« Μη μας σκοτώνετε…»
Graffiti
«…αρνούμαι να εγγίσσω μέχρι και
του οβολού τα δημόσια χρήματα…»
Ιωάννης Καποδίστριας
Παραλία Αλεξανδρούπολης. Ιούνιος 1983. Ατμόσφαιρα υγρή και καθαρή. Αρχή καλοκαιριού. Οι μέρες μεγάλες και φωτεινές. Κόσμος πολύς πηγαινοέρχεται αργά, διασχίζοντας πάνω κάτω τη μακρά παραλιακή. Σούρουπο. Οικογένειες μετακινούνται στο πεζοδρόμιο κρατώντας τα μικρά παιδάκια προστατευτικά από το χέρι γύρω από τα καροτσάκια των μικροπωλητών με τα χρωματιστά γλειφιτζούρια και τα πολύχρωμα μπαλόνια. Παρακάτω, γευστικά καλαμπόκια ψήνονται στα κάρβουνα ή βράζουν στο ζουμί τους. Με λίγο αλάτι θα ενισχύσουν τη γεύση. Πιο πέρα μια καντίνα. Μια απρόσμενη βραδινή λιγούρα και πριν από τη στροφή του δρόμου ο παγωτατζής. Το απαραίτητο συμπλήρωμα των πιτσιρικάδων με γεύσεις ποικίλες και χρώματα πολλά. Ήχοι και εικόνες μακρινοί κι ελπιδοφόροι. Ευτυχία.
Οι παρέες εναλλάσσονται στον χώρο, κάνοντας κυκλωτικές κινήσεις γύρω από τον Φάρο. Θα πρέπει να είναι Σαββατόβραδο. Από την κάτω μεριά, ένα πολύχρωμο, πολύβουο Λούνα Παρκ με αυτοκινητάκια, τροχούς, τρενάκια, μπάλες, παιχνίδια και φωτάκια, φωτάκια πολλά. Παντού. Όλα τα χρώματα. Μια πολύχρωμη ονειρική πανδαισία στη μικρή πολιτεία του Βορρά. Ατμόσφαιρα ειδυλλιακή και ανέμελη. Χωρίς μεγάλους προβληματισμούς. Τουλάχιστον για τους περισσότερους. Διότι ακριβώς εκεί, πάνω στο δρόμο τον μες στην τρελή χαρά σε σημείο από όλους ορατό, σε έναν άδειο παραλιακό τοίχο, γραμμένο με μπογιά ένα σύνθημα, ή κραυγή, ή αγωνία ή και λαχτάρα. Ένα γκράφιτι αλλιώτικο, διαφορετικό και πρωτότυπο. Μη υβριστικό και ξεχωριστό. Μια επικοινωνία προφητική; Τότε, εκείνες τις ημέρες. Τα χρόνια τα μακάρια. Τα απο-γοητευτικά. Με γράμματα κεφαλαία διαβάζουμε:
«ΜΗ ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΤΕ ΣΑΝ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΤΟ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ»
Ποιος ή ποιοι από πού και γιατί θα το έγραφαν έτσι τόσο κυνικά σαν μαχαιριά τέσσερις σχεδόν δεκαετίες πριν σε μια απλή και ήσυχη επαρχιακή πόλη; Τι έβλεπαν εκείνοι ή εκείνος-η τότε που δεν διέκριναν οι υπόλοιποι; Σε τι να πίστευε; Ποιος να ήταν ο καθοδηγητής άραγε; Κάποιος πολιτικά αριστεριστής; Ή μήπως γράφτηκε για πλάκα; Τι να ήθελε ακριβώς να πει; Μπορεί να έφταιγαν τα πολλά φωτάκια!
Η ασυνήθιστη γραφή παρέμεινε εκεί για αρκετά χρόνια ανενόχλητη ίσως επιμένοντας να υπενθυμίζει και να βροντοφωνάζει σε ώτα μη ακουώντων τα αυτονόητα. Ουσιαστικά έβλεπες να προαναγγέλλει και να καταγγέλλει κυριολεκτικά ή μεταφορικά την εκ προμελέτης, με ενδεχόμενο δόλο και κατά συρροήν μακρά πορεία τραγικών καταστάσεων οι οποίες όμως θα αποβούν άκαρπες αν και θα συντελεστούν παρά την καταστροφική τους πορεία, λόγω μιας προσωπικής δυναμικής που μπορεί να τις αλλάξει δραματικά έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο νοών νοείτω. Είναι το «τρώνε από μας και μένει και μαγιά» του Μακρυγιάννη.
Το βέβαιον είναι ότι η σύνταξη είναι πέρα για πέρα ελληνική. Περιέχει πρώτα θάνατο και μετά ελπιδοφόρο Ανάσταση μαζί με μια παρομοίωση ανατριχιαστική και μια αποτροπή που θα μπορούσε να ήταν εντολή παρμένη από τις «Δέκα». Ένα «Μη». «Ου» κατά το αρχαίον. Ίσως αποδοκιμασία κατά το νέον. Μπορεί και πόνος. Όπως και να έχει, είναι δικό μας από τότε. Σημερινό. Να το χαιρόμαστε για να θυμόμαστε. Η λήθη σκοτώνει. «Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ».
*Ο Α.Κ.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων