες «καί ἐνέπεσον εἰς αὐτάς».
Παραμένουμε «ἐστηριγμένοι ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς Ἐκκλησίας» καί ἑδραῖοι στήν ἐκκλησιαστική δογματική διδασκαλία, ὅτι ὑπό κανονικές συνθῆκες κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ὁ Ἐπίσκοπος, ἀλλά ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, μαζί μέ τούς Πρεσβυτέρους: «Ὁ Ἐπίσκοπος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐστί καί ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ Ἐπισκόπῳ, καί ὅσοι μετά τοῦ Ἐπισκόπου οὐκ εἰσίν, οὐδέ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰσίν» [18] ἐπειδή, κατά τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, ἡ σωτηρία ἐξαρτᾶται ἀπό τό «ἐάν ἐν ἑνί ὦσιν σύν τῷ Ἐπισκόπῳ καί τοῖς σύν αὐτῷ πρεσβυτέροις καί διακόνοις ἀποδεδειγμένοις ἐν γνώμῃ Ἰησοῦ Χριστοῦ […] Ὅσοι γάρ Θεοῦ εἰσιν καί Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὗτοι μετά τοῦ ἐπισκόπου εἰσίν» [19]. Παραμένουμε ὅμως ἐξ ἴσου ἑδραῖοι στήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων καί στήν ἱστορική τῆς Ἐκκλησίας πραγματικότητα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει μεγίστους κινδύνους ἀπό ἐσωτερικούς Της προδότες Ἐπισκόπους καί διδασκάλους «λαλοῦντας διεστραμμένα» [20], μέ πρῶτο τόν Προδότη Ἰούδα, καί πώς ἀπό αὐτούς πρέπει νά διαχωριζόμεθα πλήρως, ἀκόμη καί ἄν θά ἦσαν ἄγγελοι ἐξ Οὐρανοῦ [21]· ἐπίσης, ὅτι αὐτούς θά πρέπει τό Ὀρθόδοξο Ποίμνιο νά τούς ἐλέγξει, νά τούς ἀπομονώσει σταδιακῶς μέ ἀκοινωνησία (ἀποτείχιση), καί ἐάν δέν μετανοήσουν, νά τούς ὁδηγήσει τελικῶς σέ συνοδική δίκη καί ἀφορισμό ἀπό τήν σύνολη Ἐκκλησία· αὐτό δέχεται καί συνοψίζει βάσει τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ γνωστός θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Εἰς θέματα πίστεως ὁ λαός πρέπει νά κρίνη σχετικῶς μέ τήν διδασκαλίαν του [τοῦ παρεκκλίνοντος Ἐπισκόπου]. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνη ἀπό τόν καθολικόν κανόνα, καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση, ἀκόμη δέ καί νά τόν καθαιρέση» [22].
Ἐκκλησία βεβαίως δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται ἄνευ Ἐπισκόπων, καί τοῦτο δέν εἶναι «εὐχολόγια» ἤ «μεγάλες προσδοκίες», ἀλλά δογματική Πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι Ἐκκλησία αἱρετικῶν «Πρεσβυτεριανῶν», στερουμένη Ἐπισκόπων καί περιοριζομένη σέ Πρεσβυτέρους· ἀλλά, ὅπως «οὐκ ἐκλείψουσι τῇ Ἐκκλησία στρατιῶται», κατά τόν Γέροντα Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ἔτσι ἡ Ὀρθοδοξία δέν θά στερηθεῖ παντελῶς καί Ἐπισκόπων μέχρι τῆς Β΄ τοῦ Κυρίου Παρουσίας [23]. Τό «σεπτόν καί σεβάσμιον στόμα» τοῦ Θεανθρώπου εἶπε, ὅτι «πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσι τῆς Ἐκκλησίας», τήν Ὁποίαν ὁ Ἴδιος οἰκοδόμησε «ἐπί τῆς πέτρας» τῆς ὁμολογίας τῆς Θεότητός Του[24]· καί γνωρίζουμε ὅτι στήν Ἐκκλησία, στό Σῶμα Του [25], ὁ Ἴδιος δίδει «πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν»[26], μέ σκοπό τόν καταρτισμό μας, τήν τελεσιουργία τῆς ἡμῶν σωτηρίας «πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ»[27]. Κατά τά ἱερά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα ἡ χριστιανική Ἀρχιερωσύνη εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: τῆς Ἁγίας Τριάδος «θέλημα μέν ἐστιν ἡ λογική σωτηρία ἡ καθ’ ἡμᾶς τε καί ὑπέρ ἡμᾶς οὐσιῶν· ἡ δέ οὐχ ἑτέρως γενέσθαι δύναται, μή θεουμένων τῶν σῳζομένων. Ἡ δέ θέωσίς ἐστιν ἡ πρός Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις. Ἁπάσης δέ τοῦτο ἱεραρχίας τό πέρας, ἡ πρός Θεόν τε καί τά θεῖα προσεχής ἀγάπησις […] Ὡς γάρ πᾶσαν ἱεραρχίαν ὁρῶμεν εἰς τόν Ἰησοῦν ἀποπεραιουμένην, οὕτως ἑκάστην εἰς τόν οἰκεῖον ἔνθεον Ἱεράρχην» [28]. Ἤ ὅπως ἀλλιῶς τό γράφει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, δέν συνίσταται Χριστιανισμός, Ἐκκλησία, ἄνευ Ἱερωσύνης: «τό Μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης θειότατόν ἐστι καί ὑπερουράνιον καί συστατικόν τοῦ Χριστιανισμοῦ» [29]. Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἐκλείψει ποτέ καί ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη τῶν Ἱεραρχῶν καί Κληρικῶν, ἀναδεικνυομένων ὑπό Θεοῦ, συμπεραίνεται ὅτι ἐπί τῆς γῆς οὐδέποτε θά ἐκλείψουν παντελῶς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καί Κληρικοί, ἔστω καί ἄν θά εἶναι ὀλίγοι καί «δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» στίς ἐσχατιές τῆς οἰκουμένης.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μέσον· ἡ ἐπίλυση θά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος
Ἡ τελική λύση στήν αἵρεση θά δοθεῖ, πάντοτε θά δίδεται, ἀπό τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, μέσῳ Συνόδου Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων ! Ἡ ἀποτείχιση δέν «ἐκβιάζει», οὔτε «κατασκευάζει», οὔτε «ἐκμαιεύει βιαίως» ἐκκλησιολογικές λύσεις, ἀλλά, κατά τό ὑπόδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀναμένει τήν ἐξ Ὕψους ἀντίληψιν, ἡ ὁποία θά δώσει τήν τελική λύση κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέσῳ Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καί Συνόδου ἤ Συνόδων, οἱ ὁποῖες θά καταδικάσουν τήν Παναίρεση καί τά συναφῆ της βλαστήματα. Κατά τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό τήν τελική λύση μετά τήν ἀποτείχιση τήν δίδει ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ: «Δεῖ δέ παντάπασιν [δηλ. πρέπει δέ ἐντελῶς] ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἄν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ» [30]· ἤ ὅπως ἐπανειλημμένως ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἔγραφε τόν 9ο αἰῶνα περί ἀκοινωνησίας (ἀποτειχίσεως) «ἕως ἄν ἐπίδοι Κύριος καί δοίη καιρόν Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἐν ᾗ λήψεται ἕκαστος τά κατ’ ἀξίαν θεοκρίτως» [31] καί πολύ ἐνωρίτερα ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σχετικῶς μέ τόν αἱρετικό Ἀρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως Νεστόριο: «Συμβαίνει γάρ ὅτι ἡ τοῦ Σωτῆρος οἰκονομία, διά μικρῶν καί εὐτελεστάτων πραγμάτων συνάγει σύνοδον, ἵνα καθαρίσῃ τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, ἄσπιλον καί ἀσύγχυτον ἔχουσαν τήν εὐγενῆ Πίστιν» [32].
Τό «ὑγιαῖνον μέρος τῆς Ὀρθοδοξίας»
Ὅπως, ἐν τέλει, δέν ὑπάρχει ἰδιαίτερη «Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων», ἰδιαίτερη «Ἐκκλησία τῶν Ὁμολογητῶν», «Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων», «Ἐκκλησία τῶν Ἀναχωρητῶν», ἀλλά ἡ Μία Ἐκκλησία, ἡ κατ΄ Ἀνατολάς Καθολική καί Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, εἶναι ὅλα αὐτά καί συνίσταται καί σέ ἄλλα πολλά, ἔτσι δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερη «Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων», ἀλλ’ ἡ ἀποτείχιση συνιστᾷ ἀγώνισμα ἐντός τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀποτειχίστηκαν, ὀνόμασαν τούς ὁμόφρονες μέ αὐτούς, τούς Πιστούς τῆς Ἐκκλησίας τούς ἀγωνιζομένους κατά τῆς ἐσωτερικῆς αἱρέσεως, τούς Πιστούς τούς ἀκοινωνήτους ἔναντι τῶν αἱρετιζόντων (οἱ ὁποῖοι Πιστοί «ἀπετείχισαν ἑαυτούς»), τούς ὀνόμασαν ὡς «τό ὑγιαῖνον μέρος τῆς Ὀρθοδοξίας» [33] ἤ «ὀρθόδοξον καί θεάρεστον ἔνστασιν» [34], οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ὀνομάζονται «ἀποσύνακτοι» (ἀπέχοντες ἀπό τίς συνάξεις, τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες τῶν αἱρετιζόντων), δηλαδή ἀποτειχισμένοι[35] καί εἶναι οἱ «ὀρθά φρονεῖν ἐγνωκότες» (αὐτοί πού ἀποφάσισαν νά φρονοῦν ὀρθά) [36]. Ποτέ δέν τούς ὀνόμασαν – Θεός φυλάξοι (!) – «Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων» …
Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν
ὁ Πρόεδρος
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Σύλλογος
«Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Ἠσυχαστής»
ὁ Πρόεδρος
Χρῆστος Γαλατᾶς
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- [1] Κατά τό λεξικό τῶν H.G. Liddell καί R. Scott, (A Greek-English Lexikon, Clarendon Press, Oxford 1996, σελ. 1494).
- [2] Ἔτσι ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Κύριλλος στόν Ἅγιο Κελεστῖνο Πάπα Ρώμης τό ὅτι ἀρχικῶς καθυστέρησε νά συναγείρει ἄλλους Προκαθημένους κατά τοῦ αἱρετίζοντος Προκαθημένου τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου· ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Τῷ ὁσιωτάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ Πατρί Κελεστίνῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν, PG 77, 80C· «Ἐσίγων μέν οὖν παρῳχηκότα καιρόν· καί οὐδέν ὅλως οὔτε πρός τήν σήν θεοσέβειαν γέγραφα περί τοῦ νῦν ὄντος ἐν Κωνσταντινουπόλει καί τήν Ἐκκλησίαν διέποντος, οὔτε μήν πρός ἕτερον τῶν συλλειτουργῶν, τό ἐν τούτοις προπετές οὐκ ἔξω μώμου κεῖσθαι πιστεύων. Ἐπειδή δέ εἰς ἀκμήν ὥσπερ ἥκομεν τοῦ κακοῦ… » κ.τ.λ.
- [3] Ἐφεσ. 4, 5.
- [4] Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη §1, PG 52, 397, ΕΠΕ 33, 108.
- [5] Ἐπιστολή σμς΄(246) Θεοδοσίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 685Α – ΕΠΕ 2, 354.356
- [6] Πρβλ. καί Ἀποκ. 1, 11, ἀλλά καί 2, 7: «Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τό Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις».
- [7] Ἐφεσ. 1, 22.23: «Καί Αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα Αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
- [8] Ἐπιτομή εἴτε συλλογή τῶν θείων τῆς Πίστεως Δογμάτων, τύποις Βράιτκοπφ καί Ἕμτελ, ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξωνίας 1806, σελ. 39ἑξ.
- [9] Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ἡ ROCOR ἀρνήθηκε νά ἀπορρίψει τό κῦρος τῶν Μυστηρίων τῶν νεο-ημερολογιτικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὅσων κοινωνοῦσαν μέ αὐτές, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐν Ἑλλάδι παλαιοημερολογιτική (Γ.Ο.Χ.) «Σύνοδο Αὐξεντίου». Βλ. τήν κάτωθι Ἐπιστολή (227) τοῦ Γέροντος Σεραφείμ Ρόουζ πρός τόν π. Παναγιώτη Καρρᾶ (30 Ἰουν/13 Ἰουλ 1976): «Οnly very recently (if then) have any of our [σ.σ. ROCOR] bishops begun seriously to question the validity of the Mysteries in the “canonical jurisdictions”, and probably all of our bishops still believe that the Mysteries of at least most of the jurisdictions are valid (just recently our bishops refused the request of the Synod of Archbishop Auxentios to agree with it on the non-validity of new-calendarist Mysteries, and it was not until a year or so ago that this Old-Calendarist Synod ceased to believe that the new-calendarist Mysteries are indeed valid); our Church has open communion with the Serbian Church, Jerusalem, and probably others, and leaves separate hierarchs free to serve even with Constantinople if they wish». Ἀργότερα, ἡ ROCOR διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς ἐν Ἑλλάδι Παλαιοημερολογῖτες, μέ τούς ὁποίους εἶχε προσωρινῶς ἑνωθεῖ.
- (https://thoughtsintrusive.wordpress.com/letters-of-fr-seraphim-rose-1961-1982/).
- [10] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ἐπιστολή ρπη΄(188), Κανονική Α΄- Ἀμφιλοχίῳ περί Κανόνων §1, PG 32, 665A.
- [11] Τόν 31ο Ἀποστολικό ἱ. Κανόνα βλ. στό Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐπιμ. Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Μοναχοῦ, τύποις Βλ. Χ. Βαρβαρρήγου, ἐν Ἀθήναις 1886, σελ. 39: «Εἴ τις Πρεσβύτερος καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρίς συναγάγοι καί θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος …» κ.λπ. Ὁ 11ος τῆς Καρθαγένης (αὐτόθι, σελ. 382) διαλαμβάνει ἐπίσης: «[… ] Τοῦτο δέ ἐάν μή ποιήσῃ, ἀλλ’ ὅπερ ἀπείη, ὑπεροψίᾳ φυσιούμενος, ἐκ τῆς τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου κοινωνίας ἑαυτόν χωρίσῃ, καί παρά μίαν μετά τινων σχίσμα ποιῶν, ἁγίασμα τῷ Θεῷ προσενέγκῃ, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα λογισθήτω καί τόν ἴδιον τόπον ἀπολεσάτω, σκοπουμένου, μήποτε κατά τοῦ Ἐπισκόπου μέμψιν ἔχῃ δικαίαν». Καί ὁ 2ος ἱ. Κανών τῆς Ἀντιοχείας (αὐτόθι, σελ. 331), θεωρεῖ ὑποδίκους πρός ἀκοινωνησία ὅσους κοινωνοῦν μέ τούς ἤδη ἐπιτιμηθέντες μέ ἀκοινωνησία: «Μή ἐξεῖναι δέ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις […] Εἰ δέ τις φανείη […] τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καί τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἄν συγχέοντα τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας».
- [12] Βλ. παρακάτω, σημείωση 35.
- [13] Πηδάλιον, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 292: «… Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην τήν πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
- [14] Στήν Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου· βλ. Ἱερατικόν, ἐπιμ. Πρωτοπρ. Κων. Παπαγιάννη, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2002, σελ. 132. Ἐπίσης, Καθ. ΙΩ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ, Θεῖαι Λειτουργίαι, Κείμενα Λειτουργικῆς Γ΄, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 274 (στή Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ φράση αὐτή εὑρίσκεται στήν μυστική εὐχή μετά τήν ἐκφώνηση «Καί ὧν ἕκαστος… », ἀντιστοίχως στίς σελίδες 171 καί 279 τῶν δύο ὡς ἄνω συγγραμμάτων).
- [15] Προθεωρία κεφαλαιώδης περί τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καί Μυστηρίων 32, PG 140, 460D-461A.
- [16] Ἐπιστολή ἀποσταλεῖσα παρά τῶν Ἁγιορειτῶν πάντων πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον ὁμολογητική, στό Dossier Grec de l’ Union de Lyon (1273-1277), Archives de l’ Orient Chrétien 16, ὑπό V. Laurent καί J. Darrouzes, Institut Français d’ Études Byzantines, Paris 1976, σελ. 399. Οἱ δύο τελευταῖες παραπομπές ὀφείλονται στό Πρωτοπρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Δήλωση διακοπῆς μνημοσύνου (03 Μαρ 2017), στό Μετά τήν «σύνοδο» τῆς Κρήτης· ἡ διακοπή μνημοσύνου καί ἡ δικαστική μου δίωξη, Φίλη Ὀρθοδοξία 16, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 108ἑξ. (τό ἴδιο καί στό Θεοδρομία ΙΘ΄ 1 [Ἰαν-Μαρ 2017] 60ἑξ.).
- [17] Τά δύο ἄκρα, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, ἐν Ἀθήναις 1997, σελ. 90.
- [18] ΑΓ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ,Epistola LXIX (Ad Florentium pupianum) 8, PL 4, 419A: «Unde scire debes episcopum in Ecclesia esse et Ecclesiam in episcopo, et si quis cum episcopo non sit, in Ecclesia non esse».
- [19] Φιλαδελφεῦσιν Ἰγνάτιος PG 5, 697A καί 700A.
- [20] Πράξ. 20, 30: «καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν [τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας] ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».
- [21] Γαλ. 1, 7.8: «ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω».
- [22] Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 75.
- [23] Πρβλ.ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ, Θεολογικόν ἤ Ἱερά Θεολογία, ἐπιμ. Ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1987 [2η], σελ. 120: «Ἡ τοίνυν Ἐκκλησία καί αὐτοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπί γῆς ἐστιν ὁρατή […] οἱ ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ τά δικαιώματα κηρύττοντες οὐδέποτε παύονται οὐδέ παύσονται. Ἡ γάρ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δέ ἀκοή διά ρήματος Θεοῦ (πρός Ῥωμ. κεφ. ι΄), οἵ τε πιστοί οὐκ ἐν βάθει ψυχῆς συγκρύπτουσι τήν Ὀρθοδοξίαν, ἀλλά καί ἐν στερρᾷ ὁμολογίᾳ τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων αὐτῶν ἐπιδείκνυνται».
- [24] Πρβλ. Ματθ. 16, 18.
- [25] Ἐφεσ. 1, 22.23: «Καί πάντα ὑπέταξεν [ὁ Πατήρ] ὑπό τούς πόδας Αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ], καί Αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό Σῶμα Αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
- [26] Α΄ Κορ. 12, 28. Πρβλ. καί Ἐφεσ. 4, 11
- [27] Ἐφεσ. 4, 12
- [28] ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 1, 3 καί 5, 5 PG 3, 373D.376A καί PG 3, 505B.
- [29] Ἐπιτομή εἴτε συλλογή τῶν θείων τῆς Πίστεως Δογμάτων, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 378.
- [30] Λόγοι τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Μάρκου Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου … ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ μετέστη πρός Θεόν Α΄, στό Documents Relatifs au Concile de Florence, τόμ Β΄ (Oeuvres anticonciliaires de Marc d’ Ephèse),ἐπιμ. Μgr. Louis Petit, ἐκδ. Editions Brepols, Turnhout/Belgique 1974, σελ. 486 [348].
- [31] Ἐπιστολή (294) Μακαρίῳ ἡγουμένω PG 99, 1177D (καί στό Theodori Studitae Epistulae, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 36/2 (τόμ. Β΄), ἐπιμ. G. Fatouros, ἐκδ. Walter de Gruyter, Berlin-New York 1992, σελ. 433). Πρβλ. ἀκόμη καί τήν Ἐπιστολή (442), Πέτρῳ Νικαίας PG_99, 1356C (καί ἐκδ. Fatouros [ἔνθ’ ἀνωτ.], τόμ. B΄, σελ. 622): «… καί λυθῶσι πάντες τοῦ ἐπιτιμίου, μετέχοντες τῶν ἁγιασμάτων, οὐ μέντοι ἐνεργεῖν τούς ἱερεῖς τά τῆς ἱερωσύνης ἕως ἐλεύσεως Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἐν ᾗ πᾶσα λύσις καί πᾶσα θυμηδία».Καί σέ πολλά ἄλλα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του προβλέπεται τό ἴδιο χρονικό ὅριο, μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου, ὡς σημεῖον ὁριστικῆς διευθετήσεως τῶν θεμάτων τῆς ἀποτειχίσεως καί τῶν ἐπιτιμίων ὅσων συγκοινώνησαν μέ τήν αἵρεση.
- [32] Ἐπιστολή (10η), Πρός τούς Κωνσταντινουπόλεως Κληρικούς στασιάζοντας PG 77, 68Α.
- [33] Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπισημαίνει πώς οἱ διχόνοιες μεταξύ τῶν ἀγωνιζομένων Ὀρθοδόξων, ἐνσπειρόμενες ἀπό τόν διάβολο, χαροποιοῦν τούς ἀσεβεῖς καί τούς δίνουν βεβαιότητα γιά τήν δική τους ἀσεβῆ στάση: «… εἰδώς ὅτι ἐρεσχελίαι αὗται παρά τοῦ διαβόλου ὑποσπειρόμεναι τέμνειν εἴωθεν καί αὐτό τό ὑγιαῖνον μέρος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπερ ἐστί χαροποιόν τοῖς ἐναντίοις, ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀρρωστημάτων τό οἰκεῖον ἀσέβημα βεβαιουμένοις εὖ ἔχειν» (Ἐπιστολή [409] Ναυκρατίῳ τέκνῳ PG 99, 1285D.1288Α καί ἐκδ. Fatouros [ἔνθ’ ἀνωτ.], τόμ. Β΄, σελ. 568).
- [34] ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή (39) Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ PG 99, 1045D καί ἐκδ. Fatouros [ἔνθ’ ἀνωτ.], τόμ. Α΄, σελ. 112.
- [35] ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολή (11η), Τῷ ὁσιωτάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ Πατρί Κελεστίνῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν PG 77, 81B.C: «Οὐ γάρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν· ὥστε καί νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τούς λαούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλήν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καί τόν κολακευόντων αὐτόν [τόν αἱρετίζοντα Νεστόριον]. Τά δέ μοναστήρια σχεδόν ἅπαντα καί οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται καί τῆς συγκλήτου πολλοί οὐ συνάγονται [=δέν συνεκκλησιάζονται], δεδιότες [=φοβούμενοι] μή ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καί τῶν σύν αὐτῷ, οὕς ἀπό τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τά διεστραμμένα». Ἐπίσης, Ο ΑΥΤΟΣ, Ἐπιστολή (13η), Τῷ Ἰωάννῃ Ἀντιοχείας PG 77, 93C.96A: «Ἔγνω που πάντως καί διά πολλῶν ἡ σή θεοσέβεια τῆς ἁγίας Κωνσταντινουπολιτῶν Ἐκκλησίας τήν νῦν οὖσαν κατάστασιν, ὅτι τεθορύβηται λίαν, καί ἀποσύνακτοι μεμενήκασι πολλοί, καί τῶν ἄγαν σπουδαίων καί ἐπιεικῶν, οὐ τόν τυχόντα θόρυβον εἰς αὐτήν ὑπομένοντες τήν Πίστιν, ἐκ τῶν λεγομένων ἐπ’ Ἐκκλησίας αὐτῆς παρά τοῦ εὐσεβεστάτου ἐπισκόπου Νεστορίου».
- [36] ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολή (17η), Τῷ εὐλαβεστάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ, Κύριλλος καί ἡ συνελθοῦσα Σύνοδος ἐν Ἀλεξανδρείᾳ PG 77, 108C: «Ἅπασι δέ τοῖς παρά [τῆς] σῆς εὐλαβείας κεχωρισμένοις διά τήν Πίστιν ἤ καθαιρεθεῖσι λαϊκοῖς τε καί Κληρικοῖς, κοινωνικοί πάντες ἐσμέν. Οὐ γάρ ἐστι δίκαιον τούς ὀρθά φρονεῖν ἐγνωκότας σαῖς ἀδικεῖσθαι ψήφοις, ὅτι καλῶς ποιοῦντες ἀντειρήκασι».
