Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΡΙΝ ΝΑ ΦΕΞΗ … ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ…



ΚΥΡΙΑΚΗ πρωὶ 25/9 καὶ λίγο πρὶν νὰ φέξη,προσπερνοῦμε τὸ Δημοτικὸ Ὠδεῖο Πτολεμαΐδοςκαὶμπροστά μας περίμενε ἡ ἀποκάλυψι Ὑπὸ τὴν ἀτελῆσκεπὴ ἑνὸς ἐκ τῶν δένδρων τοῦ παρακειμένου δημοτικοῦπάρκου πρὸ τῶν κοιμητηρίων τρεῖς ἄστεγοιπέρασαν τὴν νύχτα τους ἐκεῖ. Σκεπασμένοι μὲ μιὰ ἢδυὸψευτοκουβέρτες κοιμοῦνταν ἢ ἔδειχναν πὼς κοιμοῦνταν
Ἀσυναίσθητα ἀνεζήτησα τὸ 
θερμόμετρο ἐξωτερικῆςθερμοκρασίας στὸ αὐτοκίνητο τοῦ Λεόντιου. Ἔδειχνε+6ο CΤὸ χάραμα ποὺ κάθισακουκουλωμένος στὸνδυτικὸ ἐξώστη μας πρὸς τὸ Σινιάτσικο ἔδειχνε 4,5 ἢ +5οCἈμέσως νας συνειρμὸςἁλυσιδωτῶν σκέψεων περιέτρεξε ὅλο τὸ εἶναι μου πηγαίνοντας γιὰ τὸΚαρυοχώριὅπου θὰ γιορτάζαμε τοὺς Πέντε Νεομάρτυρες τῆς Σαμοθράκης.
Θυμήθηκα τὸν παπαΝικόλαπόσο μᾶς μάλλωσεὅτανγύρω στὸ 1960 βάλαμε τὸν ἐκ Κομοτινῆς Τοῦρκοπλανόδιομπορο χαλιῶν νὰ κοιμηθῆ κάτω στὸ φοῦρνοὅπως τὸ λέγαμε, ἢ στὸ ἀχούρι καλλίτερα. Μᾶς εἶπε τότε ὁ Τρανός. «Ἀντρουπή μας. Ἀπόψι ἔβαλάμι τοὺν Χριστό, νὰ κοιμθῆ κάτ’ στ’ ἀχούρ».
Δεύτερη σκέψι ἦταν ὁ ἀξιότιμος ἑαυτός μου. Ψὲςκοιμήθηκα μὲ δύο μάλλινες κουβέρτες
κι ἀνάμεσά τους ἕνασεντόνι καὶ μία πικὲ γιὰ ποτείχισι τοῦ κρύου ἔξωκαὶ περιτείχισι τῆς ζέστης μέσα. Στὸ κελλί μου εἶχε+18οCΤὸπρωΐ ὅμως, ποὺ διάβαζα τὰ διαβάσματά μου,εἶχα στὰ πόδια μου ἕνα μικρὸ ἀερόθερμογιὰ νὰγλυκαίνη ὁ κρῦοςπερίγυρός τους.
Θυμήθηκα καὶ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς ΔΕΤΗΠ, ὅτι ἐφέτοςθὰ διακοποῦν οἱ ἀπλήρωτες περισυνὲς παροχές. Δηλαδὴὁ χειμώνας θἄρθη μέσα στὰ σπίτια πλέονὅ,τι λογῆς καὶνἆναιἬδη μᾶς ἔδειξε τὸ φθινόπωρο, τὶ θὰ εἶναι κι ὁ χειμώνας. Πῶς νὰ ἀποτειχίσης τὸ κρῦοΔὲν γίνεται. Κι ὅποιος κάμνει ἀποτείχισι τοῦ κρύου, πρέπει νὰεἶναιπεριτοιχισμένος ἀπὸ τοὺς τοίχους τοῦ κελλιοῦ του μέσα στὴ ζέστη του. Τὰ μπέρδεψα λίγο μὲ τοὺς τοίχους καὶτὰτείχη, ὅπως καὶ μὲ τὶς προσθέσεις ἀποκαὶ περι-. Διατείχισμα πάλι σημαίνει τεῖχος μεταξὺ δύο μερῶν, διάφραγμα. Ἔγραψα καὶ τοῦτα τὰ φρέσκα λογοπαίγνια ocasione data, ἢ εὐκαιρίας δοθείσης.
Θυμήθηκα καὶ τὰ ὅσα διάβασα γιὰ δεύτερη φορὰ γιὰ τὸ1940 τοῦ Ἄγγελου Τερζάκη, ἡ πρώτη ἦταν τὸν κτ1990.Αὐτόπτης μάρτυρας ὁ ἴδιος ὡς πολεμιστὴς τοῦ1940 στὰ βουνὰ τῆς Β. Ἠπείρου γράφει, ὅτι οἱστρατιῶτες μαςπολεμοῦσαν νηστικοὶ τρεῖς μέρες καὶἄυπνοι ἄλλες τόσες, βρεγμένοι ὡς τὸ κόκαλο, μὲξεχαρβαλωμένα ἄρβυλα καὶὅπλα τοῦ 1912, φύλαγαν σκοπιὰ σὲ χιόνι ἕνα μέτρο, μὲ μιὰ κουβέρτα στὴν πλάτη τους καὶ ἐκτεθειμένοι σὲ κρῦο -12ο C!!!!!!!!!! Ἀληθινὰπαραμύθια……..
ΣΤΙΣ 3 τὸ μεσημέρι, ποὺ ἔφευγα, εἶδα κι ἄλλοΣτὸπαρκάκι τῆς Διοικητηρίου τρεῖς ἄνδρες, (νἆταν οἱπρωινοί;), ἔβγαζαν ἀπὸ τοὺς κάδους ἀπορριμάτων καὶδιάλεγαν….
ΕΚΛΕΙΣΑ τὰ μάτια μου ὁ εὐαίσθητος, μήπως πάθη τίποτε βαρὺ ἡ εὐαισθητοσύνη μου. Ἔφυγα δρομαῖος γιὰτὴζεστασιά μου, γιὰ τὸ ψυγεῖο μου, γιὰ τὸ γραφεῖο μου καὶ ὅ,τι ἄλλο ἄνετο ἔχω.
ΑΠΟ κάπου ἔρχονταν μιὰ ἐνοχλητικὴ δισχιλιόχρονη Φωνὴ λέγουσα, «Ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ μοι. Γυμνὸς καὶοὐ περιεβάλετέ με».
ΤΟΥ Τρανοῦ μας ἡ κραξιὰ κι αὐτὴ τὰ λέει ὅλα«Τοὺδάσους βουγκάειΠιδγιάἈντρουπή μαςΘὰτὄχουμικαραχαμένου ἰκεῖ ἀπάν»!
αρ.νι.μα. Κυρ 25.Σεπτ.2016