ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27, 1-40
Ο ΙΑΚΩΒ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΑΑΚ
Ο Ιακώβ
παίρνει την ευλογία από τον Ισαάκ
Γεν. 27,1 Όταν εγήρασεν ο Ισαάκ και αδυνάτησαν πλέον οι οφθαλμοί του, εκάλεσε τον
μεγαλύτερόν του υιόν, τον Ησαύ, και του είπε· “παιδί μου”· και εκείνος του
απήντησεν· “ιδού εγώ, πάτερ μου”.
Γεν. 27,2
“Εγώ έχω πλέον γηράσει και δεν γνωρίζω την ημέραν, κατά την οποίαν θα
λάβη τέλος η ζωή μου.
Γεν. 27,3
Πάρε λοιπόν τα κυνηγετικά σου σύνεργα, την φαρέτραν με τα βέλη και το
τόξον, έβγα έξω εις την πεδιάδα και φέρε μου κάτι από το κυνήγιον.
Γεν. 27,4
Μαγείρευσέ μου φαγητά, που μου αρέσουν, και φέρε μου να φάγω, δια να σε
ευλογήσω με όλην μου την ψυχήν, πριν αποθάνω.
Γεν. 27,5
Η Ρεβέκκα ήκουσε τους λόγους αυτούς, τους οποίους είπεν ο Ισαάκ προς τον
υιόν του τον Ησαύ. Ο Ησαύ υπακούων στον πατέρα εξήλθεν εις την πεδιάδα, δια να
κυνηγήση και φέρη εις αυτόν κυνήγιον.
Γεν. 27,6
Η Ρεβέκκα όμως είπε προς τον Ιακώβ, τον νεώτερον υιόν της· “Για πρόσεξε·
ήκουσα τον πατέρα σου να ομιλή και να λέγη προς τον αδελφόν σου τον Ησαύ·
Γεν. 27,7
Φέρε μου κυνήγι και μαγείρεψέ μου φαγητά, δια να φάγω και να σου δώσω
τας ευλογίας μου ενώπιον του Κυρίου, πριν αποθάνω.
Γεν. 27,8
Τώρα λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με και κάμε ό,τι εγώ θα σε συμβουλεύσω.
Γεν. 27,9
Πήγαινε εις τα πρόβατα, πάρε και φέρε μου δύο ερίφια τρυφερά και
καλοθρεμμένα και εγώ θα μαγειρεύσω από αυτά φαγητά, που αγαπά ο πατέρας σου.
Γεν. 27,10
Αυτά θα τα προσφέρης στον πατέρα σου, δια να φάγη και να δώση εις σε τας
ευλογίας του, πριν αποθάνη”.
Γεν. 27,11
Είπε δε ο Ιακώβ προς την μητέρα του την Ρεβέκκαν· “ο Ησαύ ο αδελφός μου
είναι δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι λείος.
Γεν. 27,12
Φοβούμαι, λοιπόν, μήπως με ψηλαφήση ο πατήρ μου, αναγνωρίση ότι είμαι ο
Ιακώβ και με θεωρήση ως ασεβή και απατεώνα· οπότε υπάρχει φόβος να επισύρω
εναντίον μου όχι την ευλογίαν του αλλά την κατάραν”.
Γεν. 27,13
Απήντησε δε εις αυτόν η μητέρα του· “επάνω μου ας πέση η κατάρα σου
αυτή, τέκνον μου· μόνον άκουσε αυτό, που σου είπα, και πήγαινε να μου φέρης τα
ερίφια”.
Γεν. 27,14
Επήγεν ο Ιακώβ και έφερε τα ερίφια εις την μητέρα του, η οποία και
εμαγείρευσεν από αυτά φαγητά, καθώς τα επροτιμούσε ο πατέρας του.
Γεν. 27,15 Έλαβεν η Ρεβέκκα την στολήν του μεγαλυτέρου υιού της του Ησαύ, την
καλήν, που ευρίσκετο στον οίκον της, ενέδυσε με αυτήν τον νεώτερον υιόν της τον
Ιακώβ,
Γεν. 27,16
περιέβαλε με τα δέρματα των εριφίων τους βραχίονάς του και το γυμνόν
μέρος του τραχήλου του
Γεν. 27,17
και έδωσε τα φαγητά και τους άρτους, που είχε κατασκευάσει, εις τα χέρια
του παιδιού της, του Ιακώβ.
Γεν. 27,18
Ο δε Ιακώβ προσέφερεν αυτά στον πατέρα του και του είπε· “πάτερ”.
Εκείνος δε του απήντησε· “εδώ είμαι, ποιός είσαι, παιδί μου;”
Γεν. 27,19
Και είπεν ο Ιακώβ προς τον πατέρα του· “εγώ είμαι, ο Ησαύ, ο υιός σου ο
πρωτότοκος. Έκαμα, όπως μου είπες. Σήκω κάθισε και φάγε από το κυνήγι μου, δια
να με ευλογήση η ψυχή σου”.
Γεν. 27,20
Ο Ισαάκ είπεν στο παιδί του· “πως συνέβη αυτό, ώστε τόσον σύντομα να
εύρης το κυνήγι, παιδί μου;” Εκείνος απήντησεν· “ο Κύριος μου το παρέδωσε
ενώπιόν μου”.
Γεν. 27,21
Είπε δε ο Ισαάκ στον Ιακώβ· “έλα κοντά μου, παιδί μου, να σε ψηλαφήσω
και να πεισθώ, εάν πράγματι συ είσαι ο υιός μου ο Ησαύ η όχι”.
Γεν. 27,22
Επλησίασεν ο Ιακώβ προς τον πατέρα του τον Ισαάκ, ο οποίος τον εψηλάφησε
και του είπε· “η μεν φωνή είναι φωνή του Ιακώβ, οι δε χείρες είναι χείρες του
Ησαύ”.
Γεν. 27,23
Δεν ανεγνώρισε δε τον Ιακώβ, διότι αι χείρες αυτού, σκεπασμέναι με τα δέρματα,
ήσαν δασείαι, όπως αι χείρες του αδελφού του Ησαύ. Ευλόγησεν αυτόν ο Ισαάκ
Γεν. 27,24
και είπε· “συ λοιπόν είσαι ο υιός μου ο Ησαύ;” Εκείνος απήντησε· “ναι,
εγώ είμαι”.
Γεν. 27,25
Είπε τότε ο Ισαάκ· “παιδί μου, φέρε μου από το κυνήγι σου, δια να φάγω
και να σε ευλογήσω με όλην μου την ψυχήν”. Ο Ιακώβ έφερεν στον πατέρα του και
έφαγε· του έφερε επίσης οίνον και έπιε.
Γεν. 27,26 Μετά το φαγητόν ο πατήρ του ο Ισαάκ
είπεν εις αυτόν· “παιδί μου, έλα κοντά μου και φίλησέ με”.
Γεν. 27,27
Ο Ιακώβ επλησίασε και εφίλησε τον πατέρα του. Ο Ισαάκ ωσφράνθη την οσμήν
των ενδυμάτων, που είχε φορέσει ο Ιακώβ, ευλόγησεν αυτόν και είπεν· “ιδού, αυτή
είναι η οσμή του υιού μου, ωσάν οσμή αγρού γεμάτου χόρτα και άνθη, που τον
ευλόγησεν ο Κύριος.
Γεν. 27,28
Εύχομαι, παιδί μου, να σου δώση ο Θεός βροχήν από τον ουρανόν και
ευφορίαν της γης, ώστε να έχης πλουσίαν την συγκομιδήν του σίτου και του οίνου.
Γεν. 27,29
Λαοί να σε υπηρετήσουν και άρχοντες να σε προσκυνήσουν· να γίνης κύριος
του αδελφού σου, και θα σε προσκυνήσουν οι απόγονοι του πατρός σου. Εκείνος που
θα σε καταρασθή να είναι κατηραμένος και εκείνος που θα σε ευλογή, να είναι
ευλογημένος από τον Θεόν”.
Γεν. 27,30
Οταν έπαυσεν ο Ισαάκ να δίδη τας ευλογίας του στον υιόν του τον Ιακώβ
και ο Ιακώβ ανεχώρησεν από την σκηνήν του πατρός του, ο Ησαύ, ο αδελφός του,
επέστρεψεν από το κυνήγιόν του.
Γεν. 27,31
Αμέσως δε παρεσκεύασε και αυτός φαγητά, τα προσέφερεν στον πατέρα του
και του είπε· “ας σηκωθή ο πατέρας μου και ας φάγη φαγητά ετοιμασμένα από το
Κυνήγιον του παιδιού του, δια να με ευλογήση με την ψυχήν του”.
Γεν. 27,32
Ο πατήρ του ο Ισαάκ είπε προς αυτόν· “ποιός είσαι συ;” Εκείνος του
απήντησεν· “εγώ είμαι το παιδί σου, το πρωτότοκο παιδί σου, ο Ησαύ”.
Γεν. 27,33
Ο Ισαάκ εξεπλάγη πολύ, πάρα πολύ και είπε· “ποιός λοιπόν ήτο εκείνος, ο
οποίος εβγήκεν εις κυνήγιον, μου έφερε και έφαγον από όλα, πριν συ έλθης, και
τον ευλόγησα; Λοιπόν, αυτός θα είναι ο ευλογημένος”.
Γεν. 27,34 Όταν ήκουσεν αυτά τα λόγια του πατρός του ο Ησαύ εκραύγασε με πολλήν
πικρίαν και είπεν· “ευλόγησε, λοιπόν, και εμέ, πάτερ μου”.
Γεν. 27,35
Του είπεν ο Ισαάκ· “ήλθεν ο αδελφός σου κα επήρε δολίως την ευλογίαν
σου”.
Γεν. 27,36
Είπεν ο Ησαύ με αγανάκτησιν “επιτυχώς και πολύ ταιριαστά του εδόθη το
όνομο Ιακώβ, διότι ιδού δευτέραν φοράν με υπεσκέλισε και με ηπάτησε. Την πρώτην
φοράν επήρε τα πρωτοτόκιά μου και τώρα επήρε και την ευλογίαν μου”. Είπε δε
προς τον πατέρα του τον Ισαάκ· “πάτερ μου, δεν έμεινε λοιπόν και δι' εμέ καμμία
ευλογία;”
Γεν. 27,37
Απεκρίθη ο Ισαάκ και του είπε· “τον Ιακώβ, τον έκανα κύριόν σου και
όλους τους αδελφούς του τους έκαμα υπηρετάς του. Τον ευχήθηκα να έχη πλούσια τα
προϊόντα της γης, σίτον και οίνον. Τι λοιπόν να κάμω δια σε τώρα, παιδί μου;”
Γεν. 27,38
Είπεν ο Ησαύ προς τον πατέρα του· “μήπως μία μόνον ευλογία υπάρχει εις
σέ, πάτερ μου; Υπάρχουν ασφαλώς και άλλαι. Πάτερ μου, ευλόγησε και εμένα”. Συνεκινήθη
βαθύτατα ο Ισαάκ, διότι δεν ηδύνατο να κάμη τίποτε, ο δε Ησαύ εκραύγασε με
μεγάλην φωνήν και έκλαυσε πικρά.
Γεν. 27,39
Απαντών τότε ο Ισαάκ στους θρήνους του παιδιού του, του είπε· “ιδού· ένα
μέρος από την εύφορον γην και από την δρόσον του ουρανού θα είναι η κατοικία
σου.
Γεν. 27,40
Θα ζης με το σπαθί σου, αλλά θα είσαι δούλος στον αδελφόν σου. Θα έλθουν
όμως περιστάσεις, κατά τας οποίας θα κατεβάσης από τον τράχηλόν σου και θα
αποτινάξης τον ζυγόν”.