Ορθοδοξία και Ορθοπραξία
του Απόστολου Σαραντίδη*
Στην πρώτη μετά Χριστόν χιλιετία και σε αυτοκρατορικό περιβάλλον ελληνορωμαϊκής ασφάλειας, ο χριστιανικός κόσμος βίωνε ελεύθερα πλην των αιρετικών περιόδων, ενωμένος την χριστιανική εμπειρία.
Ο όρος «χριστιανός» για τη νέα «θρησκεία», που πλέον γνωρίζουμε πολύ καλά ότι καθόλου θρησκεία δεν είναι, ανθρώπινο δημιούργημα δηλαδή, αλλά η πραγματική εξ’ αποκαλύψεως Ζωή, άρχισε να επικρατεί από νωρίς, ήδη από τη δεύτερη εκατονταετία. Ο όρος «Ορθόδοξος» και «Ορθοδοξία» άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ μετέπειτα, το ίδιο και η «Ορθοπραξία», όταν ο χριστιανικός κόσμος από ανάγκη ήθελε να αντιδιαστείλει την ορθή πίστη του και εμπειρία από τις δαιμονικές αιρέσεις πού σαν ύαινες και λύκοι κατασπάραζαν το Σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με τον κατακλυσμό του δυτικού κράτους κατά αλλεπάλληλα κύματα από τις ορδές βαρβαρικών φύλων ήδη από τον 5ο αιώνα, τη σταδιακή υποταγή σε αυτούς της λατινικής χριστιανοσύνης, τον ομαδικό εκχριστιανισμό τους δίχως την αποβολή των ατομοκεντρικών τους ενστίκτων και την αδυναμία της Κωνσταντινουπόλεως να απελευθερώσει τα μέρη αυτά. Η επικράτηση της λατινικής γλώσσας εκεί και η απομάκρυνση από την ελληνική κοινή γλώσσα του Ευαγγελίου μεγάλωνε την απόσταση. Αποτέλεσμα, το πρεσβυγενές πρώτο τη τάξει κανονικό Πατριαρχείο της Ρώμης μετά από αντίσταση τριών σχεδόν αιώνων να καταληφθεί πλήρως από Φράγκους ηγεμόνες και Πάπες, μια αντιποίηση δηλαδή αρχής που από το 1009 και εντεύθεν συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι το σήμερα. Ο ελληνισμός και η επιστροφή στην προ Χριστού παράδοση θα γίνει με τρόπο επαναστατικό στη Δύση στη λεγόμενη Αναγέννηση και αργότερα στη Μεταρρύθμιση και στον Διαφωτισμό που ως αντίδραση στη φεουδαρχική αυθαιρεσία αιώνων στους υποταγμένους Λατίνους, προσπαθεί αντί να επιστρέψει στην κανονικότητα και στην ασφάλεια των Αγίων Πατέρων, με τη λογική να αντικαστατήσει τον άκτιστο καθαρτικό καρδιακό φωτισμό με κτιστές ειδωλοποιημένες διαφωτιστικές φωταψίες. Ως αποτέλεσμα, ένας ιστορικός απάνθρωπος υλισμός, δεξιός και αριστερός και εκατόμβες νεκρών σε επαναστάσεις και παγκοσμίους πολέμους στον βωμό ενός ανύπαρκτου Θεού ή ενός τεχνητού ιδεολογήματος.
Τότε, στην απαρχή της δεύτερης χιλιετίας, με την καθοριστική σημασία του Παποκαισαρισμού μέσα από δόλια διαστρεβλωτικές παραποιήσεις του δόγματος, ιστορικές πλαστογραφήσεις και με την συμβολή του καρλομάγνειου ηγεμονισμού μπαίνουμε στον χώρο του σχολαστικισμού, του ορθολογισμού και της ιδεολογίας. Αγκωνάρι της νέας εποχής, ο λησμονημένος εντελώς στην Ανατολή ιερός Αυγουστίνος, ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας. Ο λόγος της διαστροφής αυτής προφανέστατος: η άμεση ανάγκη υποταγής του καθ’ όλα νόμιμου «βυζαντινού» κέντρου στον φράγκικο ολοκληρωτισμό, μέσω της ουνιτικής σταυροφοριακής εν πολλοίς κατάκτησης, εκμεταλλευόμενος και τα πάθη και τις αδυναμίες μιας καταρρέουσας Ρωμανίας, το ψυχορράγημα της οποίας κράτησε αρκετούς αιώνες. Για να φθάσουμε στην οθωμανική κατάκτηση η οποία παρά τον στυγνό απάνθρωπο χαρακτήρα της, διέσωσε μέσα από το αίμα των νεομαρτύρων την πίστη των προγόνων, απομάκρυνε τον παπικό κίνδυνο αλλά και στον χώρο της τέχνης, της υμνογραφίας και της γλώσσας η άνθηση ήταν μοναδική.
Με την ίδρυση ελληνικού προτεκτοράτου το 1830 και τη βαυαροκρατία, αναβίωσε και πάλι η προσπάθεια της ουνιτικής κατάκτησης των ορθοδόξων Βαλκανίων η οποία ολοκληρώνεται σήμερα με άλλο προσωπείο τάχα ευρωπαϊκό, τίποτα όμως στη βάση και στην ουσία δεν έχει αλλάξει, με το σημαντικότερο οντολογικό και πολιτιστικό σκάνδαλο της Ευρωπαϊκής Δύσης να παραμένει η Ορθοδοξία, διότι διαφοροποιεί ριζικά και αποδομεί όλο το πολιτιστικό και ουμανιστικό τους ιδεολόγημα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και πρέπει τάχιστα να προλάβει να αποδομηθεί πρώτο στον ελληνισμό ό,τι συνεκτικό στοιχείο ακόμη υπάρχει: γλώσσα, ιστορία, θρησκευτικά, οικογένεια, πατρίδα, παράδοση. Γνωρίζουν άριστα οι σύγχρονοι αποδομητές και τα ξένα κέντρα από τα οποία παίρνουν τις εντολές, ότι Ορθοδοξία και Ελληνισμός είναι έννοιες ταυτόσημες και τολμούν τώρα, ολοκληρώνοντας ένα ημιτελές έργο αιώνων. Το πλαίσιο παραμένει το ίδιο. Το ντεκόρ μόνο αλλάζει. Και παίρνουν τη ρεβάνς.
Έτσι, με την πάροδο αιώνων αγώνων, αλλοτρίωσης και διά της ακτίστου Χάριτος αγίων μορφών, οι απανταχού Ρωμιοί των Βαλκανίων και πέρα αυτών λαών στα Βορειοανατολικά, του Ευξείνου Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογειακής Λεκάνης, αυτοπροσδιορίζονται όχι μόνο ως χριστιανοί, αλλά και ως ορθόδοξοι. Διότι ό όρος «χριστιανός» και «εκκλησία» έχει ήδη κλαπεί από αιώνων από τους αιρετικούς, όροι ας πούμε «ιστορικοί» αλλά χωρίς κανένα πνευματικό αντίκρισμα αφού ο παραποιημένος Χριστός τον οποίο πλασάρουν δεν υπάρχει άρα δεν σώζει και είναι είδωλο – καρικατούρα ενός οριστικά απολεσθέντος παρελθόντος. Διασώζουν λοιπόν οι πολίτες της πάλαι ποτέ Ρωμανίας, ως κόρην οφθαλμού την πίστη των πατέρων τους μαζί με τη γη των πατέρων τους, την πατρίδα, ως ορθοδοξία την πίστη και ορθοπραξία την καθημερινότητά τους. Βέβαια, η δυτική προπαγάνδα και εξωτερική πολιτική φρόντισε ώστε να σπείρει τη διχόνοια μέσω του ιδεοληπτικού εθνικισμού και να στρέψει τον έναν εναντίον του άλλου, καθιστώντας τα Βαλκάνια και όχι μόνο, πυριταποθήκη. Τούτο, για να εξυπηρετήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα και για να εμποδίσουν την επανένωση της Ρωμιοσύνης καταφέρνοντάς τα άριστα, μιας και το ορθόδοξο ενωτικό παρελθόν από τους περισσότερους λησμονήθηκε.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει μία διευκρίνηση διότι συνήθως δεν γίνεται κατανοητό ότι ένας χριστιανός ορθόδοξος δύναται να έχει πολλών διαφορετικών ειδών τρόπους βίου. Άλλη καθημερινότητα έχει ο ιερέας, άλλη ο ψαράς, άλλη ο δάσκαλος, άλλη ο μηχανικός κλπ. Η ορθοδοξία – ορθοπραξία δεν είναι τρόπος ζωής αλλά η ίδια η Ζωή δια της συμμετοχής των εμβαπτισμένων μελών της Εκκλησίας στη Μυστηριακή θεραπευτική ζωή Της και στην επαναφορά του πιστού εις το προπτωτικόν αρχαίον κάλλος, την όντως ζωή εν Κυρίω Ιησού Χριστού, τέλειου Θεού και τέλειου ανθρώπου, «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον».
Πώς όμως είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή και κατανοητή μια ορθόδοξη πορεία ενός αμαρτωλού, άστοχου δηλαδή κατά κυριολεξίαν μέλους της Εκκλησίας προς τη σωτηρία; Κατ’ αρχάς πρέπει ο άνθρωπος να βιώσει ότι ο κόσμος στον οποίο βρέθηκε, το δώρο της ζωής και της ύπαρξης που του εδόθη είναι φθαρτός, αλλοτριωμένος και παραποιημένος από την πτώση. Δεύτερον να πεισθεί ότι η πτώση είναι ιστορικό καταγεγραμμένο γεγονός. Κάπου, κάπως, κάποτε, κάτι το φοβερόν συνέβη με την ελευθέρα ανθρώπινη βούληση εις την ανθρωπίνη φύση η οποία από τότε άλλαξε και εισήχθη ο θάνατος. Τρίτον, ότι μόνος του ο άνθρωπος ήτο αδύνατον να επανέλθει και ενανθρωπίζεται ο Υιός και Λόγος του ενός και μοναδικού Θεού εις την ανθρώπινη Ιστορία προσλαμβάνοντας ακέραια όλη την ανθρώπινη αναμάρτητη φύση. Τέταρτον, ότι ο κόσμος που βλέπουμε και δεν βλέπουμε είναι κτίσμα. Πέμπτον, ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου ουδεμία αναλογία και ομοιότης υπάρχει και ό,τι έχει αποκαλυφθεί έχει δογματικό χαρακτήρα. Έκτον, ότι το άκτιστο επικοινωνεί με το κτιστό όχι δια της ουσίας Του η οποία είναι ακατάλυπτος και θα παραμείνει αλλά διά των ακτίστων ενεργειών Του, τη Θεία Χάρη και ακριβώς αυτή η εμπειρία μεταφέρεται. Έβδομον, ότι υπάρχουν κτιστά αόρατα πονηρά πνεύματα που απεργάζονται την απώλεια του ανθρώπου αλλά μετά την εκ νεκρών του Χριστού Ανάσταση είναι ανίσχυρα και το κακό που κάνουν γίνεται μόνο εάν τους δώσει χώρο ο άνθρωπος. Σαν τον λυσσασμένο αλλά δεμένο σκύλο που μόνο αν πάω οικειοθελώς πολύ κοντά του θα με κατασπαράξει. Όγδοον, ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση ως νοητικά σχήματα είναι η ατελεύτητος ζωή με Χριστό και χωρίς Χριστό. Ένατον, ότι η ελευθερία του ανθρώπου σε όλα είναι αδιαπραγμάτευτη, άλλως δεν είναι άνθρωπος αλλά δούλος. Δέκατον, ότι ο όσο ο Χριστός αγαπά έναν άγιο αγαπά και τον χειρότερο εγκληματία ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής και τον καλεί στη σωτηρία. Μέτρο δεν έχει η ουράνια αγάπη. Ενδέκατον, ο άνθρωπος σώζει ολόκληρη τη φύση του, σώμα και ψυχή. Δωδέκατον, μετά θάνατον είναι αδύνατη κάθε διορθωτική πράξη (μετάνοια) εξαιτίας της απουσίας του σώματος και τέλος, ότι θα υπάρξει Ανάσταση νεκρών και Δευτέρα Παρουσία.
Με αυτές τις βασικές αλήθειες (υπάρχουν πολύ περισσότερες) εάν τις συνειδητοποιήσει, καλείται και προσκαλείται ό κάθε άνθρωπος από τον Δημιουργό του σε μια πορεία διορθωτική της φύσεώς του μέσα στον κόσμο τούτο και όσο κτυπά η αδύναμη καρδιά του, στο απέραντο θεραπευτήριο που λέγεται Εκκλησία. Με γιατρούς, νοσοκόμους, αρχιάτρους, μέθοδο, σύστημα, φάρμακα, θεραπείες, ασκήσεις, επεμβάσεις, χειρουργεία, αναισθησίες, ό,τι για το φθαρτό σώμα, κατ’ αναλογία πνευματική και στην ψυχή. Δηλαδή Προφήτες, Αποστόλους, Πατέρες, Αγίους, Οσίους, Μάρτυρες, Επισκόπους, Ιερείς, Διακόνους, Μυστήρια, Γραφές, Νηστεία, Αγρυπνία, Προσευχή, Άσκηση κλπ. Συνεπώς πρόκειται για πορεία αγωνιστική εν εγρηγόρσει, ένα ταξίδι επιστροφής σε κάτι που είχαμε πολύτιμο και το χάσαμε, την ανθρώπινη κατά Χάρη φύση και ζωή προς το μοναδικό υποστατικό αγιοτριαδικό Πρόσωπο που ανακλά την Χάρη Του επάνω μας, αρκεί να στραφούμε εκουσίως προς το μέρος Του.
Γιατί όμως ορθόδοξα και γιατί τόση επιμονή από τους αγίους στο ορθόδοξο; Ακριβώς διότι είναι πορεία επιστροφής μέσα από στενά και δύσκολα μονοπάτια και ατραπούς γι’ αυτό και οι προηγούμενοι, μας έχουν αφήσει σήματα, ταμπέλες και οδηγίες από τη δική τους εμπειρία (το Συναξάρι και το γεροντικό είναι γεμάτο) και χώρους ανάπαυσης και στηρίγματα και γέφυρες και υποστυλώματα. Ένα πλήθος βοηθημάτων που μόνο αν δεν θέλεις δεν σώζεσαι. Μα ποιος δεν το θέλει; Η απάντηση είναι, ο Διάβολος, φροντίζοντας να πλανά και να παραπλανά. Αυτός ποτέ δεν θα σου πει ότι δεν υπάρχει σωτηρία. Ή θα σε πείσει ότι δεν υπάρχει ο ίδιος, οπότε ως γνήσιος καταχθόνιος κατάσκοπος σε περιμένει στη γωνία και σε εξοντώνει ή πολύ απλά σου δείχνει άλλον δρόμο λανθασμένο που λέγεται αίρεση. Γι’ αυτό τόση φασαρία για αιρέσεις και παναιρέσεις. Διότι όλες οδηγούν στην απώλεια. Γι’ αυτό και όλες οι Ορθόδοξες Οικουμενικές Σύνοδοι για αιρέσεις συνεκλήθησαν. Πλην μίας τάχα αγίας και μεγάλης στο Κολυμπάρι η οποία άλλαξε εντελώς τον συνοδικό χάρτη και τις επικύρωσε όλες. Όλους τους αιρετικούς τους αμνήστευσε. Πονεμένη ιστορία!
Και το τιμόνι στην πορεία; Ε, αυτό το κρατάς εσύ σφιχτά άνθρωπε, και τηρώντας με ακρίβεια τον κώδικα πορεύεσαι και ανεβαίνεις και κατεβαίνεις και στρίβεις και ανάβεις φώτα και επιταχύνεις και πατάς φρένο και πέφτεις και σηκώνεσαι και διορθώνεις την πορεία σου ανάλογα με τις περιστάσεις, δηλαδή μετανοείς και ορθοτομείς. Υπάρχει οδηγός που δεν μετανοεί και δεν διορθώνει κατά διαστήματα την πορεία του με το τιμόνι, όσο και αν ο δρόμος δείχνει ευθύς; Ουδένας. Όλα τα κάνεις, όλα σου επιτρέπονται πλην της παραμικρής απόκλισης από τον ορθό δρόμο. Εδώ είναι η Ορθοδοξία! Και η απόκλιση λέγεται αίρεση. Είτε είναι μεγάλη και σε τουμπάρει κατευθείαν είτε μικρή, ανεπαίσθητη που ξεγελά και με μαθηματική ακρίβεια σε βγάζει εκτός δρόμου. Τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά διότι όταν σταματήσει η καρδιά να κτυπά και το τιμόνι δεν θα μπορεί πλέον να κρατηθεί αφού σώμα δεν θα υπάρχει, να βρισκόμαστε εντός του δρόμου του ορθού που κοιτάζει τον Σωτήρα Χριστό και όχι σε χαντάκι με φίδια και αρουραίους. Και είναι σε όλους γνωστό ότι σε ένα μάθημα οδήγησης και όσο αυτό κρατά, ο δάσκαλος και εκπαιδευτής είναι πάντα δίπλα σου, συνοδηγός και συνοδοιπόρος που με την εμπειρία που έχει, την παραμικρή απόκλιση που κάνεις επεμβαίνει άμεσα και σου τη διορθώνει επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι αν την αφήσει, καραδοκεί ο θάνατος. Απλοϊκό το παραπάνω σχήμα αλλά παραστατικό για τα ανθρώπινα μέτρα.
Με εκκλησιαστικούς όρους, αυτός που έχει όλες του τις αισθήσεις τεταμένες και σκοπεί και επισκοπεί και διορθώνει λέγεται επίσκοπος. Αυτό είναι ορθοδοξία, αυτό λέγεται ορθοπραξία, απλά και κατανοητά. Στη σύγχρονη όμως «μεταπατερική» εποχή της αποδόμησης έχουμε το παράδοξο, οι περισσότεροι να κοιμούνται όρθιοι επάνω στο τιμόνι, ο εκπαιδευτής να λέει δίπλα ότι «όλα βαίνουν καλώς και καλά πάμε» και οι συνεπιβάτες στα πίσω καθίσματα – όσοι καταλαβαίνουν τι γίνεται – να ξελαρυγγιάζονται ότι πάμε στον γκρεμό και οι απ’ έξω να τους λοιδορούν, και να ουρλιάζουν και να τους λένε φανατικούς και ζηλωτές και φονταμενταλιστές και να ζητούν να τους πετάξουν έξω ως επικίνδυνους για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη. Δυστυχώς, τα ζούμε, τα βιώνουμε και ο Θεός να βάλει το χέρι Του, αμήν.
*Ο Α.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων