«Η Υπερευλογημένη Θεοτόκος»
(«Το σκήπτρον της Ορθοδοξίας» - Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας)
Σε
ύμνο του προς την Θεοτόκο ο Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας την αποκαλεί «το σκήπτρον
της Ορθοδοξίας».
Γράφει
σχετικά: «Χαίροις παρ’ ημών Μαρία Θεοτόκε, το σεμνόν (σεπτόν) κειμήλιον απάσης
της οικουμένης, η λαμπάς η άσβεστος, ο στέφανος της παρθενίας, το σκήπτρον της
Ορθοδοξίας, ο ναός ο ακατάλυτος και χωρίον του αχωρήτου, η μήτηρ και
Παρθένος…».
Με βαθύτητα νηπτικής και δογματικής προσεγγίσεως – ερμηνείας προσεγγίζουμε οι Ορθόδοξοι (όλο το χρόνο) την υπερευλογημένη Κυρία Θεοτόκο, χωρίς συναισθηματισμούς και μαριολογικές εξάρσεις όπως οι δυτικοί. Σε ατμόσφαιρα πνευματική – κατανυκτική, με νήψη και νοερή ανάβαση, αναπέμπουμε ευχαριστίες, ύμνους και παρακλήσεις στην Θεομήτωρα.
Η
τιμή προς την Θεοτόκο βρίσκεται σε άμεση σχέση με την πνευματική ζωή μέσα στην
διαχρονική Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι το στήριγμα της Ορθοδοξίας και η καταφυγή
των πιστών. Η περιφρόνηση της Ορθόδοξης πίστης, της Λειτουργικής μυστηριακής
κοινωνίας με το Θεό και της ασκητικής ζωής, κάνει ανενέργητες τις προσευχές μας
προς την Παναγία μας.
Είναι
αλήθεια, ότι οι ικεσίες της Θεοτόκου προς τον φιλάνθρωπο Τριαδικό Θεό
αναπλάθουν παγκόσμια τον άνθρωπο και την ιστορία, χωρίς αυτό να σημαίνει και
αποδέσμευση της βοήθειάς της από το Ορθόδοξο δόγμα.
Μπορεί
η Παναγία, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, να δίνει «θύρα εξόδου» στα
προβλήματά τους, κυρίως όμως ενδιαφέρεται στοργικά για την είσοδό τους στο
λυτρωτικό μυστηριακό χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου θα τους χαρίσει και την
Χριστολογική εμπειρία της ζωής.
Η
Θεοτόκος μέσα στην Εκκλησία δίνει το κατάλληλο φάρμακο, στην κατάλληλη δόση και
στον κατάλληλο καιρό, σε κάθε άνθρωπο που θα θελήσει την εν Χριστώ σωτηρία –
λύτρωση.
Στο
Βίο της (Αγ. Μαξίμου Ομολογητού) διαβάζουμε:
«Δεν
ελεούσε όμως μόνον τους οικείους και γνωστούς της, αλλά και τους ξένους και
τους εχθρούς ακόμη, αφού ήταν η μήτηρ του ελέους, η μήτηρ του μόνου Ελεήμονος
και φιλανθρώπου, ο οποίος ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς
και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε΄, 45).
Η
Ορθοδοξία, ως φανέρωση της διδασκαλίας και δυνάμεως του Χριστού, έχει αυτόπτη
και αυτήκοο μάρτυρα την Κυρία Θεοτόκο, η οποία ηξιώθη να γίνει διάκονος της
ένσαρκης οικονομίας του Χριστού.
Είναι
σαφής η φανέρωση της Εκκλησιολογικής – θεολογικής αλυσίδας της Ορθοδοξίας στη
Γραφή, όπου διαβάζουμε:
Α)
«Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός∙ αυτού ακούετε» (Μαρκ. 9, 7).
Β)
«Λέγει η μήτηρ αυτού τοις διακόνοις∙ ότι αν λέγη υμίν, ποιήσατε» (Ιωάν.
2,5) δηλ. (κατά προέκταση) ότι φρονεί η Εκκλησία του Χριστού, αυτό να ποιούμε –
φρονούμε.
Γι’
αυτό και στον «Ακάθιστο Ύμνο», ψάλλουμε:
-
«Χαίρε των δογμάτων Αυτού το κεφάλαιον»
-
«Χαίρε στερρόν της πίστεως έρεισμα»
-
«Χαίρε της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος»
Ο
Παπισμός, υπό το βάρος του εγωϊσμού, έχει πλάσει ένα δικό του ανθρώπινο τύπο
για τη Θεοτόκο.
Η
Ορθοδοξία είναι αντίθετη στις δογματικές κακοδοξίες των Δυτικών – Λατίνων, ως
μη συμβατές με την Αποστολική Πίστη και Παράδοση.
Η
Κυρία Θεοτόκος, ως προστάτης του Αγίου Όρους, όταν οι Λατινόφρονες (επί Βέκκου)
ήλθαν στο Άγιο Όρος γιια να επιβάλλουν την δια βίας «ένωση», προειδοποίησε τους
μοναχούς, ότι:
«Έρχονται
οι εχθροί του Υιού μου και Εμού».
Μεγίστης
σημασίας η ομολογία του π. Πλακίδα, πρώην διακεκριμένου ρωμαιοκαθολικού
κληρικού, που το 1977 εισήλθε στην Εκκλησία του Χριστού (Ορθοδοξία).
Γράφει
σχετικά: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν είναι μια «ανατολική» εκκλησία, μια
ανατολική έκφραση της χριστιανικής πίστεως. Είναι η Εκκλησία του Χριστού. Η
παράδοσή της υπήρξε κοινή παράδοση όλων των Χριστιανών κατά τη διάρκεια των
πρώτων αιώνων, και εμείς ερχόμενοι σε κοινωνία μαζί της δεν κάναμε τίποτε άλλο
παρά να επιστρέψουμε σ’ αυτή την πηγή. Δεν «αλλάξαμε εκκλησία».
Απλώς
περάσαμε από ένα κλάδο, αποκομμένο από τη Μία Εκκλησία, στο πλήρωμά της» (Η
πορεία μου προς την Ορθοδοξία – Πλακίδα Desseille, Αθήνα 1986, σελ. 62).
Επίσης
η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μυστηριακή πραγματικότητα, δεν έχει καμμία σχέση με την
αρρώστια του οικουμενισμού.
Δεν
είναι δυνατόν η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι αιρέσεις να αποτελούν μαζί την
διαχρονική Εκκλησία του Χριστού, όπως αποφασίσθηκε στην «ψευδοσύνοδο» της
Κρήτης.
Η
προτροπή της Θεοτόκου να ακούμε τον Υιό της, δηλ.:
«ό,τι
αν λέγη ημίν ποιήσατε» (Ιωάν. β΄, 5) είναι ο έβδομος (7ος) λόγος της
Θεοτόκου εντός της Καινής Διαθήκης.
Μπορεί
οι πολιτισμοί να μετασχηματίζονται, περνώντας από διάφορες φάσεις κοινωνικής
ζωής σε άλλες και ν’ αφήνουν όσα στοιχεία (κατ’ αυτούς) δεν είναι βιώσιμα. Η
στάχτη, όμως, και το πάχος της Ιστορίας ή η άβυσσος της Ιστορίας, δεν μπορούν
(αδυνατούν) να μετατρέψουν το Ευαγγέλιο σε μια απλή αποθήκη – ιματιοθήκη απλών
ιδανικών, διότι μόνο αυτό έχει θεϊκά, θεανθρώπινα, επίπεδα ευρύτερης εποπτείας
του κόσμου και του ανθρώπου.
Δίκαια
έχει ειπωθεί – γραφεί, ότι ο έβδομος αυτός λόγος της Θεοτόκου είναι η Διαθήκη
της Θεοτόκου: «ό,τι αν λέγη ημίν ποιήσατε» (Ιωάν. β, 5).
Η
τιμή στην Παναγία μας συνδέεται (λοιπόν) πάντα με το πρόσωπο του Χριστού,
τιμάται δηλ. ως «Μητέρα του Κυρίου» (Λουκ. 1, 43), ενώ για την ίδια ήταν «ο
Θεός και Σωτήρ» (Λουκ. 1, 47).
Μεγάλο
– σωτηριώδες προνόμιο η αυτοσυνειδησία της Θεοτόκου μέσα στην Εκκλησία, ως
γνώση του πληρώματος.
Ο λόγος της «να κάνουμε ό,τι μας πει ο Χριστός» και όχι κάποιος άλλος, μας οδηγεί στην ορθή πίστη και ζωή, στην αληθινή Εκκλησία, ως απαίτηση του Κυρίου. Mας προφυλάσσει, ακόμη, και από τις αλλότριες φωνές ψευδοπροφητών – ψευδοδιδασκάλων, που τόσο «άφθονα» διαχέονται σήμερα.
Τέλος,
μας ελευθερώνει από την κοσμική πολυπραγμοσύνη – αμαρτία που τόσο δεινά
ταλαιπωρεί τον σύγχρονο κόσμο.
Ιδιαίτερα,
σήμερα, προστρέχουμε ικετευτικά στη χάρη και στη βοήθεια της Θεοτόκου, μιας και
η αμετανοησία κλήρου και λαού τόσα δεινά επέφεραν στην πατρίδα μας. Ευχώμεθα δε
να μας απαλλάξει και από τις Αποστατικές – προδοτικές ενέργειες των πολιτικών,
του Κράτους, και των Ιεραρχών, που κυριαρχούν έκδηλα σε όλους τους τομείς του
κοινωνικού, εθνικού και εκκλησιαστικού βίου.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ